Πρόσφατες αποφάσεις ΣτΕ – Αναδημοσίευση από www.humanrightscaselaw.gr

 

ΣτΕ Β΄ Τμ. επταμ. 1992/2016 & 1993/2016 (αίτηση επανάληψης της διαδικασίας – νέο ένδικο μέσο στο ΣτΕ)
Ένδικη προστασία – Έκταση δικαιοδοσίας – Συμμόρφωση προς αποφάσεις του ΕΔΔΑ (άρ. 46 ΕΣΔΑ) – Ισότητα των διαδίκων – Πεδίο εφαρμογής του άρθρου 105Α ΚΔΔ – Χωρεί αίτηση επανάληψης της διαδικασίας εκδίκασης αίτησης αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ, κατόπιν σχετικής καταδικαστικής απόφασης του ΕΔΔΑ – Φύση και παραδεκτό του ενδίκου μέσου
(Α) Κατά την έννοια της διάταξης του άρ. 46 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, το κράτος μέλος υποχρεούται όχι μόνο να πληρώσει στον προσφεύγοντα την αποζημίωση που του επιδικάσθηκε με την καταδικαστική απόφαση του ΕΔΔΑ αλλά επίσης να λάβει στην έννομη τάξη του μέτρα, ατομικού ή/και γενικού χαρακτήρα, προκειμένου να τερματίσει την παράβαση που διαπίστωσε το ΕΔΔΑ και να άρει τα αποτελέσματά της, ώστε να περιέλθει ο προσφεύγων, στο μέτρο του δυνατού, στη θέση που θα βρισκόταν αν δεν είχε μεσολαβήσει η παράβαση αυτή, δεδομένου ότι η σχετική, διαπιστωτική της παράβασης, απόφαση του ΕΔΔΑ στερείται διαπλαστικού χαρακτήρα, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχει ως συνέπεια την ακύρωση, την εξαφάνιση ή την αναίρεση της δεσμευτικότητας και των έννομων συνεπειών των οικείων αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων – Εξάλλου, ναι μεν το κράτος μέλος διαθέτει περιθώριο εκτίμησης ως προς τα μέσα που επιλέγει για να ανταποκριθεί στο ανωτέρω καθήκον του, αλλά τα μέσα αυτά πρέπει να είναι ικανά να οδηγήσουν στην αποτελεσματική εκπλήρωση της εν λόγω διεθνούς υποχρέωσής του, η οποία βαρύνει τα όργανά του, συμπεριλαμβανομένων των δικαιοδοτικών – Ειδικότερα, σε υπόθεση όπως η παρούσα, η επανάληψη της εθνικής ένδικης διαδικασίας, στην οποία σημειώθηκε η διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παραβίαση της ΕΣΔΑ, μέσω της επανεξέτασης από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο του (απορριφθέντος) ενδίκου μέσου, προκειμένου να αρθεί η επίμαχη παράβαση και να εξαλειφθούν ex tunc οι συνέπειές της, συνιστά, κατ’ αρχήν, πρόσφορο μέσο (ενδεχομένως, δε, ανάλογα με την περίπτωση, και το μόνο ή το πλέον κατάλληλο μέσο) πλήρους και προσήκουσας εκτέλεσης της απόφασης του ΕΔΔΑ – Συνεπώς, διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας που προβλέπουν ένδικο μέσο επανάληψης της διαδικασίας αναφορικά με αμετάκλητη δικαστική απόφαση πρέπει να ερμηνεύονται από τον εθνικό δικαστή ενόψει της ως άνω υποχρέωσης του κράτους για αποτελεσματική εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, με τις οποίες του αποδίδεται παραβίαση της ΕΣΔΑ
(Β) Ειδική εκδήλωση της συνταγματικής αρχής της ισότητας συνιστά η αρχή της δικονομικής ισότητας, η οποία επιβάλλει, μεταξύ άλλων, την ίση μεταχείριση των διαδίκων, ακόμα και στο πλαίσιο διαφορετικών δικών, από τους δικονομικούς νόμους που ρυθμίζουν τους όρους παροχής έννομης προστασίας – Η αρχή αυτή δεν απαγορεύει, πάντως, στο νομοθέτη να θεσπίζει ειδικές ρυθμίσεις για την παροχή ένδικης προστασίας σε ορισμένες κατηγορίες διοικητικών διαφορών, εφόσον τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά, ενόψει της φύσης, της σημασίας τους ή των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους και των συναφών αναγκών που ανακύπτουν από την άσκηση και εκδίκαση των οικείων ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων – Συνακόλουθα, οι νομοθετικές διατάξεις του δικονομικού δικαίου πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που συνάδει με την αρχή της δικονομικής ισότητας, η οποία, άλλωστε, συνιστά επίσης επιταγή της ΕΣΔΑ (άρθρο 14 σε συνδυασμό με άρθρο 6 παρ. 1), εφαρμοστέα και στο πλαίσιο της εκτέλεσης από τα κράτη μέλη των αποφάσεων του ΕΔΔΑ
