Οικονομική ελευθερία (άρ. 5 παρ. 1 Σ.) – Τηλεοπτικοί σταθμοί (άρ. 15 Σ.) – Αδειοδότηση – Καθορισμός τιμής εκκίνησης για τη δημοπράτηση αδειών τηλεoπτικών σταθμών εθνικής εμβέλειας ενημερωτικού προγράμματος γενικού περιεχομένου – Απόρριψη της αιτήσεως ακυρώσεως
(Α) Κατ’ επίκληση του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4339/2015, εκδόθηκε η 1830/7.7.2017 απόφαση του Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, με την οποία καθορίσθηκε σε επτά ο αριθμός των δημοπρατούμενων αδειών παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας ενημερωτικού προγράμματος γενικού περιεχομένου. Η εν λόγω ΥΑ εκδόθηκε κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Στην συνεχεία με την προσβαλλόμενη απόφαση (2178/28.7.2017 απόφαση του Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, που εκδόθηκε κατ’ επίκληση της ως διατάξεως του ν. 4339/2015, καθορίσθηκε στο ποσό των τριάντα πέντε εκατομμυρίων (35.000.000) ευρώ η τιμή εκκινήσεως για κάθε μία από τις εν λόγω επτά (7) δημοπρατούμενες άδειες.
(Β) Κατά τα κριθέντα (ΣτΕ 820, 365, 95/2017 Ολομέλεια), όπως συνάγεται από τις εργασίες αναθεωρήσεως του Συντάγματος του έτους 2001, σκοπός της συνταγματικής κατοχυρώσεως του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης ως ανεξάρτητης αρχής ήταν, εν όψει της ιδιαίτερης δυνάμεως επιρροής που διαθέτουν οι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί στην διαμόρφωση της γνώμης των πολιτών ως προς τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα και της αναγκαίας για την πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας ποιοτικής στάθμης των ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων, η διασφάλιση αφ’ ενός μεν του κρατικού ελέγχου στην λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών μέσων και αφ’ ετέρου της πολυφωνίας και της αντικειμενικής και με ίσους όρους μεταδόσεως πληροφοριών, ειδήσεων, προϊόντων λόγου και τέχνης, ώστε να αποτρέπονται κυβερνητικές και κομματικές επιρροές και να επιτυγχάνεται η οργάνωση των ραδιοτηλεοπτικών μέσων με βάση τις αρχές της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας και της πολυφωνίας. Εν όψει του σκοπού στον οποίο αποβλέπει η συνταγματική κατοχύρωση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, από την διατύπωση του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του Συντάγματος, στο οποίο γίνεται λόγος για αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης για τον έλεγχο και την επιβολή κυρώσεων, μεταξύ άλλων, και στους τηλεοπτικούς σταθμούς, δεν δύναται να συναχθεί ότι η αρμοδιότητά του εξαντλείται, κατά το Σύνταγμα, στην έκδοση μόνον ατομικών διοικητικών πράξεων ελέγχου ή επιβολής κυρώσεων στους σταθμούς αυτούς, αλλά ότι, εν όψει του αναφερθέντος σκοπού, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης είναι και αυτό, παράλληλα με την νομοθετική εξουσία και τα άλλα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, φορέας του κατά το Σύνταγμα αμέσου ελέγχου των εν λόγω σταθμών και στο προγενέστερο της ενάρξεως λειτουργίας αυτών στάδιο, δηλαδή στο στάδιο της χορηγήσεως των αδειών λειτουργίας τους (βλ. ΣτΕ Ολομέλεια 1901/2014 16η σκέψη, 3914/2015 17η σκέψη). Η σχετική με την χορήγηση των εν λόγω αδειών αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης δεν έγκειται απλώς στην τυπική έκδοση της τελικής πράξεως χορηγήσεως της άδειας, μετά από διαδικασία που έχει διενεργήσει άλλο όργανο, που δεν έχει τα εχέγγυα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, και με προϋποθέσεις που το