ΣτΕ Β΄ Τμ. 2502/2016
Φορολογία – Αρχή της νομιμότητας των φόρων – Ισότητα ενώπιον των φορολογικών βαρών – Αρχή της ασφάλειας του δικαίου και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων – Διοικητική επίλυση φορολογικής διαφοράς – Ανάκληση δήλωσης
Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 70 του ΚΦΕ (ν. 2238/2994) και, ιδίως, της παραγράφου 6, σε περίπτωση που φύλλο ελέγχου καταστεί οριστικό, συνεπεία πράξης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς που προέκυψε από την έκδοσή του, ο φορολογούμενος (που συνέπραξε στη διοικητική επίλυση της διαφοράς) δεν μπορεί να ανακαλέσει τη δήλωσή του φορολογίας εισοδήματος, κατ’ επίκληση νομικής ή πραγματικής πλάνης, ως προς ζήτημα ή αντικείμενο που καλύπτεται από το ρυθμιστικό περιεχόμενο του φύλλου ελέγχου (πρβλ. ΣτΕ 4075/2012) – Η ανωτέρω ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 70 του ΚΦΕ συνάδει προς το Σύνταγμα και, ειδικότερα, προς τις αρχές της νομιμότητας των φόρων και της ισότητας ενώπιον των φορολογικών βαρών, που επικαλείται η αναιρεσείουσα, δεδομένου ότι οι εν λόγω αρχές εφαρμόζονται παράλληλα με την επίσης συνταγματική αρχή της ασφάλειας δικαίου και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων (ιδίως, δε, όσων έχουν οριστικοποιηθεί, κατόπιν διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας επίλυσης φορολογικής διαφοράς), η οποία έχει μεγάλη σημασία στο πεδίο του φορολογικού δικαίου, ως συνδεόμενη με τη δημοσιονομική τάξη και την εν γένει οικονομική ζωή της χώρας, και, σταθμιζόμενη με τις επιταγές που απορρέουν από τα άρθρα 4 (παρ. 5) και 78 (παρ. 1) του Συντάγματος, δικαιολογεί τον αποκλεισμό της ανατροπής, δια ανακλητικής δήλωσης του φορολογούμενου, της διοικητικής κατάστασής του, που δημιουργήθηκε με τη συναίνεση και τη σύμπραξή του, κατόπιν διοικητικής/συμβιβαστικής επίλυσης φορολογικής διαφοράς
ΣτΕ Β΄ Τμ. 2402/2016 (παραπεμπτική στην επταμελή)
Αρχές επιβολής κυρώσεων – Αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης (φορολογικής) κύρωσης – Ένδικη προστασία – Αίτηση αναίρεσης – Ισχυρισμός άρ. 53 παρ. 3 π.δ. 18/1989 για τη θεμελίωση του παραδεκτού
(Α) Όταν ο νομοθέτης, μεταβάλλοντας αντιλήψεις, κρίνει ότι ο σκοπός της ταχείας και ακριβούς συμμόρφωσης προς τις επιβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις δύναται να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα (κυρώσεις), τότε ελέγχεται όχι μόνον ως άσκοπη και αδικαιολόγητη, αλλά και ως αντίθετη κατ΄αρχήν προς τη νεότερη νομοθετική βούληση η επιβολή των παλαιοτέρων αυστηρότερων κυρώσεων, οι οποίες υπερβάλλουν το μέτρο, το οποίο ήδη κρίνεται από τον νομοθέτη ως αναγκαίο – Στις περιπτώσεις αυτές ειδικώς, κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα περί μη αναδρομικότητας του νόμου υπάρχει τεκμήριο αναδρομικής εφαρμογής του νέου ηπιότερου νόμου και επί εκκρεμών υποθέσεων· τεκμήριο το οποίο μόνο με σαφή αντίθετη διάταξη δύναται να ανατραπεί – Ήδη δε, με την απόφαση 2031/2013 του Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης, ως προς την επιβολή κυρώσεων, διατάξεως έχει συνταγματική βάση, ως απορρέουσα από την αρχή της αναλογικότητας – Εξάλλου, με την απόφαση ΣτΕ 459/2013 Ολομ., κρίθηκε ότι η πιο πάνω αρχή δεν έχει εν πάση περιπτώσει έδαφος εφαρμογής όταν η μεταγενέστερη ηπιότερη νομοθετική ρύθμιση υπαγορεύθηκε όχι από μεταβολή «επί το επιεικέστερον» των σχετικών αξιολογήσεων του νομοθέτη, αλλά από άλλους λόγους
