Περιβάλλον, «Αναίρεση – Ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως (ΕΕ) 2017/1442 – Άρθρο 16, παράγραφοι 4 και 5, ΣΕΕ – Άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις – Διαχρονική εφαρμογή – Κανόνες ψηφοφορίας εντός του Συμβουλίου – Ειδική πλειοψηφία»
Προσωρινό κείμενο
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ΝΙΚΟΛΑ ΑΙΜΙΛΙΟΥ
της 10ης Μαρτίου 2022 (1)
Υπόθεση C‑207/21 P
Ευρωπαϊκή Επιτροπή
κατά
Δημοκρατίας της Πολωνίας
«Αναίρεση – Ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως (ΕΕ) 2017/1442 – Άρθρο 16, παράγραφοι 4 και 5, ΣΕΕ – Άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις – Διαχρονική εφαρμογή – Κανόνες ψηφοφορίας εντός του Συμβουλίου – Ειδική πλειοψηφία»
I. Εισαγωγή
1. Οι κανόνες ψηφοφορίας για τη λήψη αποφάσεων εντός του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεωρούνται, κατά παράδοση, από τους πάντες, με εξαίρεση όσους (ελάχιστους) είναι εκ των έσω εξοικειωμένοι με αυτούς, ως ένας δυσεπίλυτος γρίφος. Πράγματι, εξαιτίας συμβιβασμών που προέκυψαν κατόπιν σκληρών διαπραγματεύσεων και αποτυπώθηκαν με μεγάλη προσοχή κατά τη σύνταξη των κανόνων, οι τελευταίοι, δυστυχώς, κάθε άλλο παρά απλοί είναι.
2. Κατά τα τελευταία 70 έτη, οι κανόνες ψηφοφορίας εντός του Συμβουλίου έχουν τροποποιηθεί αρκετές φορές, τόσο συνεπεία ρητών τροποποιήσεων των Συνθηκών όσο και βάσει άλλων ειδών κανόνων ή πρακτικών που αποτέλεσαν αντικείμενο επίσημων ή ανεπίσημων συμφωνιών (2). Ειδικότερα, οι κανόνες σχετικά με την ψηφοφορία εντός του Συμβουλίου αναθεωρήθηκαν εκ νέου, και μάλιστα σε κάποιο βαθμό απλοποιήθηκαν, με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας (3).
3. Με απλά λόγια, αναλόγως του υπό συζήτηση ζητήματος, το Συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις του με απλή ή με ειδική πλειοψηφία ή με ομοφωνία (4). Η ειδική πλειοψηφία –η οποία είναι η πλέον χρησιμοποιούμενη και σημαντικότερη μέθοδος ψηφοφορίας εντός του Συμβουλίου– ορίζεται πλέον, πλην εξαιρέσεων, ως διπλή πλειοψηφία. Δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 4, ΣΕΕ, η ειδική πλειοψηφία επιτυγχάνεται, στις περισσότερες περιπτώσεις (5), όταν «τουλάχιστον 55 % των μελών του Συμβουλίου, το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον δέκα πέντε μέλη και αντιπροσωπεύει κράτη μέλη που συγκεντρώνουν ποσοστό τουλάχιστον 65 % του πληθυσμού της Ένωσης», τάσσονται με την ψήφο τους υπέρ της θεσπίσεως της επίμαχης πράξεως.
4. Εντούτοις, το ως άνω σύστημα της διπλής πλειοψηφίας δεν εφαρμόστηκε με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, αλλά άρχισε να εφαρμόζεται μόλις από την 1η Νοεμβρίου 2014. Επιπλέον, σύμφωνα με το πρωτόκολλο (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις (6), κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου –ήτοι, από την 1η Νοεμβρίου 2014 έως την 31η Μαρτίου 2017– κάθε μέλος του Συμβουλίου μπορούσε να ζητήσει τη διεξαγωγή ψηφοφορίας επί ορισμένης πράξεως σύμφωνα με τους κανόνες του άρθρου 3 του εν λόγω πρωτοκόλλου, οι οποίοι αντιστοιχούν κατ’ ουσίαν στους κανόνες της ειδικής πλειοψηφίας που προβλέπονταν από τη Συνθήκη της Νίκαιας.
5. Η υπό κρίση υπόθεση αφορά τη διαχρονική εφαρμογή του ως άνω πρωτοκόλλου. Εν συντομία, το ζήτημα που τίθεται στην υπό κρίση υπόθεση είναι αν, προς εξασφάλιση της εφαρμογής των «παλαιών» κανόνων περί ειδικής πλειοψηφίας, αρκούσε ορισμένο μέλος του Συμβουλίου να ζητήσει την εφαρμογή των οικείων ρυθμίσεων μεταξύ της 1ης Νοεμβρίου 2014 και της 31ης Μαρτίου 2017 ή αν ήταν αναγκαία και η διεξαγωγή της ψηφοφορίας κατά τη διάρκεια της εν λόγω χρονικής περιόδου.
[…]
III. Το ιστορικό της διαφοράς
14. Στις 9 Μαρτίου 2017 η Επιτροπή, ως ασκούσα την προεδρία της επιτροπής, υπέβαλε στην επιτροπή σχέδιο εκτελεστικής αποφάσεως περί καθορισμού των συμπερασμάτων σχετικά με τις ΒΔΤ, βάσει της οδηγίας 2010/75, για τις μεγάλες μονάδες καύσεως (στο εξής: ΜΜΚ).
15. Με επιστολή της 23ης Μαρτίου 2017, η Επιτροπή κάλεσε τα μέλη της επιτροπής σε συνεδρίαση η οποία επρόκειτο να λάβει χώρα στις 28 Απριλίου 2017. Αντικείμενο της συνεδριάσεως αυτής ήταν η διεξαγωγή ψηφοφορίας επί της γνωμοδοτήσεως σχετικά με το ανωτέρω σχέδιο εκτελεστικής αποφάσεως. Στην ανωτέρω επιστολή είχε επισυναφθεί σχέδιο ημερησίας διατάξεως.
16. Στις 30 Μαρτίου 2017 η Δημοκρατία της Πολωνίας ζήτησε η επιτροπή να ψηφίσει επί της γνωμοδοτήσεως σχετικά με το ανωτέρω σχέδιο εκτελεστικής αποφάσεως σύμφωνα με τους κανόνες ψηφοφορίας του άρθρου 3, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36.
17. Στις 4 Απριλίου 2017 η νομική υπηρεσία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης απηύθυνε στην Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων των κρατών μελών γνωμοδότηση κατά την οποία, κατ’ ουσίαν, για να λάβει χώρα ψηφοφορία επί σχεδίου πράξεως σύμφωνα με τους κανόνες που ίσχυαν πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, το οικείο κράτος μέλος θα έπρεπε να είχε υποβάλει σχετικό αίτημα το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2017 και η ζητηθείσα ψηφοφορία θα έπρεπε να είχε επίσης διεξαχθεί πριν από την ημερομηνία αυτή.
18. Στις 10 Απριλίου 2017 η Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος της Επιτροπής απέρριψε το αίτημα που είχε υποβάλει η Δημοκρατία της Πολωνίας στις 30 Μαρτίου 2017, με την αιτιολογία ότι η ψηφοφορία επί της γνωμοδοτήσεως είχε οριστεί να διεξαχθεί στις 28 Απριλίου 2017, ήτοι μετά τις 31 Μαρτίου 2017, ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36.
19. Στις 28 Απριλίου 2017 έλαβε χώρα συνεδρίαση της επιτροπής, κατά την οποία τα μέλη ψήφισαν για την έκδοση γνωμοδοτήσεως επί τροποποιημένου σχεδίου εκτελεστικής αποφάσεως. Η ψηφοφορία διεξήχθη σύμφωνα με τους κανόνες ψηφοφορίας του άρθρου 16, παράγραφος 4, ΣΕE και όχι σύμφωνα με τους κανόνες του άρθρου 3, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36. Η ψηφοφορία κατέληξε σε θετική γνωμοδότηση της επιτροπής επί του σχεδίου, κατόπιν θετικής ψήφου 20 κρατών μελών τα οποία αντιπροσώπευαν το 65,14 % του πληθυσμού και το 71,43 % των μελών της εν λόγω επιτροπής. Οκτώ κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και η Δημοκρατία της Πολωνίας, έδωσαν αρνητική ψήφο.
20. Στις 31 Ιουλίου 2017, κατόπιν της προαναφερθείσας ψηφοφορίας, η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2017/1442 για τον καθορισμό των συμπερασμάτων για τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές (ΒΔΤ) βάσει της οδηγίας 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ΜΜΚ (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) (11).
21. Η προσβαλλόμενη απόφαση καθορίζει, μεταξύ άλλων, τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές όσον αφορά τις εκπομπές οξειδίων του αζώτου (NOx), υδράργυρου (Hg) και χλωριούχου υδρογόνου (HCl) για τις ΜΜΚ, ήτοι για τις εγκαταστάσεις συνολικής ονομαστικής θερμικής ισχύος τουλάχιστον 50 μεγαβάτ (MW), ανεξαρτήτως του είδους του χρησιμοποιούμενου καυσίμου.
IV. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
22. Στις 11 Οκτωβρίου 2017 η Δημοκρατία της Πολωνίας άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, προβάλλοντας πέντε λόγους ακυρώσεως.
23. Στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας και η Ουγγαρία παρενέβησαν υπέρ της Δημοκρατίας της Πολωνίας, ενώ το Βασίλειο του Βελγίου, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας παρενέβησαν υπέρ της Επιτροπής.
24. Με την απόφασή του της 27ης Ιανουαρίου 2021 (12), το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό τον πρώτο λόγο ακυρώσεως που είχε προβάλει η Δημοκρατία της Πολωνίας, κατά τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να είχε εκδοθεί σύμφωνα με τους «παλαιούς» κανόνες περί ειδικής πλειοψηφίας, που προβλέπονται στο πρωτόκολλο αριθ. 36, και όχι σύμφωνα με τους «νέους» κανόνες της Συνθήκης της Λισσαβώνας.
25. Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στην ως άνω κρίση έχοντας προηγουμένως ερμηνεύσει το άρθρο 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 υπό το πρίσμα της «γραμματικής, συστηματικής, τελολογικής και ιστορικής ερμηνείας», λαμβάνοντας υπόψη τις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις του εν λόγω πρωτοκόλλου (13).
26. Πρώτον, όσον αφορά τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το γράμμα της εν λόγω διατάξεως στερείται σαφήνειας, ακόμη και κατόπιν συγκρίσεως των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων. Ειδικότερα, κατά το Γενικό Δικαστήριο, δεν προκύπτει από το κείμενο αν συγκεκριμένη πράξη, ως προς την οποία μέλος του Συμβουλίου ζήτησε, μεταξύ της 1ης Νοεμβρίου 2014 και της 31ης Μαρτίου 2017, να θεσπισθεί σύμφωνα με τους «παλαιούς» κανόνες περί ειδικής πλειοψηφίας, έπρεπε επιπλέον να θεσπισθεί εντός της συγκεκριμένης περιόδου (14).
27. Δεύτερον, κατά το Γενικό Δικαστήριο, ούτε η ιστορική ερμηνεία της επίμαχης διατάξεως παρέσχε διευκρινίσεις ως προς την προσήκουσα ερμηνεία της τελευταίας. Εξάλλου, κρίθηκε ότι δεν μπορούσαν να αντληθούν χρήσιμα συμπεράσματα από τα έγγραφα που προσκόμισαν οι μετέχοντες στη διαδικασία (15).
28. Τρίτον, όσον αφορά την τελολογική ερμηνεία, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι σκοπός του πρωτοκόλλου αριθ. 36 είναι, κατά τη μοναδική αιτιολογική σκέψη του, «να οργανωθεί η μετάβαση από τις θεσμικές διατάξεις των Συνθηκών που εφαρμόζονται πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας σε εκείνες που προβλέπονται στην εν λόγω Συνθήκη». Προς τούτο, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 παρείχε σε κράτος μέλος το δικαίωμα να ζητήσει, για ορισμένο χρονικό διάστημα, την εφαρμογή των «παλαιών» κανόνων περί ειδικής πλειοψηφίας. Όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, η προτεινόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία θα καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τον ρητό καθορισμό περιόδου για την άσκηση του εν λόγω προνομίου. Συγκεκριμένα, θα περιόριζε σημαντικά την προθεσμία εντός της οποίας ένα κράτος μέλος θα μπορούσε πράγματι να ζητήσει ψηφοφορία σύμφωνα με τους κανόνες της Συνθήκης της Νίκαιας. Αντιθέτως, η προτεινόμενη από τη Δημοκρατία της Πολωνίας ερμηνεία ήταν, κατά το Γενικό Δικαστήριο, ικανή να διασφαλίσει ότι ένα κράτος μέλος δύναται να ασκήσει λυσιτελώς, καθ’ όλη τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου, το προαναφερθέν δικαίωμα (16).
29. Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι υπέρ του ως άνω συμπεράσματος συνηγορεί και η συστηματική ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36. Η εν λόγω διάταξη εντάσσεται σε σύνολο διατάξεων που αφορούν τον καθορισμό τριών μεταβατικών σταδίων για την εφαρμογή των κανόνων περί ειδικής πλειοψηφίας που θεσπίζονται με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ως εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 16, παράγραφος 4, ΣΕΕ αλλά ως διάταξη μεταβατικού χαρακτήρα, της οποίας η πρακτική αποτελεσματικότητα πρέπει να διασφαλίζεται (17).
30. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε ότι, αντιθέτως προς όσα υποστήριζε η Επιτροπή, η προτεινόμενη από τη Δημοκρατία της Πολωνίας ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 ήταν σύμφωνη προς την απαίτηση οι μεταβατικές διατάξεις να ερμηνεύονται στενά. Επισήμανε ότι το δικαίωμα των μελών του Συμβουλίου προς υποβολή αιτήματος υπόκειται σε χρονικό περιορισμό. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε αβάσιμο το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η ως άνω ερμηνεία αντιβαίνει στον σκοπό που επιδιώκει η Συνθήκη της Λισσαβώνας να ενισχύσει τη δημοκρατική νομιμοποίηση των ψήφων εντός του Συμβουλίου. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 εμπίπτει στο πρωτογενές δίκαιο και ότι, ως εκ τούτου, η πρακτική του αποτελεσματικότητα δεν θα πρέπει να θίγεται συνεπεία μιας «πρόωρης εφαρμογής του άρθρου 16, παράγραφος 4, ΣΕΕ» (18).
31. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η προκριθείσα ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 ήταν σύμφωνη προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Το χρονικό διάστημα εντός του οποίου ένα μέλος του Συμβουλίου μπορούσε να ζητήσει την εφαρμογή των «παλαιών» κανόνων περί ειδικής πλειοψηφίας ήταν ρητώς περιορισμένο. Αντιθέτως, η προτεινόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία θα δημιουργούσε αβεβαιότητα όσον αφορά την προθεσμία εντός της οποίας θα μπορούσε να ασκηθεί το ως άνω δικαίωμα, καθόσον εξαρτά εν τέλει την άσκησή του από την ημερομηνία διεξαγωγής της ψηφοφορίας, η οποία θα μπορούσε να εξαρτάται από πληθώρα μεταβλητών παραγόντων. Επιπλέον, η προτεινόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία οδηγούσε, κατά το Γενικό Δικαστήριο, στη δυνατότητα καταστρατηγήσεως της επίμαχης μεταβατικής διατάξεως, δεδομένου ότι η εφαρμογή της θα μπορούσε να αποτραπεί απλώς και μόνον μέσω του καθορισμού της ημερομηνίας ψηφοφορίας επί σχεδίου πράξεως μετά τις 31 Μαρτίου 2017 (19).
32. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 έχει την έννοια ότι, για να θεωρηθεί ότι ένα σχέδιο πράξεως εγκρίθηκε σύμφωνα με τους κανόνες της ειδικής πλειοψηφίας του άρθρου 3, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 αρκεί ένα κράτος μέλος να ζητήσει την εφαρμογή των κανόνων αυτών μεταξύ 1ης Νοεμβρίου 2014 και 31ης Μαρτίου 2017, χωρίς να είναι αναγκαίο να λάβει χώρα και η ψηφοφορία επί του εν λόγω σχεδίου πράξεως μεταξύ των ημερομηνιών αυτών (20).
33. Κατά συνέπεια, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο:
– ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση·
– διέταξε να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως έως την έναρξη ισχύος, εντός εύλογης προθεσμίας η οποία δεν μπορούσε να υπερβαίνει τους 12 μήνες από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως, νέας πράξεως εκδοθείσας προς αντικατάστασή της, σύμφωνα με τους κανόνες της ειδικής πλειοψηφίας που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις·
– υποχρέωσε την Επιτροπή να φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα και την καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα της Δημοκρατίας της Πολωνίας· περαιτέρω, υποχρέωσε το Βασίλειο του Βελγίου, τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, τη Γαλλική Δημοκρατία, την Ουγγαρία και το Βασίλειο της Σουηδίας να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.
[…]
VI. Εκτίμηση
38. Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει έναν και μόνο λόγο, ο οποίος βάλλει κατά των σκέψεων 38 έως 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
Α. Επιχειρηματολογία των διαδίκων
39. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθόσον έκρινε ότι η επιτροπή όφειλε να ψηφίσει επί του σχεδίου πράξεως σύμφωνα με τους κανόνες περί ειδικής πλειοψηφίας του άρθρου 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 απλώς και μόνο για τον λόγο ότι ένα κράτος μέλος είχε ζητήσει την εφαρμογή των εν λόγω κανόνων πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, ήτοι στις 31 Μαρτίου 2017, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η ημερομηνία διεξαγωγής της ψηφοφορίας επί του οικείου σχεδίου ήταν μεταγενέστερη της 31ης Μαρτίου 2017. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36, κατά παράβαση του άρθρου 16, παράγραφοι 4 και 5, ΣΕΕ.
40. Κατ’ ουσίαν, ο λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή διακρίνεται σε δύο σκέλη.
41. Στο πρώτο σκέλος, η Επιτροπή εστιάζει στην προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 16, παράγραφος 5, ΣΕΕ. Κατά την άποψή της, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το γράμμα της εν λόγω διατάξεως είναι αμφίσημο. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, δεν νοείται μεταβατική περίοδος μετά τις 31 Μαρτίου 2017. Επομένως, κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο προέκρινε μια ερμηνεία του άρθρου 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 η οποία δεν συνάδει με το άρθρο 16, παράγραφος 5, ΣΕΕ. Επιπλέον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι μεταβατικοί κανόνες πρέπει να ερμηνεύονται στενά, προκειμένου να αποφεύγεται η άσκοπη (και απεριόριστη) παράταση της μεταβατικής περιόδου και η εντεύθεν απορρέουσα ανασφάλεια δικαίου. Πράγματι, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη πρέπει να μπορούν να προβλέπουν την περίοδο εφαρμογής κατά την οποία εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι κανόνες ψηφοφορίας της Συνθήκης της Νίκαιας. Η ημερομηνία αυτή δεν μπορεί να εξαρτάται από την ημερομηνία της ψηφοφορίας επί σχεδίου πράξεως, δεδομένου ότι η εν λόγω ημερομηνία ενδέχεται να διαφέρει λόγω πλείστων όσων παραγόντων.
42. Η ως άνω έλλειψη βεβαιότητας ως προς τους κανόνες που διέπουν την ψηφοφορία επιδεινώθηκε, κατά την Επιτροπή, λόγω της αποχωρήσεως, στις 31 Ιανουαρίου 2020, του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση (στο εξής: Brexit). Λόγω του Brexit, η πλειοψηφία που απαιτείται εντός της επιτροπής για την έγκριση νέου σχεδίου εκτελεστικής αποφάσεως για τον καθορισμό των συμπερασμάτων ΒΔΤ –το οποίο απαιτείται συνεπεία της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως– διαφέρει, εν πάση περιπτώσει, από την πλειοψηφία που απαιτούνταν το 2017.
43. Στο δεύτερο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει παράβαση του άρθρου 16, παράγραφος 4, ΣΕΕ. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 αναιρεί, εν μέρει, την πρακτική αποτελεσματικότητα του κανόνα της διπλής πλειοψηφίας που διατυπώνεται στο άρθρο 16, παράγραφος 4, ΣΕΕ. Οι νέοι κανόνες περί πλειοψηφίας, οι οποίοι θεσπίσθηκαν με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, εισάγουν ένα καθεστώς πιο «δημοκρατικό» από το προγενέστερο, καθόσον αυξάνουν την αντιπροσωπευτικότητα των ψήφων εντός του Συμβουλίου. Επομένως, η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 καθυστερεί την πλήρη εφαρμογή της νέας ρυθμίσεως, όπερ αποτελεί πρόσκομμα στον επιδιωκόμενο από τους συντάκτες της Συνθήκης της Λισσαβώνας σκοπού.
44. Αντιθέτως, η Δημοκρατία της Πολωνίας συντάσσεται με την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36. Κατά την άποψή της, η εν λόγω διάταξη διατυπώνεται –σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις– άνευ αμφισημίας όσον αφορά το δικαίωμα των μελών του Συμβουλίου να ζητήσουν την εφαρμογή των «παλαιών» κανόνων περί ειδικής πλειοψηφίας από την 1η Νοεμβρίου 2014 έως την 31η Μαρτίου 2017. Η Δημοκρατία της Πολωνίας υπογραμμίζει ότι το άρθρο 16, παράγραφοι 4 και 5, ΣΕΕ παραπέμπει στο πρωτόκολλο αριθ. 36 όσον αφορά τις λεπτομέρειες και το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των νέων κανόνων ψηφοφορίας. Κατ’ αυτήν, επομένως, κακώς η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 3 του εν λόγω πρωτοκόλλου προσκρούει στις προαναφερθείσες διατάξεις της Συνθήκης.
45. Επιπροσθέτως, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η προκριθείσα από το Γενικό Δικαστήριο ερμηνεία του άρθρου 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 ουδόλως οδηγεί σε επ’ αόριστον εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως. Είναι προφανέστατο ότι το δικαίωμα να ζητηθεί η εφαρμογή των «παλαιών» κανόνων περί ειδικής πλειοψηφίας δεν μπορεί να ασκηθεί πέραν της 31ης Μαρτίου 2017. Κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, το στοιχείο αβεβαιότητας όσον αφορά το εν λόγω σύστημα προκύπτει ακριβώς δυνάμει της προτεινόμενης από την Επιτροπή ερμηνείας του άρθρου 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36. Συγκεκριμένα, η Δημοκρατία της Πολωνίας υπογραμμίζει ότι η εν λόγω ερμηνεία εξαρτά την εφαρμογή των παλαιών κανόνων από ημερομηνία η οποία, όπως η ίδια η Επιτροπή αναγνωρίζει, μπορεί να διαφέρει αναλόγως πλείστων όσων παραγόντων. Τέλος, η Δημοκρατία της Πολωνίας αμφισβητεί το κατά πόσον οι νέοι κανόνες ψηφοφορίας είναι δημοκρατικότεροι σε σχέση με τους παλαιούς. Ωστόσο, υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, το εν λόγω ζήτημα δεν είναι κρίσιμο όσον αφορά την ερμηνεία των διαφόρων επίδικων διατάξεων οι οποίες, όπως ορθώς επισημαίνεται με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αποτελούν όλες μέρος του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης.
Β. Εκτίμηση του μοναδικού λόγου αναιρέσεως
46. Καταρχάς, οφείλω να επισημάνω ότι, μολονότι στη θεωρία έχουν διατυπωθεί αποκλίνουσες απόψεις (21), φρονώ ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 παρείχε στα μέλη του Συμβουλίου ουσιαστικό δικαίωμα να ζητήσουν τη θέσπιση πράξεως σύμφωνα με τους «παλαιούς» κανόνες περί ειδικής πλειοψηφίας. Σε περίπτωση επίκλησης του εν λόγω δικαιώματος, το Συμβούλιο δεν διέθετε περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την αποδοχή ή μη του σχετικού αιτήματος. Όπως ρητώς διευκρινίζει η ως άνω διάταξη, υπό τις συνθήκες αυτές, «εφαρμόζονται» οι παλαιοί κανόνες (22). Η ερμηνεία αυτή έγινε δεκτή και στο πλαίσιο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, φαίνεται δε να βρίσκει σύμφωνους και τους μετέχοντες στη διαδικασία.
47. Τούτου λεχθέντος, το κρίσιμο στην υπό κρίση υπόθεση ζήτημα είναι αν, προς εξασφάλιση της εφαρμογής των «παλαιών» κανόνων περί ειδικής πλειοψηφίας, αρκούσε ορισμένο κράτος μέλος να ζητήσει την εφαρμογή των οικείων ρυθμίσεων από την 1η Νοεμβρίου 2014 έως την 31η Μαρτίου 2017, ή αν ήταν επιπλέον αναγκαία και η διεξαγωγή της ψηφοφορίας κατά τη διάρκεια της εν λόγω χρονικής περιόδου.
48. Συναφώς, θα ήθελα εκ προοιμίου να επισημάνω ότι δεν θεωρώ πειστικά τα επιχειρήματα που προβάλλει η Επιτροπή κατά της προκριθείσας από το Γενικό Δικαστήριο ερμηνείας του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36. Επομένως, για τους λόγους που θα εκθέσω εν συνεχεία, θα προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής και να επικυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.
49. Πρώτον, συμφωνώ με την Επιτροπή ότι το γράμμα των σχετικών διατάξεων (της Συνθήκης και του πρωτοκόλλου) δεν είναι τόσο αμφίσημο όσο αφήνει να εννοηθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Εντούτοις, είμαι της γνώμης ότι η γραμματική ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων στην πραγματικότητα ενισχύει την ερμηνεία που δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο και όχι εκείνη την οποία πρότεινε η Επιτροπή.
50. Καίτοι δεν θα έφτανα στο σημείο να υποστηρίξω ότι το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 αποτελεί παράδειγμα σαφήνειας, εντούτοις ουδόλως αμφισβητείται ότι κατά την εν λόγω διάταξη [ένα μέλος του Συμβουλίου μπορεί να] «ζητά» [την εφαρμογή συγκεκριμένου καθεστώτος] και ότι το σχετικό αίτημα μπορεί να υποβληθεί «από την 1η Νοεμβρίου 2014 έως την 31η Μαρτίου 2017». Με άλλα λόγια, η μεταβατική περίοδος που προβλέπει η εν λόγω διάταξη φαίνεται να αφορά τη δυνατότητα των μελών του Συμβουλίου να ασκούν το δικαίωμά τους όσον αφορά την εφαρμογή των «παλαιών» κανόνων περί ειδικής πλειοψηφίας. Η σύγκριση των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων του πρωτοκόλλου αριθ. 36 επιβεβαιώνει την ως άνω ερμηνεία (23).