άλλο αυτό όργανο έχει καθορίσει μονομερώς χωρίς καμία σύμπραξή του, αλλά περιλαμβάνει και όλη την διαδικασία η οποία θα καταλήξει στην χορήγηση της άδειας. Και τούτο διότι η ανάγκη οργανώσεως των ραδιοτηλεοπτικών μέσων κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την αντικειμενικότητα, την αμεροληψία και την πολυφωνία και να αποτρέπει κυβερνητικές και γενικότερα μονομερείς επιρροές που μπορεί να επηρεάσουν τους όρους του πολιτικού ανταγωνισμού με τον έλεγχο της διαμορφώσεως της κοινής γνώμης, ανακύπτει ήδη στο στάδιο χορηγήσεως των αδειών, κατά το οποίο καθορίζεται ποιοί σταθμοί θα λειτουργήσουν στο μέλλον. Κατόπιν των προηγουμένων, δηλαδή εν όψει του ότι το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης είναι και αυτό όργανο του ασκούμενου από το Κράτος, μεταξύ άλλων, στην τηλεόραση αμέσου ελέγχου προς εκπλήρωση των αναφερόμενων στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του Συντάγματος σκοπών δημοσίου συμφέροντος και συγκροτείται αφ’ ενός μεν κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την αντικειμενικότητα, την αμεροληψία και την πολυφωνία στην λειτουργία, μεταξύ άλλων, των τηλεοπτικών σταθμών και αφ’ ετέρου από πρόσωπα με τα ανάλογα με την αποστολή του προσόντα, προκύπτει ότι, κατά την έννοια του άρθρου 15 παράγραφος 2 του Συντάγματος, α. καθίσταται υποχρεωτική η σύμπραξη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης στην άσκηση αρμοδιοτήτων, με τις οποίες, σε συνεργασία ενδεχομένως και με άλλες ανεξάρτητες αρχές, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτό απαιτείται λόγω της τεχνικής φύσεως των τιθεμένων ζητημάτων, καθορίζονται οι όροι λειτουργίας και αδειοδοτήσεως, μεταξύ άλλων, των τηλεοπτικών σταθμών και β. σε περίπτωση επιλογής του συστήματος της κατόπιν διαγωνισμού χορηγήσεως των αδειών λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών, καθίσταται υποχρεωτική η διενέργεια αποκλειστικώς από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης της σχετικής διαγωνιστικής διαδικασίας. Εν προκειμένω στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης που είναι όργανο του ασκουμένου από το Κράτος άμεσου ελέγχου στην τηλεόραση προς εκπλήρωση των προαναφερθέντων σκοπών δημοσίου συμφέροντος, διασφαλίζεται η κατοχυρούμενη στο Σύνταγμα αρμοδιότητά του που περιλαμβάνει και όλη την διαδικασία η οποία καταλήγει στην χορήγηση των σχετικών αδειών, δεδομένου ότι, από τις διατάξεις του ν. 4339/2015, όπως ισχύει (μετά την τροποποίησή του με τους νόμους 4478/2017, 4487/2017 και 4496/2017), προβλέπεται σύμπραξή του κατά τον καθορισμό ουσιωδών όρων της αδειοδοτήσεως και της λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών, που συνίσταται ειδικότερα στην διατύπωση σύμφωνης γνώμης του για τον καθορισμό του αριθμού των δημοπρατούμενων αδειών και της τιμής εκκινήσεως για αυτές, ενώ έχει επιλεγεί το σύστημα της κατόπιν διαγωνισμού χορηγήσεως των εν λόγω αδειών ανά κατηγορία εμβέλειας, προγράμματος και περιεχομένου, στο πλαίσιο του οποίου προβλέπεται αποκλειστική αρμοδιότητά του επί της σχετικής διαγωνιστικής διαδικασίας που αρχίζει με την δημοσίευση της προκηρύξεώς του, με την οποία καθορίζονται οι όροι και η διαδικασία χορηγήσεως των αδειών κατά τα προβλεπόμενα στον νόμο. Ήδη, άλλωστε, πράγματι το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης διατύπωσε την σύμφωνη γνώμη του επί των προεκτεθέντων θεμάτων και διενήργησε στην συνέχεια την διαγωνιστική διαδικασία με την δημοσίευση της μνησθείσας προκηρύξεώς του και την εξέταση των αιτήσεων συμμετοχής.
(Γ) Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4339/2015, όπως ισχύει, η εκπομπή επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής αποτελεί παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και προϋποθέτει την συνεργασία δύο διακεκριμένων φορέων με διαφορετικό αντικείμενο, του παρόχου δικτύου και του παρόχου περιεχομένου, οι οποίοι πρέπει να είναι διαφορετικά νομικά πρόσωπα. Περαιτέρω το κρίσιμο εν προκειμένω καθεστώς αδειοδοτήσεως, αφορά παροχή υπηρεσιών επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής που αποτελεί υπηρεσία γενικού οικονομικού περιεχομένου (κατά το άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ν. 4339/2015. Επίσης οι εν λόγω, απαιτούμενες εκ του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 3578/2010 Ολομέλεια, 2228, 2233, 2519, 2862, 2861/2015 κ. ά.), διοικητικές άδειες παρόχου περιεχομένου δίνουν στις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγούνται, δικαίωμα παροχής τηλεοπτικών υπηρεσιών της αναφερθείσας κατηγορίας και είδους (εθνικής εμβέλειας ενημερωτικού προγράμματος γενικού περιεχομένου), βάσει των προϋποθέσεων και των όρων του νόμου, έχουν διάρκεια δέκα ετών, καθιστούν υποχρεωτική (εντός της οριζόμενης προθεσμίας) την σύναψη συμβάσεως με πάροχο δικτύου για την κάλυψη της ζώνης που αφορούν αυτές και άρα επιτρέπουν την πρόσβαση στις αριθμητικά περιορισμένες ραδιοσυχνότητες που αποτελούν δημόσιο αγαθό (βλ. ΣτΕ 3578/2010 Ολομέλεια, 2228, 2233, 2519, 2862, 2861/2015 κ. ά.), έχουν δε, μεταξύ άλλων, ως συνέπεια να μην επιτρέπεται η προκήρυξη επί πλέον αδειών της ίδιας κατηγορίας για όλη την διάρκεια της χρονικής ισχύος τους. Οι εν λόγω αριθμητικά περιορισμένες (7) διοικητικές άδειες που έχουν ιδίως τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά παρέχουν στους κατόχους τους την δυνατότητα να αποκομίζουν σημαντικά ωφελήματα (κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονομικής φύσεως), ευρισκόμενους σε πλεονεκτική θέση έναντι άλλων επιχειρηματιών μη κατόχων της απαιτούμενης σχετικής διοικητικής άδειας που ενδιαφέρονται να δραστηριοποιηθούν στο αντικείμενο αυτό. Για τον λόγο αυτόν επιτρέπεται να θεσπισθεί ως προϋπόθεση της χορηγήσεώς τους, η υποχρέωση καταβολής τιμήματος αναλόγου προς την αξία τους, χωρίς να παραβιάζεται το Σύνταγμα και μάλιστα τα άρθρα 5 και 15 και η αρχή της αναλογικότητας. Ως εκ του αναφερθέντος λόγου, η καταβολή τιμήματος για την χορήγηση διοικητικής άδειας παρόχου τηλεοπτικού περιεχομένου, διαφοροποιείται από την προβλεπόμενη καταβολή ανταλλάγματος από τους αδειοδοτημένους παρόχους περιεχομένου στον αδειοδοτημένο πάροχο δικτύου έναντι των υπηρεσιών (πολυπλεξίας, μεταφοράς και μεταδόσεως [διανομής] ψηφιακού τηλεοπτικού περιεχομένου ή άλλων συμπληρωματικών υπηρεσιών) που τους παρέχει (βλ. 716-003/30.4.2014 απόφαση της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Β΄ 1693/25.6.2014). Περαιτέρω το ύψος του τιμήματος της εν λόγω διοικητικής άδειας πρέπει να προσδιορίζεται με αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια, αναλόγως των οικονομικών και τεχνολογικών δεδομένων, και να διασφαλίζεται η ελεύθερη, ισότιμη και διαφανής πρόσβαση των ενδιαφερομένων στις άδειες και η αποτελεσματική εκπλήρωση των αναφερόμενων στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του Συντάγματος σκοπών δημοσίου συμφέροντος. Κατά συνέπεια δεν παραβιάζει το Σύνταγμα το θεσπισθέν με τον ν. 4339/2015 σύστημα αδειοδοτήσεως κατόπιν καταβολής ορισμένου τιμήματος, που άλλωστε δεν αποτελεί την μόνη προϋπόθεση, αφού για την χορήγηση της σχετικής διοικητικής άδειας απαιτείται από τον νόμο (και την προκήρυξη) να πληρούνται και άλλες προϋποθέσεις που αποσκοπούν να διασφαλίσουν την εκπλήρωση των προαναφερόμενων κατά το Σύνταγμα σκοπών δημοσίου συμφέροντος (βλ. κυρίως τις διατάξεις για την νομική μορφή των υποψήφιων επιχειρήσεων, την μετοχική σύνθεση, το μετοχικό κεφάλαιο, την διαφάνεια και την προέλευση των οικονομικών πόρων, τις ασυμβίβαστες ιδιότητες, τον τεχνολογικό εξοπλισμό, την κτηριακή υποδομή, το απασχολούμενο προσωπικό και το περιεχόμενο του εκπεμπόμενου προγράμματος). Επομένως είναι απορριπτέα όλα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα.
(Δ) Ο λόγος περί παραβάσεως των άρθρων 4 παρ. 1 και 98 της ΣυνθΕΚ (νυν άρθρα 119 παρ. 1 και 120 της ΣΛΕΕ) είναι απορριπτέος, προεχόντως διότι οι διατάξεις αυτές που καθορίζουν το γενικό πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών και της Ένωσης, έχουν κατευθυντήριο απλώς χαρακτήρα και δεν γεννούν δικαιώματα ιδιωτών, δεκτικά επικλήσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων
(Ε) Το «νέο κοινό [ευρωπαϊκό] κανονιστικό πλαίσιο για τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, τα δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών καθώς και για τις συναφείς ευκολίες και υπηρεσίες» απαρτίζεται από την «οδηγία – πλαίσιο» 2002/21/ΕΚ, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140/ΕΚ, καθώς και τέσσερις ειδικές οδηγίες συμπεριλαμβανομένης της «οδηγίας για την αδειοδότηση» 2002/20/ΕΚ, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την ανωτέρω οδηγία 2009/140/ΕΚ. Όλες οι ανωτέρω οδηγίες συμπληρώνονται από την οδηγία 2002/77/ΕΚ της Επιτροπής, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Με τις ως άνω οδηγίες διαχωρίζεται η ρύθμιση της μετάδοσης της τηλεοπτικής εκπομπής από την ρύθμιση του περιεχομένου της και δεν καλύπτεται, συνεπώς, «το περιεχόμενο υπηρεσιών που παρέχονται μέσω δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών που χρησιμοποιούν υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως το ραδιοτηλεοπτικά εκπεμπόμενο περιεχόμενο (βλ. ΔΕΕ C-518/11, UPC Nederland BV, σκέψεις 35 επ.). Οι οδηγίες αυτές μνημονεύονται, εν τούτοις, στην από 28.7.2017 σύμφωνη γνώμη του Ε.Σ.Ρ., κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Οι διατάξεις δε των οδηγιών αυτών – καίτοι δεν καλύπτουν το ραδιοτηλεοπτικά εκπεμπόμενο περιεχόμενο – έχουν την έννοια ότι για την παραχώρηση ραδιοσυχνοτήτων σε φορείς εκμεταλλεύσεως επιτρέπουν διαδικασία επιλογής, ανταγωνιστικής ή συγκριτικής φύσεως, με την προϋπόθεση ότι η διαδικασία αυτή στηρίζεται σε αντικειμενικά, διαφανή, αμερόληπτα και αναλογικά κριτήρια και συνάδει προς τους σκοπούς που καθορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφοι 2 – 4 της οδηγίας 2002/21, όπως τροποποιήθηκε. Σύμφωνα με τις οδηγίες αυτές, η μη δωρεάν παραχώρηση είναι δυνατόν να είναι δικαιολογημένη δεδομένης της ανάγκης να διασφαλισθεί η αποτελεσματική διαχείριση των ραδιοσυχνοτήτων και της σημαντικής κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονομικής αξίας τους και δεδομένου ότι το φάσμα των εν λόγω ραδιοσυχνοτήτων αποτελεί πόρο εν ανεπαρκεία. Αφού ληφθούν υπ’ όψιν ο σκοπός προαγωγής του ανταγωνισμού και η αρχή της αναλογικότητας, το ποσό που πρέπει να καταβληθεί για την συμμετοχή στην εν λόγω διαδικασία παραχωρήσεως πρέπει να καθορίζεται σε κατάλληλο επίπεδο που να απηχεί την αξία της χρήσεως των ραδιοσυχνοτήτων, πράγμα το οποίο απαιτεί την συνεκτίμηση της υφιστάμενης οικονομικής και τεχνολογικής καταστάσεως καθώς και του βαθμού ανταγωνισμού που επικρατεί στην σχετική αγορά. Εναπόκειται στα δικαστήρια των κρατών μελών της ΕΕ να κρίνουν, βάσει των κρίσιμων στοιχείων, αν οι συγκεκριμένοι όροι της διαδικασίας επιλογής εναρμονίζονται με το εν λόγω πλαίσιο (βλ. επί υποθέσεως αδειοδοτήσεως παρόχου δικτύου, ΔΕΕ, Europa Way Srl, Persidera SpA, C-560/15). Κατόπιν των προηγουμένων, το επίδικο σύστημα επιλογής για την χορήγηση διοικητικής άδειας παρόχου τηλεοπτικού περιεχομένου έναντι ορισμένου τιμήματος με αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια αναλόγως των οικονομικών και τεχνολογικών δεδομένων, το οποίο διασφαλίζει την ελεύθερη, ισότιμη και διαφανή πρόσβαση των ενδιαφερομένων στις άδειες και την αποτελεσματική εκπλήρωση των αναφερθέντων σκοπών δημοσίου συμφέροντος, εντάσσεται δε, κατά τα ανωτέρω, στο ευρύτερο καθεστώς για την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εναρμονίζεται, πάντως, κατ’ αρχήν, με το πλαίσιο των αναφερθεισών οδηγιών. Επομένως, είναι αβάσιμα όλα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα. Εξ άλλου, είναι αβάσιμα τα προβαλλόμενα κατ’ επίκληση της οδηγίας 2010/13/ΕΕ, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, η οποία κωδικοποίησε την οδηγία 89/552/ΕΟΚ, διότι η οδηγία αυτή αφορά πρωτίστως την διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας τηλεοπτικών υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών και δεν έχει πεδίο εφαρμογής στην κρινόμενη υπόθεση, η οποία αφορά τις προϋποθέσεις αδειοδοτήσεως παρόχων περιεχομένου εντός συγκεκριμένου κράτους μέλους.
(ΣΤ) Κατά την έννοια του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, η χορήγηση ή η άρνηση χορηγήσεως άδειας λειτουργίας ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού μπορεί να εξαρτάται όχι μόνον από την συνδρομή (ή μη) τεχνικών όρων, αλλά και από άλλους παράγοντες, όπως την φύση και τους στόχους του σταθμού, την εκτιμώμενη απήχηση των προγραμμάτων του σταθμού σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, τα δικαιώματα και τις ανάγκες συγκεκριμένου ραδιοτηλεοπτικού κοινού και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από διεθνείς νομικές δεσμεύσεις. Εθνικό σύστημα αδειοδοτήσεως ραδιοτηλεοπτικών σταθμών με τα ως άνω χαρακτηριστικά συνιστά επέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης (και, ειδικότερα, στην ελευθερία μεταδόσεως πληροφοριών και ειδήσεων μέσω ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών), οι σκοποί της οποίας (επέμβασης), αν και δεν αντιστοιχούν στους σκοπούς που εξαγγέλλονται με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, είναι θεμιτοί κατά το τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου αυτού· η επέμβαση, όμως, αυτή είναι επιτρεπτή, μόνον εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις της ως άνω παρ. 2, ήτοι εφόσον α) προβλέπεται από διάταξη (ουσιαστικού) νόμου, η οποία συγκεντρώνει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της σαφήνειας, προβλεψιμότητας και προσβασιμότητας και β) συνιστά «μέτρο αναγκαίο σε μία δημοκρατική κοινωνία» για την επίτευξη των επιδιωκομένων σκοπών γενικού συμφέροντος, ήτοι δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας (για όλα τα ανωτέρω, βλ. ΕΔΔΑ Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως, απόφαση 24.11.1993 Ιnformationsverein Lentia κατά Αυστρίας, σκ. 32, απόφαση 5.11.2002 Demuth κατά Ελβετίας, σκ. 33, απόφαση 17.6.2008 Meltex Ltd και Mesrop Movsesyan κατά Αρμενίας, σκ. 76 κ.ά.). Εν όψει τούτων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιβαίνει στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ σύστημα αδειοδοτήσεως τηλεοπτικών σταθμών, όπως το εισαχθέν με τον ν. 4339/2015, το οποίο, προς τον σκοπό της διασφαλίσεως των επιταγών του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος εν σχέσει με το περιεχόμενο της ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής (ήτοι για την εξυπηρέτηση θεμιτών σκοπών κατά το τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του εν λόγω άρθρου 10) προβλέπει, σε συνδυασμό με άλλα κριτήρια, την υποχρέωση καταβολής τιμήματος για την χορήγηση των σχετικών διοικητικών αδειών, ενώ, εξ άλλου, παρίσταται (το σύστημα αυτό) ως κατ’ αρχήν κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκομένων σκοπών γενικού συμφέροντος, εν όψει και του περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στον εθνικό νομοθέτη κατά την ρύθμιση του επίμαχου ζητήματος. Είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως.
(Ζ) Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4339/2015, όπως ισχύει, οι επίδικες άδειες χορηγούνται αφού καθορισθεί ο αριθμός τους και η τιμή εκκινήσεως, η δε σχετική διαδικασία διεξάγεται με την έκδοση προκηρύξεως και κατόπιν σχετικής διαγωνιστικής διαδικασίας που περιλαμβάνει την υποβολή των φακέλων υποψηφιοτήτων, την προεπιλογή (προσωρινή και οριστική) των υποψηφίων, την διεξαγωγή δημοπρασίας (πολλαπλών γύρων με αυξανόμενο τίμημα επί της καθοριζόμενης τιμής εκκινήσεως), την ανακήρυξη των προσωρινών υπερθεματιστών και στην συνέχεια των οριστικών υπερθεματιστών και την χορήγηση των αδειών στους οριστικούς υπερθεματιστές με την καταβολή της πρώτης δόσεως του τιμήματός της. Περαιτέρω αρκεί ο αριθμός των συμμετεχόντων στην εν λόγω διαδικασία αδειοδοτήσεως να είναι ίσος ή μικρότερος του αριθμού των δημοπρατούμενων αδειών, για να παραλειφθεί το στάδιο της δημοπρασίας. Στην περίπτωση αυτή, οι υποψήφιοι, εφόσον περιληφθούν στον πίνακα προεπιλεγομένων, ανακηρύσσονται αυτοδικαίως προσωρινοί υπερθεματιστές και στην συνέχεια είναι δυνατόν να ανακηρυχθούν οριστικοί υπερθεματιστές, καθίστανται δε ακολούθως οριστικοί αδειούχοι με την καταβολή της πρώτης δόσεως του τιμήματος (που είναι η ορισθείσα τιμή εκκινήσεως της δημοπρασίας). Δηλαδή, αναλόγως του αριθμού των ενδιαφερομένων σε σχέση με τον αριθμό των υπό χορήγηση αδειών η σχετική διαδικασία διεξάγεται είτε με το σύστημα του πλειοδοτικού διαγωνισμού επί της ορισθείσας τιμής εκκινήσεως (οπότε τηρούνται όλα τα προαναφερθέντα στάδια) είτε (χωρίς το στάδιο της δημοπρασίας) με το σύστημα του σταθερού τιμήματος που είναι η ορισθείσα τιμή εκκινήσεως της δημοπρασίας, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις που ορίζονται στον νόμο για την αδειοδότηση. Κατόπιν των προηγουμένων, αφού το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως εξαντλείται στην χορήγηση των αδειών με την αναφερθείσα εν εξελίξει διαδικασία, στην οποία έχουν υποβάλει υποψηφιότητα τα μνησθέντα τέσσερα (4) μέλη της αιτούσας ένωσης, έχοντας ήδη, κατά τα ιστορηθέντα, περιληφθεί στους προσωρινώς προεπιλεγόμενους υποψηφίους και στην οποία έλκονται πλέον προς εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 13 του ν. 4339/2015 και της παραγράφου 5.2.5. της μνησθείσας προκηρύξεως, αλυσιτελώς προβάλλονται πλέον οι λόγοι που στρέφονται κατά της διαδικασίας αδειοδοτήσεως με το σύστημα της δημοπρασίας. Εξ άλλου δεν προβάλλεται ειδικός ισχυρισμός σχετικά με τα υπόλοιπα (δύο) μέλη του αιτούντος που δεν συμμετέχουν στην αναφερθείσα διαδικασία αδειοδοτήσεως, των οποίων το έννομο συμφέρον άλλωστε δεν μπορεί να έρχεται σε αντίθεση προς τα έννομα συμφέροντα των προμνησθέντων τεσσάρων (4) μελών του που μετέχουν στην διαδικασία αδειοδοτήσεως.
(Η) Το ζήτημα της τιμής εκκινήσεως της δημοπρασίας (που, κατά τα προεκτεθέντα, υπό προϋποθέσεις μπορεί να αποτελέσει σταθερό τίμημα χορηγήσεως των προκηρυχθεισών αδειών) συνιστά ειδικότερο θέμα κατά το άρθρο 43 παρ. 2 εδάφιο δεύτερο του Συντάγματος, αφού αποτελεί μερικότερη περίπτωση σε σχέση με το γενικό πλαίσιο αδειοδοτήσεως των παρόχων τηλεοπτικού περιεχόμενου, που καθορίζεται από τις διατάξεις του ν. 4339/2015 οι οποίες περιλαμβάνουν την σχετική ουσιαστική ρύθμιση. Περαιτέρω, η νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 2 παρ. 4 εδάφιο τρίτο του ν. 4339/2015, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και η οποία παρέχει στην Διοίκηση την δυνατότητα να καθορίζει την τιμή εκκινήσεως των δημοπρατούμενων επίδικων αδειών, είναι ειδική και ορισμένη, εφόσον καθορίζεται σε αυτήν συγκεκριμένα το θέμα που μπορεί να ρυθμιστεί από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, δεν απαιτείται δε για το συνταγματικό κύρος της να διαγράφει η ίδια ή με παραπομπή σε άλλη διάταξη νόμου βασικές αρχές στο πλαίσιο των οποίων οφείλει να κινηθεί η Διοίκηση κατά την ρύθμιση του θέματος αυτού (βλ. ΣτΕ 2501/2004 7μ.).
(Θ) Κατά πάγια νομολογία, οι κανονιστικές πράξεις, όπως η προσβαλλόμενη ΚΥΑ, δεν ελέγχονται από απόψεως αιτιολογίας, αλλά μόνον από την άποψη της συνδρομής των όρων της εξουσιοδοτήσεως βάσει της οποίας εκδίδονται, καθώς και της τυχόν υπερβάσεως των ορίων της. Ανήκει στην ουσιαστική κρίση της κανονιστικώς δρώσας Διοικήσεως η αξιολόγηση των τιθέμενων ή συναγόμενων κριτηρίων, η οποία μπορεί να προκύπτει από τις σχετικές προπαρασκευαστικές πράξεις ή και άλλα στοιχεία του φακέλου και εκφεύγει, κατ’ αρχήν, του ακυρωτικού ελέγχου, ελέγχεται δε μόνον αν προβάλλεται με συγκεκριμένους ισχυρισμούς ή προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι η κανονιστική ρύθμιση θεσπίσθηκε κατά πρόδηλη παραγνώριση των κριτηρίων και των όρων της εξουσιοδοτικής διατάξεως. Κατά τον καθορισμό της επίδικης τιμής λήφθηκε υπ’ όψιν το κρίσιμο νομοθετικό καθεστώς. Περαιτέρω τα ληφθέντα υπ’ όψιν για τον καθορισμό της επίδικης τιμής (που κατά νόμο είναι καταβλητέα σε δέκα ετήσιες ισόποσες δόσεις και είναι διακεκριμένη από την προβλεπόμενη καταβολή ανταλλάγματος από τους αδειοδοτημένους παρόχους περιεχομένου στον αδειοδοτημένο πάροχο δικτύου), σύμφωνα με την διατυπωθείσα σύμφωνη γνώμη του ΕΣΡ και τα στοιχεία που την συνοδεύουν, αποτελούν αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια, χωρίς να παραβιάζεται το Σύνταγμα και ορθώς συνεκτιμήθηκαν κατά την ουσιαστική κρίση της Διοικήσεως. Συγκεκριμένα η πρόβλεψη (βλ. άρθρο 13 παρ. 8 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 4339/2015) ότι κατά την διάρκεια της δεκαετούς ισχύος των επίδικων διοικητικών αδειών δεν θα χορηγηθούν άλλες άδειες της ίδιας εμβέλειας και κατηγορίας, καθώς και τα κύρια κατά νόμο (ν. 4339/2015) χαρακτηριστικά τους συνιστούν κρίσιμα νομικά δεδομένα που προσδίδουν σε αυτές οικονομική αξία. Ειδικότερα οι εν λόγω διοικητικές άδειες λαμβάνουν οικονομική αξία και από το απορρέον από αυτές προεκτεθέν δικαίωμα προσβάσεως, κατόπιν συνάψεως υποχρεωτικώς συμβάσεως με πάροχο δικτύου, στις αριθμητικά περιορισμένες, με τα υφιστάμενα τεχνολογικά δεδομένα, ραδιοσυχνότητες που αποτελούν δημόσιο αγαθό που ισοδυναμεί με το δικαίωμα αναπτύξεως δραστηριότητας οικονομικού συμφέροντος μέσω του εν λόγω δημόσιου πόρου σε αγορά στην οποία μπορεί να δραστηριοποιείται αντιστοίχως περιορισμένος αριθμός επιχειρηματιών. Επίσης είναι αντικειμενικά και πρόσφορα στοιχεία για τον επίδικο καθορισμό η κατάσταση της τηλεοπτικής αγοράς και της οικονομίας στην Χώρα κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (γνωστή εν πολλοίς και κατά κοινή πείρα) και ειδικότερα τα δεδομένα της διαφημιστικής δαπάνης ανά κατηγορία μέσου μαζικής ενημερώσεως, και μάλιστα στον τομέα της τηλεοράσεως, που αποτελούν έσοδά τους, δεδομένου ότι ανάγονται στις οικονομικές συνθήκες λειτουργίας των τηλεοπτικών επιχειρήσεων. Πιο συγκεκριμένα, η Διοίκηση έλαβε υπ’ όψιν την διενεργηθείσα κατόπιν αιτήματος της ΕΡΤ Α.Ε. και υπάρχουσα στον φάκελο έρευνα – μελέτη της εταιρείας Media Services s.a., στην οποία περιέχονται αριθμητικά στοιχεία της σχετικής (πραγματικής) διαφημιστικής δαπάνης κατά τα τελευταία έτη (μέχρι το έτος 2016), καθώς και πρόβλεψή της για τα επόμενα έτη (μέχρι τα έτη 2018 και 2021). Περαιτέρω είναι αντικειμενικά και πρόσφορα στοιχεία τα πραγματικά δεδομένα που σχετίζονται με το προσφερθέν τίμημα των πλειοδοτών στην δημοπρασία για την χορήγηση τεσσάρων αντίστοιχων αδειών κατόπιν της 1/2016 προκηρύξεως του Υπουργού Επικρατείας, που ανέρχεται σε 43,6, 52,6, 75,9 και 73,9 εκατομμύρια ευρώ (καταβλητέο σε σύντομο χρονικό διάστημα), αφού απηχεί την εκτίμηση των επιχειρήσεων για την οικονομική αξία των αδειών που εκφράσθηκε με τις προσφορές τους κατά την σχετική διαδικασία, χωρίς να ασκεί κατά τούτο επιρροή η μη χορήγηση των προκηρυχθεισών αδειών κατόπιν ακυρωτικής αποφάσεως του ΣτΕ για πλημμέλεια που ανάγεται στην παράκαμψη από την διαδικασία του ΕΣΡ. Κατόπιν των προηγουμένων είναι απορριπτέα όλα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα, μεταξύ των οποίων ότι δεν ελήφθησαν υπ’ όψιν οι τεχνολογικές εξελίξεις και η οικονομική κρίση που μαστίζει την χώρα. Περαιτέρω, ο νόμος δεν συναρτά το καθορισμό της τιμής εκκινήσεως των δημοπρατούμενων αδειών από τον αριθμό τους ούτε η Διοίκηση κατά την άσκηση της σχετικής αρμοδιότητάς της προέβη σε υπολογισμό της βάσει του καθορισθέντος αριθμού τους. Άλλωστε η επίδικη τιμή δεν μπορεί να συναρτηθεί από τον αριθμό των προς δημοπράτηση αδειών, διότι κατά την άσκηση της εν λόγω κανονιστικής αρμοδιότητας δεν είναι, προφανώς, γνωστό το σύστημα που θα εφαρμοσθεί για την χορήγηση των αδειών ούτε πόσες τελικώς άδειες θα δοθούν, ώστε να προσδιορισθεί αναλόγως η τιμή αυτή. Εξ άλλου για τον επίδικο καθορισμό δεν είναι επιβεβλημένη διεξαγωγή σχετικής μελέτης της ελληνικής τηλεοπτικής αγοράς, όπως αβασίμως προβάλλεται, αφού τέτοια υποχρέωση δεν προκύπτει από διάταξη νόμου ούτε άλλωστε η αιτούσα επικαλείται σχετική διάταξη. Δεδομένου ότι, κατά τα προαναφερθέντα, η επίδικη ρύθμιση θεσπίσθηκε κατόπιν συνεκτιμήσεως των προαναφερθέντων νομίμων κριτηρίων κατά την ουσιαστική κρίση της Διοικήσεως που δεν ελέγχεται από την άποψη της αιτιολογίας, είναι απορριπτέα τα προβαλλόμενα ότι θα έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψιν άλλα στοιχεία, μη προβλεπόμενα στον νόμο (όπως οι ισολογισμοί των επιχειρήσεων μελών του αιτούντος, τα διεθνή πρότυπα ή πρότυπα χωρών της ΕΕ) ή ότι θα έπρεπε να αιτιολογηθεί η απόκλιση της ορισθείσας τιμής έναντι προτεινόμενης τιμής από μελέτες που επικαλείται η αιτούσα.
(Ι) Η νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 2 παρ. 4 εδάφιο τρίτο του ν. 4339/2015, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν προβλέπει ως όρο του καθορισμού της τιμής εκκινήσεως ανά κατηγορία δημοπρατούμενης άδειας τον προσδιορισμό του αριθμού των αδειών άλλων κατηγοριών και δεν τον συναρτά από την ρύθμιση των τηλεοπτικών υπηρεσιών μέσω δορυφορικής ή καλωδιακής συνδέσεως ή μέσω του διαδικτύου ούτε συνάγεται κάτι τέτοιο από τις προεκτεθείσες διατάξεις. Άλλωστε η διαδικασία αδειοδοτήσεως παρόχων περιεχομένου διεξάγεται ξεχωριστά ανά κατηγορία αδειών κατόπιν εκδόσεως προκηρύξεως (άρθρα 2 παράγραφος 6 και 11 παράγραφος 3 του ν. 4339/2015).