Άρθρα 26, 94 και 96 του Συντάγματος (περί αρμοδιότητας των διοικητικών και των ποινικών δικαστηρίων) – Αρχή ne bis in idem κατά την ΕΣΔΑ και το ενωσιακό δίκαιο – Σώρευση ποινικής και διοικητικής διαδικασίας και δίκης κατά του ίδιου προσώπου για την ίδια παράβαση λαθρεμπορίας – Ερμηνεία του άρθρου 100 του Συντάγματος
(Α) Ερμηνεία των άρθρων 26, 94 και 96 του Συντάγματος
Η καταστολή της φοροδιαφυγής (και, ιδίως, της μεγάλης από απόψεως ποσού), μέσω της διαπιστώσεως των οικείων παραβάσεων και της επιβολής των αντίστοιχων διαφυγόντων φόρων, καθώς και των προβλεπόμενων στο νόμο διοικητικών κυρώσεων, συνιστά, κατά το Σύνταγμα (άρθρα 4 παρ. 5, 26 και 106 παρ. 1 και 2), επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος και βασικό έργο της φορολογικής Διοικήσεως, η νομιμότητα των πράξεων της οποίας υπόκειται στον έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 και το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 680/2017 επταμ., 1992/2016 επταμ.). Εξάλλου, το άρθρο 96 παρ. 1 του Συντάγματος ουδόλως αποκλείει την επιβολή από τη Διοίκηση (υπό τον προαναφερόμενο έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων) χρηματικών κυρώσεων (που δεν έχουν το χαρακτήρα στερητικών της ελευθερίας ποινών), για παραβάσεις της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας, ακόμα κι αν τέτοιες διοικητικές κυρώσεις έχουν “ποινικό” χαρακτήρα, κατά την έννοια της ΕΣΔΑ. Άλλωστε, κατά πάγια νομολογία της μείζονος συνθέσεως, αφενός, του ΕΔΔΑ και, αφετέρου, του ΔΕΕ, (βλ. ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 28.6.2018, G.I.E.M. S.r.l. και άλλοι κατά Ιταλίας, 1828/06 κ.λπ., σκέψεις 253-254 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκέψεις 28-33 και 44-45, σε συνδυασμό με ΔΕΕ μειζ. συνθ. 26.2.2013, C-617/10, Akerberg Fransson, σκέψεις 34-35) η ΕΣΔΑ και το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, αντίστοιχα, ουδόλως απαγορεύουν την επιβολή από διοικητικές αρχές των Κρατών Μελών χρηματικών κυρώσεων για φορολογικές ή τελωνειακές παραβάσεις και, συνεπώς, δεν ανακύπτει ζήτημα – φιλικής ή εναρμονισμένης προς το ευρωπαϊκό δίκαιο – ερμηνείας του ημεδαπού Συντάγματος προς την κατεύθυνση που υποστηρίζει η μειοψηφία. Συναφώς, ο νομοθέτης μπορεί να χαρακτηρίσει όχι μόνο ως διοικητικές παραβάσεις αλλά και ως ποινικά αδικήματα τις πλέον σοβαρές, από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τελέσεως, παραβάσεις φοροδιαφυγής, που, κατά την εκτίμησή του, χρήζουν έντονης κοινωνικής αποδοκιμασίας και απαιτούν συμπληρωματικές (σε σχέση με τις επιβαλλόμενες από τη φορολογική Διοίκηση) κυρώσεις, για την αποτελεσματικότερη πρόληψη και αντιμετώπισή τους. Δεδομένου, όμως, ότι, κατά τα προεκτεθέντα, η εφαρμογή και η επιβολή της διοικητικής νομοθεσίας περί φορολογίας ανάγεται στην άσκηση της κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος εκτελεστικής λειτουργίας, η δράση της οποίας, σε περίπτωση αμφισβητήσεως των πράξεών της, υπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, στο