Ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι (άρ. 12 Σ. – άρ. 11 ΕΣΔΑ) – Γεωργικοί συνεταιρισμοί (άρ. 12 παρ. 4-5 Σ.) – ΚΥΑ, εκδοθείσα βάσει του άρ. 32 του ν. 4384/2016, κατόπιν καταδικαστικής απόφασης του ΕΔΔΑ, περί (α) της μετατροπής της αιτούσας Ένωσης των κατά τον α.ν. 6085/1934 αναγκαστικών οινοποιητικών συνεταιρισμών της νήσου Σάμου σε εκούσιο αγροτικό συνεταιρισμό του ν. 4384/2016, διά της συγχωνεύσεως των μελών της, και β) της μετατροπής των οινοποιητικών συνεταιρισμών – μελών της αιτούσας, οι οποίοι δεν επιθυμούν την συγχώνευση, σε αυτοτελείς εκούσιους αγροτικούς συνεταιρισμούς – Δεν απαιτείται η κατάρτιση μελέτης για τη θεσπιζόμενη μετατροπή – Απόρριψη της αιτήσεως ακυρώσεως
(Α) Από τη διάταξητης παραγράφου 4 του άρθρου 12 του Συντάγματος προκύπτει ότι οι συνεταιρισμοί, ως ιδιότυπες ενώσεις προσώπων που συνεργάζονται για την προάσπιση και προαγωγή των περιουσιακών, επαγγελματικών και λοιπών συμφερόντων τους, αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, η οργάνωση και δράση των οποίων, μέσα στο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο που καθιερώνει και κατοχυρώνει το Σύνταγμα με τις επί μέρους σχετικές διατάξεις του, τελεί υπό την προστασία και εποπτεία του Κράτους. Όπως έχει συναφώς κριθεί (ΣτΕ 2029/1992, 2790/1993, 522/2006), η συνταγματική αυτή διάταξη προβλέπει την θέσπιση ενός γενικού νομοθετικού πλαισίου, είτε με τυπικό νόμο είτε με κανονιστική πράξη, προς το οποίο πρέπει να προσαρμόζονται οι ειδικότερες διατάξεις των καταστατικών των εκουσίων συνεταιρισμών, πρέπει, όμως, οι περιορισμοί που τίθενται κατ’ αυτόν τον τρόπο να μη θίγουν υπέρμετρα την αυτοδιοίκηση των συνεταιρισμών αλλά και την συνταγματική αρχή της συμβατικής ελευθερίας που τους διέπει (άρθρο 5 παρ. 1 Σ.). Από την ίδια διάταξη προκύπτει, περαιτέρω, ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει την αρχή της ελεύθερης συστάσεως και της ελεύθερης συμμετοχής σε συνεταιρισμούς (ΣτΕ 2029/1992). Κατ’ εξαίρεση από την ανωτέρω αρχή, και μάλιστα καθ’ ό μέρος περιλαμβάνει την («αρνητική») ελευθερία του μη μετέχειν σε συνεταιρισμό (ΣτΕ 408/2008), με την επόμενη παράγραφο 5 του άρθρου 12 προβλέπεται η δυνατότητα της συστάσεως αναγκαστικών συνεταιρισμών. Η ρύθμιση αυτή, εισαχθείσα το πρώτον με ερμηνευτική δήλωση επί του άρθρου 109 του Συντάγματος του 1952, αφορά αποκλειστικά στον τρόπο της συστάσεως (μόνο με νόμο ή με διοικητική πράξη ερειδομένη επί σαφούς και ρητής διατάξεως νόμου, πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1175/1957, 1058/1958, υπό το κράτος του Συντάγματος του 1952) και την μορφή της συμμετοχής των μελών του συνεταιρισμού, η οποία καθίσταται υποχρεωτική (ΣτΕ 2903/1983 Ολομ., 4104/1995), υπό την προϋπόθεση ότι ο αναγκαστικός συνεταιρισμός θα επιδιώκει τους στόχους που καθορίζει η προμνησθείσα διάταξη του ισχύοντος Συντάγματος, δηλαδή την εκπλήρωση σκοπών κοινής ωφέλειας ή δημοσίου ενδιαφέροντος ή κοινής εκμετάλλευσης γεωργικών εκτάσεων ή άλλης πλουτοπαραγωγικής πηγής και εφ’ όσον εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση αυτών που συμμετέχουν. Συνεπώς, μόνον η ύπαρξη αναγκαστικών συνεταιρισμών που πληρούν τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις είναι σύμφωνη προς την ανωτέρω συνταγματική διάταξη. Εξυπακούεται, πάντως, εν όψει της αρχής της αναλογικότητας, ότι η σύσταση και διατήρηση των συνεταιρισμών αυτών επιβάλλεται να είναι όντως κατάλληλο, πρόσφορο και αναγκαίο μέσο για την επίτευξη των σκοπών που προβλέπονται στην συνταγματική αυτή διάταξη (ΣτΕ 3580/2010).
(Β) Εξάλλου, το ΕΔΔΑ επιληφθέν προσφυγής αμπελουργών της νήσου Σάμου, των οποίων το αίτημα χορηγήσεως αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας οινοποιείου στην νήσο Σάμο απερρίφθη κατ’ εφαρμογήν του α.ν. 6085/1934 (και η εν συνεχεία ασκηθείσα σχετική αίτηση ακυρώσεως απερρίφθη με την ΣτΕ 3580/2010), διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ (απόφαση της 3.12.2015, Μυτιληναίος και Κωστάκης κατά Ελλάδος, 29389/11), λόγω παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, δεδομένου, μεταξύ άλλων, ότι i. οι λόγοι για τους οποίους επεβλήθη η υποχρέωση συνενώσεως των αμπελουργών της νήσου Σάμου σε υποχρεωτικούς συνεταιρισμούς δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές συνθήκες (αριθμός καλλιεργητών, ειδικοί κανόνες προστασίας του μοσχάτου οίνου Σάμου κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέγεθος εξαγωγών), ii. το Ελληνικό Δημόσιο επικαλέσθηκε μόνον ιστορικής φύσεως επιχειρήματα για να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς του ότι η κατάργηση της υποχρεωτικής συμμετοχής των καλλιεργητών στους συνεταιρισμούς ή των συνεταιρισμών στην (ήδη αιτούσα) Ένωση θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει την οινοπαραγωγή της νήσου Σάμου και ότι ακόμη και οι πιο εντατικοί έλεγχοι δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν το ίδιο αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά την ποιότητα του παραγομένου προϊόντος, iii. ήδη από το 1993 ο νομοθέτης, κατά παρέκκλιση από την αρχή της υποχρεωτικής συμμετοχής των αμπελουργών σε συνεταιρισμούς, προέβλεψε (άρθρο 47 παρ. 7 ν. 2169/1993 στην προηγούμενη σκέψη) την δυνατότητα μετατροπής των αναγκαστικών συνεταιρισμών σε ελεύθερους με δική τους πρωτοβουλία, ρύθμιση από την οποία συνάγεται ότι οι εθνικές αρχές εκτιμούν ότι η μετατροπή αυτή δεν θέτει σε κίνδυνο την ποιότητα του παραγομένου στην Σάμο οίνου ούτε μπορεί δε να θεωρηθεί ότι η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση δεν συμβιβάζεται με την μέριμνα των ελληνικών αρχών για την εξασφάλιση υπέρ των αμπελουργών τιμών δίκαιων και ανταποκρινομένων στην αξία του παρεχομένου σταφυλιού, και iv. ο α.ν. 6085/1934, με τον οποίο υποχρεώνονται οι αμπελοκαλλιεργητές της νήσου Σάμου να παραδίδουν το σύνολο της παραγωγής τους στους συνεταιρισμούς, προέβη στην πλέον περιοριστική επιλογή σε ό,τι αφορά την αρνητική ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι.
(Γ) Κατά τα ήδη κριθέντα (ΣτΕ 522/2006, πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1058/1958, υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1952), ο νομοθέτης δεν κωλύεται να προβλέψει την διάλυση αναγκαστικών συνεταιρισμών, οι οποίοι δεν έχουν ιδρυθεί ελευθέρως, κατ’ ενάσκηση συνταγματικού δικαιώματος των μελών τους, όπως οι εκούσιοι συνεταιρισμοί, αλλά έχουν συσταθεί είτε διά νόμου είτε με πράξη της Διοικήσεως επί τη βάσει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως. Πολλώ δε μάλλον δεν κωλύεται ο νομοθέτης να προβλέψει την υποχρεωτική «μετατροπή» υφισταμένων συνεταιρισμών σε εκούσιους -απειλουμένης, άλλως, της λύσεώς τους- προκειμένου να προσαρμοσθεί το καταστατικό τους στους γενικώς ισχύοντες κανόνες περί της ιδρύσεως και λειτουργίας συνεταιρισμών κατά το άρθρο 12 παρ. 4 του Συντάγματος.
(Δ) Το άρθρο 32 του ν. 4384/2016 δεν τάσσει ως διαδικαστική προϋπόθεση για την έκδοση της προβλεπομένης από την διάταξη αυτήν ΚΥΑ περί της μετατροπής των αναγκαστικών συνεταιρισμών και των ενώσεών τους σε εκούσιους αγροτικούς συνεταιρισμούς, την κατάρτιση μελέτης από την οποία να προκύπτει ότι δεν συντρέχουν πλέον οι λόγοι για τους οποίους είχε κριθεί επιβεβλημένη η σύσταση και διατήρηση του υπό μετατροπήν αναγκαστικού συνεταιρισμού, κατά παρέκκλιση από την συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ελεύθερης συστάσεως και της ελεύθερης συμμετοχής σε συνεταιρισμούς. Η προηγούμενη σύνταξη σχετικής μελέτης ως προϋπόθεση της μετατροπής αναγκαστικών συνεταιρισμών δεν μπορεί να συναχθεί, εξ άλλου, από καμία διάταξη του Συντάγματος, το οποίο δεν επιτάσσει, αλλά επιτρέπει απλώς στον νομοθέτη, την ίδρυση αναγκαστικών συνεταιρισμών όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 12 (εκπλήρωση σκοπών κοινής ωφέλειας ή δημόσιου ενδιαφέροντος ή κοινής εκμεταλλεύσεως γεωργικών εκτάσεων ή άλλης πλουτοπαραγωγικής πηγής) και μάλιστα, τηρουμένων των περιορισμών που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας κατά το Σύνταγμα αλλά και το άρθρο 11 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Επομένως, αβασίμως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα για τον λόγο ότι εκδόθηκε χωρίς να προηγηθεί η σύνταξη μελέτης κατά τα ανωτέρω. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι όλοι οι λόγοι, τους οποίους είχε επικαλεσθεί το Ελληνικό Δημόσιο για να τεκμηριώσει την ανάγκη διατηρήσεως του καθεστώτος του α.ν. 6085/1934, κρίθηκαν ήδη ως ανεπαρκείς, υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, με την προαναφερθείσα απόφαση του ΕΔΔΑ [με μειοψηφία ενός Παρέδρου].
(Ε) Απορρίπτονται και οι λοιποί προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως.