ΣτΕ Β΄ Τμ. 636/2021 επταμ.
Αρχές επιβολής κυρώσεων – Ne bis in idem (άρ. 4 7ου ΠΠ ΕΣΔΑ και άρ. 50 Χάρτη ΘΔΕΕ) – Παραβάσεις λαθρεμπορίας – Παράλληλη ποινική διαδικασία και διοικητική δίκη σχετική με την επιβολή πολλαπλού τέλους – Αμετάκλητη περάτωση της ποινικής δίκης, ενώ εκκρεμεί αίτηση αναίρεσης στο ΣτΕ – Χωρεί αίτηση αναθεώρησης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρ. 103 ΚΔΔ
(Α) Εφ’όσον, μέχρι να καταστεί αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου απορριπτική προσφυγής κατά πράξεως επιβολής πολλαπλού τέλους για τελωνειακή παράβαση λαθρεμπορίας, προκύπτει, κατά τρόπο ορισμένο και επαρκώς τεκμηριωμένο, ότι ήταν αδύνατη η επίκληση και η τεκμηρίωση ενώπιον του εκδόντος την απορριπτική απόφαση δικαστηρίου της υπάρξεως οικείας αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, προς στήριξη της ασκήσεως του δικαιώματος που αντλείται από την αρχή ne bis in idem, κατά το ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ, ανακύπτει ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της αποτελεσματικής προστασίας του δικαιώματος αυτού, χάριν της οποίας η εθνική δικονομική/διαδικαστική αυτονομία πρέπει να υποχωρήσει σε βαθμό που είναι αναγκαίος και κατάλληλος (πρβλ. ΣτΕ 2403/2015).
(Β) Απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, απορριπτική προσφυγής κατά διοικητικής πράξεως επιβολής πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας, δεν μπορεί να ενέχει παραβίαση της αρχής ne bis in idem, κατά το ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ, λόγω παράλληλης σχετικής ποινικής (stricto sensu) διαδικασίας, η οποία περατώνεται αμετάκλητα μετά την δημοσίευση της αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου. Συνεπώς, σε τέτοια περίπτωση, δεν νοείται αντίστοιχο νομικό σφάλμα της αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου ούτε λόγος αναιρέσεώς της για παραβίαση της αρχής ne bis in idem (πρβλ. ΣτΕ 1831/2020, 2806/2020). Σε τέτοια, επίσης, περίπτωση ούτε λόγος αναθεωρήσεως της αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου ιδρύεται, καθ’όσον τέτοιος λόγος δεν μπορεί να υπαχθεί στους περιοριστικώς αναφερόμενους στο άρθρο 103 παρ. 1 Κ.Δ.Δ. λόγους. Ωστόσο, η ανάγκη αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του θεμελιώδους δικαιώματος, που ο καθ’ού το πολλαπλό τέλος αντλεί, κατά το ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ, από την αρχή ne bis in idem, επιβάλλει, στην περίπτωση κατά την οποία η ποινική δίκη περατώνεται αμετάκλητα ενώ εκκρεμεί αίτηση αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ, την επέμβαση στην διοικητική δικονομική τάξη με την παροχή του κατάλληλου για την περίπτωση αυτή ένδικου μέσου. Πλέον δε κατάλληλο ένδικο μέσο για τον σκοπό αυτόν είναι η αίτηση αναθεωρήσεως των άρθρων 101-105 Κ.Δ.Δ., τόσο εν όψει της φύσεως του λόγου, που έχει ως βάση μεταγενέστερη δικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, όσο και εν όψει του κριτή του, που ως δικαστής της ουσίας θα εκτιμήσει το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής. Συνεπώς, στην ανωτέρω περίπτωση χωρεί αίτηση αναθεωρήσεως της αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου, εντός προθεσμίας 60 ημερών από τότε που καθίσταται αμετάκλητη η σχετική ποινική απόφαση, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 104 παρ. 1 περ. α΄ του Κ.Δ.Δ..
Κατά τη γνώμη, όμως, των δύο Παρέδρων, στην ανωτέρω περίπτωση (όπου δεν υπάρχει σφάλμα και λόγος αναίρεσης της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου, για παραβίαση της αρχής ne bis in idem), δεν χωρεί αναλογική εφαρμογή των άρθρων 103 και 104 του Κ.Δ.Δ. περί της αίτησης αναθεώρησης, αλλά (ενόψει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας της Ελληνικής Δημοκρατίας, όσον αφορά την αποτελεσματική προστασία του παραπάνω δικαιώματος, και του ότι η ενδεχόμενη σχετική πλημμέλεια της πράξης καταλογισμού πολλαπλού τέλους είναι οψιγενής και αφορά σε διοικητικής φύσεως ζήτημα που δεν κρίθηκε στη διοικητική δίκη και δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο που παράγει η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου επί της προσφυγής κατά της πράξης αυτής) ο ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να απευθυνθεί στη φορολογική Διοίκηση, εντός εύλογης προθεσμίας (εξήντα ημερών από την ημερομηνία που καθίσταται αμετάκλητη η σχετική ποινική απόφαση), προβάλλοντας, βάσει της αρχής ne bis in idem, οψιγενή νομική πλημμέλεια της επίμαχης πράξης καταλογισμού πολλαπλού τέλους και ζητώντας την ακύρωσή της.
Μειοψήφησαν δύο Σύμβουλοι, που υποστήριξαν την ακόλουθη άποψη: Οι διατάξεις των άρθρων 95 (παρ. 1) του Συντάγματος και 56 του π.δ. 18/1989, ερμηνευόμενες, αφενός, κατά τρόπο “φιλικό” προς την ΕΣΔΑ και, αφετέρου, σε αρμονία με πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και, ιδίως, με την αρχή της αποτελεσματικότητας, έχουν την έννοια ότι, εάν δεν ήταν δυνατή η λυσιτελής προβολή λόγου περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem ενώπιον του εκδόντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Διοικητικού Εφετείου, διότι η σχετική ποινική απόφαση εκδόθηκε ή κατέστη αμετάκλητη μετά από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασής του, ο αναιρεσείων μπορεί να προβάλει παραδεκτώς το πρώτον ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας λόγο (αναίρεσης) περί παραβιάσεως της αρχής ne bis in idem, μολονότι δεν υπάρχει σφάλμα (και πιθανότατα ούτε καν κρίση) της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά την ερμηνεία ή/και την εφαρμογή της εν λόγω αρχής, διότι, σε τέτοια περίπτωση, πρόκειται για προβαλλόμενη οψιγενή (μεταγενέστερη της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) νομική πλημμέλεια της επίδικης καταλογιστικής πράξης της φορολογικής/τελωνειακής Διοίκησης και η αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας συνιστά την μόνη δικονομική δυνατότητα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο αναιρεσείων προκειμένου να αποτρέψει την (προβαλλόμενη) παραβίαση των δικαιωμάτων που έλκει από την αρχή ne bis in idem (λαμβανομένου υπόψη ότι το άρθρο 103 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. δεν θεσπίζει αντίστοιχο λόγο αίτησης αναθεώρησης ούτε μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν, ενόψει του περιεχομένου των λόγων αναθεώρησης που προβλέπει), το δε Συμβούλιο της Επικρατείας, έστω και ως Αναιρετικό Δικαστήριο, αποτελεί το μοναδικό δικαιοδοτικό όργανο της Ελληνικής Πολιτείας που μπορεί να θεραπεύσει την (προβαλλόμενη) παράβαση, διασφαλίζοντας την αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος, κατά το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ (βλ. ΣτΕ 400/2020 παραπ. σε 7μελή).
(Γ) Σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά παραπάνω, ο προβαλλόμενος πρόσθετος λόγος αναίρεσης περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem πρέπει να απορριφθεί. Πάντως, ο αναιρεσείων έχει δικαίωμα να εγείρει την προβαλλόμενη με τον λόγο αυτό νομική πλημμέλεια της πράξης καταλογισμού σε βάρος του πολλαπλού τέλους, ασκώντας αίτηση αναθεώρησης της ήδη αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι με την παρούσα απόφαση αναγνωρίζεται το πρώτον στη νομολογία του Δικαστηρίου τέτοια δικονομική δυνατότητα, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 103 του ΚΔΔ, και δεδομένου ότι έχει ήδη παρέλθει χρονικό διάστημα εξήντα ημερών από τότε που (σύμφωνα με τα προβαλλόμενα με το δικόγραφο προσθέτων λόγων) κατέστη αμετάκλητη η οικεία ποινική απόφαση, ο αναιρεσείων δύναται να ασκήσει την ως άνω αίτηση αναθεώρησης εντός προθεσμίας εξήντα ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν αντιγράφου της παρούσας απόφασης.