Ένδικη προστασία – Αίτηση ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Λαϊκή αγωγή – Νομικά πρόσωπα – Δικονομική ισότητα – ΥΑ περί σύμβασης συμβιβασμού του Δημοσίου με τη Siemens, βάσει του άρθρου 324 παρ. 2 του ν. 4072/2012
(Α) Κατά την έννοια της διάταξης του άρ. 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως δεν αρκεί το κοινό ενδιαφέρον κάθε πολίτη για τα γενικότερα θέματα της Χώρας και για τη σύννομη άσκηση της δημόσιας εξουσίας, αλλά απαιτείται η ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του αιτούντος προσώπου ή φορέα συλλογικής δραστηριότητας με την προσβαλλόμενη πράξη – Η ύπαρξη του ιδιαίτερου αυτού δεσμού κρίνεται, όταν η διοικητική πράξη δεν απευθύνεται ευθέως προς τον αιτούντα δημιουργώντας γι’ αυτόν συγκεκριμένες έννομες συνέπειες, από τον σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των εννόμων αποτελεσμάτων των επερχομένων από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και του περιεχομένου μιας συγκεκριμένης νομικής καταστάσεως ή ιδιότητας στην οποία βρίσκεται ή την οποία έχει και επικαλείται ο αιτών – Και τούτο, διότι σε περίπτωση που το έννομο συμφέρον θεμελιώνεται επί του κοινού ενδιαφέροντος των Ελλήνων πολιτών για τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων και για τη νομιμότητα της άσκησης της δημόσιας εξουσίας, το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως λαμβάνει το χαρακτήρα λαϊκής αγωγής, το οποίο δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα και το νόμο – Εξ άλλου όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, το έννομο συμφέρον τους για την προσβολή διοικητικής πράξεως κρίνεται, κατά περίπτωση, ενόψει κυρίως των επιδιωκόμενων από αυτά, κατά τη συστατική τους πράξη ή το καταστατικό τους, συγκεκριμένων σκοπών και του περιεχομένου της πράξεως – Περαιτέρω, κατά την έννοια της αυτής διατάξεως, και στην περίπτωση ακόμη όπου το καταστατικό νομικού προσώπου έχει μεν εγκριθεί κατά τη νόμιμη διαδικασία, οι περιεχόμενοι, όμως, σ’ αυτό σκοποί είναι διατυπωμένοι κατά ιδιαίτερα ευρύ τρόπο, ώστε να καταλαμβάνουν είτε όλους εν γένει τους δημόσιους σκοπούς (λ.χ. «προστασία του Συντάγματος»), είτε όλους τους δημόσιους σκοπούς σε ένα συγκεκριμένο τομέα δημόσιας δραστηριότητας, οι σκοποί αυτοί, ανεξαρτήτως εάν θα μπορούσαν να αποτελέσουν, κατά το Σύνταγμα και το νόμο, σκοπούς νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, δεν αρκούν, πάντως, για να του προσδώσουν τον αναγκαίο ιδιαίτερο νομικό δεσμό με κάθε διοικητική πράξη εκδιδόμενη στους αντίστοιχους τομείς δημόσιας δραστηριότητας, ώστε να θεωρηθεί ότι συντρέχει έννομο συμφέρον προσβολής της – Το έννομο συμφέρον, και στην περίπτωση αυτή, θα κριθεί κατά τους γενικούς κανόνες, που απαιτούν την συνδρομή προσωπικού και άμεσου δεσμού με την πράξη, υπό την έννοια της δυνάμενης να εξατομικευθεί ιδιαίτερης προσωπικής κατάστασης, που δεν μπορεί, πάντως, να είναι εκείνη του γενικού συμφέροντος κάθε πολίτη για την τήρηση της νομιμότητας – Σε διαφορετική περίπτωση, θα υπήρχε και αδικαιολόγητη ανισότητα στη μεταχείριση των φυσικών προσώπων, που δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσουν έννομο συμφέρον, επικαλούμενα την ιδιότητα αυτή και μόνον, έναντι των νομικών προσώπων που θα είχαν τη δυνατότητα αυτή με μόνη την επίκληση υπεράγαν γενικών καταστατικών σκοπών
(Β) Άρθρο 324 του ν. 4072/2012, με το οποίο εγκρίθηκε το Σχέδιο Συμφωνίας Συμβιβασμού μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των εταιρειών SIEMENS – Με την Συμφωνία διευθετούνται ζητήματα αστικού και διοικητικού δικαίου (σε σχέση με ενδεχόμενες παράνομες επιχειρηματικές πρακτικές τους των εταιρειών) – Επιπλέον, χορηγήθηκε στον Υπουργό των Οικονομικών η εξουσιοδότηση να εκπροσωπήσει την Ελληνική Δημοκρατία και να υπογράψει το εγκεκριμένο Σχέδιο Συμφωνίας