(Β) Εν προκειμένω, ο επιβληθείς, κατ΄άρθρο 1 του ν. 2523/1997, σε βάρος της αναιρεσείουσας πρόσθετος φόρος, λόγω υποβολής ανακριβούς δήλωσης, ανέρχεται σε 602.090 ευρώ, ήτοι ανέρχεται σε ποσοστό 181% του επιβληθέντος κυρίου φόρου (334.494, ευρώ) – Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση επί του άρθρου 24 του ν. 3296/2004, η μείωση των ποσοστών του πρόσθετου φόρου που επιβάλλεται στους φορολογούμενους στις περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, ανακριβούς δήλωσης, θεσπίσθηκε λόγω «της γενικότερης μείωσης των επιτοκίων της αγοράς, η οποία πρέπει να συμβαδίζει με την επιβολή διοικητικών κυρώσεων στους φορολογικούς παραβάτες» και επομένως, δεν υπαγορεύθηκε από μεταβολή «επί το επιεικέστερον» των σχετικών αξιολογήσεων του νομοθέτη, με συνέπεια να μην έχει έδαφος εφαρμογής στην περίπτωση αυτή η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης, ως προς την επιβολή κυρώσεων, διατάξεως – Ωστόσο, εν σχέσει προς τον ν. 3943/2011, δοθέντος ότι από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του δεν προκύπτει ότι η ρύθμιση της παραγράφου 1 του άρθρου 26 [κατά την οποία, το ποσοστό πρόσθετου φόρου σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί το εκατόν είκοσι τοις εκατό (120%) για την υποβολή ανακριβούς δήλωσης, του φόρου την πληρωμή του οποίου θα απέφευγε ο υπόχρεος] υπαγορεύθηκε από λόγους μη σχετιζόμενους με την νεότερη αξιολόγηση από τον νομοθέτη της βαρύτητας της οικείας παραβάσεως και επομένως, έχει στην περίπτωση αυτή εφαρμογή η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης κυρώσεως – Εξάλλου, το Τμήμα φέρεται προς την άποψη ότι ο κατά το άρ. 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 ισχυρισμός για τη θεμελίωση του παραδεκτού του οικείου λόγου αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς, διότι ναι μεν οι υπ΄αριθμ. 2460/1981 και 1525/1955 αποφάσεις του Δικαστηρίου, τις οποίες επικαλείται η αναιρεσείουσα, δεν συνιστούν καθ΄ εαυτές «αντίθετη νομολογία», καθ΄ όσον αποφαίνονται ότι το τεκμήριο αναδρομικής εφαρμογής του νέου ηπιότερου νόμου και επί εκκρεμών υποθέσεων δύναται να ανατραπεί με ρητή αντίθετη διάταξη, η αντίθεση, όμως, υπό τα δεδομένα αυτά, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι προβάλλεται και ως προς την απόφαση ΣτΕ 2031/2013, που αποτελεί τη νομολογιακή εξέλιξη των κριθέντων με τις αποφάσεις ΣτΕ 2460/1981 και 1525/1955 και από την οποία συνάγεται ότι μόνη η ύπαρξη αντίθετης νομοθετικής διάταξης δεν αρκεί για την κάμψη της απορρέουσας από τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας αρχής της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης (φορολογικής) κύρωσης
[παραπομπή στην επταμελή σύνθεση του ζητήματος του παραδεκτού και του βασίμου του σχετικού λόγου αναιρέσε