δικαιοδοτικό έλεγχο του διοικητικού δικαστή, που είναι ο “φυσικός” δικαστής των διαφορών μεταξύ του Κράτους και των διοικουμένων όσον αφορά την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας, η διπλή, διοικητική και ποινική, διαδικασία, που προβλέπεται στο νόμο για την αντιμετώπιση παραβάσεων φοροδιαφυγής, πρέπει, ανεξαρτήτως του ποσού του διαφυγόντος φόρου ή δασμού, να οργανώνεται νομοθετικά και να διενεργείται κατά τρόπο ώστε ο ποινικός δικαστής να επιλαμβάνεται (μετά από διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του ποινικού αδικήματος) κατόπιν της τελεσίδικης κρίσεως της ουσίας της υποθέσεως από τον διοικητικό δικαστή, δοθέντος, άλλωστε, ότι δεν θα ήταν συνταγματικώς ανεκτή ποινική καταδίκη για φοροδιαφυγή σε περίπτωση που ο διοικητικός δικαστής κρίνει ότι δεν είναι νόμιμη η σχετική καταλογιστική (του φόρου ή/και συναφούς προστίμου) πράξη της Διοικήσεως (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., 951/2018 επταμ., 680/2017 επταμ.). Οι προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις ναι μεν έχουν την παραπάνω έννοια, καθώς και την έννοια ότι ο κοινός νομοθέτης κωλύεται να εξαρτήσει την άσκηση των ως άνω εξουσιών της Διοίκησης ή/και της αρμοδιότητας των διοικητικών δικαστηρίων για επίλυση των σχετικών διαφορών από την προηγούμενη ποινική καταδίκη του φορολογούμενου για το αντίστοιχα προβλεπόμενο ποινικό αδίκημα φοροδιαφυγής ή λαθρεμπορίας, αλλά, πάντως, σε περίπτωση που προβλέπονται για την ίδια παραβατική συμπεριφορά τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις, δεν αποκλείουν τη θέσπιση και την εφαρμογή διατάξεων νόμου (όπως εκείνη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ) από τις οποίες να προκύπτει επίδραση της αμετακλήτως περατωθείσας ποινικής διαδικασίας και δίκης περί φοροδιαφυγής/λαθρεμπορίας στην αντίστοιχη διοικητική διαδικασία και δίκη (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., 951/2018 επταμ., 680/2017 επταμ., 1992/2016 επταμ.). Πάντως, τέτοιες διατάξεις, στο μέτρο που προβλέπουν δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από τις κρίσεις του ποινικού δικαστή, όσον αφορά την εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δεδομένου ότι η ποινική διαδικασία περί φοροδιαφυγής/λαθρεμπορίας προϋποθέτει, κατ’ αρχήν, την έκδοση σχετικής διοικητικής καταλογιστικής πράξεως, εξοπλισμένης με το τεκμήριο νομιμότητας, το οποίο μπορεί να ανατραπεί (εν όλω ή εν μέρει) μόνον μέσω της ακυρώσεως ή της τροποποιήσεώς της από τον διοικητικό δικαστή, που είναι, κατά το Σύνταγμα, ο “φυσικός” δικαστής του ελέγχου του νόμω και ουσία βασίμου της (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., 951/2018 επταμ.).
[με μειοψηφία ενός Αντιπροέδρου και μίας Συμβούλου, σύμφωνα με την οποία αντιβαίνει στο άρθρο 96 του Συντάγματος η επιβολή από όργανα της Διοίκησης κυρώσεων που είναι κατ’ ουσίαν ποινικές, με βάση κριτήρια παρόμοια με εκείνα της νομολογίας Engel του ΕΔΔΑ].
(Β) Ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ
Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (Π.Π.) της ΕΣΔΑ, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η προβλεπόμενη σε αυτήν απαγόρευση (ne bis in idem), η οποία αποτελεί εκδήλωση των αρχών του κράτους δικαίου και του δεδικασμένου, καθώς και των συναφών, επίσης θεμελιωδών, αρχών της ασφάλειας δικαίου και της σταθερότητας της έννομης κατάστασης των προσώπων (βλ. ΣτΕ 1102-1104/2018 επταμ. – πρβλ. ΔΕΕ 3.4.2019, C-617/17, Powszechny Zakład Ubezpieczeń na Życie S.A., σκ. 33), απαιτείται να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, κατ’ ουσίαν και κατά χρόνον, (β) οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι “ποινικές” κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ήτοι βάσει των κριτηρίων Engel, κατ’ εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως “ποινικές” και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, ενόψει της φύσεως των σχετικών παραβάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόμενων για αυτές διοικητικών κυρώσεων, (γ) η μία από τις εν λόγω διαδικασίες πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση (είτε καταδικαστική είτε αθωωτική, υπό τον όρο ότι η αθώωση στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υποθέσεως, δηλαδή την τέλεση ή μη της παραβάσεως: βλ. ΣτΕ 1102-1104/2018 επταμ. και ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 8.7.2019, 54012/10, Mihalache v. Romania, σκ. 97-98) και (δ) οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά, ήτοι στο αυτό σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους, χρονικά και τοπικά, και η συνδρομή των οποίων είναι απαραίτητη για την επιβολή της κυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., ΣτΕ 951/2018 επταμ., 175/2018, 2987/2017 επταμ., 680/2017 επταμ., 167-169/2017 επταμ., 1992/2016 επταμ. κ.ά.). Συνακόλουθα, όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., 951/2018 επταμ., 2987/2017 επταμ., 167-169/2017 επταμ. κ.ά.), ενόψει και των αποφάσεων του ΕΔΔΑ Ruotsalainen κατά Φινλανδίας της 16.6.2009 (13079/03), Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδος της 30.4.2015 (3453/12, 42941/12 και 9028/13), Σισμανίδης κατά Ελλάδος της 9.6.2016 (66602/09) και Α and Β κατά Νορβητίας της 15.11.2016 (24130/11 29758/11), το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ αντιτίθεται, καταρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης περί της επιβολής διοικητικής χρηματικής κυρώσεως για φορολογική ή τελωνειακή παράβαση, όταν για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετάκλητα η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία.
(Γ) Σε διαφορά από την επιβολή πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας, όπως η παρούσα, συντρέχουν και οι τέσσερεις προαναφερόμενες προϋποθέσεις.
(Ι) Ειδικότερα, όσον αφορά την πρώτη των ανωτέρω προϋποθέσεων, η έλλειψη συνδρομής (αρκούντως) στενού ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της διοικητικής και της ποινικής διαδικασίας και δίκης επιβολής κυρώσεων για παράβαση λαθρεμπορίας όπως η αποδοθείσα στην αναιρεσείουσα προκύπτει από το ότι (Α) οι δύο επίμαχες διαδικασίες προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία (άρθρα 89 παρ. 2 και 97 παρ. 3 και 8 του Τελωνειακού Κώδικα/ν. 1165/1918, καθώς και άρθρο 5 παρ. 2 Κ.Δ.Δ., όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο) ως αυτοτελείς μεταξύ τους (με εξαίρεση, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., την περίπτωση, που δεν συντρέχει σε υπόθεση όπως η κρινόμενη, της αμετάκλητης καταδίκης για το ποινικό αδίκημα), με περαιτέρω συνέπεια η κύρωση που τυχόν επιβάλλεται στη μία διαδικασία να μην λαμβάνεται, κατά το νόμο, υπόψη για την επιμέτρηση της ποινής που καταλογίζεται στην άλλη διαδικασία, (Β) οι δύο επίμαχες διαδικασίες/δίκες καταλήγουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα, κατόπιν διαφορετικής εκτιμήσεως από τον ποινικό και από τον διοικητικό δικαστή της ουσίας της υποθέσεως (περί της τελέσεως ή μη της παραβάσεως από το πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει κινηθεί εκάστη διαδικασία, όπως συνέβη και εν προκειμένω), (Γ) το άρθρο 100 του Τελωνειακού Κώδικα ορίζει με τον ίδιο τρόπο την τελωνειακή παράβαση της λαθρεμπορίας και το ποινικό αδίκημα της λαθρεμπορίας, το δε πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας (έστω κι αν θεωρηθεί ότι στοχεύει, σε κάποιο βαθμό, και στην κάλυψη των δαπανών στις οποίες προβαίνει το κράτος για τον εντοπισμό των παραβάσεων λαθρεμπορίας: βλ. ΣτΕ Ολομ. 1741/2015) έχει ως βασικό σκοπό, όπως και η αντίστοιχα προβλεπόμενη ποινική κύρωση, τόσο την αποτελεσματική αποτροπή από τη διάπραξη στο μέλλον τέτοιων παραβάσεων (προς εξασφάλιση του δημοσιονομικού συμφέροντος του Κράτους και της τηρήσεως της ισότητας ενώπιον των φορολογικών βαρών, δια της πληρωμής/εισπράξεως των οικείων δασμών και φόρων) όσο και τον κολασμό του παραβάτη, ο οποίος μπορεί να είναι μόνο φυσικό (όχι και νομικό) πρόσωπο, δεδομένου ότι, για την επιβολή του πολλαπλού τέλους, απαιτείται να του καταλογισθεί άμεσος δόλος σε σχέση με τη μη καταβολή των οφειλόμενων φόρων, τα ανωτέρω δε στοιχεία επιρωννύουν τη θέση ότι οι δύο επίμαχες διαδικασίες επιβολής κυρώσεων επιδιώκουν, κατ’ αρχήν, κοινούς σκοπούς και δεν αφορούν σε διαφορετικές όψεις της επίμαχης παραβατικής συμπεριφοράς που αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και δίκης (πρβλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., σκ. 6 και 680/2017 επταμ., σκ. 17). Επιπλέον, σε υπόθεση όπως η κρινόμενη δεν στοιχειοθετείται ούτε αρκούντως στενός χρονικός σύνδεσμος μεταξύ των δύο επίμαχων διαδικασιών επιβολής κυρώσεων, δεδομένου ότι η ποινική δίκη έχει περατωθεί αμετακλήτως προ δεκαπενταετίας και η διοικητική δίκη δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, με την έκδοση αποφάσεως επί της σχετικής αιτήσεως αναιρέσεως (πρβλ., ιδίως, ΕΔΔΑ 30.4.2015, Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδος, σκ. 134 και ΕΔΔΑ 9.6.2016, Σισμανίδης κατά Ελλάδος, σκ. 43). Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, συντρέχει, εν προκειμένω, η ως άνω πρώτη προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ.
(ΙΙ) Όσον αφορά τη δεύτερη των παραπάνω προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ, έχει κριθεί, τόσο από το ΕΔΔΑ όσο και από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ότι έχουν “ποινικό” χαρακτήρα, κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων Engel, πολλαπλά τέλη λαθρεμπορίας σημαντικού ύψους (ανερχόμενου σε δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ), όπως τα επίδικα (βλ. αναλυτικά ΣτΕ 1992/2016 επταμ. σκ. 21 και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία του ΕΔΔΑ και του παρόντος Δικαστηρίου). Και τούτο, λαμβανομένου, ιδίως, υπόψη (i) του ύψους των (επαπειλούμενων και επιβαλλόμενων) πολλαπλών τελών, τα οποία ανέρχονται σε ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό (τουλάχιστον 200%) των διαφυγόντων δασμών και φόρων, (ii) του χαρακτήρα τους ως διοικητικών κυρώσεων, για παραβάσεις της τελωνειακής/φορολογικής νομοθεσίας, με βασικό σκοπό τόσο την αποτελεσματική αποτροπή από τη διάπραξη στο μέλλον παρόμοιων παραβάσεων φοροδιαφυγής όσο και τον κολασμό του παραβάτη, (iii) του ότι η τελωνειακή παράβαση της λαθρεμπορίας προβλέπεται από το νόμο ως διοικητικό αδίκημα, για τον καταλογισμό του οποίου απαιτείται άμεσος δόλος του παραβάτη – φυσικού προσώπου, σε σχέση με τη μη καταβολή των οφειλόμενων δασμών και φόρων, οι οποίοι καταλογίζονται χωριστά και δεν περιλαμβάνονται στο επιβαλλόμενο πολλαπλό τέλος (βλ. ΣτΕ 1992/2016 επταμ. σκ. 21, με παραπομπές στη νομολογία του ΕΔΔΑ, του ΔΕΕ και του Συμβουλίου της Επικρατείας). Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, συντρέχει, εν προκειμένω, η ως άνω δεύτερη προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ.
(ΙΙΙ) Αναφορικά με την τρίτη και την τέταρτη των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ, παρατηρείται ότι (α) η αναιρεσείουσα επικαλέσθηκε με την έφεσή της ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς ότι είχε αθωωθεί αμετακλήτως από τις αντίστοιχες ποινικές κατηγορίες της λαθρεμπορίας και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, για την ίδια υπόθεση, με απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, το οποίο είχε κρίνει ότι το εκ των υστέρων εκδοθέν πιστοποιητικό καταγωγής του επίμαχου εμπορεύματος επιβεβαίωνε την προέλευσή του από την Ινδονησία και, ως εκ τούτου, την ορθή υπαγωγή του σε προνομιακό δασμολογικό καθεστώς, με συνέπεια να μην προξενηθεί οικονομική ζημία στο Ελληνικό Δημόσιο, (β) όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, η αναιρεσείουσα προσκόμισε παραδεκτώς ενώπιον του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου αντίγραφο της ως άνω αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, βεβαίωση περί καταχωρίσεως της αποφάσεως αυτής την στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 9 του ν. 969/1979, καθώς και πιστοποιητικό της Γραμματείας του Αρείου Πάγου περί μη ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως, και (γ) όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έλαβε υπόψη του, ως στοιχείο του πραγματικού της υποθέσεως, και την κατά τα ανωτέρω προβληθείσα απαλλαγή της αναιρεσείουσας από τις ποινικές κατηγορίες, με αμετάκλητη απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, λόγω προελεύσεως των επίμαχων εμπορευμάτων από την Ινδονησία. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, προκύπτει, εν προκειμένω, η συνδρομή και των δύο τελευταίων προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ.
(Δ) Ερμηνεία και εφαρμογή της αρχής ne bis in idem κατά το ενωσιακό δίκαιο
Η αρχή ne bis in idem, η οποία κατοχυρώνεται στην προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ, αποτελεί, επίσης, γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1741/2015 και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία του ΔΕΚ), η οποία έχει πλέον ενσωματωθεί στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης (στο εξής, Χάρτης) και βρίσκει πεδίο εφαρμογής σε υπόθεση όπως η παρούσα, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη της Ένωσης δεσμεύονται από τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου κατά τη θέσπιση και επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις της ενωσιακής τελωνειακής/φορολογικής νομοθεσίας (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1741/2015, 1887/2018 επταμ.). Η ανωτέρω αρχή του ενωσιακού δικαίου και το άρθρο 50 του Χάρτη έχουν ανάλογο κανονιστικό περιεχόμενο με εκείνο του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., 1102-1104/2018 επταμ. και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 60-62), λαμβανομένου, ιδίως, υπόψη ότι (α) κατά τους ανωτέρω κανόνες του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου, ο “ποινικός” χαρακτήρας των διοικητικών κυρώσεων εκτιμάται βάσει κριτηρίων παρόμοιων με τα κριτήρια Engel που έχει υιοθετήσει το ΕΔΔΑ και, κατ’ ακολουθίαν, έχουν “ποινική” φύση διοικητικά πρόστιμα σημαντικού ύψους, όπως το ένδικο πολλαπλό τέλος, που επιβάλλονται για την αποτροπή και την καταστολή παραβάσεων της φορολογικής/τελωνειακής νομοθεσίας (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ. και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-514/15, Menci, σκ. 26-33) και (β) κατά την ως άνω γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου και τα άρθρα 50 και 52 (παρ. 1) του Χάρτη, η εξακολούθηση διαδικασίας ή δίκης για την επιβολή τέτοιου (“ποινικής” φύσης) διοικητικού προστίμου βαίνει, κατ’ αρχήν, προδήλως πέραν των όσων απαιτούνται για την επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της καταπολεμήσεως της δασμοφοροδιαφυγής και της εισπράξεως των οφειλόμενων φόρων ή/και δασμών, εφόσον υπάρχει είτε αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που διαπιστώνει ότι δεν στοιχειοθετείται η επίμαχη φορολογική παράβαση (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., 951/2018 επταμ. και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-596/16 και C-597/16, Di Puma & Zecca, σκ. 33-34 και 41-45, σε συνδυασμό με ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 41, 46 και 52), είτε αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, με την οποία επιβλήθηκε ποινή δυνάμενη να καταστείλει τη διαπραχθείσα παράβαση κατά τρόπο αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., 951/2018 επταμ. και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-537/16, Garlsson Real Estate SA και άλλοι, σκ. 48 και 57-59, σε συνδυασμό με ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 41, 46 και 52). Ειδικότερα, σε υπόθεση τελωνειακής παραβάσεως λαθρεμπορίας, όπως η παρούσα, δεν δικαιολογείται η εξακολούθηση της διοικητικής δίκης περί της επιβολής πολλαπλού τέλους, μετά την έκδοση τέτοιας αμετάκλητης αθωωτικής απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ενόψει και του ότι (i) οι δύο επίμαχες “ποινικές” διαδικασίες επιδιώκουν, κατ’ αρχήν, κοινούς (και όχι πρόσθετους) σκοπούς και δεν αφορούν σε διαφορετικές όψεις της ίδιας παράνομης συμπεριφοράς (βλ. παραπάνω, σε συνδυασμό με ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-596/16 και C-597/16, Di Puma & Zecca, σκ. 42-44 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 44-45), και (ii) το οικείο νομοθετικό πλαίσιο δεν περιέχει κανόνες (εκτός της δεσμεύσεως του διοικητικού δικαστηρίου από αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση, όσον αφορά την ενοχή του δράστη), οι οποίοι να διασφαλίζουν συντονισμό των δύο διαδικασιών, προκειμένου να μειωθεί στο απολύτως αναγκαίο η πρόσθετη επιβάρυνση που συνεπάγεται για τους καθ’ ών η σώρευση “ποινικών” διώξεων και κυρώσεων (πρβλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 52-55).
(Ε) Καθ’ ερμηνεία του άρθρου 100 του Συντάγματος, δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής ζητήματος στο ΑΕΔ, λόγω αντίθετης απόφασης Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου ως προς τον (μη) “ποινικό” χαρακτήρα του πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας
Η έννοια της ανωτέρω γενικής αρχής του ενωσιακού δικαίου, καθώς και του άρθρου 50 του Χάρτη ΘΔΕΕ, όσον αφορά τον “ποινικό” χαρακτήρα χρηματικών διοικητικών κυρώσεων σημαντικού ύψους, για τελωνειακές/φορολογικές παραβάσεις, όπως το επίδικο πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας, είναι τόσο σαφής (ιδίως, ενόψει της προαναφερόμενης αποφάσεως Menci του ΔΕΕ), ώστε να μην συντρέχει περίπτωση διατυπώσεως σχετικού προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ. Άλλωστε, δεν συντρέχει ούτε περίπτωση παραπομπής του αντίστοιχου ερμηνευτικού ζητήματος στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (συνεπεία της – αντίθετης προς τα κρινόμενα με την παρούσα – αποφάσεως 938/2016 του ΣΤ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου), σύμφωνα με τη διάταξη του 100 παρ. 1 περίπτ. ε του Συντάγματος, κατά την αληθή έννοια της οποίας, ερμηνευόμενης υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 28 του Συντάγματος (συμπεριλαμβανομένης της ερμηνευτικής δηλώσεως αυτού) και σε αρμονία με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ (πρβλ. ΑΕΔ 29/1999, σκέψη 4, σε συνδυασμό με ΣτΕ Ολομ. 3470/2011, σκέψη 9), εφόσον ζήτημα ερμηνείας κανόνα του ενωσιακού δικαίου έχει ήδη επιλυθεί, κατά τρόπο σαφή, από το ΔΕΕ, δεν ιδρύεται αρμοδιότητα του ΑΕΔ για άρση της ερμηνευτικής αντιθέσεως που προκύπτει από αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, οι οποίες αφορούν στον ίδιο ενωσιακό κανόνα, που ισχύει στην εθνική έννομη τάξη βάσει ημεδαπού τυπικού νόμου (όπως του ν. 3671/2008, Α΄ 129, με τον οποίο κυρώθηκε η Συνθήκη της Λισσαβώνας, ή του ν. 2077/1992, Α΄ 136, με τον οποίο κυρώθηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ για την Ευρωπαϊκή Ένωση). Δεδομένου, δε, ότι (i) σύμφωνα με το άρθρο 52 παρ. 3 του Χάρτη ΘΔΕΕ και τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ, στο βαθμό που ο Χάρτης αυτός περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα που διασφαλίζει η ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι, κατ’ αρχήν, ίδιες με εκείνες που αποδίδει η ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ, (ii) η έννοια της διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 1 του (κυρωθέντος με το ν. 1705/1987) 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ, αναφορικά με τον “ποινικό” χαρακτήρα χρηματικών διοικητικών κυρώσεων σημαντικού ύψους, για τελωνειακές/φορολογικές παραβάσεις, ταυτίζεται κατ’ ουσίαν, ως προς το αντίστοιχο ζήτημα, με εκείνη της ως άνω γενικής αρχής του ενωσιακού δικαίου και του άρθρου 50 του Χάρτη ΘΔΕΕ, καθόσον προσεγγίζεται βάσει των αυτών κριτηρίων, και (iii) η επίμαχη έννοια της διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ είναι σαφής, ιδίως, ενόψει της προαναφερόμενης νομολογίας του ΕΔΔΑ , δεν συντρέχει, περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 περίπτ. ε΄ του Συντάγματος, ερμηνευόμενη υπό το φως του άρθρου 28 του Συντάγματος (συμπεριλαμβανομένης της ερμηνευτικής δηλώσεως αυτού), ούτε περίπτωση παραπομπής του σχετικού ζητήματος ερμηνείας της ως άνω διατάξεως της ΕΣΔΑ στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, λόγω της – αντίθετης προς τα κρινόμενα με την παρούσα – αποφάσεως 938/2016 του ΣΤ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, στην οποία, άλλωστε, δεν αναφέρεται η από 30.4.2015 απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδος. (ΣΤ
(ΣΤ) Αποδοχή του λόγου αναιρέσεως περί παραβίασης του ne bis in idem – Ακύρωση του επίδικου πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας
Προβάλλεται λόγος αναιρέσεως ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο εφάρμοσε, εν προκειμένω, τη ρύθμιση του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918) περί αυτοτέλειας της διοικητικής διαδικασίας και δίκης περί επιβολής πολλαπλού τέλους σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική δίκη για το αδίκημα της λαθρεμπορίας και, περαιτέρω, έλαβε υπόψη του την προαναφερόμενη αμετάκλητη απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς κατά τρόπο που παραβιάζει την αρχή ne bis in idem, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ και στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο. Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, ο παραπάνω λόγος κρίνεται βάσιμος και, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατά το μέρος της που αφορά στον καταλογισμό εις βάρος της αναιρεσείουσας του επίμαχου πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας. Δεδομένου, δε, ότι η υπόθεση δεν χρήζει διευκρινίσεως κατά το οικείο πραγματικό της, το Δικαστήριο τη διακρατεί, κατά το αναιρούμενο μέρος της, δικάζει και, για τον ίδιο ως άνω λόγο, δέχεται εν μέρει την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης απόφασης, την οποία εξαφανίζει κατά το αντίστοιχο μέρος της, περαιτέρω, δε, δικάζει και δέχεται, για τον ίδιο λόγο, εν όλω το αντίστοιχο σκέλος της προσφυγής και ακυρώνει την επίμαχη καταλογιστική πράξη της τελωνειακής αρχής, ως προς το κεφάλαιό της με το οποίο επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα πολλαπλό τέλος.
[με συγκλίνουσα γνώμη ενός Αντιπροέδρου και μίας Συμβούλου]