Δικαστικοί λειτουργοί – Προαγωγή σε θέση Αντιπροέδρου ΣτΕ – Έκταση δικαιοδοτικού ελέγχου
(Α) Κατά το μέρος που η παρ. 6 του άρθρου 90 Σ. αναφέρεται στις πράξεις της παρ. 5 του άρθρου αυτού, θεσπίζει απαράδεκτο της αιτήσεως ακυρώσεως το οποίο αφορά τις αποφάσεις ή πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τους όρους και περιορισμούς που θεσπίζει η παράγραφος 5 κατά τη γραμματική της διατύπωση – Συνεπώς, δεν εμπίπτουν στο απαράδεκτο και εξετάζονται κατ’ ουσία μόνον λόγοι ακυρώσεως που αμφισβητούν τη συνδρομή όρου ή περιορισμού που τίθεται ευθέως από τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 90 Σ.– Αντιθέτως, δεν είναι παραδεκτοί λόγοι ακυρώσεως, αναγόμενοι σε παράβαση όρων ή περιορισμών που τίθενται από τον κοινό νομοθέτη με το νόμο που προβλέπει η διάταξη αυτή – Οι όροι και περιορισμοί που τίθενται με το νόμο δεν μετουσιώνονται, κατά την έννοια των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων, σε όρους του Συντάγματος και επομένως ο έλεγχός τους εμπίπτει στο απαράδεκτο της παραγράφου 6
(Β) Λόγος με τον οποίο προβάλλεται ότι η παρ. 5 του άρθρου 90 Σ. θεσπίζει ως όρο για την διενέργεια της επιλογής σε θέση Αντιπροέδρου του ΣτΕ τον σεβασμό της σειράς αρχαιότητος, που παραβιάσθηκε στην συγκεκριμένη περίπτωση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι η επιλογή, κατά το άρθρο 90 παρ. 5 Σ. δεν λαμβάνει χώρα αυτομάτως, κατά σειρά αρχαιότητας, αλλά γίνεται μεταξύ όλων των Συμβούλων Επικρατείας που έχουν τα νόμιμα τυπικά προσόντα – Εξάλλου, ο συναφής ισχυρισμός ότι απαγορεύεται από το άρθρο 90 παρ. 5 Σ. η αδικαιολόγητη ανατροπή της διαμορφωμένης σειράς αρχαιότητας των δικαστικών λειτουργών που διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για την προαγωγή τους στον βαθμό του αντιπροέδρου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι ο ισχυρισμός αυτός προϋποθέτει εξέταση των κριτηρίων και των λόγων που οδήγησαν την πρόκριση νεοτέρου Συμβούλου Επικρατείας κατά παράβαση της σειράς αρχαιότητας, στη δε έννοια της επιλογής, ως όρου της πιο πάνω συνταγματικής διάταξης, δεν περιλαμβάνεται και η έκθεση των κριτηρίων και των λόγων που οδήγησαν το αρμόδιο όργανο στη σχετική κρίση, διότι προϋποθέτει την δυνατότητα ελέγχου της αιτιολογίας της κρίσης αυτής, η οποία όμως αντιστρατεύεται το απαράδεκτο της παρ. 6 του άρθρου 90 Σ., που διαφορετικά δεν θα είχε νόημα και σκοπό