(Γ) Εν προκειμένω, για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος το μεν αιτούν Σωματείο (με την επωνυμία «Έλληνες Φορολογούμενοι») επικαλείται τον καταστατικό του σκοπό, ο οποίος συνίσταται στην προστασία και γενικότερη προώθηση των συμφερόντων του Έλληνα φορολογούμενου και της ελληνικής οικονομίας, την υποβολή προτάσεων και πραγματοποίηση παρεμβάσεων σε θέματα φορολογίας και την προστασία των εννόμων συμφερόντων των φορολογουμένων, οι δε αιτούντες φυσικά πρόσωπα επικαλούνται την ιδιότητα του φορολογούμενου Έλληνα πολίτη και ισχυρίζονται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις οδηγούν σε απώλεια για το Ελληνικό Δημόσιο εσόδων τουλάχιστον 2 δις ευρώ, λόγω της οποίας, αφενός μεν θα δημιουργηθούν για τους ίδιους πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις, και αφετέρου θα μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες του Κράτους από τις οποίες θα επωφελούνταν όλοι οι Έλληνες πολίτες – Με τα δεδομένα αυτά, το αιτούν σωματείο δεν αποδεικνύει το κατά νόμο έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, αφενός μεν διότι το τιθέμενο στην υπόθεση ζήτημα δεν είναι εν στενή εννοία φορολογικό, εφόσον δεν αφορά πρόβλεψη ή καταλογισμό φόρου εις βάρος ελλήνων πολιτών, αλλά τυχόν επερχόμενη, ως συνέπεια των επίμαχων ρυθμίσεων, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, έμμεση οικονομική επιβάρυνση του συνόλου του ελληνικού λαού, αφετέρου δε διότι, σε σχέση με την προβαλλόμενη αυτή συνέπεια, το αιτούν σωματείο δεν δικαιολογεί συγκεκριμένο δεσμό, που να το διαφοροποιεί, κατά τρόπο ειδικό, από οποιονδήποτε έλληνα πολίτη, εάν, μάλιστα, ληφθεί υπόψη ότι ωφελούμενοι από τις δημόσιες δαπάνες δεν είναι μόνον οι φορολογούμενοι έλληνες πολίτες, αλλά και οι τυχόν μη φορολογούμενοι, καθώς και οι οπωσδήποτε νομίμως διαμένοντες στη χώρα αλλοδαποί – Επομένως, το προβαλλόμενο έννομο συμφέρον ταυτίζεται, κατ’ αποτέλεσμα, με το γενικό συμφέρον κάθε πολίτη για την τήρηση της νομιμότητας, που, όμως, δεν συνιστά το κατά το Σύνταγμα και το νόμο έννομο συμφέρον προς άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως – Για τον αυτό λόγο, δεν δικαιολογούν το κατά νόμο έννομο συμφέρον ούτε οι αιτούντες, φυσικά πρόσωπα, επικαλούμενοι απλώς την ιδιότητα του φορολογουμένου – Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή, ακόμη κι αν ήταν ακριβής, ο ισχυρισμός ότι, με την ερμηνεία αυτή, δεν θα ήταν δυνατή η προσβολή με αίτηση ακυρώσεως των συγκεκριμένων πράξεων από κανένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δεδομένου ότι, και στην περίπτωση ακόμη αυτή, η δικονομική έννομη τάξη προβλέπει άλλες δυνατότητες ευθέος ή παρεμπίπτοντος ελέγχου νομιμότητας των προσβαλλομένων πράξεων, οι δυνατότητες δε αυτές καλύπτουν τη συνταγματική αξίωση παροχής έννομης προστασίας, εφόσον, βεβαίως, οι αιτούντες μπορούσαν να αποδείξουν τη συνδρομή στο πρόσωπό τους των εκάστοτε αναγκαίων, θεμιτών συνταγματικώς, δικονομικών προϋποθέσεων – Ούτε, εξ άλλου, είναι βάσιμος ο ειδικότερος ισχυρισμός των αιτούντων ότι, με την παραίτηση της Ελληνικής Δημοκρατίας από την άσκηση αρμοδιοτήτων της σχετικών με την επιβολή «διοικητικών κυρώσεων», ο σύνδεσμος με τις προσβαλλόμενες πράξεις έγκειται στην ταυτόχρονη παραίτηση, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, και από την ποινική της αξίωση για το αδίκημα της φοροδιαφυγής, αφενός μεν διότι στις επίμαχες ρυθμίσεις δεν περιλαμβάνεται, πάντως, άμεση ή έμμεση παραίτηση από την ποινική αξίωση της Πολιτείας, αφετέρου δε διότι ο σύνδεσμος αυτός, και αληθής υποτιθέμενος, θα ήταν μόνον έμμεση και αντανακλαστική συνέπεια της επίμαχης ρύθμισης και όχι ευθεία ρύθμιση φορολογικού ζητήματος, που θα δικαιολογούσε, υπό την εκδοχή αυτή, το έννομο συμφέρον του αιτούντος σωματείου – Επομένως, η αίτηση ακυρώσεως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι ασκείται χωρίς έννομο συμφέρον
[με μειοψηφία τριών Συμβούλων]