(Γ) Κατά τη διάταξη του άρθρου 105Α παρ. 1 του ΚΔΔ, χωρεί, ενώπιον τακτικού διοικητικού δικαστηρίου, αίτηση επανάληψης της ενώπιόν του διαδικασίας, στην οποία εμφιλοχώρησε διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παραβίαση της ΕΣΔΑ, σε σχέση με (αμετάκλητη) απόφασή του επί διοικητικής διαφοράς ουσίας, όταν είτε η ίδια η απόφαση είτε η επίμαχη, αντίθετη προς την ΕΣΔΑ, κρίση της δεν κατέστη αντικείμενο αναιρετικού ελέγχου από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ως μη υποκείμενη σε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του τελευταίου, σύμφωνα με το άρθρο 53 του π.δ. 18/1989 – Περαιτέρω, η ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 105Α παρ. 1 του ΚΔΔ έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται και σε περίπτωση, όπως η επίδικη, στην οποία η απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που κρίθηκε με απόφαση του ΕΔΔΑ ως ενέχουσα παραβίαση διατάξεων της ΕΣΔΑ προσβλήθηκε με αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβούλιου της Επικρατείας, το οποίο απέρριψε την αίτηση, με σκέψεις οι οποίες έρχονται σε αντίθεση προς τα κριθέντα από το ΕΔΔΑ, δεδομένου ότι η διάταξη αφορά γενικά σε «δίκες ουσιαστικών διοικητικών διαφορών», κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική της έκθεση, ανεξαρτήτως της περάτωσης της δίκης με απόφαση τακτικού διοικητικού δικαστηρίου ή του Αναιρετικού, στοιχείο το οποίο, ενόψει και των διατάξεων του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 και του άρθρου 35 της ΕΣΔΑ (που απαιτεί την προηγούμενη εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων, ως προϋπόθεση του παραδεκτού προσφυγής ενώπιον του ΕΔΔΑ) παρίσταται συμπτωματικό και δεν διαφοροποιεί ουσιωδώς τις δύο αυτές κατηγορίες υποθέσεων – Η εν λόγω ερμηνεία εναρμονίζεται με την προεκτεθείσα υποχρέωση του κράτους για αποτελεσματική εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, η εκπλήρωση της οποίας, σε υποθέσεις όπως η παρούσα, δεν μπορεί, άλλωστε, να επιτευχθεί μέσω της άσκησης αίτησης επανάληψης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, λαμβανομένου υπόψη ότι το εν λόγω δικαστήριο δεσμεύεται από τα κριθέντα με την οικεία απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και δεν έχει, κατά το νόμο, την εξουσία να προβεί στην εξαφάνιση, τροποποίηση ή μη εφαρμογή της απόφασης αυτής – Εξάλλου, η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή [της μειοψηφίας, που στηρίζεται στο ότι ο ΚΔΔ  αφορά μόνο στη δίκη ενώπιον τακτικού διοικητικού δικαστηρίου και δεν καταλαμβάνει και τις υποθέσεις που κρίνονται κατ’ αναίρεση από το Συμβούλιο Επικρατείας, στη νομοθεσία του οποίου (π.