Ne bis in idem (άρ. 4 του 7ουΠΠ ΕΣΔΑ και άρ. 50 Χάρτη ΘΔΕΕ) – Αρχή της αναλογικότητας (άρ. 52 παρ. 1 Χάρτη ΘΔΕΕ) – Σώρευση ποινικής και διοικητικής διαδικασίας επιβολής κυρώσεων για λαθρεμπορία – Αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου (με την οποία επιβάλλεται ποινή φυλάκισης ενός έτους με αναστολή) – Δεσμευτικότητά της για το διοικητικό δικαστήριο – Ερμηνεία του άρθρου 5 παρ. 2 ΚΔΔ
(A) Η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 εδάφιο β΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο διοικητικής διαφοράς από την επιβολή στον προσφεύγοντα πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας, το διοικητικό δικαστήριο δεσμεύεται από αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, σε βάρος του προσφεύγοντος, για την ίδια κατ’ ουσίαν λαθρεμπορική παράβαση, υπό την έννοια ότι οφείλει να αχθεί στην ακύρωση της επίμαχης καταλογιστικής πράξης, ήτοι σε αποτέλεσμα που αντανακλά τις επιταγές τόσο του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ όσο και των άρθρων 50 και 52 (παρ. 1) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, η τοιαύτη δέσμευση και συνακόλουθη ακύρωση προϋποθέτουν ότι η αμετακλήτως επιβληθείσα από το ποινικό δικαστήριο ποινή, αυτοτελώς ορώμενη, είναι αποτελεσματική, αποτρεπτική και ανάλογη της σοβαρότητας της παράβασης (από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τέλεσής της) –Πράγματι, όπως έχει ήδη κριθεί με τις αποφάσεις 1102-1104/2018 της επταμελούς σύνθεσης του Β΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, η αναγόμενη στο δημόσιο συμφέρον ανάγκη να προαχθεί η πρόληψη και η καταστολή των σχετικών παραβάσεων (ιδίως, δε, των πλέον σοβαρών) συνιστά θεμιτό λόγο περιορισμού της κανονιστικής εμβέλειας της απαγόρευσης ne bis in idem, τόσο κατά την ΕΣΔΑ, όπως έχει ερμηνευθεί από την ευρεία σύνθεση του ΕΔΔΑ, όσο και κατά το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, όπως έχει ερμηνευθεί από τη μείζονα σύνθεση του ΔΕΕ και μπορεί να δικαιολογήσει τη σώρευση ποινικής και διοικητικής δίωξης και κύρωσης για την ίδια παράβαση της τελωνειακής/φορολογικής νομοθεσίας, ενόψει και της απορρέουσας από το ενωσιακό δίκαιο υποχρέωσης των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές κυρώσεις για παραβάσεις της κοινοτικής τελωνειακής νομοθεσίας ή των ενωσιακών κανόνων περί ΦΠΑ και ειδικών φόρων κατανάλωσης
(Β) Ο διοικητικός δικαστής εξετάζει εάν η επιβληθείσα από το ποινικό δικαστήριο κύρωση πληροί την προαναφερόμενη απαίτηση λαμβάνοντας υπόψη του, ιδίως, εάν η επιβληθείσα ποινή κινείται στα κατώτατα όρια της προβλεπόμενης στο νόμο, παρά τη σοβαρότητα της καταλογισθείσας παράβασης (από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών διάπραξής της), εάν επιβλήθηκε με αναστολή, καθώς και εάν είναι πολύ ελαφρύτερη της μεταγενεστέρως ορισθείσας στο νόμο ελάχιστης ποινής για παραβάσεις φοροδιαφυγής/ λαθρεμπορίας ανάλογης σοβαρότητας, στοιχείο από το οποίο προκύπτει με σαφήνεια μεταβολή επί το αυστηρότερο της εκτίμησης του νομοθέτη ως προς την ποινή που είναι πρόσφορη και αναγκαία για την αποτελεσματική πρόληψη και καταστολή των σχετικών παραβάσεων, έστω κι αν η ποινή αυτή δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αναδρομικά επί παραβάσεων που τελέσθηκαν πριν από τη θέσπιση της νέας, επαχθέστερης για τους παραβάτες, νομοθετικής ρύθμισης – Περαιτέρω, εάν θεωρήσει ότι η αμετακλήτως καταγνωσθείσα από το ποινικό δικαστήριο κύρωση είναι εμφανώς υπερβολικά ελαφριά σε σχέση με την αποδοθείσα παράβαση, ώστε να μην πληρούται η προαναφερόμενη προϋπόθεση, ο διοικητικός δικαστής δεν δεσμεύεται από την αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση και, συνεπώς, δεν τερματίζει την ενώπιόν του διαδικασία, ακυρώνοντας τη διοικητική πράξη περί επιβολής πολλαπλών τελών, αλλά, ενόψει και του ότι αποτελεί, κατά το Σύνταγμα, το «φυσικό» δικαστή των διαφορών που προκύπτουν από την εφαρμογή της φορολογικής/τελωνειακής νομοθεσίας, εκφέρει ίδια και αυτοτελή κρίση επί της υπόθεσης, χωρίς να δεσμεύεται από τις οικείες αμετάκλητες (νομικές και ουσιαστικές) εκτιμήσεις του ποινικού δικαστηρίου – Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να κρίνει τη διαφορά (συμπεριλαμβανομένων των λόγων προσφυγής με τους οποίους αμφισβητούνται τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τη διάπραξη της παράβασης ή το προσήκον ύψος του πολλαπλού τέλους τελών, το οποίο μπορεί να επιμετρηθεί/μεταρρυθμιστεί από το διοικητικό δικαστήριο εντός των ορίων που διαγράφει η τελωνειακή νομοθεσία), ο διοικητικός δικαστής ναι μεν βασίζεται στην ενώπιόν του αποδεικτική διαδικασία, η οποία διέπεται από διαφορετικούς κανόνες (βλ. άρθρα 144 επ. του ΚΔΔ) σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική (βλ. άρθρα 177 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), μεταξύ άλλων, όσον αφορά τη χρήση, τη σημασία και το περιεχόμενο του μέσου της εξέτασης μαρτύρων στο ακροατήριο (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ.), αλλά, πάντως, υποχρεούται να συνεκτιμήσει ειδικώς την καταδικαστική ποινική απόφαση, όσον αφορά τις κρίσεις της περί της στοιχειοθέτησης της αντικειμενικής και της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος, όπως, άλλωστε, οφείλει να πράττει και σε σχέση με τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, όταν κρίνει για τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης περί επιβολής των φόρων και δασμών που αντιστοιχούν στην διαπιστωθείσα από τη φορολογική Διοίκηση παράβαση λαθρεμπορίας (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ.)
(Γ) Εν προκειμένω, ι) ο προσφεύγων κρίθηκε με απόφαση ποινικού δικαστηρίου αμετακλήτως ότι είναι ένοχος για συμμετοχή σε λαθρεμπορική παράβαση αρκετά σοβαρή, ενόψει τόσο του ύψους των διαφυγουσών φορολογικών επιβαρύνσεων (219.168,23 €), όσο και των συνθηκών τέλεσης αυτής (χρήση τεχνάσματος στο οποίο εμπλέκονται και άλλα πρόσωπα, πρόσφορου να καταστήσει εξαιρετικά δυσχερή τον εντοπισμό της παράβασης), ιι) για την παράβαση αυτή του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός έτους, η οποία είναι η ελάχιστη προβλεπόμενη στο άρθρο 157 παρ. 1 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, όπως ίσχυε κατά το χρόνο διάπραξης της ένδικης παράβασης, για λαθρεμπορικές παραβάσεις, όπως η επίμαχη, στις οποίες το ύψος των διαφυγουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων είναι τουλάχιστον 30.000 ευρώ, ενώ με βάση το άρθρο 53 του Ποινικού Κώδικα, η διάρκεια της ποινής φυλάκισης δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε έτη και ιιι) η ανωτέρω ποινή του επιβλήθηκε με αναστολή – Ενόψει αυτών, η ως άνω επιβληθείσα αμετακλήτως από το ποινικό δικαστήριο στον προσφεύγοντα ποινή παρίσταται εμφανώς ιδιαζόντως ελαφριά, ώστε, αυτοτελώς ορώμενη, να μην μπορεί να θεωρηθεί ως ικανή να καταστείλει κατά τρόπο αποτρεπτικό, αποτελεσματικό και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας την επίμαχη, αρκετά σοβαρή, διοικητική παράβαση της λαθρεμπορίας που του αποδόθηκε – Το ανωτέρω συμπέρασμα επιρρωνύεται από το γεγονός ότι με το άρθρο 77 παρ. 4 περ. γ του ν. 3842/2010 προστέθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 157 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, το οποίο προβλέπει τις ποινές για το αδίκημα της λαθρεμπορίας, περίπτωση γ΄, η οποία, όπως ακολούθως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 3943/2011, ορίζει ότι η λαθρεμπορία τιμωρείται “Με κάθειρξη, εάν οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο ή η Ευρωπαϊκή Ένωση υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ.”, δηλαδή με στερητική της ελευθερίας ποινή διάρκειας από 5 έως 20 έτη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 52 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα – Η εν λόγω νέα διάταξη, που ορίζει αρκετά βαρύτερη ποινή στέρησης της προσωπικής ελευθερίας (μάλιστα, μη δυνάμενη να μετατραπεί σε χρηματική ποινή ή να επιβληθεί με αναστολή) σε σχέση με την προβλεπόμενη έως τότε (φυλάκιση από ένα έως πέντε έτη), για τις πλέον σοβαρές παραβάσεις, από απόψεως ποσού των διαφυγουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, εκφράζει προδήλως μεταβολή επί το αυστηρότερο των αντιλήψεων του νομοθέτη ως προς το πρόσφορο, αναγκαίο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας πλαίσιο ποινών για την αποτελεσματική πρόληψη και καταστολή των παραβάσεων λαθρεμπορίας – Τούτων έπεται ότι, σε υπόθεση όπως η παρούσα, ο διοικητικός δικαστής δεν άγεται στην ακύρωση της πράξης επιβολής πολλαπλού τέλους στον προσφεύγοντα, δεσμευόμενος από την ύπαρξη αμετάκλητης καταδικαστικής ποινικής απόφασης σε βάρος του, για την ίδια κατ’ ουσίαν λαθρεμπορική παράβαση, αλλά ερευνά την υπόθεση στο πλαίσιο των λόγων της προσφυγής και του αιτητικού αυτής, κρίνοντας επί τη βάσει των κανόνων της αποδεικτικής διαδικασίας του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, χωρίς να δεσμεύεται από τις κρίσεις του ποινικού δικαστηρίου ως προς την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της λαθρεμπορίας, τις οποίες, πάντως, υποχρεούται να συνεκτιμήσει ειδικώς