Πρόσφατες αποφάσεις Ολ ΣτΕ (2348/2017, 2350/2017, 235502361/2017) – Αναδημοσίευση από www.humanrightscaselaw.gr

ΣτΕ Ολομ. 2348/2017
Αλλοδαποί – Άσυλο – Ενωσιακές πολιτικές ασύλου και μετανάστευσης (άρθρα 78-80 ΣΛΕΕ) – Απαγόρευση εξευτελιστικής μεταχείρισης και δικαίωμα ασύλου (άρθρα 4 και 18 Χάρτη ΘΔΕΕ) – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (άρ. 47 Χάρτη ΘΔΕΕ) – Αρχή της μη επαναπροώθησης και ρύθμιση της νομικής κατάστασης των προσφύγων, κατά τη Σύμβαση της Γενεύης – Απαγόρευση της επαναπροώθησης κατά το άρθρο 3 ΕΣΔΑ και τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1984 – Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου (Οδηγίες 2011/95/ΕΚ και 2013/32/ΕΕ σχετικά με τις προϋποθέσεις χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα και εν γένει διεθνούς προστασίας, το περιεχόμενο του καθεστώτος αυτού και τις ακολουθητέες διαδικασίες) – Νόμος 4375/2016, περί μεταφοράς της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ – Ίδρυση και συγκρότηση των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών – Κατάσταση των δικαστικών λειτουργών κατά το Σύνταγμα – Ειδική ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτημάτων διεθνούς προστασίας, σε περίπτωση αθρόας άφιξης αλλοδαπών και εξαιρέσεις από τη διαδικασία αυτή – Διενέργεια συνεντεύξεων από προσωπικό της Ευρωπ. Υπηρεσίας για το Άσυλο – Σύνταξη του σχετικού πρακτικού στην αγγλική γλώσσα – Περιορισμός της έρευνας στο ζήτημα του ενδεχόμενου επιστροφής του αιτούντος σε ασφαλή τρίτη χώρα – Έλλειψη ακρόασης ενώπιον της Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών – Ζήτημα εάν η Τουρκία μπορεί να χαρακτηριστεί ως “ασφαλής τρίτη χώρα” για τον αιτούντα Σύρο – Ιδίως, ζήτημα εάν η Τουρκία παρέχει στους Σύρους προστασία σύμφωνη με τη Σύμβαση της Γενεύης
(Α) Οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, που ιδρύθηκαν προκειμένου να διασφαλισθεί το κατοχυρούμενο στο άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ «δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου», δεν αποτελούν μεν δικαστήρια, κατά την έννοια του Συντάγματος (ούτε, κατά μείζονα λόγο, ειδικά διοικητικά δικαστήρια ή «δικαστικές επιτροπές», απαγορευόμενες κατά το Σύνταγμα – άρθρα 8 και 87, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 20 παρ. 1), συνιστούν όμως επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα κατά την έννοια της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 89 παρ. 2 και, ως εκ τούτου, επιτρεπτώς κατά το Σύνταγμα μετέχουν σε αυτές εν ενεργεία δικαστικοί λειτουργοί – Εξ άλλου, η εν λόγω συμμετοχή κάθε άλλο παρά αποκλείεται από τη διάταξη του άρθρου 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ
(Β) Η νομοθετική διάταξη κατά την οποία οι δικαστικοί λειτουργοί των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, που μετέχουν στις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, υποδεικνύονται από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, δεν αντίκειται στο άρθρο 90 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι, δεν πρόκειται για τοποθέτηση διοριζομένου ή προαγομένου δικαστικού λειτουργού σε ορισμένο δικαστήριο, για την οποία απαιτείται, σύμφωνα με την εν λόγω συνταγματική διάταξη, προηγούμενη απόφαση του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου – Εξ άλλου, από τις συνταγματικές διατάξεις, με τις οποίες κατοχυρώνεται η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και θεσπίζεται σειρά συγκεκριμένων εγγυήσεων υπέρ της ανεξαρτησίας αυτών (άρθρα 87 έως και 91), προκύπτει ότι για την συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε όργανα που ασκούν αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα, στις προβλεπόμενες από το Σύνταγμα και εξειδικευόμενες από το νόμο περιπτώσεις, απαιτείται σχετική πράξη του αρμοδίου οργάνου της δικαστικής λειτουργίας, η διά νόμου ανάθεση της επίμαχης ειδικής αρμοδιότητας στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων δεν προσκρούει στις ως άνω συνταγματικές διατάξεις εν όψει και των κατά το Σύνταγμα και τις πάγιες διατάξεις του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. αρμοδιοτήτων του εν λόγω οργάνου της δικαστικής λειτουργίας – Ούτε επιβάλλεται, περαιτέρω, από το Σύνταγμα στον κοινό νομοθέτη η πρόβλεψη της άσκησης προσφυγής κατά των σχετικών «υποδείξεων» του Γενικού Επιτρόπου, ως πράξεων μονομελούς οργάνου, ενώπιον άλλου πολυμελούς οργάνου της δικαστικής λειτουργίας
(Γ) Η οδηγία 2013/32/ΕΕ επιτρέπει στον εθνικό νομοθέτη την θέσπιση ειδικής ταχύρρυθμης διαδικασίας για την εξέταση των αιτημάτων διεθνούς προστασίας που υποβάλλονται στα σύνορα ή σε ζώνες διέλευσης ή ενόσω οι ενδιαφερόμενοι παραμένουν σε Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης, στην περίπτωση αφίξεων μεγάλου αριθμού πολιτών τρίτων χωρών ή ανιθαγενών, υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, ότι τηρούνται οι βασικές αρχές και εγγυήσεις του Κεφαλαίου II αυτής – Το άρθρο 60 του ν. 4375/2016 προβλέπει στην παράγραφο 4 την έκδοση ΚΥΑ για την τήρηση της προβλεπομένης συναφώς στην παράγραφο αυτή εξαιρετικής διαδικασίας – Ωστόσο ο νομοθέτης, στο άρθρο 80 παρ. 26 του ίδιου νόμου, εκτιμώντας τις περιστάσεις, όρισε ότι η κατά παρέκκλιση διαδικασία του άρθρου 60 παρ. 4 εφαρμόζεται από τη δημοσίευση του νόμου, για το προβλεπόμενο με την ίδια διάταξη νόμο χρονικό διάστημα, χωρίς να απαιτείται δηλαδή, ως προϋπόθεση εφαρμογής της, η προηγούμενη έκδοση ΚΥΑ [η οποία ήδη εκδόθηκε, βλ. την 13257/31.8.2016 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Εθνικής Άμυνας, Β΄ 3455/26.10.2016)] – Η εφαρμογή, εξ άλλου, της εξαιρετικής διαδικασίας του άρθρου 60 παρ. 4 του ν. 4375/2016 δεν προϋποθέτει ούτε την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου της ΕΕ, με την οποία να  διαπιστώνεται η μαζική εισροή εκτοπισθέντων υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5 της Οδηγίας 2001/55/ΕΚ («σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές παροχής προσωρινής προστασίας σε περίπτωση μαζικής εισροής εκτοπισθέντων και μέτρα για τη δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την υποδοχή και την αντιμετώπιση των συνεπειών της υποδοχής αυτών των ατόμων»), διότι η απόφαση αυτή εντάσσεται στην κατά την ως άνω Οδηγία διαδικασία παροχής «προσωρινής προστασίας», η οποία διακρίνεται σαφώς από την ρυθμιζομένη με την οδηγία 2013/32/ΕΕ διαδικασία παροχής «διεθνούς προστασίας» (ήτοι του καθεστώτος του πρόσφυγα ή επικουρικής προστασίας) κατά την έννοια της οδηγίας 2011/95/ΕΕ – Περαιτέρω, η εξαίρεση από την εφαρμογή της ανωτέρω διαδικασίας των αναφερομένων στην περίπτωση στ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 60 κατηγοριών προσώπων δικαιολογείται, όσον αφορά εκείνους που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, εν όψει των ιδιαιτέρων συνθηκών υπό τις οποίες τελούν τα πρόσωπα αυτά – Δεν παρίσταται επίσης αυθαίρετη ούτε η εξαίρεση των υπαγομένων στις διατάξεις των άρθρων 8 έως και 11 του Κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 («για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα»), ήτοι των αιτούντων διεθνή προστασία, οι οποίοι συνδέονται με οικογενειακούς ή συγγενικούς δεσμούς, κατά τα ειδικότερον προβλεπόμενα στις εν λόγω διατάξεις, με πρόσωπα που είτε ευρίσκονται νομίμως, είτε έχουν υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας ή έχουν λάβει άδεια διαμονής ως δικαιούχοι διεθνούς προστασίας σε άλλο κράτος μέλος, το οποίο και καθίσταται «υπεύθυνο» για την εξέταση του αιτήματος παροχής διεθνούς προστασίας
(Δ) Η δυνατότητα διενέργειας συνεντεύξεων από προσωπικό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (ΕΥΥΑ) προβλέπεται ρητώς από την περ. β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 60 του ν. 4375/2016 (πρβλ. σχετικώς τα άρθρα 14 παρ. 1 και 34 παρ. 2 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ), η οποία αποτελεί ειδική διάταξη εν σχέσει με την γενική ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 7 του ιδίου νόμου, η  ανάθεση δε των συγκεκριμένων καθηκόντων σε προσωπικό της ΕΥΥΑ, η οποία ιδρύθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) 439/2010, προς τον σκοπό, μεταξύ άλλων, της παροχής «επιχειρησιακής στήριξης», συμπεριλαμβανομένης και της «τεχνικής συνδρομής όσον αφορά την εξέταση και τη διαχείριση των φακέλων ασύλου», στα κράτη μέλη, των οποίων τα συστήματα ασύλου και υποδοχής υφίστανται ιδιαίτερες πιέσεις, δεν αντίκειται, εν όψει της φύσεως των καθηκόντων αυτών, σε καμία διάταξη του Συντάγματος, ούτε στις διατάξεις του ανωτέρω Κανονισμού
(Ε) Λόγος ότι παρανόμως συντάχθηκαν το πρακτικό συνέντευξης και οι σχετικές «συμπερασματικές παρατηρήσεις» του διενεργήσαντος την συνέντευξη στην αγγλική και όχι στην ελληνική γλώσσα, απορρίπτεται, αφενός, διότι πρόκειται για ενέργεια η οποία δικαιολογείται από την ανάθεση των σχετικών καθηκόντων σε προσωπικό της ΕΥΥΑ και, αφετέρου, διότι δεν προκύπτει βλάβη του αιτούντος, εφ’ όσον δεν προβάλλεται και ότι οι απορριπτικές του αιτήματός του πράξεις εκδόθηκαν κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των προβληθέντων κατά την συνέντευξη ισχυρισμών του, των ερωτημάτων που του υποβλήθηκαν και των ανωτέρω «συμπερασματικών παρατηρήσεων», οφειλομένη στην ελλιπή κατανόηση της αγγλικής γλώσσας από τον υπάλληλο που εξέδωσε την πρωτοβάθμια απορριπτική πράξη και τα μέλη της Επιτροπής Προσφυγών που εξέτασαν την υπόθεση του αιτούντος
(ΣΤ) Νομίμως περιορίσθηκε η εξέταση της υπόθεσης του αιτούντος στην έρευνα του παραδεκτού της αίτησής του να αναγνωρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας (και δεν εξετάσθηκε επιπροσθέτως αν ο εν λόγω διατρέχει τον κίνδυνο να υποστεί δίωξη ή άλλη σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην Συρία) εφ’ όσον αντικείμενο της έρευνας της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το ενδεχόμενο επανεισδοχής του σε «ασφαλή τρίτη χώρα», ζήτημα το οποίο ανάγεται στο παραδεκτό της ανωτέρω αίτησής του κατά το νόμο και την οδηγία, ενώ εξάλλου ο αιτών, ο οποίος έφερε και το σχετικό βάρος επίκλησης, δεν προέβαλε συγκεκριμένους ισχυρισμούς, οι οποίοι θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στην κατηγορία των ευάλωτων ομάδων
(Ζ) Κατά τα άρθρα 2 και 14 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, η υποχρέωση χορήγησης στον αιτούντα της ευκαιρίας προσωπικής συνέντευξης βαρύνει αποκλειστικώς την Αρχή, η οποία έχει την αρμοδιότητα να κρίνει τις αιτήσεις παροχής διεθνούς προστασίας σε πρώτο βαθμό, και, ως εκ τούτου, δεν ισχύει για τις διαδικασίες προσφυγής – Εξάλλου, ούτε το άρθρο 46 ούτε οι άλλες διατάξεις της οδηγίας 2013/32/ΕΕ προβλέπουν την διεξαγωγή ακροάσεως ενώπιον του επιληφθέντος της προσφυγής «δικαστηρίου», ακόμη και στην περίπτωση υποβολής σχετικής αιτήσεως από τον προσφεύγοντα – Ειδικότερα, το άρθρο 46, ερμηνευόμενο υπό το φως του άρθρου 47 του Χάρτη ΘΔΕΕ (ο οποίος, όπως άλλωστε και οι λοιπές διατάξεις του Χάρτη, δεν επιβάλλει απόλυτη υποχρέωση διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, βλ. C-682/13P, σκέψη 44) έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύεται στην εθνική αρχή που επιλαμβάνεται – ως «δικαστήριο» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής – προσφυγής κατά αποφάσεως απορριπτικής αιτήματος διεθνούς προστασίας ως απαραδέκτου, να απορρίψει την εν λόγω προσφυγή χωρίς να προβεί σε ακρόαση του προσφεύγοντος, όταν τα πραγματικά περιστατικά δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ως προς το βάσιμο της αποφάσεως αυτής, υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία παρεσχέθη στον αιτούντα η ευκαιρία προσωπικής συνεντεύξεως σχετικά με το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, σύμφωνα με το άρθρο 14 της ως άνω οδηγίας και την συνάδουσα προς την διάταξη αυτή εθνική νομοθεσία, και ότι το πρακτικό της εν λόγω συνεντεύξεως περιελήφθη στον φάκελο της υποθέσεως, και αφετέρου ότι η επιληφθείσα της προσφυγής αρχή μπορεί να διατάξει μια τέτοια ακρόαση, εάν το κρίνει αναγκαίο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της – Εν προκειμένω, συντρέχουν οι κατά τα ανωτέρω προϋποθέσεις – Ούτε στοιχειοθετείται παράβαση του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι από την συνταγματική αυτή διάταξη δεν απορρέει υποχρέωση κλήσεως του ενδιαφερομένου να παραστεί ενώπιον της Αρχής, η οποία αποφαίνεται επί της ενδικοφανούς προσφυγής του
(Η) Από τις διατάξεις του άρθρου 54 του ν. 4375/2016 (άρθρο 33 της οδηγίας) προκύπτει ότι οι Αρχές Απόφασης (ήτοι το αρμόδιο πρωτοβάθμιο όργανο και οι Επιτροπές Προσφυγών της Αρχής Προσφυγών) απορρίπτουν αίτηση διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτη, εάν κρίνουν ότι, μεταξύ άλλων, μία χώρα συνιστά ασφαλή τρίτη χώρα για τον συγκεκριμένο αιτούντα, σύμφωνα με το άρθρο 56 του ίδιου νόμου (περ. δ΄) – Συναφώς, πρέπει να πληρούνται σωρευτικά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού έξι κριτήρια, η συνδρομή των οποίων εξετάζεται ανά περίπτωση και για κάθε αιτούντα χωριστά (παρ. 2) – Εξάλλου, κατά την έννοια της παρ. 1 περ. στ΄ του άρθρου 56 του ν. 4375/2016, με την οποία ο νομοθέτης προέβλεψε ως κριτήριο για να θεωρηθεί μία χώρα ως ασφαλής τρίτη χώρα, ο αιτών να έχει σύνδεσμο με την εν λόγω τρίτη χώρα βάσει του οποίου θα ήταν εύλογο να μεταβεί σε αυτή, η διέλευση του αιτούντος από τρίτη χώρα μπορεί, σε συνδυασμό με συγκεκριμένες περιστάσεις που τον αφορούν (όπως, μεταξύ άλλων, ο χρόνος παραμονής του σε αυτή ή το γεγονός ότι η χώρα αυτή βρίσκεται πλησίον της χώρας καταγωγής του), να θεωρηθεί ως σύνδεσμος του αιτούντος με την τρίτη χώρα, βάσει του οποίου θα ήταν αντικειμενικά εύλογο για αυτόν να μεταβεί στην εν λόγω χώρα – Το 2016 ενεργοποιήθηκε κοινό σχέδιο δράσης μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας με στόχο την ενίσχυση της συνεργασίας τους στον τομέα της στήριξης των Σύρων υπηκόων που απολαύουν προσωρινής διεθνούς προστασίας και στον τομέα της διαχείρισης της μετανάστευσης – Στο πλαίσιο αυτό, συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι μετανάστες που εισέρχονται στην ΕΕ από την Τουρκία και δεν αιτούνται άσυλο ή η αίτηση των οποίων κρίνεται αβάσιμη ή απαράδεκτη βάσει της ως άνω οδηγίας θα επιστρέφονται στην Τουρκία – Στην παρούσα υπόθεση, μετά την ουσιαστική επανεκτίμηση των ισχυρισμών του αιτούντος και «λαμβανομένων περαιτέρω υπόψη των διαθέσιμων πηγών πληροφόρησης και ενόψει των συνθηκών που επικρατούν κατά το τρέχον χρονικό διάστημα στην Τουρκία, όπως αυτές προκύπτουν από τα έγγραφα στοιχεία του φακέλου και τις λοιπές διαθέσιμες πηγές», κατά τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη πράξη της, η 3η Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών έκρινε αιτιολογημένα (κατά πλειοψηφία, μειοψηφούντος του μέλους της που είχε υποδειχθεί από την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες), ότι ειδικώς για τον αιτούντα πληρούνται σωρευτικώς τα κατ’ άρθρο 56 του ν. 4375/2016 (άρθρο 38 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ) κριτήρια και, συνακόλουθα, απέρριψε την ενδικοφανή προσφυγή του αιτούντος, δεχομένη ότι η αίτηση χορήγησης διεθνούς προστασίας, που αυτός είχε υποβάλει ήταν απαράδεκτη, σύμφωνα με τα άρθρα 54 και 56 του ανωτέρω νόμου – Απορρίπτονται [με μεγάλη πλειοψηφία] ως αβάσιμοι οι λόγοι με τους οποίους πλήττεται η νομιμότητα και η επάρκεια της αιτιολογίας της ανωτέρω κρίσης της Επιτροπής, η οποία, μεταξύ άλλων, απέρριψε ως αναπόδεικτους τους ισχυρισμούς του αιτούντος περί της ακολουθούμενης από τις τουρκικές αρχές πρακτικής διοικητικής κρατήσεως των Σύρων που επιστρέφουν από την Ελλάδα και επιπλέον έκρινε ότι δεν προέκυψε παραβίαση από την Τουρκία της αρχής της μη επαναπροώθησης ως προς τους Σύρους, καθώς και ότι το καθεστώς προσωρινής προστασίας των αλλοδαπών στο οποίο υπάγονται οι Σύροι, κατά την τουρκική νομοθεσία, παρέχει προστασία σύμφωνα με την Σύμβαση της Γενεύης – Ειδικότερα, ως προς το τελευταίο στοιχείο [ως προς το οποίο διατυπώνεται μειοψηφία δύο μελών του Δικαστηρίου], σημειώνεται από την Ολομέλεια ότι (α) η οδηγία δεν απαιτεί, προκειμένου να χαρακτηρισθεί μια τρίτη χώρα ως ασφαλής, την υπαγωγή των αλλοδαπών αιτούντων διεθνή προστασία σε διαδικασία χορήγησης ασύλου, ενώ δεν αποκλείεται ο χαρακτηρισμός τρίτης χώρας ως ασφαλούς για μόνο τον λόγο ότι έχει επικυρώσει την Σύμβαση της Γενεύης με γεωγραφικό περιορισμό, (β) η νομοθετική πρόβλεψη περί παύσεως του καθεστώτος προσωρινής προστασίας με γενικής φύσεως πράξη οργάνου της εκτελεστικής εξουσίας της Τουρκίας, χωρίς προηγούμενη διαπίστωση της συνδρομής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αλλοδαπού, των κατά την οδηγία και την Σύμβαση της Γενεύης λόγων λήξεως της διεθνούς προστασίας, δεν αναιρεί τον χαρακτήρα της παρεχομένης προστασίας ως σύμφωνης με τις απαιτήσεις του επίμαχου κριτηρίου ε΄, εφ’ όσον δεν συνεπάγεται αναγκαίως και την επιστροφή των δικαιούχων διεθνούς προστασίας αλλοδαπών στις χώρες καταγωγής τους, (γ) με το άρθρο 34 της Σύμβασης της Γενεύης δεν θεσπίζεται ατομικό δικαίωμα στην ιθαγένεια της αλλοδαπής πολιτείας, στο έδαφος της οποίας διαβιοί ο πρόσφυγας, ούτε δικαίωμα προσμέτρησης του διανυθέντος χρόνου παραμονής του στην χώρα αυτή προς τον σκοπό της συμπλήρωσης των απαιτουμένων για την πολιτογράφηση αλλοδαπού χρονικών προϋποθέσεων κατά την οικεία εθνική νομοθεσία, και (δ) η κατά την οδηγία και τον νόμο «προστασία σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης» δεν αποκλείει κατ’ αρχήν την επιβολή περιορισμών – όπως οι θεσπιζόμενοι, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος, με την τουρκική νομοθεσία – στην άσκηση των δικαιωμάτων εκλογής του τόπου διαμονής, ελεύθερης κυκλοφορίας και εργασίας των αλλοδαπών δικαιούχων διεθνούς προστασίας, ούτε επιτάσσει την εξομοίωσή των με τους πολίτες του κράτους στο οποίο διαβιούν, ως προς την άσκηση μισθωτής επαγγελματικής απασχόλησης, εν όψει και των αντίστοιχων προβλέψεων της Σύμβασης της Γενεύης
(Θ) Ισχυρισμοί οι οποίοι δεν συνιστούν κατά το νόμο λόγους παροχής διεθνούς προστασίας (ήτοι, υπαγωγής στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της επικουρικής προστασίας), αναρμοδίως κατ’ αρχήν προβάλλονται ενώπιον της Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών του ν. 4375/2016 –  Νομίμως, συνεπώς, απερρίφθη από την Επιτροπή Προσφυγών, ως απαραδέκτως προβληθείς ενώπιόν της, ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι τυχόν επιστροφή του στην Τουρκία θα αντέκειτο όχι μόνον στην εντασσομένη στη νομοθεσία περί διεθνούς προστασίας, υπό την προεκτεθείσα έννοια, διάταξη της περίπτωσης β΄ του άρθρου 15 του ν. 4375/2016 αλλά και αυτοτελώς στην κατά το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ απαγόρευση επαναπροώθησης αλλοδαπού σε χώρα στην οποία κινδυνεύει να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, λαμβανομένου υπόψη ότι, κατά τούτο η ελληνική έννομη τάξη δεν παρουσιάζει κενό, δεδομένου ότι η νομοθεσία περί αλλοδαπών περιλαμβάνει διατάξεις που απαγορεύουν την απομάκρυνση αλλοδαπών στην περίπτωση παραβιάσεως του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και αναθέτει την αρμοδιότητα εκδόσεως των σχετικών πράξεων σε άλλες αρχές (βλ. την προστεθείσα με το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 4332/2015, διάταξη του άρθρου 78Α του ν. 3386/2005)
(Ι) Δεν συντρέχει λόγος υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ [με μειοψηφία δώδεκα μελών, που θεώρησαν ότι υπάρχουν εύλογες αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του άρθρου 38 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, για την έννοια της τρίτης ασφαλούς χώρας, ενόψει και της σχετικής μειοψηφίας δύο μελών του Δικαστηρίου]

ΣτΕ Ολομ. 2350/2017
Δημόσιοι Υπάλληλοι – Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης – Ιδιότητά του ως μετακλητού, εκτός της υπαλληλικής ιεραρχίας – Θητεία – Παραδεκτό άσκησης εκ μέρους του προσφυγής, ενώπιον του ΣτΕ, κατά απόφασης Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, ενώ έχει λήξει η θητεία του

Με το άρθρο 1 του ν. 3074/2002 συνεστήθη θέση Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, με σκοπό τη διασφάλιση της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας της διοίκησης, την παρακολούθηση και αξιολόγηση του έργου των ελεγκτικών σωμάτων της δημόσιας διοίκησης και τον εντοπισμό των φαινομένων διαφθοράς και της κακοδιοίκησης – Από τις διατάξεις του Ν. 3074/2002, που είναι ειδικές, σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα, συνάγεται ότι ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, ο οποίος είναι ανώτατος διοικητικός υπάλληλος εκτός της υπαλληλικής ιεραρχίας, ως εκ της ιδιάζουσας φύσεως της θέσεώς του, της ειδικής αποστολής και του περιεχομένου των αρμοδιοτήτων του, της μη  πρόβλεψης από το νόμο δημόσιας πρόσκλησης για υποβολή υποψηφιοτήτων εκ μέρους των ενδιαφερομένων για την κατάληψη της θέσεως, της έλλειψης διαδικασίας αξιολόγησης των υποψηφίων και της μη πρόβλεψης ελέγχου του διορισμού από ανεξάρτητη αρχή (πράγμα που επιτρέπεται, κατά την παρ. 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος, μόνο για την πλήρωση θέσεων μετακλητών υπαλλήλων της παρ. 5 του άρθρου αυτού του Συντάγματος), καθώς και της μη πρόβλεψης πειθαρχικής ευθύνης, ανήκει στην κατηγορία των μετακλητών ανωτάτων διοικητικών υπαλλήλων των εκτός της υπαλληλικής ιεραρχίας θέσεων, οι οποίοι επιτρέπεται να εξαιρεθούν με νόμο από τη μονιμότητα δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 103 παρ. 5 του Συντάγματος και εξαιρέθηκαν πράγματι από τη μονιμότητα με τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα, από την οποία δεν εισάγουν απόκλιση οι ειδικές διατάξεις του Ν. 3074/2002 – Και ναι μεν προβλέπεται στο νόμο 3074/2002 συγκεκριμένη χρονικώς θητεία για την οικεία θέση, η θητεία, όμως, αυτή του μετακλητού υπαλλήλου που είναι διαφορετική, εννοιολογικά, από την συνταγματικώς κατοχυρούμενη θητεία υπαλλήλων που καταλαμβάνουν οργανικές θέσεις, δυνάμενη ακόμη και να λήγει προώρως (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1849/2008), δεν αποκλείεται, κατά την έννοια των αυτών διατάξεων, ενόψει της μη συνταγματικής κατοχυρώσεώς της, να παρατείνεται ρητώς ή σιωπηρώς – Ειδικότερα, η σιωπηρή παράταση μπορεί να συνάγεται και από το γεγονός ότι το αρμόδιο για την επιλογή ανώτατο όργανο, δηλ. το Υπουργικό Συμβούλιο απέχει, προφανώς ενεπιγνώτως, από την επιλογή νέου προσώπου, εκτιμώντας ότι δεν συντρέχει, προς το παρόν, λόγος μεταβολής, ενόψει και της ανάγκης να μη παραμένει κενή η θέση, λόγω των σημαντικών αρμοδιοτήτων, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερη θέση κατέχει και η αρμοδιότητα ασκήσεως προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας με αίτημα την επιβολή μείζονος πειθαρχικής ποινής σε παρανομούντα υπάλληλο – Η αρμοδιότητα αυτή, υπαγορευόμενη από την ανάγκη εποπτείας της ασκήσεως του προσήκοντος πειθαρχικού ελέγχου σε δημοσίους υπαλλήλους, όχι μόνο δεν επιβάλλει την στενή ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων, αλλ’ αντιθέτως, αναγόμενη σε μείζονα σκοπό δημοσίου ενδιαφέροντος για κάθε οργανωμένη κοινωνία, όπως είναι η καταπολέμηση φαινομένων κακοδιοίκησης και διαφθοράς, επιτάσσει, από τη φύση της, την εν προκειμένω ευρεία ερμηνεία της, προκειμένου να μην διακόπτεται για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα η άσκησή της – Συνεπώς, ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, μπορεί νομίμως να ασκεί, και κατά σιωπηρή παράταση της θητείας του, τις αρμοδιότητές του, μεταξύ των οποίων και προσφυγή κατά των τελεσιδίκων αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων και λοιπών πειθαρχικών οργάνων [με μειοψηφία]

ΣτΕ Ολομ. 2355-2361/2017 (κατόπιν προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ)
Περιβάλλον – Εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων – Π.Δ. περί χρήσεων και όρων δόμησης εντός και περιμετρικά του ορεινού όγκου του Υμηττού
Με απόφαση της 10.9.2015 στην υπόθεση C-473/14, Δήμος Κρωπίας, το ΔΕΕ, απαντώντας σε ερωτήματα του ΣτΕ, αποφάνθηκε ως εξής: Τα άρθρα 2, στοιχείο α΄, και 3, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2001/42/ΕΚ, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, έχουν την έννοια ότι για την έκδοση πράξεως εμπεριέχουσας σχέδιο ή πρόγραμμα σχετικό με τη χωροταξική οργάνωση και τις χρήσεις γης και εμπίπτον στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/42, με το οποίο τροποποιείται προϋφιστάμενο σχέδιο ή πρόγραμμα, δεν χωρεί απαλλαγή από την υποχρέωση πραγματοποιήσεως εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων βάσει της οδηγίας αυτής, για τον λόγο ότι η πράξη αυτή εξειδικεύει και υλοποιεί ρυθμιστικό σχέδιο θεσπισθέν με ιεραρχικώς υπερκείμενη πράξη το οποίο δεν είχε υποβληθεί σε τέτοια περιβαλλοντική εκτίμηση – Εν όψει των ανωτέρω και λαμβανομένου υπ’όψη ότι (α) με τις ρυθμίσεις του προσβαλλομένου προεδρικού διατάγματος, προσδιορίζονται ζώνες προστασίας και καθορίζονται οι επιτρεπόμενες χρήσεις και οι όροι και περιορισμοί δομήσεως εντός και περιμετρικά του ορεινού όγκου του Υμηττού, χωροθετούνται δε δραστηριότητες που δύνανται να υπάγονται στην Α΄ κατηγορία έργων της ΚΥΑ ΗΠ 15393/2332/2002 και (β) το από 31.8.1978 προεδρικό διάταγμα, που τροποποιείται με το προσβαλλόμενο διάταγμα, δεν είχε υποβληθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων βάσει της οδηγίας 85/337 ή άλλης κοινοτικής νομοθετικής διατάξεως και, ως εκ τούτου, δεν υφίσταται ζήτημα διακριβώσεως αν τέτοια εκτίμηση ήταν αποτέλεσμα συντονισμένης ή κοινής διαδικασίας κατά την έννοια του άρθρου 11 παρ. 2 της οδηγίας 2001/42, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, διότι, κατά παράβαση των επιταγών της οδηγίας 2001/42/ΕΚ και της 107017/2006 κοινής υπουργικής αποφάσεως, το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα εκδόθηκε χωρίς τήρηση της διαδικασίας προηγουμένης στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτιμήσεως

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *