Σ.τ.Ε. 1304/2019
Επιλογή σε θέσεις προέδρων και Αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων
Πρόεδρος: Αικ. Σακελλαροπούλου
Εισηγητής: Β. Αναγνωστοπούλου-Σαρρή
Με την απόφαση αυτή της Ολομέλειας, επιβεβαιώθηκε, κατά πλειοψηφία, η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (ΣτΕ Ολομ. 292/1984, 1274/1993, 4356/1997, 114/2012, 2512/2016) όσο αφορά την ερμηνεία του άρθρου 90 παρ. 5 και 6 του Συντάγματος. Ειδικότερα, κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι το απαράδεκτο της αιτήσεως ακυρώσεως, που προβλέπεται στο άρθρο 90 παρ. 6 του Συντάγματος, αφορά τις αποφάσεις ή πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τους όρους και περιορισμούς που θεσπίζει η παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου του Συντάγματος κατά τη γραμματική της διατύπωση. Συνεπώς, δεν εμπίπτουν στο απαράδεκτο και εξετάζονται κατ’ ουσίαν μόνον λόγοι ακυρώσεως που αμφισβητούν τη συνδρομή όρου ή περιορισμού που τίθεται ευθέως από τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος. Το σύστημα αυτό των κανόνων που θεσπίζουν οι διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 90 του Συντάγματος όσον αφορά τις προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου και των Αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, οι οποίες παρέχουν στο Υπουργικό Συμβούλιο, που ενεργεί ως όργανο με δημοκρατική νομιμοποίηση, ευρύτατη διακριτική ευχέρεια προς επιλογή από τον κύκλο εκείνων που διαθέτουν τα απαραίτητα τυπικά προσόντα, των πλέον κατάλληλων για τις επίμαχες θέσεις, τίθεται ως αντίβαρο των συνταγματικών εγγυήσεων της δικαστικής ανεξαρτησίας (άρθρο 90 παρ. 1 έως 4 του Συντάγματος), με σκοπό την αποκατάσταση σημείου επαφής μεταξύ της δικαστικής λειτουργίας και της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία αποτελεί κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Συντάγματος το θεμέλιο του πολιτεύματος. Το σύστημα αυτό διατηρήθηκε άθικτο από τον αναθεωρητικό νομοθέτη κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος το έτος 2001, με την εκτίμηση ότι διασφαλίζει πλήρως την ικανοποίηση της ανάγκης αφενός μεν να ανατεθεί σε όργανο που διαθέτει δημοκρατική νομιμοποίηση η αρμοδιότητα της επιλογής, αφετέρου δε να διαφυλαχθεί το κύρος των κρινομένων (Ολομ. ΣτΕ σε Συμβούλιο 2/2010).
Περαιτέρω, έγινε δεκτό, κατά πλειοψηφία, ότι οι διατάξεις του άρθρου 90 παρ. 5 και 6 του Συντάγματος εφαρμόζονται υποχρεωτικώς ως προς το αντικείμενο, στο οποίο αναφέρονται, ενόψει δε της τυπικής νομικής ισοδυναμίας των διατάξεων του Συντάγματος δεν μπορεί να υπάρξει διάταξη του Συντάγματος άκυρη ή ανίσχυρη, και συνεπώς μη εφαρμόσιμη, λόγω αντιθέσεώς της προς άλλες διατάξεις ή αρχές του ίδιου Συντάγματος (ΣτΕ Ολομ. 292/1984, 1054/2017 κ.ά.).
Στη συνέχεια, απερρίφθη, κατά πλειοψηφία, ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο ο αιτών επικαλέστηκε παράβαση της διατάξεως της παραγράφου 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος, η οποία, κατά την άποψή του, θεσπίζει ως όρο για την διενέργεια της επιλογής σε θέση Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας την επιλογή μεταξύ των δέκα αρχαιοτέρων συμβούλων, με την αιτιολογία ότι η επιλογή, κατά το άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο ερμηνεύεται αυτοτελώς και όχι σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις του Συντάγματος, γίνεται μεταξύ όλων των Συμβούλων Επικρατείας που έχουν τα νόμιμα τυπικά προσόντα, κατά την ευρύτατη διακριτική ευχέρεια του Υπουργικού Συμβουλίου. Και είναι μεν αυτονόητο ότι για την πλήρωση των κορυφαίων θέσεων της Δικαιοσύνης λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ των λοιπών κριτηρίων, όπως η ακεραιότητα, η ικανότητα και η αποτελεσματικότητα, η αρχαιότητα, που συνδέεται με την εμπειρία του δικαστικού λειτουργού, τα κριτήρια όμως αυτά επιλογής δεν μετουσιώνονται σε όρους του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος ώστε τυχόν μη τήρησή τους να μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά. Αντίθετη εξάλλου άποψη θα εξουδετέρωνε το απαράδεκτο που θεσπίζεται με το άρθρο 90 παρ. 6 του Συντάγματος και θα καθιστούσε την διάταξη αυτή κενή περιεχομένου, αφού θα οδηγούσε σε δικαστικό έλεγχο της ουσιαστικής κρίσης της επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας. Από το γεγονός εξάλλου ότι η Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή θέσπισε θητεία τεσσάρων ετών για τους Προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων, τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τους Γενικούς Επιτρόπους του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων δεν μπορεί να αντληθεί επιχείρημα υπέρ της υποστηριζόμενης από τον αιτούντα απόψεως, δεδομένου ότι η Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή, παρότι εξέτασε διάφορες προτάσεις για τροποποίηση της προβλεπόμενης από το Σύνταγμα του 1975 διαδικασίας προαγωγής στις θέσεις του Προέδρου και των Αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, εν τούτοις επέλεξε τελικώς -με εξαίρεση τη θέσπιση της πιο πάνω ανώτατης θητείας- να διατηρήσει, όπως προαναφέρθηκε, άθικτο το ισχύον μέχρι τότε σύστημα.
Μειοψήφησαν πέντε μέλη τη συνθέσεως και μία Πάρεδρος. Τα τέσσερα μέλη και η Πάρεδρος υποστήριξαν, κατ’ επίκληση της 435/2019 απόφασης της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, ότι το κατά το άρθρο 90 παρ. 6 του Συντάγματος απαράδεκτο της αιτήσεως ακυρώσεως κατά των αποφάσεων και πράξεων περί προαγωγής, μεταξύ άλλων, στη θέση του Αντιπροέδρου του ΣτΕ, αφορά τις αποφάσεις και πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τους όρους και περιορισμούς που θεσπίζει η παρ. 5 του αυτού άρθρου όχι μόνο κατά τη γραμματική της διατύπωση αλλά και κατά την έννοιά της, όπως αυτή προκύπτει από το συνδυασμό και των λοιπών διατάξεων του Συντάγματος (άρθρα 26, 88 κλπ). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την άποψη αυτή, δεν εμπίπτουν στο απαράδεκτο λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους αμφισβητείται αυτή καθ’ εαυτήν η διαδικασία των προαγωγών, όπως αυτή οριοθετείται από το όλο πλέγμα των συνταγματικών διατάξεων που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία της Δικαιοσύνης. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ίδια άποψη, η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος, εισάγουσα εξαίρεση σε σχέση με τη διάκριση των εξουσιών και τη δικαστική ανεξαρτησία, και άρα στενώς ερμηνευτέα, έχει την έννοια ότι το Υπουργικό Συμβούλιο διαμορφώνει τη σχετική κρίση του όχι κατ’ απόλυτη διακριτική ευχέρεια, αλλά με όριο τα κριτήρια, που προκύπτουν από την ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων περί διακρίσεως των εξουσιών και δικαστικής ανεξαρτησίας σε συνδυασμό με τις αρχές της ορθολογικής οργάνωσης της Δικαιοσύνης και της αξιοκρατίας, μεταξύ δε των κριτηρίων αυτών περιλαμβάνεται η αρχαιότητα. Η αρχαιότητα, δηλαδή η θέση του δικαστή στην επετηρίδα, δεν αποτελεί μεν το αποκλειστικό προσόν για την επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, συνιστά όμως προέχον κριτήριο αντικειμενικού χαρακτήρα και μείζονος βαρύτητος, καθόσον αντιστοιχεί προς μακρότερη δικαστική υπηρεσία και, άρα, μεγαλύτερη εμπειρία σε σχέση με την απονομή της Δικαιοσύνης, η κατάφωρη δε παραβίαση της αρχαιότητας στην κρινόμενη υπόθεση καθιστά την κρίση του Υπουργικού Συμβουλίου μη νόμιμη. Κατά τη γνώμη του πέμπτου μέλους, όριο της ευρύτατης διακριτικής ευχέρειας του Υπουργικού Συμβουλίου, που προβλέπεται στο άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος, συνιστά η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αξιοκρατίας, η οποία συνδέεται άρρηκτα με την αρχαιότητα, σχετικός δε με την παράβαση αυτής λόγος ακυρώσεως δεν εμπίπτει στο απαράδεκτο του άρθρου 90 παρ. 6 του Συντάγματος. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η σημαντική υστέρηση του επιλεγέντος σε χρόνο δικαστικής υπηρεσίας δεν συνάδει προς την αρχή της αξιοκρατίας.
Τέλος, απερρίφθη ο λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως των άρθρων 2 και 19 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., με την αιτιολογία ότι, ενόψει της νομολογίας του Δ.Ε.Ε. (C-64/16, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, σκ. 37, 38, C-175/11, H. I. D. and B. A, σκ. 99, C-506/04, Graham J. Wilson, σκ. 51) και του Ε.Δ.Δ.Α. (αποφάσεις ΕΔΔΑ της 2.6.2005, Ζολώτας κατά Ελλάδας, της 26.8.2003, Filippini κατά Αγίου Μαρίνου, της 28.6.1984, Cambell and Fell κατά Ηνωμένου Βασιλείου κ.ά.), από την ανωτέρω ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 90 παρ. 5 και 6 του Συντάγματος δεν προκύπτει οποιαδήποτε σύγκρουση με τις διατάξεις αυτές του ενωσιακού δικαίου και της Ε.Σ.Δ.Α.