«Προδικαστική παραπομπή – Έλεγχοι στα σύνορα, άσυλο και μετανάστευση – Μεταναστευτική πολιτική – Δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση – Έννοια του όρου “ασυνόδευτος ανήλικος” – Δικαίωμα πρόσφυγα στην οικογενειακή επανένωση με τους γονείς του – Προσωρινή άδεια διαμονής – Πρόσφυγας ηλικίας κάτω των 18 ετών κατά την είσοδο και την κατάθεση της αιτήσεως ασύλου και άνω των 18 ετών κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως – Καθοριστικής σημασίας ημερομηνία για την εκτίμηση της ιδιότητας του ασυνόδευτου ανηλίκου»
….. IV. Ανάλυση
24. Κατ’ ουσίαν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει ποια ημερομηνία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να καθοριστεί εάν υπήκοος τρίτης χώρας μπορεί να θεωρηθεί ασυνόδευτος ανήλικος και να ασκήσει το δικαίωμά του στην οικογενειακή επανένωση, σε περίπτωση κατά την οποία αφίχθη σε κράτος μέλος όταν ήταν ανήλικος, κατέθεσε αίτηση ασύλου στο εν λόγω κράτος μέλος, η συγκεκριμένη διεθνής προστασία του χορηγήθηκε αφού ενηλικιώθηκε και άσκησε, ακολούθως, το δικαίωμά του στην οικογενειακή επανένωση ως ασυνόδευτος ανήλικος.
25. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει τουλάχιστον τρεις δυνατότητες, ήτοι να θεωρήσει ότι καθοριστικής σημασίας για την εκτίμηση του δικαιώματος του ενδιαφερομένου να επωφεληθεί, ως ασυνόδευτος ανήλικος, των διατάξεων της οδηγίας 2003/86 είναι είτε η ημερομηνία εισόδου του ενδιαφερομένου στην επικράτεια του κράτους μέλους είτε η ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως ασύλου είτε, τέλος, η ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως.
26. Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο στʹ, και του άρθρου 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/86 προκύπτει ότι η καθοριστική, συναφώς, ημερομηνία είναι κατ’ ανάγκη προγενέστερη εκείνης της χορηγήσεως της διεθνούς προστασίας. Επομένως, η ημερομηνία αυτή δεν μπορεί παρά να είναι η ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως ασύλου λαμβανομένων υπόψη, πρώτον, της χρήσεως του όρου «φθάνει» στο άρθρο 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας, δεύτερον, της αναδρομικής αναγνωρίσεως του εν λόγω καθεστώτος, υπό την έννοια ότι αυτό ισχύει από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως, και, τρίτον, του γεγονότος ότι η εν λόγω ημερομηνία είναι η πλέον ακριβής ημερομηνία την οποία διαθέτει η διοίκηση για να καθορίσει μετά βεβαιότητος την ηλικία του ενδιαφερόμενου προσώπου.
27. Εξάλλου, στην απόφαση περί παραπομπής, το Rechtbank Den Haag, zittingsplaats Amsterdam (πρωτοδικείο Χάγης, τόπος συνεδριάσεως στο Άμστερνταμ) επισημαίνει ότι είναι πρόδηλο από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας ότι η συγκεκριμένη διάταξη έχει την έννοια ότι η καθοριστικής σημασίας ημερομηνία για να εκτιμηθεί εάν ο αιτών πρέπει να θεωρηθεί ασυνόδευτος ανήλικος πρέπει να είναι εκείνη της χορηγήσεως της άδειας διαμονής από την αρμόδια αρχή και όχι εκείνη της καταθέσεως της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως. Επομένως, εφόσον η αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα και αναδρομική ισχύ, καθοριστικής σημασίας για να εκτιμηθεί κατά πόσον ο αιτών πληροί τα στοιχεία του ορισμού του ασυνόδευτου ανηλίκου θα είναι η ημερομηνία της αιτήσεως ασύλου.
28. Συγκεκριμένα, η αναδρομικότητα ενός μέτρου δεν μπορεί να συνοδεύεται από επιμερισμό της ισχύος των αποτελεσμάτων του. Το γεγονός ότι η ολλανδική νομοθεσία προβλέπει, με προστατευτικό τρόπο, ότι η χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα έχει αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία της αιτήσεως σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι το καθεστώς που αναγνωρίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο περιλαμβάνει σύνολο συνεπειών, από την ημερομηνία της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας και, επομένως, το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση, όπως αυτό προκύπτει από την οδηγία 2003/86 οσάκις, όπως εν προκειμένω, στο καθεστώς πρόσφυγα υπάγεται πρόσωπο το οποίο κατέθεσε την αίτησή του όταν ήταν ανήλικο. Εξάλλου, η προστατευτική έκφανση του εθνικού αυτού μέτρου έχει ως αποτέλεσμα να εξουδετερώνει τις ανισότητες ως προς τη μεταχείριση που θα οφείλονταν στη διαφορετική χρονική διάρκεια της εξετάσεως των αιτήσεων ασύλου. Επιπλέον, η μη αναγνώριση του συνόλου των δικαιωμάτων που παρέχει το καθεστώς πρόσφυγα, με αναδρομική ισχύ, όπως προβλέπεται στο ολλανδικό δίκαιο, θα αντέβαινε προδήλως στο μείζον συμφέρον του παιδιού που κατέθεσε αίτηση ασύλου προτού ενηλικιωθεί.
29. Επιπροσθέτως, η οικογενειακή επανένωση μπορεί να ζητηθεί ή να υλοποιηθεί μόνον όταν οι αρμόδιες εθνικές αρχές έχουν λάβει οριστική απόφαση επί της αιτήσεως άδειας διαμονής (5), βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86. Δεδομένου ότι η αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα είναι μια από τις προϋποθέσεις που επιτρέπουν την κατάθεση αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως, η αναγνώριση αυτού του δικαιώματος προτιμήσεως μόνο στα πρόσωπα που είναι ακόμη ανήλικα κατά τη χορήγηση της διεθνούς προστασίας, ενώ αυτή έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα και ισχύει αναδρομικά από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως, θα αντέβαινε στους σκοπούς που επιδιώκει η ως άνω οδηγία, καθώς και το δίκαιο της Ένωσης και το διεθνές δίκαιο για την προστασία των προσφύγων.
30. Επισημαίνεται ότι, με τη συγκεκριμένη ευνοϊκή προς την οικογενειακή επανένωση ερμηνεία, το Δικαστήριο θα αποφύγει την τυπολατρική ερμηνεία του άρθρου 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/86, η οποία θα παρεκώλυε την επίτευξη των σκοπών της. Εντούτοις, δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα να επιτραπεί σε όλους τους ανηλίκους που εισέρχονται στα κράτη μέλη να επωφελούνται του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση. Παρ’ όλα αυτά, μπορούν να επωφεληθούν του δικαιώματος αυτού τα πρόσωπα που εισήλθαν ανήλικα στην επικράτεια των κρατών μελών και στα οποία αναγνωρίσθηκε η ιδιότητα του πρόσφυγα, ακόμη και κατόπιν της ενηλικιώσεώς τους, δηλαδή όταν η οικογενειακή επανένωση καθίσταται εφικτή, καθόσον πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, το πρόσωπο που επιθυμεί να επωφεληθεί των σχετικών με την οικογενειακή επανένωση διατάξεων πρέπει να διαθέτει άδεια διαμονής, κατά προτίμηση μακράς διάρκειας, ή να έχει πραγματικές προοπτικές να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής (6).
31. Εν προκειμένω, τούτο εξηγεί τον λόγο για τον οποίο η θυγατέρα των A και S, για να καταθέσει αίτηση οικογενειακής επανενώσεως, δικαιολογημένα ανέμενε την παροχή σε αυτήν ασύλου, επί πενταετία, βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86. Δεν κατέθεσε αίτηση οικογενειακής επανενώσεως πριν αποκτήσει άδεια διαμονής, καθόσον μια τέτοια αίτηση θα αντέβαινε, καταρχάς, στις διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 9, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. Ακολούθως, θα καθιστούσε αβέβαιη την έκβαση της διαδικασίας οικογενειακής επανενώσεως και, τέλος, θα είχε ως αποτέλεσμα να επιβαρύνει τις εθνικές αρχές με μια αίτηση οικογενειακής επανενώσεως η οποία δεν θα μπορούσε δυνητικά να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι ο συντηρών δεν διέθετε άδεια διαμονής. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η καθοριστικής σημασίας ημερομηνία για την εκτίμηση της ιδιότητας του ασυνόδευτου ανηλίκου είναι κατ’ ανάγκη αυτή από της οποίας καθίσταται εφικτή η οικογενειακή επανένωση, ήτοι η ημερομηνία κατά την οποία η αρμόδια αρχή κάνει δεκτή την αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής (7). Στην υπόθεση της κύριας δίκης, λαμβανομένου υπόψη του αναγνωριστικού και αναδρομικού χαρακτήρα της υπαγωγής στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθοριστικής σημασίας ημερομηνία είναι η ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως ασύλου.
32. Εν ολίγοις, η τήρηση, εν προκειμένω, από την ενδιαφερομένη, των διαδικασιών και της λογικής αλληλουχίας τους δεν θα πρέπει να αποβεί εις βάρος της, αλλά να επικροτηθεί.
33. Συγκεκριμένα, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη η διάρκεια της εξετάσεως των αιτήσεων ασύλου και η αναπόφευκτη παρέλευση του χρόνου η οποία είχε ως αποτέλεσμα να είναι η ενδιαφερόμενη ενήλικη όταν της χορηγήθηκε άσυλο και όταν απέκτησε, ως εκ τούτου, το δικαίωμα να καταθέσει αίτηση επανενώσεως στις Κάτω Χώρες με τους γονείς της, οι οποίοι βρίσκονταν τότε στην Αιθιοπία και στο Ισραήλ, αντιστοίχως, ώστε να αποκατασταθούν οι οικογενειακοί δεσμοί και η ιδιωτική ζωή στην οποία έχει δικαίωμα κάθε υπήκοος τρίτης χώρας, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 7 του Χάρτη, όπως τις έχουν ερμηνεύσει τόσο το Δικαστήριο όσο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
34. Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2003/86 αφορά την προστασία της οικογένειας και τη διατήρηση του οικογενειακού βίου. Τούτο σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι το κείμενο αυτό πρέπει να ερμηνεύεται βάσει του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 7 του Χάρτη διασταλτικώς, ώστε να διατηρηθεί η πρακτική αποτελεσματικότητά του και να διαφυλαχθεί ο σκοπός της οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση της οικογενειακής επανενώσεως (8).
35. Εξάλλου, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να υπενθυμίσει ότι από την αιτιολογική σκέψη 2 της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι τα μέτρα που αφορούν την οικογενειακή επανένωση θα πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και σεβασμού της οικογενειακής ζωής που μνημονεύεται σε πολλές πράξεις διεθνούς δικαίου.
36. Υπενθυμίζεται επιπλέον ότι δυνάμει της νομολογίας του Δικαστηρίου, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που διασφαλίζεται με το άρθρο 7 του Χάρτη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε συνάρτηση με την υποχρέωση συνεκτιμήσεως του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού που κατοχυρώνεται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη. Σύμφωνα με τις επιταγές της τελευταίας αυτής διατάξεως, τα κράτη μέλη οφείλουν να προσδίδουν «πρωταρχική σημασία» στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού όταν εκδίδουν, μέσω δημόσιας ή ιδιωτικής αρχής, σχετική με τα παιδιά νομοθετική πράξη. Ρητή υπόμνηση της απαιτήσεως αυτής γίνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2003/86. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν τη δυνατότητα τέκνου να διατηρεί τακτικώς προσωπικές σχέσεις και άμεση επικοινωνία με τους δύο γονείς του (9).
37. Καίτοι δεν συνάγεται κατ’ ανάγκη από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ότι το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση μπορεί να ασκείται από ενήλικα τέκνα, εντούτοις, δυνάμει της προστασίας της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής, προκύπτει από τη νομολογία του ότι οι δεσμοί μεταξύ του τέκνου και της οικογένειάς του πρέπει να διατηρούνται και ότι μόνο εξαιρετικές περιστάσεις μπορούν να οδηγήσουν σε ρήξη του οικογενειακού δεσμού. Από την εν λόγω νομολογία προκύπτει ότι πρέπει να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια για τη διατήρηση των προσωπικών σχέσεων και της οικογενειακής ενότητας ή για την «επανασύσταση» της οικογένειας (10).
38. Συναφώς, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου λαμβάνει υπόψη διάφορες ατομικές περιστάσεις αφορώσες το τέκνο, προκειμένου να προσδιορίσει με τον καλύτερο τρόπο το συμφέρον του και να διασφαλιστεί το ευ ζην του. Λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, την ηλικία του και την ωριμότητά του, καθώς και τον βαθμό της εξαρτήσεώς του σε σχέση με τους γονείς του, και συνεκτιμά, συναφώς, την παρουσία ή την απουσία των γονέων. Ενδιαφέρεται επίσης για το περιβάλλον εντός του οποίου ζει το τέκνο και την κατάσταση του κράτους προελεύσεως αυτού προκειμένου να εκτιμήσει τις δυσχέρειες τις οποίες ενδέχεται να αντιμετωπίσει στο κράτος αυτό (11). Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των στοιχείων και σταθμίζοντάς τα με το γενικό συμφέρον του συμβαλλόμενου κράτους, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κρίνει αν με την απόφαση του εν λόγω κράτους επιτεύχθηκε η προσήκουσα ισορροπία και τηρήθηκαν οι επιταγές του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
39. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά την εφαρμογή της οδηγίας 2003/86 και την εξέταση των αιτήσεων οικογενειακής επανενώσεως, οι αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει να προβαίνουν σε ισόρροπη και εύλογη εκτίμηση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων τέκνων (12).
40. Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω στοιχείων, εάν εκτιμηθεί η ισορροπία αυτή στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι η θυγατέρα των A και S έφθασε μόνη και ανήλικη στη επικράτεια του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, δεύτερον, ότι κατάγεται από την Ερυθραία και, τρίτον, ότι η αναγνώριση σε αυτήν του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση θα παράσχει τη δυνατότητα επανασυστάσεως ολόκληρης της οικογένειας. Αυτό θα ευνοήσει τον σεβασμό του δικαιώματος στην προσωπική και οικογενειακή ζωή όλων των μελών της, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, όταν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αποφάνθηκε επί της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως, η ενδιαφερόμενη, η οποία αφίχθη ως ασυνόδευτη ανήλικη στην επικράτεια του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, ήταν ενήλικη και δεν μπορεί πλέον να θεωρείται παιδί, υπό τη στενή του όρου έννοια.
41. Στο μέτρο αυτό, η δυνατότητα αναγνωρίσεως του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση σε πρόσωπο, όπως η θυγατέρα των προσφευγόντων στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία αφίχθη ανήλικη και ασυνόδευτη σε κράτος μέλος, αλλά στην οποία αναγνωρίσθηκε η ιδιότητα του πρόσφυγα αφού ενηλικιώθηκε και μπορούσε, επομένως, να ζητήσει να επωφεληθεί από τις σχετικές με το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση διατάξεις μόνο κατόπιν τούτου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, δεν φαίνεται να υπερβαίνει τους σκοπούς που καθορίζονται για τα κράτη μέλη.
42. Επιπλέον, όπως επισημαίνουν οι προσφεύγοντες στην υπόθεση της κύριας δίκης, το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 10, παράγραφος 3, της ως άνω οδηγίας, δεν μπορεί να εξαρτάται από την ταχύτητα με την οποία οι διοικητικές υπηρεσίες κράτους μέλους μπορούν να εξετάζουν τις αιτήσεις ασύλου, πόσω μάλλον όταν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ενηλικιώνονται εντός μερικών μηνών, και ενώ τα θεσμικά όργανα καλούν τακτικά τα κράτη μέλη να εξετάζουν κατά προτεραιότητα τις αιτήσεις ασύλου ασυνόδευτων ανηλίκων, προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η ιδιαίτερη ευάλωτη θέση τους η οποία χρήζει ειδικής προστασίας (13).
43. Στην υπόθεση της κύριας δίκης, η ενδιαφερόμενη υπήχθη στο καθεστώς πρόσφυγα οκτώ μήνες μετά την άφιξή της στην επικράτεια του Βασιλείου των Κάτω Χωρών. Επομένως, η υπό κρίση υπόθεση εμπίπτει στους συνήθεις χρόνους εξετάσεως των αιτήσεων ασύλου, ενώ το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/85/ΕΚ (14), η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, πρόβλεπε ότι οι αιτήσεις ασύλου πρέπει να εξετάζονται εντός βραχείας προθεσμίας, περίπου έξι μηνών, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της.
44. Συναφώς, επισημαίνω, επίσης, ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι πρέπει να προτιμάται ερμηνεία χάρη στην οποία μπορεί να διασφαλίζεται ότι η ευδοκίμηση της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως εξαρτάται κυρίως από περιστάσεις καταλογιστέες στον αιτούντα και όχι στη διοίκηση, όπως είναι η διάρκεια διεκπεραιώσεως της αιτήσεως (15).
45. Τα στοιχεία αυτά συνηγορούν υπέρ της ευρείας ερμηνείας των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο στʹ, και του άρθρου 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/86, λαμβανομένου υπόψη του συνήθους χρόνου εξετάσεως των αιτήσεων ασύλου και της δυνατότητας των αρχών να εξετάζουν κατά προτεραιότητα τις αιτήσεις ορισμένων αιτούντων άσυλο, ιδίως όταν αυτοί πρόκειται να ενηλικιωθούν σύντομα.
46. Επιπλέον, ο αναγνωριστικός χαρακτήρας της αναγνωρίσεως της ιδιότητας του πρόσφυγα συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιδιώκουν να απαλλαγούν από τις υποχρεώσεις τους ή να τις καταστρατηγήσουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταστήσουν άνευ ουσίας τους κανόνες του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, αρνούμενα να εξετάζουν ταχέως τις αιτήσεις ασύλου των ανηλίκων που ευρίσκονται ασυνόδευτοι στην επικράτειά τους, με ανομολόγητο σκοπό να μην εφαρμόζουν το δικαίωμα προτιμήσεως στην οικογενειακή επανένωση το οποίο διαθέτουν οι ασυνόδευτοι ανήλικοι πρόσφυγες. Πρέπει να αποτρέπεται η αυστηρή εφαρμογή των εν λόγω κανόνων, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα να αποθαρρύνει τους αιτούντες άσυλο και θα αυξήσει έτι πλέον τα εμπόδια τα οποία ήδη αντιμετωπίζουν τα πρόσωπα αυτά και οι οικογένειές τους (16).
47. Εν προκειμένω δεν τίθεται ζήτημα καθιερώσεως περιπτωσιολογικού χειρισμού ώστε να καθοριστεί ότι, για κάποιο χρονικό διάστημα, το δικαίωμα προτιμήσεως των ανηλίκων στην οικογενειακή επανένωση πρέπει να διατηρείται ακόμη και όταν αυτοί ενηλικιώνονται. Δεν πρέπει να παραγνωρίζονται οι έννομες συνέπειες που συνδέονται με την ενηλικίωση. Εντούτοις, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι πολύ νεαροί ενήλικοι πρόσφυγες θα πρέπει να μπορούν να επωφεληθούν των προστατευτικών διατάξεων της οδηγίας 2003/86, λαμβανομένων υπόψη της αλληλουχίας των διαδικασιών, του προσφάτου της ενηλικιώσεως και της δυνατότητας να καταστεί εφικτή η οικογενειακή επανένωση.
48. Συγκεκριμένα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και λαμβανομένου πάντοτε υπόψη του αναγνωριστικού και αναδρομικού χαρακτήρα της αναγνωρίσεως της ιδιότητας του πρόσφυγα, η οποία καθιστά εφικτή την κατάθεση αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως, η αναγνώριση του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση σε πρόσωπο το οποίο κατέθεσε αίτηση ασύλου ενώ ήταν ανήλικο δεν συνιστά υπέρμετρα ευρεία ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2003/86.
49. Εάν το Δικαστήριο δεν υιοθετήσει την πρόταση αυτή, θα πρέπει να υπομνησθεί, επικουρικώς, ότι, λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων 8 και 10 της ως άνω οδηγίας, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν για τους πρόσφυγες πιο ευνοϊκές προϋποθέσεις οικογενειακής επανενώσεως και μπορούν να επιτρέπουν την οικογενειακή επανένωση των ανιόντων. Ειδικότερα, η ενηλικίωση έχει μόνο ως συνέπεια να μην ισχύουν πλέον το δικαίωμα προτιμήσεως και οι ευνοϊκότεροι κανόνες που ίσχυαν για τον ενδιαφερόμενο όταν ήταν ανήλικος όσον αφορά το δικαίωμά του στην οικογενειακή επανένωση.
50. Επισημαίνονται επίσης το δίκαιο της Ένωσης και το διεθνές δίκαιο στα οποία προβλέπεται ότι οι αιτήσεις οικογενειακής επανενώσεως που καταθέτουν πρόσωπα στα οποία έχει αναγνωρισθεί η ιδιότητα του πρόσφυγα πρέπει να εξετάζονται από τα κράτη μέλη με ιδιαίτερη ταχύτητα και θετικό πνεύμα (17).
51. Στο μέτρο αυτό, ακόμη και αν, εν προκειμένω, η θυγατέρα των A και S δεν θεωρούνταν ασυνόδευτος ανήλικος, οι διατάξεις της οδηγίας 2003/86 δεν θα μπορούσαν να έχουν την έννοια ότι παρακωλύουν τη δυνατότητα αυτής να ζητήσει την οικογενειακή επανένωση με τους ανιόντες της, και τούτο βάσει των διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την είσοδο και τη διαμονή, λόγω οικογενειακής επανενώσεως, των εξ αίματος και πρώτου βαθμού ανιόντων του συντηρούντος, εφόσον αυτός έχει την ευθύνη συντηρήσεώς τους και τα άτομα αυτά στερούνται της απαραίτητης οικογενειακής υποστηρίξεως στη χώρα καταγωγής.
52. Επομένως, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, αφενός, αν το εθνικό δίκαιο προβλέπει τη δυνατότητα να γίνει δεκτή αίτηση οικογενειακής επανενώσεως για τους ανιόντες πρόσφυγα και, αφετέρου, αν η συγκεκριμένη περίπτωση πληροί τις οικείες προϋποθέσεις.
53. Εντούτοις, η εφαρμογή μιας τέτοιας ερμηνείας στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει ότι πρέπει να εξεταστεί το κατά πόσον ένα πρόσωπο, πρόσφατα ενηλικιωθέν, είναι σε θέση να αναλάβει μόνο του την κάλυψη των αναγκών μιας ολόκληρης οικογένειας.
54. Κατά την άποψή μου, πρέπει να διασφαλίζεται όσο το δυνατόν ευρύτερη προστασία προκειμένου να λαμβάνεται κατά το δυνατόν υπόψη η ιδιαίτερα ευάλωτη θέση στην οποία ευρίσκονται οι ασυνόδευτοι ανήλικοι οι οποίοι εισέρχονται στα κράτη μέλη, καθώς και οι νεαροί ενήλικοι, οι οποίοι διαθέτουν την ιδιότητα του πρόσφυγα (18) και των οποίων η ωριμότητα πρέπει να εκτιμηθεί, χωρίς αυτό να μπορεί να θέτει σε κίνδυνο τους στόχους που καθόρισε ο νομοθέτης της Ένωσης σε σχέση με τον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών.
55. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι η οικογενειακή επανένωση αποτελεί τον κανόνα (19) και ότι οι εξαιρέσεις από τον κανόνα αυτό πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η χορήγηση άδειας οικογενειακής επανενώσεως μέσω του συντηρούντος τέκνου δεν συνιστά ιδιαίτερο κίνδυνο για τις εθνικές πολιτικές, δεδομένου ότι οι γονείς μπορούν οι ίδιοι να ζητήσουν την οικογενειακή επανένωση για τα τέκνα τους, όταν αυτά είναι ανήλικα και εξαρτώμενα από αυτούς.
56. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εκτιμώνται επίσης τα στοιχεία εξαρτήσεως καθώς και οι συναισθηματικοί και υλικοί δεσμοί ως προς το συγκεκριμένο είδος οικογενειακής επανενώσεως. Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ιδίως στις σύγχρονες κοινωνίες μας, ότι ο δεσμός εξαρτήσεως, ο οποίος υφίσταται μεταξύ γονέων και τέκνων, παύει να υφίσταται αμέσως μετά την ημερομηνία ενηλικιώσεως του τέκνου κατά την οποία αυτό δεν μπορεί να θεωρείται πλέον ανήλικο.
57. Επιπλέον, σκοπός της οδηγίας 2003/86 είναι να αντιμετωπιστεί η ευάλωτη θέση των ενδιαφερόμενων προσώπων. Η μη αναγνώριση της ευάλωτης θέσεως των προσώπων που φθάνουν στην επικράτεια των κρατών μελών από την Ερυθραία ενώ είναι ανήλικα και στα οποία αναγνωρίσθηκε η ιδιότητα του πρόσφυγα, ακόμη και αν ενηλικιώθηκαν στο μεταξύ, θα αντέβαινε στους σκοπούς που επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης.
58. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι πρέπει να θεωρείται ασυνόδευτος ανήλικος, κατά την έννοια του άρθρου 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο στʹ, της ως άνω οδηγίας, υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ηλικίας κάτω των 18 ετών, ο οποίος εισέρχεται σε κράτος μέλος χωρίς να συνοδεύεται από τον κατά τον νόμο ή το έθιμο υπεύθυνο ενήλικο, καταθέτει αίτηση ασύλου και, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ενηλικιώνεται πριν χορηγηθεί σε αυτόν άσυλο, με αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία της αιτήσεως, και ζητεί, τέλος, να επωφεληθεί του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση που αναγνωρίζεται στους ανήλικους ασυνόδευτους πρόσφυγες βάσει των διατάξεων του άρθρου 10, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας.
59. Εάν το Δικαστήριο δεν ήθελε εφαρμόσει την ερμηνεία αυτή, θα πρέπει να διερευνηθούν οι επιλογές του νομοθέτη της Ένωσης, όταν εξέδωσε την οδηγία 2003/86, χωρίς ρητή μνεία της ημερομηνίας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση της ιδιότητας του ασυνόδευτου ανηλίκου, κατά την έννοια του άρθρου 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας. Επομένως, είτε ο νομοθέτης επέλεξε την πλήρη εναρμόνιση, η οποία δεν αφήνει κανένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στα κράτη μέλη, είτε επέλεξε να παράσχει ευρύτατη διακριτική ευχέρεια στα εν λόγω κράτη για τον καθορισμό, τηρουμένων πάντως των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, του καταλληλότερου χρόνου για την εκτίμηση του δικαιώματος προσώπου να επωφεληθεί των περί οικογενειακής επανενώσεως διατάξεων, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας.
60. Συναφώς, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζουν το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Πολωνίας και η Επιτροπή, οι οικείες διατάξεις δεν είναι προαιρετικές, αλλά υποχρεωτικές, κατά τις διατάξεις του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86. Στην περίπτωση ασυνόδευτου και ανήλικου πρόσφυγα, τα κράτη μέλη «επιτρέπουν» την είσοδο και τη διαμονή, για λόγους οικογενειακής επανενώσεως, των εξ αίματος ανιόντων του. Η διάταξη αυτή έχει επιτακτικό χαρακτήρα και επιβάλλει στα κράτη μέλη συγκεκριμένες θετικές υποχρεώσεις. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν διαθέτουν καμία εξουσία εκτιμήσεως και, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι υπάρχει τέτοια εξουσία, αυτή θα έπρεπε να ασκείται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μη θίγεται ο σκοπός της οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στο να καταστήσει ευχερέστερη την οικογενειακή επανένωση (20).
61. Συγκεκριμένα, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι πρόσφυγες διαθέτουν δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση των εξ αίματος πρώτου βαθμού ανιόντων τους. Συναφώς, εξάλλου, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86 επιβάλλει στα κράτη μέλη συγκεκριμένες θετικές υποχρεώσεις, στις οποίες αντιστοιχούν σαφώς καθορισμένα δικαιώματα, καθόσον, στις περιπτώσεις που ορίζει η οδηγία, το εν λόγω άρθρο επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να επιτρέπουν την οικογενειακή επανένωση ορισμένων μελών της οικογένειας του συντηρούντος, χωρίς να δύνανται να κάνουν χρήση της εξουσίας τους εκτιμήσεως (21).
62. Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι, εάν τα κράτη μέλη διαθέτουν παρ’ όλα αυτά κάποια διακριτική ευχέρεια, κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2003/86, για τη θέσπιση προϋποθέσεων στην άσκηση του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση, η δυνατότητα αυτή θα πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, δεδομένου ότι, κατά γενικό κανόνα, η οικογενειακή επανένωση επιτρέπεται (22).
63. Επομένως, η σιγή του νομοθέτη της Ένωσης όσον αφορά την ημερομηνία η οποία καθιστά εφικτή την εκτίμηση του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση, όταν το πρόσωπο που ασκεί το δικαίωμα είναι ασυνόδευτος ανήλικος και οι συνοδοί είναι οι ανιόντες του, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως αναγνώριση διακριτικής ευχέρειας στα κράτη μέλη κατά την εκτίμηση των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται ώστε ο ενδιαφερόμενος να μπορεί να επωφεληθεί αυτής της καταρχήν προστασίας και του δικαιώματος προτιμήσεως. Τα κράτη μέλη διαθέτουν εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη χορήγηση άδειας οικογενειακής επανενώσεως μόνο εάν ο ενδιαφερόμενος δεν θεωρείται πλέον ασυνόδευτος ανήλικος.
64. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να αποκλειστεί η εφαρμογή των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας προκειμένου να απαντηθεί το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο στο Δικαστήριο, εάν το Δικαστήριο αποφανθεί, όπως προτείνω, ότι το πρόσωπο που αφίχθη ανήλικο σε κράτος μέλος και στο οποίο αναγνωρίσθηκε η ιδιότητα του πρόσφυγα αφού ενηλικιώθηκε πρέπει, παρ’ όλα αυτά, να θεωρείται ασυνόδευτος ανήλικος, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/86, και να μπορεί, ως εκ τούτου, να ασκήσει το προβλεπόμενο στις διατάξεις του άρθρου 10, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας προνομιακό δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση.
65. Εάν το Δικαστήριο δεν δεχθεί τα ανωτέρω όσον αφορά τον υποχρεωτικό χαρακτήρα των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης διατάξεων και όσον αφορά τη δυνατότητα να θεωρηθεί η ενδιαφερόμενη «ασυνόδευτος ανήλικος», θα πρέπει να επισημανθεί ότι ερμηνεία του άρθρου 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/86 η οποία θα συνεπάγεται ότι η ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να καθοριστεί αν ο αιτών διαθέτει δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση είναι εκείνη της καταθέσεως της αιτήσεως επανενώσεως δεν θα ανταποκρίνεται στην απαίτηση περί αποτελεσματικότητας. Συγκεκριμένα, μια τέτοια ερμηνεία θα έθιγε τη δυνατότητα των προσώπων να επωφεληθούν της οικογενειακής επανενώσεως, ενώ, όπως προεκτέθηκε, σκοπός της οδηγίας είναι ακριβώς να διευκολύνει την προστασία της οικογένειας, ιδίως με την αναγνώριση δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση για τους πρόσφυγες (23).
66. Βάσει των προεκτεθέντων προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ασυνόδευτος ανήλικος, κατά την έννοια του άρθρου 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/86, υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ηλικίας κάτω των 18 ετών, ο οποίος εισέρχεται σε κράτος μέλος χωρίς να συνοδεύεται από τον κατά τον νόμο ή το έθιμο υπεύθυνο ενήλικο, καταθέτει αίτηση ασύλου και, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ενηλικιώνεται προτού χορηγηθεί σε αυτόν άσυλο, με αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία της αιτήσεως, και ζητεί, τέλος, να επωφεληθεί του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση που αναγνωρίζεται στους ανήλικους ασυνόδευτους πρόσφυγες βάσει των διατάξεων του άρθρου 10, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας.
V. Πρόταση
67. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Rechtbank Den Haag, zittingsplaats Amsterdam (πρωτοδικείο Χάγης, τόπος συνεδριάσεως στο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) ως εξής:
Ως ασυνόδευτος ανήλικος μπορεί να χαρακτηρισθεί, κατά το άρθρο 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ηλικίας κάτω των 18 ετών, ο οποίος εισέρχεται σε κράτος μέλος χωρίς να συνοδεύεται από τον κατά τον νόμο ή το έθιμο υπεύθυνο ενήλικο, καταθέτει αίτηση ασύλου και, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ενηλικιώνεται προτού χορηγηθεί σε αυτόν άσυλο, με αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία της αιτήσεως, και ζητεί, τέλος, να επωφεληθεί του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση που αναγνωρίζεται στους ανήλικους ασυνόδευτους πρόσφυγες βάσει των διατάξεων του άρθρου 10, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας.