Δικαίωμα περιουσίας – Δημοτικό τέλος καθαριότητας και φωτισμού – Περιοχή εκτός σχεδίου – Αρχές της ισότητας και της ανταποδοτικότητας – Καθορισμός συντελεστών ανάλογα με τη δημοτική ή τοπική κοινότητα – Μη νόμιμο κριτήριο – Επιρροή της παρανομίας στο σύνολο της κανονιστικής ρύθμισης – Χρονικός περιορισμός του ακυρωτικού αποτελέσματος
(Α) Όπως παγίως έχει κριθεί (ΣτΕ 550/2016, 274/2014 7μ., 60/2010 7μ. 609/2004 7μ. κ.ά.), το κατά το άρθρο 25 παρ. 12 του ν. 1828/1989 ενιαίο τέλος, το οποίο προβλέπεται από τον νόμο ως ανταποδοτικό και επιβάλλεται για παρεχόμενες από τους δήμους ή τις κοινότητες υπηρεσίες καθαριότητας των οδών, πλατειών και κοινόχρηστων εν γένει χώρων, περισυλλογής, αποκομιδής και διαθέσεως απορριμμάτων, κατασκευής και λειτουργίας κοινοχρήστων αποχωρητηρίων, φωτισμού των κοινοχρήστων χώρων, καθώς και για κάθε άλλη παγίως παρεχόμενη στους πολίτες δημοτική ή κοινοτική υπηρεσία ανταποδοτικού χαρακτήρα, έχει πράγματι ανταποδοτικό χαρακτήρα και δεν συνιστά φόρο δεδομένου ότι οι εν λόγω υπηρεσίες ωφελούν προεχόντως τους εγκατεστημένους στην περιοχή του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης που βαρύνονται με την καταβολή του. Εξ άλλου, το ως άνω τέλος μπορεί να επιβληθεί κανονιστικώς και εις βάρος όσων χρησιμοποιούν ακίνητα που βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως, εφ’ όσον συντρέχει πραγματική δημόσια ανάγκη για παροχή της σχετικής υπηρεσίας (καθαριότητας ή/και φωτισμού) στην συγκεκριμένη εκτός σχεδίου περιοχή και η υπηρεσία αυτή έχει οργανωθεί κατάλληλα και παρέχεται πράγματι (ΣτΕ 1104-5/2017, 2823/2014 κ.ά.). Εν όψει δε του ανταποδοτικού χαρακτήρα του ως άνω τέλους, η απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου για τον καθορισμό, κατά κατηγορίες υπόχρεων, συντελεστών του τέλους αυτού ελέγχεται από της απόψεως της υπάρξεως μιας, κατά προσέγγιση, αναλογικής σχέσεως μεταξύ προβλεπομένων εσόδων και εξόδων των σχετικών δημοτικών υπηρεσιών. Για την διενέργεια του ως άνω ελέγχου απαιτείται η ορίζουσα τους συντελεστές κανονιστική απόφαση του δημοτικού συμβουλίου να αιτιολογείται επαρκώς, είτε στο κείμενό της είτε με αναφορά στα στοιχεία που την συνοδεύουν, με την παράθεση, εν όψει επικαίρων διαπιστώσεων και συγκεκριμένων στοιχείων, των προβλεπομένων εσόδων και εξόδων για τις παρεχόμενες υπηρεσίες, κατά τον χρόνο στον οποίο αφορά η απόφαση αυτή (ΣτΕ 36/2017, 550/2016, 60/2010 7μ., 3626/2006, 609/2004 7μ., 981/1992, 3850/1985 κ.ά.). Εξ άλλου, σύμφωνα με το καθιερωθέν με το ν. 25/1975 σύστημα υπολογισμού, το συνολικό ποσό της δαπάνης των δημοτικών υπηρεσιών καθαριότητας και φωτισμού, για την κάλυψη των οποίων επιβάλλεται το επίμαχο τέλος, επιμερίζεται μεταξύ των υποχρέων όχι κατόπιν βεβαιώσεως ως προς έναν έκαστο του βαθμού της υπ’ αυτού χρήσεως των παρεχομένων υπηρεσιών, αλλά με έμμεσο τρόπο επί τη βάσει, προκειμένου περί στεγασμένων χώρων, της επιφανείας του εξυπηρετουμένου ακινήτου σε συνδυασμό με συντελεστή, ο οποίος καθορίζεται, κατ’ εξουσιοδότηση του ιδίου νόμου, με απόφαση του οικείου δημοτικού συμβουλίου αναλόγως, κατ’ αρχήν, της χρήσεως των εξυπηρετουμένων ακινήτων, ενώ περαιτέρω παρέχεται η δυνατότητα προσδιορισμού μειωμένου εμβαδού δια την πέραν των 1000 τετραγωνικών μέτρων επιφανείας και επιβάλλεται ελαττωμένος συντελεστής για το πέραν των 6000 τετραγωνικών μέτρων εμβαδόν. Η ως άνω ρύθμιση του νόμου αναφορικά με τον επιμερισμό της συνολικής δαπάνης μεταξύ των υποχρέων δεν παραβιάζει την αρχή της ανταποδοτικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, διότι το επίμαχο τέλος καταβάλλεται κατά νόμο για την κάλυψη όχι μόνον της δαπάνης αποκομιδής των απορριμμάτων που παράγουν οι κατοικίες και οι επιχειρήσεις, αλλά και των δαπανών για την εν γένει καθαριότητα, καθώς και τον φωτισμό των κοινοχρήστων χώρων των δήμων, υπηρεσίες οι οποίες, πέραν των κατοικιών που κείνται στην περιφέρεια του οικείου δήμου, εξυπηρετούν και την λειτουργία των εγκατεστημένων στην ίδια περιοχή επιχειρήσεων και των προσώπων (προσωπικό, συνεργάτες, πελάτες) που αυτές συγκεντρώνουν, περαιτέρω δε, τα θεσπισθέντα ως άνω από το ν. 25/1975 κριτήρια κατανομής της ανωτέρω συνολικής δαπάνης μεταξύ των υποχρέων, ήτοι, κατ’ αρχήν, το εμβαδόν και το είδος της χρήσεως των ακινήτων, είναι αντικειμενικά και σχετίζονται/συναρτώνται, κατά κοινή πείρα, προς την έκταση της χρήσεως, μικρής ή μεγάλης, των σχετικών δημοτικών υπηρεσιών (βλ. ΣτΕ 36/2017, 550/2016, πρβλ. ΣτΕ 3486, 1038/1980, 2064/1978, 4422/1977, 2823/1973, 1569/1990, επίσης ΣτΕ 3210/1981 και 4280/1980).
(Β) H προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση (αφορώσα στο έτος 2017), στηρίχθηκε για την κατανομή του κόστους των δημοτικών υπηρεσιών καθαριότητας και φωτισμού στο κριτήριο της χρήσεως των ακινήτων μόνο όσον αφορά τις βιομηχανίες, τα σούπερ μάρκετ, τις ιδιωτικές κλινικές και τα θεραπευτήρια, τις ασφαλιστικές εταιρίες, τις εταιρίες σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, τις τράπεζες, τα πολυκαταστήματα, τους κοινωφελείς οργανισμούς (ΔΕΗ, ΟΤΑ, ΕΛΤΑ), τις εταιρίες Logistics, τις εταιρίες ετοίμου σκυροδέματος, τα καζίνο, και τους κοινόχρηστους χώρους ξενοδοχείων 4 και 5 αστέρων, για τις οποίες επαγγελματικές χρήσεις καθόρισε ενιαίους συντελεστές σε όλη την διοικητική περιφέρεια του Δήμου (4,50 ευρώ/τ.μ. για τους στεγασμένους χώρους κύριας και βοηθητικής χρήσεως, 1,50 ευρώ/τ.μ. για μη στεγασμένους χώρους μέχρι 6000 τ.μ. και 0,45 ευρώ/τ.μ. για μη στεγασμένους χώρους άνω των 6000 τ.μ.), με εξαίρεση τις ευρισκόμενες εντός του ΒΙΟΠΑ βιομηχανίες σε σχέση με τις οποίες προέβη σε διαφοροποίηση των συντελεστών, ορίζοντας διαφορετικούς, χαμηλότερους συντελεστές (2,50 ευρώ/τ.μ. για τους στεγασμένους χώρους κυρίας χρήσεως, 0,90 ευρώ/τ.μ. για τους στεγασμένους χώρους βοηθητικής χρήσεως, 0,60 ευρώ/τ.μ. για μη στεγασμένους χώρους μέχρι 6000 τ.μ. και 0,18 ευρώ/τ.μ. για μη στεγασμένους χώρους άνω των 6000 τ.μ.). Κατά τα λοιπά, προέβη στον καθορισμό συντελεστών όχι επί τη βάσει του κατά τα ανωτέρω νομίμου κριτηρίου της χρήσεως των βαρυνομένων ακινήτων, αλλά επί τη βάσει -κατά κύριο λόγο- της τοποθεσίας αυτών (δημοτική κοινότητα-τοπική κοινότητα). Κατά το μέρος, όμως, που η εν λόγω απόφαση έκανε χρήση του ως άνω κριτηρίου της τοποθεσίας των ακινήτων, που δεν προβλέπεται στις εξουσιοδοτικές διατάξεις του ν. 25/1975, ευρίσκεται εκτός των ορίων της παρασχεθείσης με αυτές νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, ενώ, εξ άλλου, η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 25 του ν. 2539/1997, η οποία παρείχε εν μέρει έρεισμα σε μια τέτοια ρύθμιση, πάντως δεν ισχύει υπό το ν. 3852/2010. Για τον λόγο αυτό, η ως άνω ρύθμιση είναι ακυρωτέα. Δοθείσης δε της εκτάσεως της εν λόγω ρυθμίσεως, που καταλαμβάνει ευρύτατες κατηγορίες ακινήτων μέσα στην διοικητική περιφέρεια του καθ’ ού Δήμου, και, συνακόλουθα, των συνεπειών της στην γενομένη μεταξύ των υποχρέων του επιδίκου τέλους κατανομή του κόστους των δαπανών καθαριότητας και φωτισμού του Δήμου, η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της.
(Γ) Κρίνεται ότι συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος και ιδία ασφαλείας του δικαίου που δικαιολογούν τον χρονικό περιορισμό των συνεπειών της ακυρωτικής αποφάσεως και, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 50 παρ. 3β του π.δ. 18/1989, ορίζεται ότι οι συνέπειες της ακυρώσεως της προσβαλλομένης θα επέλθουν από την δημοσίευση της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Για την αιτούσα, όμως, και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι τον χρόνο δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως η διαγνωσθείσα ακυρότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα.