Ισότητα – Διακρίσεις λόγω ηλικίας – Δικαίωμα στην εργασία – Δικαίωμα στην περιουσία – Δημόσιοι υπάλληλοι – Εκπαιδευτικοί – Αυτοδίκαιη λύση της υπαλληλικής σχέσης, λόγω συμπλήρωσης του 60ού έτους της ηλικίας και τριακονταπενταετούς πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας (άρ. 155 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. – ν. 3528/2007)
(Α) Σκοποί του άρ. 155 του ως άνω Κώδικα, κατά το μέρος που προβλέπει (στην παρ. 1) ως κανόνα την αποχώρηση των υπαλλήλων με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους, είναι: α) η δημιουργία μίας ισόρροπης ηλικιακής διάρθρωσης μεταξύ των νεότερων και πρεσβύτερων δημόσιων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων και των υπαλλήλων ν.π.δ.δ., η οποία επιτρέπει τη μεταφορά της εμπειρίας των πρεσβύτερων στους νεότερους και τη μετάδοση από τους νεότερους των γνώσεων που έχουν αποκτήσει πρόσφατα, προς όφελος της αποτελεσματικής λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών και β) η διευκόλυνση της πρόσβασης των νέων σε θέσεις υπαλλήλων, η οποία, σε συνδυασμό με αντίστοιχες διατάξεις σε άλλους τομείς, μπορεί να συμβάλλει στην απασχόληση των νέων. Ειδικά όσον αφορά τους εκπαιδευτικούς η δημιουργία μίας ισόρροπης ηλικιακής διάρθρωσης μεταξύ των νεότερων και των πρεσβύτερων εξυπηρετεί και την καλύτερη παροχή εκπαίδευσης στους μαθητές, οι οποίοι θα ωφελούνται τόσο από την εμπειρία και το βάθος της γνώσης των μεγαλύτερων σε ηλικία εκπαιδευτικών όσο και από τις γνώσεις που έχουν αποκτήσει πρόσφατα οι νεότεροι, αλλά και από τη διαφορετική ενδεχομένως προσέγγιση των εκπαιδευτικών ενόψει της ηλικίας τους ως προς ορισμένα ζητήματα. Εξάλλου, η κατ’ εξαίρεση πρόβλεψη της αποχώρησης των υπαλλήλων με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους υπό την προϋπόθεση της συμπλήρωσης τριακονταπενταετούς πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας, εξυπηρετεί κατά μείζονα λόγο τους πιο πάνω σκοπούς, επιτρέποντας ταυτοχρόνως στους υπαλλήλους να σταδιοδρομήσουν επί ικανό χρονικό διάστημα και να λάβουν σύνταξη. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης, οι οποίοι καταλαμβάνονται από τις διατάξεις αυτές του ΥΚ.
(Β) Η πιο πάνω διάταξη, κατά το μέρος που προβλέπει την αποχώρηση των υπαλλήλων -περιλαμβανομένων των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης- με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους και τριακονταπενταετούς πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας καθιερώνει διαφορετική μεταχείριση βασιζόμενη άμεσα στην ηλικία σε βάρος των υπαλλήλων αυτών υπέρ αφενός μεν των υπαλλήλων που δεν έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους, αφετέρου δε των υπαλλήλων που αποχωρούν με τη συμπλήρωση του 65ου έτους, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 και 2 στοιχείο α΄ της οδηγίας 2000/78/ΕΚ. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, (α) κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 της οδηγίας, η διαφορετική αυτή μεταχείριση δεν συνιστά απαγορευόμενη διάκριση εάν δικαιολογείται από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξή του είναι πρόσφορα και αναγκαία, (β) κατά την εξέταση της αναγκαιότητας του μέτρου πρέπει να εκτιμάται και η ζημία που προκαλεί στους θιγόμενους σε σχέση με τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται για το κοινωνικό σύνολο, (γ) οι ανωτέρω σκοποί που δικαιολογούν την πρόβλεψη της αποχώρησης των υπαλλήλων με τη συμπλήρωση του 60ού έτους, είναι θεμιτοί σκοποί, που δικαιολογούν, καταρχήν, τη διαφορετική μεταχείριση με κριτήριο την ηλικία, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της οδηγίας. Ειδικότερα, τέτοιους θεμιτούς σκοπούς αποτελούν οι στόχοι: α) μίας ισόρροπης ηλικιακής διάρθρωσης εντός της δημόσιας υπηρεσίας και β) της διευκόλυνσης της πρόσβασης των νέων σε ορισμένο επάγγελμα ή σε ορισμένη δημόσια υπηρεσία. Ειδικότερα όσον αφορά την προσφορότητα του μέτρου, τούτο είναι πρόσφορο για την επίτευξη των προαναφερόμενων στόχων που επιδιώκουν οι ρυθμίσεις που το καθιερώνουν, αφού η θέσπιση ανώτατου ορίου ηλικίας για την αποχώρηση των υπαλλήλων από τη δημόσια υπηρεσία εξυπηρετεί τους στόχους αυτούς και μπορεί να συμβάλλει στην υλοποίησή τους, όπως προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας και από το γεγονός ότι αποτελεί τον κανόνα τόσο στην Ελλάδα, όσο και στα περισσότερα κράτη μέλη της Ε.Ε. Όσον αφορά στην αναγκαιότητα των ρυθμίσεων και τη στάθμιση της βλάβης των υπαλλήλων που υφίστανται την ανωτέρω διαφορετική μεταχείριση και του οφέλους του κοινωνικού συνόλου, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα: α) ότι οι ανωτέρω στόχοι δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν εξίσου αποτελεσματικά με ηπιότερα μέσα, β) ότι τα όρια ηλικίας για την αποχώρηση των υπαλλήλων είναι, καταρχήν, εύλογα, διότι επιτρέπουν τη μακρόχρονη σταδιοδρομία στην υπηρεσία, γ) ότι, επιπλέον, στην περίπτωση της αποχώρησης των υπαλλήλων με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους υπό την προϋπόθεση της συμπλήρωσης τριακονταπενταετούς πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας, αφενός εξυπηρετούνται κατά μείζονα λόγο οι πιο πάνω σκοποί, αφετέρου επιτρέπεται στους υπαλλήλους να σταδιοδρομήσουν επί ικανό χρονικό διάστημα και να λάβουν σύνταξη, δ) η υποχρεωτική αποχώρηση των υπαλλήλων από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης ορίου ηλικίας είτε αυτοτελώς, είτε υπό την πρόσθετη προϋπόθεση της συμπλήρωσης τριακονταπενταετούς πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας, προβλεπόταν από όλους τους υπαλληλικούς κώδικες (βλ. άρθρα 189 του ν. 1811/1951, 264 του π.δ. 611/1977 και 156 του ν. 2683/1999). Υπό τα δεδομένα αυτά, είναι προφανές ότι οι επίμαχες εθνικές διατάξεις θεσπίζουν μέτρα τα οποία δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη των προαναφερθέντων στόχων. Τέλος, οι εθνικές αρχές έχουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης τόσο ως προς τον καθορισμό τού προς επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού, όσο και ως προς την επιλογή των μέτρων, με τα οποία μπορεί αυτός να υλοποιηθεί και, ως εκ τούτου, η οικεία νομοθεσία μπορεί να τροποποιείται προκειμένου να επιτευχθούν διαφορετικοί σκοποί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι προηγούμενες ρυθμίσεις ήταν αντίθετες στην οδηγία. Συνεπώς, το γεγονός ότι με το άρθρο 59 παρ. 1 και 2 του ν. 4369/2016 προβλέφθηκε ότι οι υπάλληλοι απολύονται αυτοδικαίως από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας τους, χωρίς περαιτέρω διακρίσεις, ουδόλως μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τη συμφωνία προς την οδηγία των προγενέστερων και εν προκειμένω επίμαχων ρυθμίσεων. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 155 παρ. 2 του ΥΚ, ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης πράξης, δεν αντίκειται στην οδηγία 2000/78/ΕΚ και στους ν. 3304/2005 και 4443/2016. Η ερμηνεία και εφαρμογή αυτή της οδηγίας προφανώς δεν έρχεται σε αντίθεση προς τα άρθρα 21 και 15 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ΕΕ, με τα οποία κατοχυρώνονται, μεταξύ άλλων, η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας και το δικαίωμα στην εργασία, αντίστοιχα.
(Γ) Η επίμαχη διάταξη εξυπηρετεί τους προαναφερθέντες σκοπούς, χωρίς να είναι προδήλως απρόσφορη, μη αναγκαία ή δυσανάλογη και χωρίς να εισάγει αδικαιολόγητη διάκριση ανάμεσα στους υπαλλήλους που αποχωρούν με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους για τον λόγο ότι έχουν συμπληρώσει τριακονταπενταετή πραγματική και συντάξιμη υπηρεσία και αυτούς που αποχωρούν με τη συμπλήρωση του 65ου έτους για τον λόγο ότι δεν έχουν συμπληρώσει την ανωτέρω τριακονταπενταετή υπηρεσία· συνεπώς, η διάταξη αυτή δεν αντίκειται στα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 22 του Συντάγματος που κατοχυρώνουν τον σεβασμό και την προστασία της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, τις αρχές της αξιοκρατίας και της ισότητας, το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και το κοινωνικό δικαίωμα της εργασίας, αντίστοιχα.
(Δ) Η επίμαχη διάταξη δεν αντίκειται στα άρθρα 17 του Συντάγματος και 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, διότι οι διατάξεις αυτές κατοχυρώνουν δικαίωμα σε υφιστάμενη κατά το ισχύον εθνικό δίκαιο περιουσία και όχι δικαίωμα κτήσης περιουσίας ή μελλοντικού εισοδήματος, εκτός αν έχει ήδη παρασχεθεί εργασία ή είναι αυτό οριστικά πληρωτέο (βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ της 25.9.2018, Denisov κατά Ουκρανίας (76639/11), Μείζονος Σύνθεσης, σκ. 137 με περαιτέρω παραπομπές, ΣτΕ 910/2016, σκ. 6, 10, 121/2012, σκ. 4 κ.ά.)