Ένδικη προστασία – Δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου έναντι των διοικητικών δικαστηρίων – Πράξεις καταλογισμού δημοσίου υπολόγου – Είσπραξη (και μη απόδοση) δημοτικών φόρων και τελών από εταιρεία παροχής ηλεκτρικής ενέργειας
(Α) Από τις διατάξεις των άρθρων 54 και 56 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο νόμου περί Δημοσίου Λογιστικού (ν. 2362/1995), ερμηνευόμενες σε συμφωνία με τις διατάξεις των άρθρων 94, 95 και 98 παρ. 1 εδαφ. στ΄ του Συντάγματος, προκύπτει ότι στην δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν, μεταξύ άλλων, οι διαφορές που γεννώνται από καταλογιστικές πράξεις, οι οποίες εκδίδονται εις βάρος δημοσίων υπολόγων (συμπεριλαμβανομένων των υπολόγων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με το άρθρο 54 παρ. 1 περ. ε΄ του ν. 2362/1995), από όργανα της Διοικήσεως. Δημόσιος υπόλογος ή υπόλογος ΟΤΑ είναι ο εντεταλμένος την είσπραξη εσόδων ή την πληρωμή εξόδων του Δημοσίου ή ΟΤΑ, επιπλέον δε και κάθε άλλο πρόσωπο που ειδικώς από τον νόμο θεωρείται ως υπόλογος. Προσδιοριστικό στοιχείο της εννοίας του υπολόγου είναι η απονεμηθείσα σ’ αυτόν από τον νόμο ή η ασκούμενη από αυτόν οποιαδήποτε εξουσία προς διαχείριση χρημάτων κ.λπ. που ανήκουν στο Κράτος ή σε ΟΤΑ κ.λπ., ακόμη και όταν λαμβάνει χώρα καθ’ υπέρβαση των περιγραφομένων στον νόμο καθηκόντων του, ενώ πράξη διαχειρίσεως αποτελεί η χρήση αυτών σύμφωνα με τον νόμο και τον προορισμό τους και η προσήκουσα απόδοσή τους. Αυτόθροη συνέπεια της ιδιότητας του δημοσίου υπολόγου είναι η υποχρέωσή του να αποδίδει λογαριασμό για την διαχείρισή του. Σε περίπτωση δε που διαπιστωθεί έλλειμμα σ’ αυτήν, καταλογίζεται με αιτιολογημένη απόφαση από τους διαπιστώσαντες αυτό οικείους διατάκτες και επιθεωρητές και σε κάθε περίπτωση από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Ως έλλειμμα διαχειρίσεως, η αποκατάσταση του οποίου συνεπάγεται τον καταλογισμό του υπολόγου, νοείται κάθε επί το έλαττον αδικαιολόγητη διαφορά που διαπιστώνεται μεταξύ της ποσότητας των χρημάτων που έπρεπε να υπάρχει σε μια δεδομένη στιγμή, σύμφωνα με τους τηρούμενους λογαριασμούς και με βάση νόμιμα διαχειριστικά στοιχεία, και εκείνης που πράγματι υπάρχει, καθώς και η αποστέρηση του Δημοσίου (ή του νπδδ ή ΟΤΑ) από χρήματα, αξίες ή υλικό, που συνδέονται με τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα ορισμένου προσώπου ως υπολόγου. Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 54 παρ. 1, 56 παρ. 1-2 και 58 παρ. 1 του β.δ/τος της 17.5/15.6.1959, η είσπραξη των εσόδων των Δήμων και Κοινοτήτων ενεργείται από τα εντεταλμένα προς τούτο από το νόμο όργανα, τα οποία εισπρακτικά όργανα ευθύνονται ως υπόλογοι για την νομότυπη και εντός των εκάστοτε οριζομένων προθεσμιών κατάθεση του προϊόντος των εισπράξεών τους στην αρμόδια ταμειακή υπηρεσία του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης. Συνεπώς, όπως έχει κριθεί (βλ. ΕλΣυν 2568/2008, 1814/2004, 1419/2003 κ.ά. επίσης ΕλΣυν 1281/2006 Ολομ.), εισπρακτικό όργανο που δεν αποδίδει στον δικαιούχο οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης τα εισπραχθέντα από αυτό έσοδα, τα οποία κατέβαλαν σ’ αυτό οι δημότες, ως φόρους ή τέλη υπέρ του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, λόγω της ιδιότητάς του ως εντεταλμένου οργάνου αυτού, προκαλεί έλλειμμα στη διαχείριση του τελευταίου, το οποίο τυγχάνει καταλογιστέο εις βάρος του.
(Β) Θεμελιώνεται το παραδεκτό (από την άποψη του άρ. 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989) λόγου αναίρεσης που αφορά στην αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου που εξέδωσε την επίδικη καταλογιστική πράξη. Περαιτέρω, το ΣτΕ προβαίνει στην εξέταση του ζητήματος της φύσεως της ένδικης διαφοράς και της δικαιοδοσίας του ΔΕΑ προς εκδίκασή του, ζήτημα το οποίο εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενο στην δικαιοδοσία του δικάσαντος δικαστηρίου.
(Γ) Η διαφορά ανέκυψε από την αμφισβήτηση της νομιμότητας πράξεως, με την οποία καταλογίσθηκαν στην αναιρεσείουσα εταιρία ποσά που αυτή, ως πάροχος ηλεκτρικής ενέργειας, φέρεται να εισέπραξε -μέσω λογαριασμών πληρωμής- για λογαριασμό του Δήμου Αθηναίων χωρίς στη συνέχεια να τα αποδώσει σ’ αυτόν. Συνεπώς, εφ’ όσον η εταιρία είχε την ιδιότητα του δημοσίου υπολόγου και το καταλογισθέν ποσό συνιστά έλλειμμα κατά την έννοια του άρθρου 12 παρ. 1 και 2 του ν.δ/τος 1264/1942, ο έλεγχος της νομιμότητας της επίδικης πράξεως καταλογισμού υπάγεται στην δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και όχι σ’ αυτή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Για τον λόγο αυτό πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο διακρατεί το ένδικο βοήθημα (“προσφυγή”) της αναιρεσείουσας, το οποίο και παραπέμπει, κατ’ άρθρο 12 παρ. 2 του ΚΔΔ, στο Ελεγκτικό Συνέδριο.