δ. 18/1989) δεν υπάρχει αντίστοιχη διάταξη] δεν μπορεί να γίνει δεκτή και ως ασύμβατη με την αρχή της δικονομικής ισότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ, διότι ναι μεν η φύση, η σημασία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ορισμένων κατηγοριών διοικητικών διαφορών ενδέχεται να δικαιολογούν την επιλογή του νομοθέτη να μην προβλέψει γι’ αυτές δυνατότητα επανάληψης της διαδικασίας εκδίκασής τους, λόγω διαπίστωσης από το ΕΔΔΑ παράβασης της ΕΣΔΑ, αλλά, πάντως, η φύση, η ένταση και η έκταση της υποχρέωσης του κράτους για εκτέλεση καταδικαστικής απόφασης του ΕΔΔΑ, μέσω επανάληψης της οικείας ένδικης διαδικασίας, δεν διαφοροποιούνται ανάλογα με το αν η οικεία, τελική δικαιοδοτική κρίση εξηνέχθη από τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή από το ΣτΕ, με συνέπεια η διατύπωση σχετικής (με τη διαπιστωθείσα παράβαση της ΕΣΔΑ) κατ’ αναίρεση κρίσης του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου να μην συνιστά συναφές και θεμιτό κριτήριο διάκρισης, όσον αφορά τη δικονομική δυνατότητα του θιγόμενου από τη διαπιστωθείσα παράβαση να ζητήσει την επανάληψη της επίμαχης ένδικης διαδικασίας Άλλωστε, η κείμενη νομοθεσία προβλέπει τέτοια δυνατότητα ως προς τις ποινικές υποθέσεις που έχουν κριθεί από τον Άρειο Πάγο, καθώς και για τις εν γένει διαφορές ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου – Περαιτέρω, στην προαναφερόμενη περίπτωση, η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας υποβάλλεται ενώπιον του ΣτΕ, που εξέδωσε την τελική (αμετάκλητη) απόφαση επί του ζητήματος, το οποίο αποτέλεσε το αντικείμενο της διαπιστωθείσας από το ΕΔΔΑ παράβασης
[με μειοψηφία μίας Συμβούλου](Δ) Η προβλεπόμενη στο άρθρο 105Α του ΚΔΔ αίτηση επανάληψης της διαδικασίας συνιστά έκτακτο ένδικο μέσο, με το οποίο επιδιώκεται η εξαφάνιση (εν όλω ή εν μέρει) αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, προκειμένου να καταστεί εκκρεμές και να κριθεί εκ νέου το ένδικο βοήθημα ή μέσο που απορρίφθηκε (εν όλω ή εν μέρει) με την απόφαση αυτή – Το ως άνω άρθρο του ΚΔΔ ρυθμίζει ορισμένα θέματα της άσκησης της εν λόγω αίτησης, ενώ για τα λοιπά ζητήματα παραδεκτού καθώς και για τη διαδικασία εκδίκασής της παραπέμπει, μέσω της παράγραφου του 3, στις διατάξεις που ισχύουν για το δικαστήριο που επιλαμβάνεται αρμοδίως της αίτησης αυτής, σε σχέση με το ένδικο βοήθημα ή μέσο που απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη δικαστική απόφαση, δηλαδή, σε υπόθεση όπως η παρούσα, στις διατάξεις του π.δ. 18/1989 για την αίτηση αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως
ΣτΕ Β΄ Τμ. επταμ. 1992/2016 & 1993/2016
Ένδικη προστασία – Συμμόρφωση προς αποφάσεις του ΕΔΔΑ (άρ. 46 ΕΣΔΑ) – Σχέση μεταξύ Συντάγματος, ΕΣΔΑ και δικαίου της ΕΕ – Αρχή της επικουρικότητας – Αίτηση επανάληψης της διαδικασίας εκδίκασης αίτησης αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ, κατόπιν σχετικής καταδικαστικής απόφασης του ΕΔΔΑ – Βάσιμο του ενδίκου μέσου – Γενικά
Ειδικά – Συμμόρφωση προς την απόφαση του ΕΔΔΑ Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδας (διαπίστωση παράβασης του ne bis in idem και του τεκμηρίου αθωότητας σε υποθέσεις επιβολής πολλαπλών τελών λαθρεμπορίας)
(Α) To άρθρο 105Α του ΚΔΔ, ερμηνευόμενο, αφενός, υπό το φως του σκοπού του, των συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου, της ασφάλειας δικαίου και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, η οποία εξυπηρετείται μέσω της αρχής του δεδικασμένου και, αφετέρου, ενόψει των αρχών που διέπουν τη σχέση της ελληνικής έννομης τάξης με το διεθνές δίκαιο και, ιδίως, με την ΕΣΔΑ και το δίκαιο της ΕΕ έχει την έννοια ότι αίτηση επανάληψης της διαδικασίας εκδίκασης αίτησης αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ κρίνεται βάσιμη, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) η διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παράβαση διάταξης της ΕΣΔΑ είναι τέτοια ώστε να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς το σκεπτικό και το διατακτικό της οικείας, απορριπτικής της αίτησης αναίρεσης, απόφασης του ΣτΕ, ώστε η άρση της εν λόγω παράβασης και των συνεπειών της να μπορεί να επιτευχθεί μέσω της (ολικής ή μερικής) εξαφάνισης της προσβαλλόμενης απόφασης του ΣτΕ και, περαιτέρω, μέσω της νέας κρίσης και αποδοχής (εν όλω ή εν μέρει) της αίτησης αναίρεσης,
(β) η συμμόρφωση προς τη σχετική απόφαση του ΕΔΔΑ δεν συνεπάγεται παραβίαση κανόνα του Συντάγματος, το οποίο (ναι μεν υπερισχύει της ΕΣΔΑ αλλά), πάντως, πρέπει να ερμηνεύεται (όχι σύμφωνα με την ΕΣΔΑ, αλλά), στο μέτρο του εφικτού, κατά τρόπο “φιλικό” προς την ΕΣΔΑ, όπως αυτή ερμηνεύεται και εφαρμόζεται από το ΕΔΔΑ,
(γ) η συμμόρφωση προς την απόφαση του ΕΔΔΑ δεν οδηγεί σε παραβίαση άλλης υποχρέωσης της χώρας από το διεθνές δίκαιο, ιδίως δε από το ενωσιακό δίκαιο, η οποία, ενόψει του περιεχομένου της και των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης και κατόπιν στάθμισης των συγκρουόμενων έννομων αγαθών, κρίνεται σημαντικότερη, σε σχέση με εκείνη που απορρέει από το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ,
(δ) η συμμόρφωση προς την απόφαση του ΕΔΔΑ δεν προσκρούει, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, σε κάποιον άλλο επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, η εξυπηρέτηση του οποίου, σταθμιζόμενη με την ανάγκη εκτέλεσης της απόφασης του ΕΔΔΑ, βάσει της αρχής της δίκαιης ισορροπίας, κρίνεται ότι υπερέχει,
(ε) η απόφαση του ΕΔΔΑ, που αποδίδει σε όργανα της Ελληνικής Δημοκρατίας παράβαση μίας ή περισσότερων διατάξεων της ΕΣΔΑ, δεν είναι εμφανώς ελλιπής, ασαφής ή/και αυθαίρετη ως προς τη νόμιμη (ή/και την πραγματική) βάση της, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων εκτίμησης που συνάγονται από την οικεία νομολογία του ίδιου του ΕΔΔΑ (και, ιδιαίτερα, της ευρείας σύνθεσής του), αλλά και του ΔΕΕ, της θεμελιώδους αρχής της (διαδικαστικής και ουσιαστικής) επικουρικότητας του ελέγχου του ΕΔΔΑ, καθώς και της συναφούς υποχρέωσής του για επαρκή αιτιολόγηση των αποφάσεών του, με τις οποίες διαπιστώνεται παράβαση της ΕΣΔΑ από κράτος μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης,
(στ) η διαπίστωση των επίμαχων παραβάσεων, που δέχθηκε η σχετική απόφαση του ΕΔΔΑ, δεν κλονίζεται (ώστε να μην μπορεί πλέον να θεωρηθεί δικαιολογημένη, σύμφωνα και με τα κριτήρια που προκύπτουν από την οικεία νομολογία του ΕΔΔΑ), συνεπεία οψιγενών στοιχείων, που απορρέουν είτε από απόφαση του ίδιου του ΕΔΔΑ είτε από απόφαση του ΔΕΕ είτε, τέλος, από απόφαση ανώτατου δικαστηρίου της χώρας, με την οποία γίνεται ερμηνεία ή/και εφαρμογή του εθνικού δικαίου ικανή να θεμελιώσει το συμπέρασμα ότι, με βάση το νεότερο αυτό νομολογιακό δεδομένο, το ΕΔΔΑ δεν θα ενέμενε στην κρίση του περί συνδρομής της αποδοθείσας στην Ελλάδα παράβασης της ΕΣΔΑ και
(ζ) δεν έχει μεσολαβήσει πράξη κρατικού οργάνου, με την οποία να θεραπεύεται κατ’ ουσίαν η διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παράβαση και να αίρονται τα δυσμενή για τον αιτούντα αποτελέσματά της, κατά τρόπο ώστε η επιδιωκόμενη από τον αιτούντα επανάληψη της διαδικασίας και εξαφάνιση της προσβαλλόμενης δικαστικής απόφασης να παρίσταται αλυσιτελής για την προστασία των προσβληθέντων δικαιωμάτων του. 
Εξάλλου, σε περίπτωση στην οποία με τη σχετική απόφαση του ΕΔΔΑ αποδόθηκαν στην Ελλάδα περισσότερες της μίας παραβάσεις των κατοχυρωμένων στην ΕΣΔΑ δικαιωμάτων τινός διαδίκου, ο οποίος ζητά από το ΣτΕ την επανάληψη της διαδικασίας εκδίκασης της υπόθεσής του, ενόψει των κριθέντων από το ΕΔΔΑ, η αποδοχή της αίτησης επανάληψης για έναν από τους προβαλλόμενους λόγους, που αντιστοιχεί σε μία από τις διαπιστωθείσες από το ΕΔΔΑ παραβάσεις της ΕΣΔΑ, ενδέχεται, αναλόγως του είδους και του ειδικότερου περιεχόμενου των επίμαχων παραβάσεων, να συνιστά προσήκουσα εκτέλεση της απόφασης του ΕΔΔΑ και να καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λοιπών προβαλλόμενων λόγων, που αντιστοιχούν στις λοιπές αποδοθείσες παραβάσεις της ΕΣΔΑ
(Β) Με την απόφαση ΣτΕ 1992/2016 κρίνεται ότι οι ανωτέρω επτά προϋποθέσεις πληρούνται όσον αφορά την διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παραβίαση του κανόνα ne bis in idem, σε σχέση με την επιβολή πολλαπλών τελών (όχι όμως και για τον καταλογισμό των επίδικων δασμών και φόρων, ως προς τον οποίο δεν συντρέχει, εν προκειμένω, η πρώτη ως άνω προϋπόθεση) – Στο σκεπτικό του, το Δικαστήριο δέχεται, μεταξύ άλλων, ότι η εφαρμογή του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ σε υπόθεση όπως η παρούσα δεν προσκρούει στο άρθρο 94 του Συντάγματος ή στο ενωσιακό δίκαιο, καθώς και ότι η απόφαση ΣτΕ Ολομ. 1741/2015 δεν συνιστά οψιγενές νομολογιακό δεδομένο ικανό να κλονίσει την εύλογη και επαρκώς αιτιολογημένη διαπίστωση του ΕΔΔΑ περί της “ποινικής” φύσης των επίμαχων πολλαπλών τελών και περί παραβίασης του ne bis in idem, συνεπεία της εξακολούθησης της διοικητικής δίκης και της απόρριψης των ενδίκων μέσων του αιτούντος, παρά την περάτωση της σχετικής σε βάρος του ποινικής δίκης με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου – Περαιτέρω, καθίσταται αλυσιτελής η εξέταση του λόγου περί παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας – Κατόπιν τούτων η αίτηση επανάληψης γίνεται εν μέρει δεκτή ως βάσιμη (απορρίπτεται κατά το σκέλος της που αφορά στην επιβολή των διαφυγόντων δασμών και φόρων, δεδομένου ότι οι παραβάσεις που διαπίστωσε το ΕΔΔΑ αναφέρονταν αποκλειστικά στον καταλογισμό πολλαπλών τελών), εξαφανίζεται η ΣτΕ 3457/2012, όσον αφορά τα επίδικα πολλαπλά τέλη, καθίσταται εκ νέου εκκρεμής και γίνεται εν μέρει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, εκδικάζεται και γίνεται εν μέρει δεκτή η έφεση και, τελικά, το Δικαστήριο φθάνει στην προσφυγή, την οποία δέχεται εν μέρει και ακυρώνει τη διοικητική πράξη επιβολής πολλαπλών τελών.
(Γ) Με την απόφαση ΣτΕ 1993/2016 κρίνεται ότι δεν συντρέχει η πέμπτη των ανωτέρω προϋποθέσεων, διότι είναι εμφανώς ελλιπής ως προς τη νόμιμη βάση της και ασύμβατη προς σχετική νομολογία του ίδιου του ΕΔΔΑ (αφενός, σχετικά με το άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου και, αφετέρου, ως προς το άρθρο 35 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, από το οποίο απορρέει η αρχή της διαδικαστικής επικουρικότητας) αλλά και του ΔΕΕ (αποφάσεις περί της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών) η σκέψη 66 της απόφασης
Καπετάνιος του ΕΔΔΑ, σύμφωνα με την οποία τα διοικητικά δικαστήρια οφείλουν να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη και το αμετάκλητο οικείας ποινικής απόφασης (ο αιτών είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει απαραδέκτως την ποινική απόφαση με υπόμνημα μετά από τη συζήτηση της υπόθεσης στο Διοικ. Εφετείο) – Συνεπώς η αίτηση απορρίπτεται ως αβάσιμη

 

 

 

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *