ΣτΕ Β΄ Τμ. 1102/2018 επταμ. παραγραφή ποινικού αδικήματος και δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από το σχετικώς εκδοθέν αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα

Πηγή: http://www.humanrightscaselaw.gr/ 

Ne bis in idem (άρ. 50 του Χάρτη ΘΔΕΕ, και άρ. 4 του 7ου ΠΠ ΕΣΔΑ) – Αρχές του κράτους δικαίου, της αναλογικότητας, της σταθερότητας της εννόμων καταστάσεων και του δεδικασμένου – Σχέση μεταξύ ποινικής διαδικασίας και διοικητικής δίκης για λαθρεμπορία – Αμετάκλητο βούλευμα που παύει την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής – Δεν ενεργοποιείται η αρχή ne bis in idem, διότι δεν πρόκειται για “αθωωτική” απόφαση, βάσει εκτίμησης περί μη τέλεσης της παράβασης – Η απόφαση Gasparini του ΔΕΚ (C-467/04), που αφορά στο άρθρο 54 της Σύμβασης Εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν, δεν μπορεί να στηρίξει τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ιδίως διότι είναι παρωχημένη και έχει κλονισθεί από την πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ για το άρθρο 50 του Χάρτη ΘΔΕΕ 
Το άρθρο 4 του (κυρωθέντος με τον ν. 1705/1987, Α΄ 8) Έβδομου Πρόσθετου Πρωτόκολλου (7ου ΠΠ) της ΕΣΔΑ ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι: «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με τον νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Παρομοίως, το άρθρο 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης ΘΔΕΕ), στο οποίο αποτυπώνεται γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1741/2015, με παραπομπές στη νομολογία του ΔΕΚ), ορίζει ότι «Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της Ένωσης με οριστική [αμετάκλητη] απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο». Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων της ΕΣΔΑ και του Χάρτη ΘΔΕΕ, οι οποίες έχουν ανάλογο κανονιστικό περιεχόμενο (βλ. ΣτΕ 951/2018 επταμ.), προκειμένου να ενεργοποιηθεί η προβλεπόμενη σε αυτές απαγόρευση (ne bis in idem), απαιτείται, μεταξύ άλλων, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να έχει “αθωωθεί ή καταδικαστεί”, για την ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά, με αμετάκλητη απόφαση. Ειδικότερα, τέτοια “αθώωση” υπονοεί και πρέπει να στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υπόθεσης, δηλαδή την τέλεση ή μη της παράβασης (βλ. ΣτΕ 167-169/2017 επταμ., με παραπομπή στην απόφαση ΔΕΕ μειζ. συνθ. 29.6.2016, C-486/14, Kossowski, σκέψεις 42-54). Toύτο στοιχεί, αφενός, προς το σκοπό και τη λειτουργία της αρχής ne bis in idem, ως εκδήλωσης των θεμελιωδών αρχών του κράτους δικαίου, της αναλογικότητας και, ιδίως, του δεδικασμένου, που εξυπηρετεί την (επίσης θεμελιώδους σημασίας) ανάγκη για ασφάλεια και σταθερότητα της έννομης κατάστασης των προσώπων και, αφετέρου, προς την αναγόμενη στο δημόσιο συμφέρον ανάγκη να προαχθεί η πρόληψη και η καταστολή των σχετικών παραβάσεων (ιδίως, δε, των πλέον σοβαρών), η οποία, σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία της μείζονας σύνθεσης τόσο του ΕΔΔΑ όσο και του ΔΕΕ, συνιστά θεμιτό λόγο περιορισμού της κανονιστικής εμβέλειας της απαγόρευσης ne bis in idem (βλ. ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 27.5.2014, Margus v. Croatia, 4455/10, σκέψεις 124-141, ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 15.11.2016, Α και Β κατά Νορβηγίας, 24130/11 & 29758/11, σκέψεις 121-130, ΔΕΕ μειζ. συνθ. 27.5.2014, C-129/14 PPU, Spasic, σκέψεις 62-63, ΔΕΕ μειζ. συνθ. 29.6.2016, C-486/14, Kossowski, σκέψεις 46-49, ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκέψεις 41 και 44 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-537/16, Garlsson Real Estate SA κλπ., σκέψεις 43 και 46) και μπορεί να δικαιολογήσει τη σώρευση ποινικής και διοικητικής δίωξης και κύρωσης για την ίδια παράβαση της τελωνειακής/φορολογικής νομοθεσίας (βλ. ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 15.11.2016, Α και Β κατά Νορβηγίας, 24130/11 & 29758/11, σκέψεις 121-130 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκέψεις 20 και 44-45 – συναφώς υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του ΔΕΚ/ΔΕΕ, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβλέπουν και να επιβάλλουν αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές κυρώσεις για παραβάσεις της κοινοτικής τελωνειακής νομοθεσίας ή των ενωσιακών κανόνων περί ΦΠΑ και ειδικών φόρων κατανάλωσης: βλ. λ.χ. ΔΕΚ 26.10.1995, C-36/94, Siesse, σκέψη 20, ΔΕΚ 7.12.2000, C-213/99, De Andrade, σκέψη 19, ΔΕΕ μειζ. συνθ. 26.2.2013, C-617/10, Akerberg Fransson, σκέψεις 25-27, 35-36, ΔΕΕ μειζ. συνθ. 8.9.2015, C-105/14, Taricco κλπ., σκέψεις 36-40, ΔΕΕ 2.6.2016, C-81/15, Καπνοβιομηχανία Καρέλια AE, σκέψεις 35-37 και 48 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 5.12.2017, C-42/17, M.A.S. και Μ.Β., σκέψεις 30-36), για την διαπίστωση της οποίας (παράβασης), πάντως, αρμόδια είναι, κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος, τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, η νομιμότητα των πράξεων των οποίων υπόκειται, κατά το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, στον έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων (βλ. ΣτΕ 680/2017 επταμ., 951/2018 επταμ.). Συνεπώς, αμετάκλητο βούλευμα δικαστικού συμβουλίου περί οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης, λόγω παραγραφής του αδικήματος για το οποίο αυτή είχε ασκηθεί, δεν αποτελεί αμετάκλητη απόφαση με την οποία “αθωώθηκε” ο διωχθείς (βλ. ΣτΕ 167-169/2017 επταμ., με παραπομπή στην απόφαση ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 27.5.2014, Margus v. Croatia, 4455/10, σκέψεις 118, 120, 121), και, ως εκ τούτου, δεν δεσμεύει τα αρμόδια για την διαπίστωση παράβασης της τελωνειακής/φορολογικής νομοθεσίας όργανα της εκτελεστικής εξουσίας και τα διοικητικά δικαστήρια, δεδομένου ότι τέτοιο βούλευμα ερείδεται στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης, συνεπεία της παραγραφής (ήτοι της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας εντός της οποίας μπορεί να ασκηθεί η ποινική αξίωση της Πολιτείας), και όχι σε εκτίμηση για τη διάπραξη ή μη του αδικήματος (βλ. ΣτΕ 167-169/2017 επταμ.), η δε προτεινόμενη από τον αναιρεσείοντα αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή (περί “αθώωσης” του διωχθέντος, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων της ΕΣΔΑ και του Χάρτη ΘΔΕΕ, και σε περίπτωση αμετάκλητου βουλεύματος περί οριστικής παύσης της εναντίον του ποινικής δίωξης, λόγω παραγραφής του αδικήματος) κρίνεται απορριπτέα, διότι (α) ενέχει επεκτατική ερμηνεία της έννοιας της “αθώωσης”, (β) κείται εκτός της ως άνω προστατευτικής λειτουργίας της αρχής ne bis in idem, καθόσον το δεδικασμένο ενός τέτοιου βουλεύματος δεν καλύπτει το ζήτημα της διάπραξης ή μη από τον διωχθέντα της σχετικής ποινικής παράβασης, (γ) ουδόλως επιβάλλεται από την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι (σε αντίθεση προς την υπόθεση που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-596/16 και C-597/16, Di Puma & Zecca, σκέψεις 41-45) δεν υπάρχει αμετάκλητη κρίση του αρμόδιου οργάνου της ποινικής δικαιοσύνης ότι δεν στοιχειοθετείται (ή ότι δεν τεκμηριώνεται επαρκώς) το οικείο ποινικό αδίκημα, αλλά μόνον απόφασή του περί παύσης της ποινικής δίωξης, λόγω παραγραφής, (δ) σε περίπτωση που με πράξη της φορολογικής διοίκησης έχει διαπιστωθεί η παράβαση  (οπότε και μόνον μπορεί να ανακύψει ζήτημα στοιχειοθέτησης ποινικού αδικήματος έχοντος σχέση με φοροδιαφυγή), προσκρούει στην προαναφερόμενη ανάγκη για αποτελεσματική πρόληψη και καταστολή αυτής, η οποία εξυπηρετείται μέσω της επιβολής (και της εκτέλεσης) των οριζόμενων στο νόμο διοικητικών κυρώσεων (μόνων εναπομενουσών μετά την οριστική παύση της σχετικής ποινικής δίωξης, λόγω παραγραφής του αδικήματος, και της συνακόλουθης αδυναμίας επιβολής κύρωσης από τον ποινικό δικαστή) για την αντίστοιχη τελωνειακή/φορολογική παράβαση και, σταθμιζόμενη προς την ανάγκη προστασίας των έννομων συμφερόντων του προσώπου που θίγεται από τη σώρευση “ποινικών” διώξεων σε βάρος του, δικαιολογεί τον καταλογισμό ή/και τη διατήρηση των ως άνω διοικητικών κυρώσεων, σε περίπτωση που η stricto sensu ποινική διαδικασία εναντίον του προσώπου αυτού έπαυσε λόγω παραγραφής του οικείου ποινικού αδικήματος (πρβλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 26.2.2013, C-617/10, Akerberg Fransson, σκέψη 36) και (ε) στηρίζεται, κατά βάση (σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται στο από 31.5.2017 υπόμνημα του αναιρεσείοντος), στην από 28.9.2006 απόφαση του (Πρώτου Τμήματος του) ΔΕΕ στην υπόθεση C-467/04, Gasparini, η οποία (ναι μεν δέχθηκε ότι η αρχή ne bis in idem, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 54 της Σύμβασης Εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν και ενόψει του σκοπού του άρθρου αυτού, έχει εφαρμογή στην περίπτωση αμετάκλητης απόφασης συμβαλλομένου κράτους που εκδόθηκε μετά την άσκηση ποινικής δίωξης και με την οποία ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε, λόγω παραγραφής του εγκλήματος για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη, αλλά) είναι παρωχημένη, δεν συνδέεται με την ερμηνεία του άρθρου 50 του Χάρτη ΘΔΕΕ (που δεν ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσής της) ή της αντίστοιχης γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης, ουδόλως συνεκτίμησε την (μεταγενεστέρως αναδειχθείσα στις προαναφερόμενες αποφάσεις Spasic και Kossowski του ΔΕΕ) ανάγκη πρόληψης και καταστολής της εγκληματικότητας εντός του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης της ΕΕ (βλ. σκέψεις 58-72 της απόφασης Spasic και, ιδίως, σκέψεις 46-49 της απόφασης Kossowski) και, ανεξαρτήτως του ότι δεν αφορά υπόθεση σώρευσης ποινικής και διοικητικής δίωξης για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση, το κρίσιμο σκεπτικό της (σκέψεις 26-28 και 33) έχει κλονισθεί, σε βαθμό που να μην μπορεί να θεωρείται πλέον ισχυρό, από τις ως άνω πρόσφατες αποφάσεις της μείζονας σύνθεσης του ΔΕΕ στις υποθέσεις Spasic, Kossowski, Menci και Garlsson Real Estate SA, οι οποίες ερμηνεύουν (και) το άρθρο 50 του Χάρτη ΘΔΕΕ. 

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *