ΣΤΕ ΕΑΝ 186/2024- η μη υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης δεν συνιστά τυπικό λόγο απόρριψης για τον οποίο επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης αίτησης αναστολής, ούτε νεότερο στοιχείο για το οποίο επιτρέπεται αίτηση ανάκλησης

Αριθμός 186/2024
Η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας
(άρθρο 52 του π.δ/τος 18/1989, όπως ισχύει)
___________________
1. Επειδή, με την 21/2024 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Χανίων υποβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας προδικαστικό ερώτημα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), σχετικά με την εκκρεμή ενώπιόν του, υπ’ αρ. πρ. κατ. ΑΝ 1/31.1.2024, αίτηση αναστολής.
[…] 22. Επειδή, η ισχύουσα στην διοικητική δίκη αρχή της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων (βλ. ήδη ΟλΣτΕ 3351/1977) έχει ως δικαιολογητικό λόγο την σταθερότητα των διοικητικών καταστάσεων, με την αποφυγή της παρατάσεως της εκκρεμότητας που προκαλείται από την αμφισβήτηση της νομιμότητας εκτελεστών διοικητικών πράξεων, εξοπλισμένων με το τεκμήριο της νομιμότητας (βλ. ΟλΣτΕ 1828, 1829/ 2023), διατυπωμένη δε ως ρητός κανόνας και στο πλαίσιο της προσωρινής δικαστικής προστασίας από το άρθρο 203 παρ. 6 του ΚΔΔ, αποσκοπεί στο να μην τίθεται συνεχώς εν αμφιβόλω και η δυνατότητα εκτελέσεως των πράξεων αυτών. Όπως εξ άλλου γίνεται παγίως δεκτό (βλ. ΣτΕ 1038-1040/2021, 2088, 1471/2014 και 2122/2013, 3351/2012, πρβλ. ΟλΣτΕ 3840/2009 και ΣτΕ 320/2024), δεν αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 20 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [(ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) και μεταγλωττίστηκε – αποδόθηκε στην δημοτική γλώσσα με το π.δ. 76/2022 (Α΄ 205)] η απόρριψη ως απαραδέκτου ούτε και ενός κυρίου ακόμη ενδίκου βοηθήματος το οποίο ασκείται για δεύτερη φορά, καθώς κάτι τέτοιο συνάπτεται προς την λειτουργία των δικαστηρίων και την απονομή της δικαιοσύνης από αυτά και δεν συνεπάγεται άμεση ή έμμεση κατάλυση του δικαιώματος για παροχή εννόμου προστασίας. Το αυτό ισχύει και όταν το αρχικώς ασκηθέν κύριο ένδικο βοήθημα έχει απορριφθεί για λόγο τυπικό (βλ. ΣτΕ 2365/2016), εφ’ όσον η νομότυπη τήρηση των σχετικών προϋποθέσεων απόκειται στις δυνατότητες του διαδίκου (βλ. ΣτΕ 3351/2012).
23. Επειδή, εν προκειμένω, σε ό,τι δηλαδή αφορά τον ρητώς θεσπισμένο από το άρθρο 203 παρ. 6 του ΚΔΔ κανόνα, περί του ότι άπαξ ασκείται η αίτηση αναστολής εκτελέσεως, δεν υφίσταται νομοθετικό κενό που θα έπρεπε να πληρωθεί με αναλογική εφαρμογή των σχετικών με τα κύρια ένδικα βοηθήματα της προσφυγής και της αγωγής, νεωτέρων ορισμών (πρβλ. ΣτΕ 2088/2014, 1471/2014 και 2122/2013), οι οποίοι, στο μέτρο που επιτρέπουν την δεύτερη άσκηση των ενδίκων αυτών βοηθημάτων, περιέχουν εξαιρετικές ρυθμίσεις, με συγκεκριμένες και αυστηρές προϋποθέσεις (βλ. ΟλΣτΕ 1828/2023). Ακριβώς λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα των ρυθμίσεων αυτών, άλλωστε, ουδαμώς επιβάλλεται από την αρχή της ισότητας η επέκταση της εφαρμογής τους και ο παραμερισμός του σαφούς, αντιθέτου γράμματος του άρθρου 203 παρ. 6 ΚΔΔ στο πεδίο της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Ούτε, όμως, σύμφωνη προς το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 70 παρ. 1, 76 παρ. 1 και 203 παρ. 2 εδ. β΄ (τελ.) του ΚΔΔ αφ’ ενὸς και του άρθρου 203 παρ. 6 αφ’ ετέρου, θα επέβαλλε ν’ αναγνωρισθεί η δυνατότητα ν’ ασκηθεί δεύτερη αίτηση αναστολής ειδικώς στην περίπτωση που η πρώτη έχει απορριφθεί λόγω συνδρομής του κατ’ άρ. 203 παρ. 2 του Κώδικα απαραδέκτου (μη υποβολής των κατά την διάταξη δηλώσεων) και αφού ακολούθως ο αιτών θα έχει θεραπεύσει το απαράδεκτο αυτό.
24. Επειδή, κατά την έννοια, περαιτέρω, της διατάξεως του άρθρου 205 παρ. 5 του ΚΔΔ, είναι δυνατή η ανάκληση αποφάσεως επί αιτήσεως αναστολής εφ’ όσον είτε προσκομισθούν νέα στοιχεία τα οποία με την αρχική αίτηση δεν είχαν τεθεί υπ’ όψιν του δικαστή της προσωρινής δικαστικής προστασίας είτε μεταβλήθηκαν τα δεδομένα, κατ’ εκτίμησιν των οποίων εξέδωσε ο δικαστής την απόφασή του επί της εν λόγω αρχικής αιτήσεως [πρβλ. ΟλΣτΕ (Ε.Α.) 79/2016, ΣτΕ (Ε.Α.) 65/2023, 287/2018, 186/2017, 241/2016 κ.ά.]. Η μεταγενεστέρως επιχειρουμένη διόρθωση τυπικών ελλείψεων της αρχικώς ασκηθείσης αιτήσεως αναστολής, η οποία είχε απορριφθεί ακριβώς λόγω διαπιστώσεως τέτοιων ελλείψεων -και κατ’ εφαρμογήν μάλιστα δικονομικής διατάξεως, σαφούς ως προς το νόημά της και τυχούσης ήδη [Ε.Α. (ΣτΕ) 215-217/2016] ερμηνείας- δεν μπορεί να θεωρηθεί νέο στοιχείο κατά την έννοια του άρθρου 205 παρ. 5 σε συνδυασμό προς το άρθρο 203 παρ. 2 εδάφ. β΄ του ΚΔΔ και να δικαιολογήσει επάνοδο στα κριθέντα επί του αιτήματος για παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας. Τούτο δε, διότι η νομότυπη τήρηση των προϋποθέσεων παραδεκτού απέκειτο εξ αρχής στις δυνατότητες του διαδίκου. Ούτε και διορθωτικός ερμηνευτικός χειρισμός των δύο αυτών διατάξεων υπό το φως του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος θα επέβαλλε διαφορετικό εν προκειμένω συμπέρασμα.
25. Επειδή, από την ερμηνεία όλων των ανωτέρω δικονομικών διατάξεων προκύπτει ότι στο πλαίσιο δικών σχετικά με την διοικητική εκτέλεση για είσπραξη απαιτήσεων φορολογικής ή τελωνειακής φύσεως αποκλείεται η δυνατότητα να επανέλθει ο αιτών με δεύτερη αίτηση αναστολής, στην οποίαν θα έχει θεραπεύσει το κατ’ άρ. 203 παρ. 2 ΚΔΔ απαράδεκτο, ενσωματώνοντας στο οικείο δικόγραφο (ή ενδεχομένως προσκομίζοντας και συνυποβάλλοντας, όπως ερωτάται) την δήλωση παγκοσμίου εισοδήματος και περιουσιακής καταστάσεώς του. Το αποτέλεσμα του ερμηνευτικού αυτού χειρισμού ουδόλως αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα [και προσωρινής, βλ. ΣτΕ (Ε.Α.) 718/1993, 57/2009, 496/2011] δικαστικής προστασίας ούτε σε άλλες, υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις. Τούτο δε, διότι η διάταξη που θεσπίζει με ρητό τρόπο την επίμαχη προϋπόθεση παραδεκτού (άρ. 203 παρ. 2 εδάφιο β΄ του ΚΔΔ), όχι μόνο θετικοποιεί μια ιδιαίτερη πτυχή του καθήκοντος ειλικρινείας των διαδίκων, αλλά έχει ειδικό χαρακτήρα και μπορεί ευχερώς να γίνει κατανοητή ως προς το περιεχόμενο και το εύρος εφαρμογής της (ως καταλαμβάνουσα δηλ. και τις διαφορές περί την διοικητική εκτέλεση). Εξ άλλου, η απαίτηση προσκόμισης της εν λόγω δήλωσης κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθ. 203 παρίσταται δικαιολογημένη και πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού δημοσίου συμφέροντος, της επίκαιρης εν τέλει είσπραξης των εσόδων του Δημοσίου (βλ. ΣτΕ 1775/2018, 1028/2013, 1198/2012, ΟλΣτΕ 3438/1998, 3078/1997 κ.ά. πρβλ. ΣτΕ 148/2024, ΟλΣτΕ 1972/2012 κ.ά.) ειδικώς από τις πηγές που προέρχονται από εφαρμογή της φορολογικής και της τελωνειακής νομοθεσίας. Ειδικότερα, η απαίτηση αυτή που οδηγεί σε περιορισμό του δικαιώματος προσβάσεως σε δικαστήριο στο στάδιο προσωρινής δικαστικής προστασίας είναι απολύτως συμφυής με τον κατά βάσιν καθιερούμενο λόγο χορηγήσεως της αναστολής, ήτοι την αποτροπή προκλήσεως ανεπανόρθωτης βλάβης (άρ. 202 παρ. 1 ΚΔΔ) [βλ. ΟλΣτΕ (Ε.Α.) 496/2011] δεδομένου ότι η όλη νομοθετική ρύθμιση των άρθρων 203 παρ. 2, 202 παρ. 3 (γ) και της κ.υ.α. ΠΟΛ 1182/19-25.7.2013 (Β΄ 1816) αποσκοπεί να παράσχει στην διάδικο Αρχή (Φορολογική Διοίκηση) την κατ’ αρχήν δυνατότητα να τοποθετηθεί λυσιτελώς, σε αντιμωλία προς τον αιτούντα, ως προς την συνδρομή της προϋποθέσεως της ανεπανόρθωτης βλάβης του η διαπίστωση της οποίας θα στηριχθεί ακριβώς στα στοιχεία που περιέχονται στην επίδικη δήλωση παγκοσμίου εισοδήματος. Με τον τρόπο αυτό, ο κύκλος όσων μπορούν να καθυστερήσουν την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, προσφεύγοντας σε δικαστήριο και επιτυγχάνοντας την αναστολή πράξεων των σχετικών διαδικασιών (προσδιορισμού της οφειλής και εισπράξεώς της), περιορίζεται σε μόνα εκείνα τα πρόσωπα, τα οποία κατά την αντίληψη του νομοθέτη παρέχουν σφαιρική και εντελή εικόνα της περιουσιακής τους καταστάσεως και των οικονομικών τους δυνατοτήτων στον δικαστή της αναστολής, ώστε να ενεργοποιηθούν περαιτέρω οι κατά νόμον εξουσίες του τελευταίου, είτε αυτές στηριχθούν ακολούθως σε εκτίμηση της ανεπανόρθωτης βλάβης είτε στηριχθούν σε κρίση για πρόδηλη βασιμότητα. Δεν αντίκειται, επομένως, στην αρχή της αναλογικότητας (άρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος) ο απορρέων ως άνω αποκλεισμός της δυνατότητας επανόδου με δεύτερη αίτηση αναστολής, ακόμα και αν ο λόγος που θεμελιώνει την αίτηση, θα συνίστατο σε πρόδηλη βασιμότητα του κυρίου ενδίκου βοηθήματος.
26. Επειδή, κατά τη γνώμη της Προέδρου Μ. Παπαδοπούλου και της Συμβούλου Φρ. Γιαννακού, η προβλεπομένη από τις προπαρατεθείσες διατάξεις υποχρέωση συνυποβολής από τον αιτούντα καταστάσεως για το παγκόσμιο εισόδημά του και την περιουσιακή του κατάσταση συνιστά πρόσθετη, τυπική προϋπόθεση για το παραδεκτό της αιτήσεως αναστολής επί φορολογικών και τελωνειακών εν γένει διαφορών. Όπως δε μνημονεύεται στο στοιχείο 8 της οικείας ΠΟΛ 1182/2013, η εν λόγω υποχρέωση ικανοποιεί την «ανάγκη καθορισμού και εξειδίκευσης των περιουσιακών στοιχείων που δηλώνονται και προσδιορισμού της αξίας των εμπράγματων και ενοχικών δικαιωμάτων σε κινητά, πάνω από την οποία περιλαμβάνονται οπωσδήποτε στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης προκειμένου το δικαστήριο της αίτησης αναστολής να είναι σε θέση να εκτιμήσει κατά πόσο η βεβαίωση του φόρου και η λήψη αναγκαστικών μέτρων μπορεί να επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα». Από τα ανωτέρω (σε συνδυασμό και προς το προβλεπόμενο περιεχόμενο της επίμαχης δηλώσεως) καταδεικνύεται ότι η επίμαχη δικονομική υποχρέωση αφορά μόνον στην κρίση περί συνδρομής στο πρόσωπο του αιτούντος ανεπανόρθωτης βλάβης και δεν συνάπτεται με κάποιον σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Με τα δεδομένα, όμως, αυτά και λαμβανομένου υπόψη ότι στο άρθρο 202 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προβλέπονται δύο διακριτοί λόγοι αναστολής, ήτοι αφενός η ύπαρξη ανεπανόρθωτης βλάβης και αφετέρου η πρόδηλη βασιμότητα του ενδίκου βοηθήματος, η επίμαχη πρόσθετη τυπική προϋπόθεση για την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας παρίσταται μεν συναφής και πρόσφορη καθ’ ο μέρος αφορά στην εξέταση των λόγων περί ανεπανόρθωτης βλάβης, όχι, όμως, και καθ’ ο μέρος αφορά στην εξέταση του διακριτού λόγου περί πρόδηλης βασιμότητας του κυρίου ενδίκου βοηθήματος (εν προκειμένω, της ανακοπής). Αντιθέτως, ενόψει της παντελούς ελλείψεως συνάφειας προς τον σκοπό της ως άνω τυπικής προϋποθέσεως, η απόρριψη αιτήσεως αναστολής, παρά την πρόδηλη βασιμότητα του κυρίου ενδίκου βοηθήματος, θα στερούσε τον αιτούντα από την παροχή δικαστικής προστασίας, κατά τρόπον αντιβαίνοντα στην αρχή της αναλογικότητας. Επομένως, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, η απάντηση στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα είναι αρνητική.
27. Επειδή, τέλος, μετά από τις πιο πάνω ερμηνευτικές παραδοχές παρίσταται αλυσιτελής η απάντηση στο διατυπωθέν υπό (3) ερώτημα, αν, σε περίπτωση που θεωρηθεί νομικώς επιτρεπτή η επάνοδος με δεύτερη αίτηση αναστολής, η κατ’ άρ. 203 παρ. 2 ΚΔΔ δήλωση του αιτούντος απαιτείται να είναι ενσωματωμένη στο σχετικό δικόγραφο ή αν επιτρέπεται να συνυποβληθεί και ως αυτοτελές έγγραφο, αποκείμενο στην Γραμματεία του διοικητικού δικαστηρίου και προσιτό στην διάδικο Αρχή. Τούτο δε, διότι το ερώτημα αναγκαστικά προϋποθέτει ότι η επάνοδος με δεύτερη αίτηση αναστολής υπ’ αυτά τα δεδομένα θα ήταν νομικώς επιτρεπτή. Πρέπει, συνεπώς, ν’ απόσχει το Συμβούλιο της Επικρατείας από την απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα.
[…]

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *