Αρχές επιβολής κυρώσεων – Αρχές της ασφάλειας δικαίου και του δικαιώματος υπεράσπισης – Απουσία πρόβλεψης παραγραφής στην ημεδαπή νομοθεσία περί ανταγωνισμού (ν. 703/1977) – Δεν εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις του Κανονισμού 1/2003 ή διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας σε άλλους τομείς – Υποχρέωση άσκησης της αρμοδιότητας της Επιτροπής Ανταγωνισμού εντός ευλόγου χρόνου
Ο ν. 703/1977 δεν εθέσπισε αποκλειστική προθεσμία μέσα στην οποία η Επιτροπή Ανταγωνισμού υποχρεούται να ασκήσει την αρμοδιότητά της να διαπιστώσει αντιανταγωνιστικές πρακτικές επιχειρήσεων, να επιβάλει μέτρα για την αποκατάσταση και την προστασία στο μέλλον της ανταγωνιστικής τάξης της αγοράς και να επιβάλει κυρώσεις για παραβάσεις των κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού. Τέτοια αποκλειστική προθεσμία θεσπίσθηκε το πρώτον με το άρθρο 42 του ν. 3959/2011 και αφορά αποκλειστικά την αρμοδιότητα επιβολής κυρώσεων, όχι δε την αρμοδιότητα της Επιτροπής Ανταγωνισμού να διαπιστώσει αντιανταγωνιστική συμπεριφορά, ή να επιβάλει μέτρα. Οι διατάξεις όμως του άρθρου 42 του ν. 3959/2011 δεν καταλαμβάνουν παραβάσεις που ήσαν ήδη εκκρεμείς ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού κατά την έναρξη της ισχύος του. Εξ άλλου, ούτε άλλες γενικές περί παραγραφής διατάξεις του εθνικού δικαίου (όπως του Αστικού Κώδικα ή του Δημόσιου Λογιστικού) μπορούν να εφαρμοσθούν εν προκειμένω. Επίσης δεν εφαρμόζονται ευθέως ή αναλόγως στην εσωτερική έννομη τάξη οι διατάξεις περί παραγραφής του άρ. 25 του Κανονισμού 1/2003. Ωστόσο, ενόψει των αρχών της ασφάλειας δικαίου και του θεμελιώδους δικαιώματος υπεράσπισης, η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει την υποχρέωση να ασκεί τις αρμοδιότητές της μέσα σε εύλογο χρόνο, στοιχείο το οποίο κρίνεται κάθε φορά ανάλογα με την φύση και την σοβαρότητα της παράβασης, την δυσχέρεια εντοπισμού της, την φύση του ληπτέου μέτρου, του σκοπού του ελέγχου της Επιτροπής και τις εν γένει περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Ειδικά για την επιβολή κυρώσεων, μέτρο του ευλόγου του χρόνου αυτού αποτελούν, εν όψει και της αρχής της αποτελεσματικότητος του ενωσιακού δικαίου, αφ’ ενός, και της αρχής της αναλογικότητος, αφ’ ετέρου, και οι προθεσμίες που έχουν ταχθεί στο άρθρο 25 του Κανονισμού 1/2003, υπό την έννοια ότι ο εύλογος χρόνος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπολείπεται των προθεσμιών που τάσσονται στην διάταξη αυτή, δεν μπορεί όμως να είναι ούτε και καταδήλως μακρότερος από τον μέγιστο συνολικό χρόνο που προβλέπεται από τις ενωσιακές διατάξεις (δηλαδή την δεκαετία). [με μειοψηφία μίας Συμβούλου, η οποία αντανακλά τα κριθέντα με την απόφαση ΣτΕ Β΄ Τμ. 1976/2015]