[Επιλύει το εισαχθέν με την 15/2021 πράξη της Τριμ. Επιτροπής του άρ. 1 παρ. 1 ν. 3900/2010 ζήτημα. Δέχεται την αγωγή κατά την κύρια βάση της ως νόμω βάσιμη, Δέχεται την πρόσθετη παρέμβαση του σωματείου υπέρ των 35 εναγόντων μελών του και Παραπέμπει την αγωγή στο Μον. Διοικ. Πρωτοδικείο Αθηνών για εκδίκαση κατ΄ουσίαν]
ΣτΕ Α΄ 7μ. 2194/2023
Πρόεδρος: Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Χαρίκλεια Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος
I. Κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρ. 113 ΚΔΔ νομιμοποιείται να παρέμβει προσθέτως σε εκκρεμή ουσιαστική δίκη για να υποστηρίξει ορισμένο διάδικο το πρόσωπο για το οποίο η θετική υπέρ του διαδίκου αυτού έκβαση της δίκης συνεπάγεται άμεσα ευνοϊκές έννομες συνέπειες σε συγκεκριμένα δικαιώματα ή υποχρεώσεις του προσώπου που παρεμβαίνει. Συνεπώς, προκειμένου περί σωματείου, μόνο το υπαγορευόμενο από τους καταστατικούς σκοπούς του ενδιαφέρον για την υπόθεση ή τα συμφέροντα των μελών του δεν αρκεί, καταρχήν, για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των τελευταίων. Ειδικώς όμως στο πλαίσιο της κατ’ άρθρ. 1 του ν. 3900/2010 πιλοτικής δίκης, στην οποία τίθενται ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, παραδεκτώς ασκείται η κατ’ άρθρ. 113 του ΚΔΔ πρόσθετη παρέμβαση από σωματείο προς υποστήριξη αγωγής μελών του, με την οποία εγείρονται αξιώσεις συνδεόμενες με ασφαλιστικά δικαιώματά τους, εφόσον το παρεμβαίνον σωματείο έχει ως σκοπό την προάσπιση των εν λόγω δικαιωμάτων. Συνεπώς, το σωματείο που έχει ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση στην παρούσα πιλοτική δίκη χωρίς να ισχυρίζεται ούτε να αποδεικνύει ότι είναι διάδικος σε εκκρεμή ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας δίκη, στην οποία τίθεται ένα ή περισσότερα από τα ζητήματα της παρούσας δίκης κατά τα οριζόμενα στο άρθρ. 1 του ν. 3900/2010, παραδεκτώς παρεμβαίνει προσθέτως υπέρ των εναγόντων μελών του κατ’ επίκληση του καταστατικού σκοπού του, ο οποίος συνίσταται στη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, ασφαλιστικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των μελών του.
II. Από τα άρθρ. 1, 2 και 3 του Καταστατικού του αλληλοβοηθητικού σωματείου με την επωνυμία Ταμείο Υγείας Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας (ΤΥΠΑΤΕ), 1, 4, 5, 6, 9 και 11 του Κανονισμού με τον οποίο συνεστήθη ο Ειδικός Λογαριασμός Βοηθημάτων Μελών του ΤΥΠΑΤΕ, 1, 8, 10 και 17 του Κανονισμού με τον οποίο συνεστήθη ο Ειδικός Λογαριασμός Επικούρησης Μελών (ΕΛΕΜ) του ΤΥΠΑΤΕ, 25 και 27 του Καταστατικού του νπδδ με την επωνυμία Ταμείο Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας (ΤΣΠ-ΑΤΕ) και 69 του Οργανισμού της ΑΤΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρ. 12 του ν. 1405/1983, 10 ν. 1902/1990 και 2 παρ. 4 του ν. 2084/1992, συνάγεται ότι ο ΕΛΕΜ λειτουργεί ως φορέας υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, με βάση το διανεμητικό σύστημα και καθ’ υποκατάσταση του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ) και εν συνεχεία του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) και του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ), αντιμετωπιζόμενος από τον νομοθέτη ως ομόλογος προς τους δημόσιους ασφαλιστικούς φορείς. Περαιτέρω, από τα άρθρα 58 παρ. 1 του ν. 3371/2005 και 38 παρ. 2 του ν. 3522/2006 συνάγεται ότι οι ασφαλισμένοι του ΤΥΠΑΤΕ – ΕΛΕΜ, οι οποίοι είχαν προσληφθεί σε πιστωτικό ίδρυμα μέχρι 31.12.2004, καθώς και οι συνταξιούχοι του πιο πάνω Ταμείου κατέστησαν από την 1η.1.2007 ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι, αντιστοίχως, του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ), οι δε υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων προς τους επικουρικούς ασφαλιστικούς φορείς των υπαλλήλων τους μετατράπηκαν από υποχρεώσεις προς κάλυψη των ελλειμμάτων των ασφαλιστικών αυτών φορέων σε υποχρεώσεις προς καταβολή εισφορών στους εν λόγω φορείς, είτε ως ποσοστό επί των αποδοχών είτε ως εφάπαξ ποσό καταβαλλόμενο σε δόσεις, το ύψος των οποίων καθορίστηκε κατόπιν ειδικής οικονομικής μελέτης. Σύμφωνα με τα άρθρα 61 του ν. 3371/2005 και 3 του π.δ. 209/2006, οι πρώην ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του ΤΥΠΑΤΕ – ΕΛΕΜ, μετά την υπαγωγή τους στην ασφάλιση του ΕΤΑΤ, συνέχισαν να διέπονται από τις διατάξεις του Κανονισμού του ΕΛΕΜ, που ίσχυαν κατά τον χρόνο της υπαγωγής τους στο ΕΤΑΤ, και δικαιούνταν επικουρική σύνταξη με βάση τις προβλεπόμενες στον Κανονισμό αυτό προϋποθέσεις, το δε ΕΤΑΤ, ως ιδιόμορφος δημόσιος φορέας κοινωνικής ασφάλισης, ανέλαβε τη διεκπεραίωση των ασφαλιστικών υποθέσεων των προσώπων αυτών, εισπράττοντας τις εισφορές και καταβάλλοντας τις παροχές, που προβλέπονταν κατά περίπτωση, κατ’ εφαρμογή των καταστατικών διατάξεων του ΤΥΠΑΤΕ – ΕΛΕΜ. Ακολούθως, σύμφωνα με τα άρθρ. 47 παρ. 1 του ν. 4052/2012 και 84 παρ. 1 και 2 του ν. 4387/2016 και με δεδομένη τη μη κατάρτιση των προβλεπόμενων στις διατάξεις αυτές Κανονισμών Ασφάλισης και Παροχών του ΕΤΕΑ και του ΕΤΕΑΕΠ, αντιστοίχως, τα άρθρα 10, 15 και 17 του Κανονισμού ΕΛΕΜ, με τα οποία ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την καταβολή της επικούρησης στους ασφαλισμένους και συνταξιούχους του ΤΥΠΑΤΕ – ΕΛΕΜ που κατέστησαν ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του ΕΤΕΑ και στη συνέχεια του ΕΤΕΑΕΠ, συνέχισαν να διέπουν τα πρόσωπα αυτά.
III. Από τη φραστική διατύπωση του άρθρου 10 του Κανονισμού ΕΛΕΜ, το οποίο αναφέρεται μόνο στον χρόνο της (οικονομικής) επιβάρυνσης του ειδικού λογαριασμού και όχι στην «απώλεια» ή την «λήξη» του δικαιώματος των συνταξιούχων στην επικούρηση και το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 69 του Οργανισμού της ΑΤΕ, συνάγεται ότι με το άρθρο 10 του Κανονισμού ΕΛΕΜ δεν θεσπίζεται επικουρική σύνταξη περιορισμένης διάρκειας που ισούται με τη χρονική διάρκεια καταβολής εισφορών εργοδότη και ασφαλισμένου προς τον ΕΛΕΜ, αλλά ρυθμίζεται αποκλειστικά και μόνο το ζήτημα της χρηματοδότησης της συνταξιοδοτικής παροχής που χορηγούνταν στα υπαγόμενα στην ασφάλιση του ΕΛΕΜ πρόσωπα, με κατανομή της συνταξιοδοτικής δαπάνης των προσώπων αυτών μεταξύ, αφενός, του ασφαλιστικού κεφαλαίου του ΕΛΕΜ που συσσωρευόταν από τις εισφορές εργοδότη (ΑΤΕ) και εργαζομένων και τους λοιπούς πόρους που προβλέπονται στο άρθρο 8 του Κανονισμού και, αφετέρου, της αυτοτελούς χρηματοδότησης της ΑΤΕ, η οποία καταβαλλόταν κατ’ ουσίαν ως πρόσθετη εν ευρεία εννοία εργοδοτική εισφορά, διασφαλίζοντας έτσι τη συνέχιση της καταβολής της συνταξιοδοτικής παροχής του ΕΛΕΜ καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιζόμενου κινδύνου, σύμφωνα άλλωστε και με το άρθρο 26 της υπ’ αριθμ. 102 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, κυρωθείσας με τον ν. 3251/1955. Εξάλλου, η κατάργηση του Οργανισμού της ΑΤΕ με το άρθρ. 29 παρ. 2 του μεταγενέστερου ν. 4141/2013 δεν ασκεί επιρροή στο κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 10 του Κανονισμού ΕΛΕΜ, στο οποίο έχει ενσωματωθεί το περιεχόμενο του άρθρου 69 του Οργανισμού της ΑΤΕ, όπως είχε κατά τον χρόνο της παραπομπής, και το οποίο, έχοντας αυτοτελή ύπαρξη, παραμένει αμετάβλητο. Συνεπώς, το εναγόμενο παρανόμως έπαυσε να τους καταβάλει επικουρική σύνταξη, κατ’ επίκληση του άρθρου 10 του Κανονισμού ΕΛΕΜ, το οποίο έχοντας την προεκτεθείσα έννοια δεν αντίκειται σε καμία συνταγματική ή άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη.