Προστασία (φυσικού, οικιστικού και πολιτιστικού) περιβάλλοντος – Απόρριψη αιτήσεως ακυρώσεως του π.δ. “Έγκριση του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης (ΣΟΑ) του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού – Αγίου Κοσμά Περιφέρειας Αττικής” (ΜΠΕΑ)
(Α) Ο εξουσιοδοτικός ν. 4062/2012 εκδόθηκε ενόσω ο νομοθέτης, έχοντας ήδη αναγάγει σε ύψιστη εθνική προτεραιότητα την αντιμετώπιση και περιστολή του δημοσίου χρέους, είχε συμπεριλάβει στα σχετικά νομοθετήματα του έτους 2011 πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, που αφορούσε και την έκταση του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού. Παρά ταύτα, η σχετική με τον ΜΠΕΑ Α΄Ενότητα του ν. 4062/2012, συνιστά νόμο, χωροταξικού, εν ευρεία εννοία, περιεχομένου και δεν αποτελεί, πάντως, δημοσιονομικό νόμο ούτε ρυθμίζει την “ιδιωτικοποίηση” της ρυθμιζόμενης έκτασης. Το δημόσιο χρέος, εξάλλου, ως θεμελιώδες εθνικό πρόβλημα, εξακολούθησε να απασχολεί τόσο το νομοθέτη όσο και τα κυβερνητικά όργανα, στο πλαίσιο δε αυτό κατατέθηκε, από τους δανειστές (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) σχέδιο συμφωνίας στο Eurogroup της 25.6.2015. Μέρος του σχεδίου αποτελούσε το έγγραφο “Reforms for the completion of the Current Program and beyond”, το οποίο περιελάμβανε σειρά μέτρων που το Κράτος έπρεπε να λάβει, προκειμένου οι δανειστές να αναλάβουν τη χρηματοδότησή του για την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών σύμφωνα με το περιγραφόμενο στο εν λόγω έγγραφο χρονοδιάγραμμα. Μεταξύ των μέτρων αυτών συμπεριλαμβανόταν “η υλοποίηση μη αναστρέψιμων βημάτων για την πώληση του Ελληνικού”, χωρίς, όμως, να προδιαγράφεται στο εν λόγω σχέδιο συμφωνίας ο χωρικός προορισμός του όλου ακινήτου μετά την ιδιωτικοποίησή του. Υπό τα δεδομένα αυτά, η απόρριψη του σχεδίου συμφωνίας κατά το διεξαχθέν στις 5.7.2015 Δημοψήφισμα ουδόλως αφορά το χωροταξικό περιεχόμενο του ν. 4062/2012, δηλαδή, τα υλοποιούμενα πολεοδομικά μεγέθη, τις επιτρεπόμενες χρήσεις ή την εν γένει χωροταξική ταυτότητα του ακινήτου, η πρόσδοση της οποίας σε αυτό θα μπορούσε να ανατεθεί από το νόμο σε οποιονδήποτε φορέα, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Δημοσίου, αλλά αφορά καθ’ εαυτή τη μεταφορά ιδιοκτησιακών ή άλλων δικαιωμάτων σε ιδιώτη, διότι αυτό ήταν το περιεχόμενο του τεθέντος στο ως άνω δημοψήφισμα σχεδίου συμφωνίας. Πέραν, όμως, αυτού, η ίδια η “πώληση του Ελληνικού”, κατά το σχέδιο συμφωνίας, απορρίφθηκε, βάσει του δημοψηφίσματος, ως τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου μέτρων και δράσεων που έθετε ως όρους το σχέδιο συμφωνίας προκειμένου να ενεργοποιηθεί ορισμένη χρηματοδότηση εκ μέρους των δανειστών, δηλαδή ως στοιχείο της συμφωνίας αυτής, δεν απορρίφθηκε δε ως αυτοτελές μέτρο. Υπό τα δεδομένα αυτά, και ανεξαρτήτως της εκδόσεως, σε χρόνο μεταγενέστερο του δημοψηφίσματος της 5.7.2015, δεσμευτικού βάσει τυπικού νόμου (άρθρο 16 παρ. 2 του ν. 4023/2011), νεώτερων τυπικών νόμων, όπως του ν. 4336/2015, με τον οποίο επιβεβαιώθηκε η προσήλωση της Χώρας στην εφαρμογή του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, καθώς και του ν. 4422/2016, ο οποίος εκδόθηκε, μάλιστα, μετά τη διενέργεια των βουλευτικών εκλογών της 20.9.2015 και αφορά στην πώληση των μετοχών της πρώτης παρεμβαίνουσας σε ιδιώτη επενδυτή, η Διοίκηση δεν κωλυόταν από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας ή άλλη συνταγματική αρχή να προβεί στη λήψη μέτρων για την υλοποίηση της “ιδωτικοποίησης” του Ελληνικού, όπως δεν θα κωλυόταν για την εξειδίκευση και άλλων δράσεων του απορριφθέντος σχεδίου συμφωνίας (π.χ. καταπολέμηση διαφθοράς, επιτάχυνση δικαιοσύνης κ.λπ.), πολύ δε περισσότερο δεν κωλυόταν για την έκδοση του προσβαλλομένου διατάγματος, που αποτελεί χωροταξικό σχέδιο. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι ακυρώσεως, σύμφωνα με τους οποίους το προσβαλλόμενο διάταγμα εκδόθηκε κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της λαϊκής κυριαρχίας.
(Β) Το περιεχόμενο των όρων δόμησης ορισμένης περιοχής ελέγχεται ως προς τη συνταγματικότητα των σχετικών ρυθμίσεων όπως αυτοί θεσπίζονται από τον κοινό νομοθέτη, τυπικό ή κανονιστικό. Ο έλεγχος αυτός είναι οριακός και αφορά τη συμβατότητά τους με τον υπερκείμενο χωροταξικό σχεδιασμό, ομοίως υποκείμενο, καθ’ εαυτό, σε οριακό έλεγχο συνταγματικότητας, την τήρηση του κανόνα της μη επιδείνωσης των όρων διαβίωσης του πληθυσμού και, συστοίχως, τον έλεγχο της συνδρομής των προϋποθέσεων υπό τις οποίες ο κανόνας αυτός μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να κάμπτεται, τέλος δε το ζήτημα αν οι θεσπιζόμενοι όροι συνιστούν εξειδίκευση πορισμάτων των επιστημών της πολεοδομίας και της χωροταξίας ή υιοθετούνται με την εφαρμογή κριτηρίων αυτού του περιεχ0μένου βάσει σχετικής επιστημονικής μελέτης. Στοιχείο, εξάλλου, της συνταγματικότητας των θεσπιζομένων όρων δόμησης αποτελεί η εναρμόνισή τους και με τη συνταγματική επιταγή της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς (άρθρο 24 παρ. 6), η οποία περιλαμβάνει το σεβασμό και την ανάδειξη των μνημείων, είτε αυτά συναρθρώνονται σε αρχαιολογικούς χώρους είτε όχι, καθώς και των ιστορικών τόπων. Η συνταγματική αυτή επιταγή, όμως, πραγματώνεται μέσω της εφαρμογής των ορισμών της εκδοθείσης σε συμμόρφωση με το Σύνταγμα αρχαιολογικής νομοθεσίας, η οποία αφενός, μεν, αναθέτει στα οικεία συλλογικά όργανα και στον Υπουργό Πολιτισμού να καθορίσουν την έκταση και το περιεχόμενο της προστασίας αυτής, είτε αυτοτελώς είτε συμπράττοντας με άλλα διοικητικά όργανα, όπως προκειμένου περί καθορισμού ειδικών όρων δόμησης πέριξ μνημείων (άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3028/2012) ή εντός αρχαιολογικών χώρων (άρθρο 13 παρ. 2 του ν. 3028/2002), αφετέρου δε οριοθετεί η ίδια το αντικείμενο της συνταγματικής προστασίας, δηλαδή τα πολιτιστικά στοιχεία που εμπίπτουν στο προστατευτικό της πεδίο. Εξάλλου, η αρχαιολογική νομοθεσία δεν προβλέπει ως μέσο για την προστασία και ανάδειξη των προστατευτέων μνημείων τον καθορισμό όρων δόμησης με τη συμμετοχή και υπό τον έλεγχο των αρχαιολογικών υπηρεσιών σε οποιαδήποτε περιοχή και σε οποιαδήποτε απόσταση από τα μνημεία, ακόμη και τα πλέον εμβληματικά, τούτο δε ισχύει και προκειμένου περί της Ακροπόλεως των Αθηνών, αφού και αυτή προστατεύεται επαρκώς με την πιστή εφαρμογή των ως άνω διατάξεων και, ιδίως των άρθρων 10 και 14 του ν. 3028/2002. Καθόσον, ειδικότερα, αφορά τον όρο δόμησης που αφορά το ύψος των κτιρίων εντός της Αττικής, ούτε η σύμπραξη του Υπουργού Πολιτισμού στον κανονιστικό καθορισμό του ούτε η ατομική έγκριση της αρχαιολογικής αρχής ως προς κάθε κτίριο προβλέπονται ως καθολική προϋπόθεση νομιμότητας των σχετικών κανονιστικών ή ατομικών διοικητικών πράξεων για το λόγο ότι η Αττική φιλοξενεί την Ακρόπολη, οι σχετικές δε διατάξεις της αρχαιολογικής νομοθεσίας (άρθρο 10, ιδίως παρ. 8, του ν. 3018/2002), έχοντας αυτό το περιεχόμενο, σε καμία συνταγματική διάταξη δεν προσκρούουν. Πρέπει, επομένως, να απορριφθούν οι λόγοι ακυρώσεως, σύμφωνα με τους οποίους το προσβαλλόμενο διάταγμα, επιτρέποντας τα ως άνω ψηλά κτίρια και θεωρώντας την κατασκευή τους ως συμβατή με την προστασία της Ακροπόλεως, παρ’ ότι την υπερβαίνουν καθ’ ύψος, αντιτίθεται στη συνταγματική επιταγή της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος (άρθρο 24 παρ. 6 Συντ.). Είναι, τέλος, απορριπτέοι, οι λόγοι ακυρώσεως, σύμφωνα με τους οποίους η πρόβλεψη των συγκεκριμένων υψών κτιρίων είναι αντίθετη με τη συνταγματική επιταγή (άρθρο 24 παρ. 1 Συντ.) της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, μέρος του οποίου αποτελεί το τοπίο και, εν προκειμένω, το αττικό, δεδομένου ότι από καμία διάταξη του Συντάγματος δεν θεσπίζεται γενική απαγόρευση κατασκευής κτιρίων με τα προβλεπόμενα από το προσβαλλόμενο διάταγμα ύψη, από τον κανόνα δε αυτό δεν εξαιρείται η Αττική. [με μειοψηφία](Γ) Οι διατάξεις του άρθρου 24 (παρ. 1 και 2) του Συντάγματος, με τις οποίες έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, απευθύνουν επιταγές στο νομοθέτη να ρυθμίσει τη χωροταξική ανάπτυξη και πολεοδομική διαμόρφωση της χώρας με βάση ορθολογικό σχεδιασμό, στο πλαίσιο του οποίου κάθε εισαγόμενη ρύθμιση πρέπει να υιοθετείται βάσει χωροταξικών και πολεοδομικών κριτηρίων, σύμφωνα με τη φυσιογνωμία, τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες κάθε περιοχής, και να αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού. Η επί το δυσμενέστερο μεταβολή των συνθηκών αυτών δεν είναι, κατά τους εν λόγω συνταγματικούς κανόνες, ανεκτή, παρά μόνον εάν επιβάλλεται από εξαιρετικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος κατόπιν σχετικής σταθμίσεως από τον τυπικό ή κανονιστικό νομοθέτη, η οποία υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο (πρβλ. ΣτΕ 376/2014 Ολομ., 1970/2012 Ολομ., 1561/2011, 1528/2003 Ολομ.). Ο κανόνας αυτός ισχύει και ως προς τις χρήσεις γης, δηλαδή ως προς ουσιώδες στοιχείο της επιβαλλόμενης, κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος, ορθολογικής χωροταξίας και πολεοδομίας, ο δε καθορισμός ή η τροποποίησή τους πρέπει, ομοίως, να επιχειρείται δυνάμει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, συναπτομένων προς τον σεβασμό του περιβάλλοντος, την ασφάλεια, την υγιεινή και αισθητική και την λειτουργικότητα των πόλεων και οικισμών (πρβλ. ΣτΕ 1970/2012 Ολομ., 123/2007 Ολομ.). Κατά συνέπεια, και του καθεστώτος των χρήσεων γης η επιδείνωση είναι συνταγματικώς ανεκτή μόνον κατ’ εξαίρεση και εφόσον συντρέχουν, κατά τα προαναφερόμενα, ειδικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων πρέπει, ομοίως, να τεκμηριώνεται από ειδική επιστημονική μελέτη με βάση τα πορίσματα των επιστημών της χωροταξίας και της πολεοδομίας (πρβλ. ΣτΕ 3500/2009 Ολομ., 123/2007 Ολομ.), πάντοτε δε εντός των πλαισίων που χαράσσει ο υπερκείμενος χωροταξικός ή, εφόσον υπάρχει, πολεοδομικός σχεδιασμός.
(Δ) Όμως, ο συνταγματικός (άρθρο 24 παρ. 1 και 2) σκοπός της προστασίας του περιβάλλοντος και της εξασφάλισης των άριστων δυνατών όρων διαβίωσης του πληθυσμού είναι, καταρχήν, επιτεύξιμος, κατά την έννοια των οικείων συνταγματικών διατάξεων, μέσω της σύνδεσης της προστασίας του περιβάλλοντος με την οικονομική ανάπτυξη, επίσης θαλπόμενη από το Σύνταγμα, η οποία, κατά το γράμμα της οικείας συνταγματικής διάταξης (άρθρο 106 παρ. 1) καταλαμβάνει όλους τους τομείς της οικονομίας και, επομένως, επηρεάζει όλες τις κρατικές αποστολές, και αυτήν της προστασίας του περιβάλλοντος, συνδιαμορφώνοντας το περιεχόμενό τους. Τούτο δε διότι ο σεβασμός του περιβάλλοντος ως συλλογικού αγαθού και η διατήρηση της ποιότητάς του όχι απλώς δεν αποκλείουν, αλλά προϋποθέτουν την οικονομική ανάπτυξη και διευκολύνονται από αυτή. Αντιστρόφως, όμως, η οικονομική ανάπτυξη, που επιτυγχάνεται, μεταξύ άλλων, μέσω της αξιοποίησης των φυσικών πόρων, δεν επιτρέπεται να επιδιώκεται χωρίς τα αρμόδια νομοθετικά και διοικητικά όργανα να μεριμνούν για την προστασία και διατήρηση του περιβάλλοντος, τούτο δε προκειμένου η οικονομική ανάπτυξη να καθίσταται βιώσιμη, οριοθετούμενη από την αρχή της αειφορίας,, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα. Για το λόγο, άλλωστε, αυτό η κατάρτιση και εφαρμογή ολοκληρωμένων χωροταξικών σχεδίων συνιστά, κατά τα παγίως κριθέντα (ΣτΕ 3920/2010 Ολομ., 2489/2006 Ολομ., 3478/2000 Ολομ.), ουσιώδες στοιχείο για την πραγμάτωση της συνταγματικής αυτής επιταγής, αφού μόνο μέσω των σχεδίων αυτών μπορούν τα έργα και οι δραστηριότητες που ασκούν πιέσεις στο περιβάλλον και εγκυμονούν κινδύνους για τις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων, να οργανώνονται και να εκτελούνται υπό συνθήκες που, κατά το δυνατόν, ελαχιστοποιούν και απορροφούν τις πιέσεις αυτές. Ενόψει τούτων, η έγκριση χωρικού σχεδίου, το οποίο προβλέπει και οργανώνει δραστηριότητες εν δυνάμει επιβαρυντικές του περιβάλλοντος (π.χ. βιομηχανικές, οικιστικές ή άλλες) σε περιοχές που δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο χωρικού σχεδιασμού, όπου κάθε παρόμοια δραστηριότητα ήταν, καταρχήν, μη επιτρεπτή γι’ αυτό το λόγο, δεν μπορεί να νοηθεί ως υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος ούτε ως ανεπίτρεπτη επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων, άλλων, μάλιστα, περιοχών, είναι δε διαφορετικό το ζήτημα, τυχόν, άλλων νομικών πλημμελειών του σχεδίου, για το οποίο πρόκειται, όπως η, εξ άλλης επόψεως, αντίθεσή του προς το Σύνταγμα. Περαιτέρω, δεν μπορεί να νοηθεί ως υποβάθμιση ή επιδείνωση του περιβάλλοντος και των συνθηκών διαβίωσης γειτονικών περιοχών η μεταβολή καθεστώτος διαχείρισης του χώρου που χαρακτηρίζεται από ασυνέχεια και ανορθολογισμό και, ιδίως, από δυσαρμονία μεταξύ των νομοθετημάτων που εκφράζουν τον ήδη ισχύοντα σχεδιασμό διαφόρων επιπέδων, αφού η έγκριση υποδεέστερων σχεδίων μέσω των οποίων υλοποιείται ο υπερκείμενος χωροταξικός σχεδιασμός, είναι, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 2152/2015 Ολομ., 604/2002 Ολομ., 2403/1997 Ολομ.), υποχρεωτική για το νομοθέτη και τη Διοίκηση.
(Ε) Το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας (ν. 1515/1985) που ίσχυε κατά την έκδοση του εξουσιοδοτικού ν. 4062/2012, δεν περιελάμβανε συνολικές ρυθμίσεις για τα ακίνητα που, κατά το νόμο αυτό, συγκροτούν τον ΜΠΕΑ, είχαν, όμως, θεσπισθεί με άλλα νομοθετήματα διάφορες επιμέρους ρυθμίσεις σχετικές με τους όρους δόμησης και τις χρήσεις γης ορισμένων τμημάτων του, ιδίως του Παρακτίου Μετώπου. Τέτοιες ήταν, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις του από 22.2.2002 πρ. δ/τος, με το οποίο εγκρίθηκε το Ειδικό Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης Ολυμπιακού Κέντρου Ιστιοπλοΐας Αγίου Κοσμά, του από 1.3.2004 πρ. δ/τος, με το οποίο θεσπίσθηκαν περιορισμοί χρήσεων γης και όροι δόμησης για την παραλιακή ζώνη από το Φαληρικό Όρμο μέχρι την Αγία Μαρίνα του Δήμου Κρωπίας, και του ν. 3342/2005, με τα άρθρα 23 και 24 του οποίου ρυθμίστηκαν ζητήματα σχετικά με τη μεταολυμπιακή χρήση των Ολυμπιακών Εγκαταστάσεων του Ελληνικού και του Ολυμπιακού Κέντρου Ιστιοπλοΐας Αγίου Κοσμά. Με τις διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου ρυθμίστηκαν ζητήματα χρήσεων γης, αλλά και όρων δόμησης, ειδικότερα δε απαγορεύθηκε πλήρως η κατασκευή μονίμων κτιριακών εγκαταστάσεων σε ορισμένα υποσύνολα της ρυθμιζόμενης έκτασης του Παρακτίου Μετώπου (άρθρο 24 παρ. 2 του ν. 3342/2005) και ορίσθηκαν (άρθρο 24 παρ. 3) ιδιαιτέρως χαμηλός συντελεστής δόμησης και ποσοστό κάλυψης (0,15 και 15%, αντιστοίχως). Ενόψει τούτου, προβάλλεται με την αίτηση ακυρώσεως, όπως συμπληρώνεται με το από 20.11.2018 δικόγραφο προσθέτων λόγων των αιτούντων, ότι τα πολεοδομικά μεγέθη που θα υλοποιηθούν στο ΜΠΕΑ τόσο βάσει του εξουσιοδοτικού ν. 4062/2012 (βλ. όγδοη σκέψη) όσο και βάσει του προσβαλλομένου διατάγματος (βλ. ενδέκατη σκέψη), ιδίως δε στο τμήμα του ΜΠΕΑ που αποτελεί το παράκτιο μέτωπό του, αλλά και τα έργα που προγραμματίζονται εκεί, επιφέρουν υποβάθμιση του περιβάλλοντος σε σχέση με το ήδη ισχύον καθεστώς, το οποίο χαρακτηρίζεται από ηπιότερες χρήσεις και πολύ ευμενέστερους για το περιβάλλον όρους δόμησης, δεν περιλαμβάνει δε κτίριο ύψους 200 μ. ούτε τεχνικά έργα της κλίμακας των ήδη προβλεπομένων, με επεκτάσεις λιμενικών εγκαταστάσεων, επεμβάσεις στην ακτογραμμή κ.λπ. Η όλη έκταση, όμως, που συγκροτεί τον προβλεπόμενο με το ν. 4062/2012 ΜΠΕΑ, υπήρξε σε μεγάλο βαθμό αρρύθμιστη, μετά δε την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων και τη μεταφορά του αεροδρομίου του Ελληνικού προσέλαβε τη μορφή “αστικού κενού” (βλ., ανωτέρω, σκέψη δωδέκατη, όπου αποσπάσματα της ΣΜΠΕ), το οποίο υπήρξε αντικείμενο αποσπασματικών μόνο ρυθμίσεων κατά τη μεταολυμπιακή περίοδο. Καθ’ όσον, εξάλλου, αφορά, το ΠΜ, αυτό πράγματι ρυθμίστηκε με τα προαναφερόμενα από 22.2.2002 και 1.3.2004 πρ. διατάγματα, αυτά, όμως, εκδόθηκαν αμφότερα κατ’ εξουσιοδότηση μη ισχύοντος, πλέον ΡΣΑ, δηλαδή του ν. 1515/1985, όπως αυτός τροποποιήθηκε με το ν. 2730/1999 (Α΄ 130) ενόψει της τελέσεως των Ολυμπιακών Αγώνων και, πάντως, ενόσω το μεγαλύτερο μέρος του ήδη συγκροτηθέντος ΜΠΕΑ, δηλαδή η έκταση του πρώην αεροδρομίου, παρέμενε, κατ’ ουσίαν, αρρύθμιστη, αφού μόνο το περικλειόμενο από τα όρια των Ολυμπιακών Εγκαταστάσεων τμήμα της ρυθμιζόταν από το άρθρο 23 του ν. 3342/2005. Υπό τα δεδομένα αυτά, το χωροταξικό καθεστώς της έκτασης του ήδη θεσμοθετηθέντος ΜΠΕΑ, έτσι όπως αυτό εκφραζόταν από τα ως άνω δύο διατάγματα, αλλά και τον ν. 3342/2005, ήταν αποσπασματικό και ασυνεχές, καλύπτοντας δε μικρό τμήμα της έκτασης του μετέπειτα ΜΠΕΑ, δεν αποτελεί σημείο αναφοράς, κατά τον προαναφερόμενο συνταγματικό κανόνα, ώστε να θεωρηθεί ότι συνιστά συνταγματικώς ανεπίτρεπτη επιδείνωση του περιβάλλοντος και των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού οποιοσδήποτε επιγενόμενος πλήρης σχεδιασμός της και η πρόσδοση στην όλη έκταση ολοκληρωμένης χωρικής ταυτότητας με την εισαγωγή νέων χρήσεων και τη θέσπιση των όρων δόμησης που τις εξυπηρετούν. Πέραν, όμως, αυτού, με την έγκριση του προσβαλλομένου ΣΟΑ επιχειρείται η υλοποίηση του υπέρτερου, στρατηγικής σημασίας, σχεδιασμού που περιέχει το ήδη ισχύον ν. ΡΣΑ (ν. 4277/2014), το οποίο, κατά τα εκτιθέμενα στη δέκατη σκέψη, μνημονεύει ρητώς τον εξουσιοδοτικό ν. 4062/2012, αναγορεύει τον ΜΠΕΑ όχι απλώς σε μητροπολιτικό, αλλά εθνικής και διεθνούς εμβελείας πόλο, και περιέχει ρυθμίσεις, έστω ατελείς, για το Μητροπολιτικό Πάρκο. Επομένως, η διατήρηση του προϊσχύσαντος χωροταξικού καθεστώτος της έκτασης θα δημιουργούσε συνθήκες δυσαρμονίας μεταξύ των επιπέδων σχεδιασμού και θα καθιστούσε ανεφάρμοστο τον υπερκείμενο σχεδιασμό του ν. ΡΣΑ, του οποίου, πάντως, δεν αμφισβητείται ευθέως η συμφωνία με το Σύνταγμα. Υπό τις συνθήκες αυτές, η έκδοση του προσβαλλομένου διατάγματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιφέρει υποβάθμιση του περιβάλλοντος και “επιδείνωση” των οικιστικών συνθηκών, η οποία, άλλωστε, είναι, υπό προϋποθέσεις (βλ. ανωτέρω), συνταγματικώς ανεκτή, οι δε λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται το αντίθετο, πρέπει να απορριφθούν. Κατά το μέρος, τέλος, που οι λόγοι αυτοί έχουν την έννοια της ευθείας αντίθεσης του προσβαλλομένου ΣΟΑ με τη συνταγματική επιταγή της προστασίας του περιβάλλοντος, χωρίς, δηλαδή, το σχέδιο αυτό να αξιολογείται εν σχέσει προς το προϋφιστάμενο καθεστώς, αυτοί είναι και πάλι απορριπτέοι, διότι η ευθεία αξιολόγηση των συνεπειών ορισμένου σχεδίου ή προγράμματος και η κατ’ ουσίαν κρίση αν η πραγματοποίησή του αντίκειται στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης εξέρχονται των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου, στο πλαίσιο του οποίου μπορεί μόνον να ελεγχθεί αν από τα στοιχεία του φακέλου και τα διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι η προκαλούμενη από το σχέδιο βλάβη για το περιβάλλον, εφόσον πράγματι στοιχειοθετείται, είναι είτε μη επανορθώσιμη είτε προφανώς δυσανάλογη με το προσδοκώμενο όφελος και έχει τέτοια έκταση και συνέπειες ώστε προδήλως να αντιστρατεύεται τη συνταγματική αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης (πρβλ. Σ.τ.Ε. 462/2010 Ολομ., 613/2002 Ολομ., 3478/2000 Ολομ.). [με μειοψηφία]