51. Δεύτερον, και τούτο το ζήτημα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το προηγούμενο, το γράμμα του άρθρου 16, παράγραφοι 4 και 5, ΣΕΕ δεν θέτει εν αμφιβόλω την ως άνω διαπίστωση. Πράγματι, οι εν λόγω διατάξεις δεν περιέχουν κανένα στοιχείο που να έρχεται σε αντίθεση με την προτεινόμενη ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36.
52. Το άρθρο 16, παράγραφος 4, ΣΕΕ περιέχει τον νέο ορισμό της «ειδικής πλειοψηφίας», ο οποίος εφαρμόζεται από την 1η Νοεμβρίου 2014. Το γεγονός ότι, κατ’ εξαίρεση, ορισμένη ψηφοφορία σύμφωνα με τους «παλαιούς» κανόνες περί ειδικής πλειοψηφίας μπορεί να διεξαχθεί και μετά τις 31 Μαρτίου 2017 ουδόλως αναιρεί το γεγονός ότι, μετά την ημερομηνία αυτή, η ειδική πλειοψηφία ορίζεται γενικώς βάσει του νέου κανόνα περί διπλής πλειοψηφίας που διατυπώνεται στο άρθρο 16, παράγραφος 4, ΣΕΕ.
53. Με τη σειρά του, το άρθρο 16, παράγραφος 5, ΣΕΕ ορίζει απλώς ότι: i) ορισμένες μεταβατικές διατάξεις εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, όσον αφορά το χρονικό διάστημα από την 1η Νοεμβρίου 2014 έως την 31η Μαρτίου 2017· και ii) οι διατάξεις αυτές προβλέπονται «στο Πρωτόκολλο σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις». Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 εντάσσεται αναμφισβήτητα στις εν λόγω μεταβατικές διατάξεις. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν αντιλαμβάνομαι πώς από το γράμμα του άρθρου 16, παράγραφος 5, ΣΕΕ θα μπορούσε να αντληθεί οποιοδήποτε στοιχείο ως προς την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36. Ειδικότερα, το γεγονός ότι ορισμένες μεταβατικές διατάξεις που προβλέπονται στο πρωτόκολλο αριθ. 36 έχουν εφαρμογή από την 1η Νοεμβρίου 2014 έως την 31η Μαρτίου 2017 δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι διατάξεις αυτές να εξακολουθούν να παράγουν αποτελέσματα και μετά την τελευταία αυτή ημερομηνία, υπό την προϋπόθεση της έγκαιρης επικλήσεώς τους.
54. Τρίτον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο, με την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 στην οποία προέβη, ουδόλως παρέτεινε επ’ αόριστον τη μεταβατική περίοδο, ούτε δημιούργησε συνθήκες ανασφάλειας δικαίου. Όπως ορθώς υπογραμμίζει η Δημοκρατία της Πολωνίας, στην εφαρμογή των «παλαιών» κανόνων περί ειδικής πλειοψηφίας οδηγούν μόνον αιτήματα που υποβλήθηκαν μέχρι συγκεκριμένη ημερομηνία (ήτοι την 31η Μαρτίου 2017). Στα παραπάνω θέλω να προσθέσω ότι τέτοιου είδους αίτημα υποβάλλεται εγκύρως μόνον εφόσον αφορά σχέδια πράξεων τα οποία υποβλήθηκαν προσηκόντως προς έγκριση έως την ως άνω ημερομηνία. Επομένως, απλώς και μόνον η πιθανότητα διεξαγωγής της ψηφοφορίας επί του σχεδίου πράξεως μετά τις 31 Μαρτίου 2017 δεν είχε ως συνέπεια την «επ’ αόριστον παράταση» της μεταβατικής περιόδου.
55. Εξάλλου, το ως άνω ενδεχόμενο ουδόλως αποτελεί πηγή ανασφάλειας όσον αφορά το προεδρείο και τα μέλη του Συμβουλίου, κάτι το οποίο θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, οι κανόνες δικαίου πρέπει να είναι σαφείς και ακριβείς, η δε εφαρμογή τους να είναι προβλέψιμη για τους πολίτες. Ειδικότερα, μια κανονιστική ρύθμιση πρέπει να παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει και να είναι οι τελευταίοι σε θέση να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και, ως εκ τούτου, να λαμβάνουν τα μέτρα τους (24).
56. Δεν μου είναι σαφής ο λόγος για τον οποίο η προκριθείσα από το Γενικό Δικαστήριο ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 φέρεται να αντιβαίνει στην ως άνω αρχή. Πράγματι, εφόσον υποβλήθηκε αίτημα δυνάμει της εν λόγω διατάξεως εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, τόσο η Επιτροπή όσο και τα μέλη του Συμβουλίου μπορούσαν να γνωρίζουν με ασφάλεια ποιοι κανόνες ψηφοφορίας θα εφαρμόζονταν όσον αφορά την επίμαχη ψηφοφορία. Αντιθέτως, αν γινόταν δεκτή η προτεινόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία, θα είχαν δυνητικώς εφαρμογή διαφορετικοί κανόνες ψηφοφορίας, αναλόγως της επιλεγείσας από το προεδρείο ημερομηνίας της ψηφοφορίας. Τα μέλη του Συμβουλίου δεν θα ήταν σε θέση να γνωρίζουν την εφαρμοστέα πλειοψηφία πριν τον ορισμό της ημερομηνίας της ψηφοφορίας από το προεδρείο (25).
57. Επιπλέον, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο (26), η ερμηνεία την οποία προτείνει η Επιτροπή αφήνει αρκετά περιθώρια καταστρατηγήσεως των κανόνων του πρωτοκόλλου αριθ. 36. Πράγματι, η επιλογή της ημερομηνίας της ψηφοφορίας θα μπορούσε να είναι στρατηγική, προκειμένου να διασφαλιστεί η απόρριψη αιτήματος μέλους του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του εν λόγω πρωτοκόλλου. Πρόκειται και εδώ για μια ακόμη διάσταση που θα μπορούσε να δημιουργήσει ανασφάλεια δικαίου κατά την εφαρμογή των κανόνων ψηφοφορίας.
58. Τέλος, στο σημείο αυτό, αδυνατώ να αντιληφθώ τυχόν επίπτωση του ζητήματος του Brexit (το οποίο έλαβε χώρα στις 31 Ιανουαρίου 2020) στην ερμηνεία των κανόνων του πρωτοκόλλου αριθ. 36 (οι οποίοι συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο διακυβερνητικής διασκέψεως που ολοκλήρωσε τις εργασίες της τον Οκτώβριο του 2007). Απλώς και μόνον το γεγονός ότι έως σήμερα η πλειοψηφία που απαιτείται εντός της επιτροπής για την έγκριση του σχεδίου εκτελεστικής αποφάσεως για τον καθορισμό συμπερασμάτων ΒΔΤ διαφέρει από την απαιτούμενη το 2017 πλειοψηφία (ήτοι κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως) ουδόλως δημιουργεί συνθήκες ανασφάλειας δικαίου. Συναφώς, αυτό που έχει σημασία είναι η απαιτούμενη για την έγκριση του σχεδίου πράξεως πλειοψηφία να είναι σαφής, για το προεδρείο και τα μέλη της επιτροπής, βάσει των οικείων κανόνων, στοιχείο το οποίο δεν αμφισβητεί η Επιτροπή.
59. Επιπλέον, η εφαρμογή των κανόνων ψηφοφορίας του Συμβουλίου που προβλέπονται από τη Συνθήκη της Νίκαιας είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει, από το Brexit και μετά, ορισμένες επιπλοκές οι οποίες δεν υφίστανται στο πλαίσιο των –κατά τι απλούστερων– κανόνων που θεσπίζει η Συνθήκη της Λισσαβώνας. Εντούτοις, κάτι τέτοιο θα αποτελεί απλώς συνέπεια του γεγονότος ότι τα κράτη μέλη αποφάσισαν να μην τροποποιήσουν τις Συνθήκες της Ένωσης αμέσως μετά το Brexit, συνεχίζοντας αντ’ αυτού να εφαρμόζουν τους ισχύοντες κανόνες, ερμηνευόμενους υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού τους καθώς και υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας. Δεν είμαι της γνώμης ότι μια πρακτική πτυχή του ζητήματος η οποία συνδέεται με τις τρέχουσες περιστάσεις, οι οποίες το 2007 ήταν ακόμα απρόσμενες και αδύνατον να προβλεφθούν, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ορθό κριτήριο ερμηνείας του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36.
60. Τέταρτον, δεν είμαι πεπεισμένος ότι η ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 η οποία έγινε δεκτή με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με την αρχή περί στενής ερμηνείας των μεταβατικών διατάξεων. Συναφώς, θα ήθελα να επισημάνω ότι η Επιτροπή αναφέρεται σε μία και μόνη περίπτωση (27) στην οποία το Δικαστήριο ερμήνευσε στενά μια παρέκκλιση από γενικό κανόνα ο οποίος είχε διατυπωθεί στο πλαίσιο μεταβατικών διατάξεων (28). Στην υπό κρίση υπόθεση, η επίδικη μεταβατική διάταξη δεν εισάγει παρέκκλιση από γενικό κανόνα, αντιθέτως αφορά το καλούμενο «phasing-in» [σταδιακή εισαγωγή και εφαρμογή] μιας νέας διατάξεως, επιτρέποντας την παράταση της εφαρμογής της παλαιάς διατάξεως (29). Δεν είμαι βέβαιος ότι πρόκειται για δύο απολύτως συγκρίσιμες καταστάσεις, ζήτημα το οποίο εξάλλου η Επιτροπή δεν επιδίωξε να διασαφηνίσει με τις παρατηρήσεις της.
61. Εν πάση περιπτώσει, και προπαντός, ακόμη και αν θεωρηθεί εν γένει ότι οι μεταβατικές διατάξεις δεν πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο υπέρμετρα ευρύ (30), τούτο δεν σημαίνει ότι οι διατάξεις αυτές μπορούν να ερμηνεύονται κατά τρόπο που φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με το γράμμα τους (31). Περαιτέρω, η απαίτηση περί στενής ερμηνείας των εξαιρέσεων και παρεκκλίσεων δεν σημαίνει ούτε ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται για τον ορισμό τους μπορούν να ερμηνεύονται κατά τρόπο που θα καθιστούσε τις εν λόγω εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις άνευ αποτελέσματος (32).
62. Επί του σημείου αυτού, συμφωνώ, εξάλλου, με τη Δημοκρατία της Πολωνίας ότι η προτεινόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα τη σύντμηση της, κατά το πρωτόκολλο αριθ. 36, προθεσμίας εντός της οποίας τα μέλη του Συμβουλίου μπορούσαν πράγματι να ασκήσουν το δικαίωμα να ζητήσουν την εφαρμογή των «παλαιών» κανόνων περί ειδικής πλειοψηφίας (33). Συναφώς, προσθέτω ότι, εφόσον συνήθως παρεμβάλλονται αρκετές εβδομάδες μεταξύ της υποβολής προτάσεως και της διεξαγωγής ψηφοφορίας επ’ αυτής, η μείωση της περιόδου που προβλέπει το πρωτόκολλο αριθ. 36 δεν είναι καθόλου αμελητέα.
63. Πέμπτον, δεν νομίζω ότι εναπόκειται στο Δικαστήριο να κρίνει αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, οι κανόνες ψηφοφορίας που θεσπίζει η Συνθήκη της Λισσαβώνας είναι, ως εκ της φύσεώς τους, πιο «δημοκρατικοί» σε σχέση με τους ισχύοντες στο πλαίσιο της Συνθήκης της Νίκαιας, ούτως ώστε να ενισχύουν, όπως υποστηρίζεται, τη νομιμοποίηση των ψήφων εντός του Συμβουλίου. Πρόκειται για επιχείρημα το οποίο θεωρώ προδήλως αλυσιτελές για την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36.
64. Εν πάση περιπτώσει, φρονώ ότι, αν μη τι άλλο, συνάδει περισσότερο με τον σεβασμό της δημοκρατικής αρχής να προσδοθεί πλήρης αποτελεσματικότητα στη σαφή βούληση των συντακτών της Συνθήκης της Λισσαβώνας, οι οποίοι, έχοντας λάβει τη δημοκρατική εντολή να διαπραγματευθούν τροποποιήσεις των Συνθηκών της Ένωσης, συμφώνησαν να συμπεριλάβουν σε αυτές ορισμένους μεταβατικούς κανόνες. Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι οι συντάκτες της Συνθήκης της Λισσαβώνας επιδίωξαν να θεσπίσουν τους νέους κανόνες ψηφοφορίας με ορισμένο βαθμό ευελιξίας και, προς τον σκοπό αυτό, προέβλεψαν δύο μεταβατικές περιόδους. Αυτός είναι ο λόγος υπάρξεως του πρωτοκόλλου αριθ. 36, το οποίο, όπως υπομνήσθηκε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, συνιστά επίσης, παράλληλα με τις Συνθήκες, πρωτογενές δίκαιο (34). Κατά συνέπεια, το διαχρονικό πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του εν λόγω πρωτοκόλλου δεν μπορεί να περιοριστεί αδικαιολόγητα βάσει της κρίσης της Επιτροπής περί του ποιοι κανόνες είναι πιο δημοκρατικοί.
65. Κατόπιν των προεκτεθέντων, εξακολουθώ να μην αντιλαμβάνομαι το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 αποτελεί πρόσκομμα σε έναν από τους σκοπούς που επιδίωξαν οι συντάκτες της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Συναφώς, πρέπει επίσης να επισημάνω ότι, όπως αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (35), κανένα από τα έγγραφα που προσκόμισαν οι διάδικοι πρωτοδίκως δεν καταδεικνύει τυχόν βούληση των συντακτών της Συνθήκης της Λισσαβώνας να διασφαλίσουν την εφαρμογή του καθεστώτος διπλής πλειοψηφίας ακόμη και σε περιπτώσεις στις οποίες κάτι τέτοιο θα στερούσε de facto από τα μέλη του Συμβουλίου τα δικαιώματα που απολαύουν δυνάμει του πρωτοκόλλου αριθ. 36.
66. Γενικότερα, διερωτώμαι μήπως η Επιτροπή υπερβάλλει όσον αφορά τη σημασία των αποτελεσμάτων του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 τα οποία διατηρούνται σε ισχύ μετά το πέρας της μεταβατικής περιόδου. Λόγω των περιορισμών που μνημονεύθηκαν στο σημείο 54 των παρουσών προτάσεων, η διεξαγωγή ψηφοφορίας σύμφωνα με τους «παλαιούς» κανόνες περί ειδικής πλειοψηφίας μετά τις 31 Μαρτίου 2017 ήταν δυνατή μόνον κατ’ εξαίρεση. Ο ισχυρισμός ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία της ως άνω διατάξεως προσκρούει στη δημοκρατική αρχή ή ότι είναι ικανή να αποτελέσει πρόσκομμα σε έναν από τους σκοπούς που επιδίωξαν οι συντάκτες της Συνθήκης της Λισσαβώνας μου θυμίζει εκείνο το σκετς των Monty Pythonστο οποίο κάποιοι κυνηγοί προσπαθούν να σκοτώσουν ένα κουνούπι χρησιμοποιώντας πολυβόλα, μπαζούκας και πυρομαχικά. Όμως, παρά την έκβαση του συγκεκριμένου σκετς, εκτιμώ ότι ένας τέτοιος υπερβάλλων ζήλος ουδόλως διασφαλίζει τα επιθυμητά αποτελέσματα.
67. Εν κατακλείδι, φρονώ ότι η ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή. Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής.
[…]