Δικαίωμα ακρόασης – Γενικά – Κανόνας της άπαξ άσκησης ως προς την τέλεση διοικητικής παράβασης, η οποία αποτελεί έρεισμα για την έκδοση σε βάρος του ίδιου προσώπου πράξεων με διαφορετικό ρυθμιστικό περιεχόμενο – Ειδικά – Φορολογία – Παραβάσεις έκδοσης ή λήψης εικονικών στοιχείων, που συνιστούν το έρεισμα τόσο για την απόρριψη των βιβλίων και την έκδοση φύλλου ελέγχου προσδιορισμού φόρου όσο και για την επιβολή προστίμου για παράβαση του Κ.Β.Σ.
Το δικαίωμα ακρόασης του ενδιαφερόμενου πριν από την έκδοση δυσμενούς διοικητικής πράξης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στον διοικούμενο, τον οποίο αφορά η δυσμενής διοικητική πράξη, να προβάλλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ούτως ώστε να επηρεάσει τη λήψη από το όργανο αυτό της σχετικής απόφασης, ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού (βλ. ΣτΕ Ολομ. 4447/2012) – Συνεπώς, το ως άνω δικαίωμα συνδέεται με την εκτίμηση και αξιολόγηση ζητημάτων πραγματικού, που είναι ουσιώδη για τη νόμιμη έκδοση ορισμένης διοικητικής πράξης – Σε περίπτωση που το επίμαχο πραγματικό αφορά στην τέλεση διοικητικής παράβασης, η οποία αποτελεί έρεισμα για την έκδοση σε βάρος του ίδιου προσώπου πράξεων με διαφορετικό ρυθμιστικό περιεχόμενο, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται, κατ’ αρχήν, άπαξ, σε σχέση με τα οικεία ζητήματα πραγματικού – Συνεπώς, εφόσον έχει τηρηθεί ο τύπος της προηγούμενης ακρόασης στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης από τη φορολογική Διοίκηση ορισμένης δυσμενούς για τον επιτηδευματία διοικητικής πράξης, η οποία στηρίζεται (και) στην τέλεση από τον επιτηδευματία διοικητικής παράβασης, δεν απαιτείται να του δοθεί εκ νέου η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του για τη διάπραξη της παράβασης, πριν από την έκδοση σε βάρος του άλλης πράξης της φορολογικής αρχής, η νομιμότητα της οποίας προϋποθέτει τη διαπίστωση της ίδιας παράβασης – Ειδικότερα, όταν η φορολογική Διοίκηση άγεται στην έκδοση πράξης με την οποία αποδίδεται στον επιτηδευματία παράβαση του Κ.Β.Σ., που συνίσταται στην έκδοση ή στη λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων (λόγω ανυπαρξίας των σχετικών συναλλαγών), και του επιβάλλεται το προβλεπόμενο στο νόμο πρόστιμο, ο επιτηδευματίας δικαιούται να εκθέσει στη Διοίκηση τις απόψεις του για την τέλεση της παράβασης, ώστε να επηρεάσει τη λήψη από το αρμόδιο όργανο της σχετικής απόφασης, ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού – Για την άσκηση του ανωτέρω δικαιώματός του, απαιτείται να του επιδίδεται σημείωμα με τις διαπιστώσεις του φορολογικού ελέγχου, σύμφωνα με το εδάφιο α΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 36 του Κ.Β.Σ. (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2370/2007) – Ωστόσο, τούτο δεν χρειάζεται, εάν έχει ήδη κοινοποιηθεί στον επιτηδευματία σημείωμα με τις σχετικές διαπιστώσεις του ελέγχου, σύμφωνα με το εδάφιο β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ., διότι, σε τέτοια περίπτωση, ο επιτηδευματίας πληροφορείται όχι μόνο το ενδεχόμενο απόρριψης των βιβλίων του (αναφορικά με το οποίο μπορεί να υποβάλει αίτηση και να εκθέσει τις απόψεις του στην αρμόδια Επιτροπή), αλλά και τις παραβάσεις έκδοσης ή λήψης εικονικών στοιχείων (ενόψει των οποίων η φορολογική Διοίκηση άγεται τόσο στην απόρριψη των βιβλίων όσο και στην έκδοση φύλλου ελέγχου προσδιορισμού του φόρου), ως προς τις οποίες μπορεί, εντός της οριζόμενης στην ίδια διάταξη προθεσμίας (20 ημερών από την κοινοποίηση του σημειώματος) να εκθέσει στον Προϊστάμενο της αρμόδιας φορολογικής αρχής τις απόψεις του, ώστε να επηρεάσει την κρίση του περί της τέλεσης (ή μη) των παραβάσεων, η οποία, άλλωστε, αποτελεί αναγκαίο στήριγμα της τυχόν απόρριψης των βιβλίων – Συνεπώς, με την επίδοση του σημειώματος του εδαφίου β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ. χορηγείται στον επιτηδευματία η δυνατότητα να ασκήσει λυσιτελώς το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασής του αναφορικά με την τέλεση των παραβάσεων που διαπίστωσε ο φορολογικός έλεγχος, ώστε να αποφύγει τόσο την έκδοση φύλλου ελέγχου και την επιβολή φόρου (ενδεχομένως, κατόπιν απόρριψης των βιβλίων του) όσο και τον καταλογισμό των προβλεπόμενων στο νόμο χρηματικών κυρώσεων, με συνέπεια να μην στοιχειοθετείται παραβίαση του εν λόγω δικαιώματος, σε περίπτωση που ο επιτηδευματίας δεν κληθεί να εκθέσει τις απόψεις του επί της τέλεσης των παραβάσεων εκ νέου, κατ’ επίκληση ειδικώς της διατάξεως του εδαφίου α΄ της παρ. 7 του άρθρου 36 του Κ.Β.Σ., και ιδιαιτέρως πριν από την έκδοση πράξης καταλογισμού σε βάρος του προστίμου για έκδοση ή λήψη των επίμαχων εικονικών φορολογικών στοιχείων [με μειοψηφία ενός Συμβούλου και μίας Παρέδρου]