Πηγή: adjustice.gr
Περίληψη ΣτΕ 1157/2020 (Γ΄ Τμήματος) – Παραδεκτό ενδίκου βοηθήματος κατά απόφασης πειθαρχικού συμβουλίου δικαστικών υπαλλήλων. Εφαρμογή άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.
Προεδρεύων Σύμβουλος: Δημήτριος Μακρής
Εισηγητής: Τ. Βαρουφάκη
1. Με την απόφαση 1157/2020 του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ένδικο βοήθημα δικαστικής υπαλλήλου που ασκήθηκε α) κατά απόφασης του Πενταμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή-έφεση της ιδίας κατά απόφασης του Πενταμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου του Εφετείου Πειραιώς και β) κατά της τελευταίας αυτής απόφασης, με την οποία είχε επιβληθεί στην ίδια η πειθαρχική ποινή του προστίμου ίσου με τις αποδοχές τριών μηνών, λόγω αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντά της.
2. Το Δικαστήριο απέρριψε το ανωτέρω ένδικο βοήθημα, τόσο ως υπαλληλική προσφυγή, όσο και ως αίτηση ακυρώσεως· ως υπαλληλική προσφυγή, διότι κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων των δικαστικών υπαλλήλων του άρθρου 92 παρ. 3 του Συντάγματος δεν υφίσταται σχετική πρόβλεψη ούτε στο Σύνταγμα, αλλά ούτε και στον νόμο. Εξάλλου, οι δικαστικοί υπάλληλοι δεν είναι διοικητικοί υπάλληλοι, με συνέπεια να μην εφαρμόζονται σε αυτούς οι διατάξεις του άρθρου 103 του Συντάγματος. Περαιτέρω, το Δικαστήριο επανέλαβε τη νομολογία του, κατά την οποία τα συμβούλια των δικαστικών υπαλλήλων του άρθρου 92 παρ. 3 του Συντάγματος αποτελούν δικαστικές και όχι διοικητικές αρχές· η φύση δε των συμβουλίων αυτών ως δικαστικών αρχών διατηρήθηκε και μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 και την πρόβλεψη ότι σε αυτά μετέχουν, ως μέλη, και δικαστικοί υπάλληλοι (που με νόμο ορίσθηκαν σε δύο), ενώ, μέχρι τότε, συγκροτούνταν αποκλειστικά από δικαστικούς λειτουργούς, διότι, έτσι, κατέστη αντιπροσωπευτικότερη η σύνθεση των συμβουλίων αυτών, τα οποία, πάντως, συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς. Επομένως, οι αποφάσεις των εν λόγω συμβουλίων, ως πράξεις δικαστικών και όχι διοικητικών αρχών, δεν υπόκεινται, κατά το άρθρο 95 παρ. 1, περ. α’ του Συντάγματος, σε αίτηση ακυρώσεως, ακόμη και αν το περιεχόμενό τους αναφέρεται σε θέματα διοικητικής φύσης. Η παρεχόμενη, όμως, προστασία στους δικαστικούς υπαλλήλους, σε περίπτωση επιβολής πειθαρχικής ποινής, είναι επαρκής, διότι με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 92 του Συντάγματος και του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων προβλέπονται γι’αυτούς αυξημένες εγγυήσεις και μάλιστα έναντι των λοιπών υπαλλήλων του Κράτους, δεδομένου ότι παρέχεται σε αυτούς η δυνατότητα άσκησης κατά των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών οργάνων προσφυγής (“έφεσης”) ενώπιον πειθαρχικών συμβουλίων, συγκροτούμενων κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς, ενώπιον των οποίων οι θιγόμενοι δικαστικοί υπάλληλοι έχουν το δικαίωμα να παρίστανται αυτοπροσώπως ή με δικηγόρο, δυνάμενοι να υποβάλλουν και υπομνήματα.
3. Στη συνέχεια, απορρίφθηκαν τα προβαλλόμενα με το ένδικο βοήθημα, κατά τα οποία το ανέλεγκτο των πειθαρχικών αποφάσεων των κατ’ άρθρο 92 παρ. 3 του Συντάγματος συμβουλίων παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 8, 20 παρ. 1 και 93 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος. Και τούτο, διότι το ανέλεγκτο των αποφάσεων των δικαστικών αρχών από το Συμβούλιο της Επικρατείας βασίζεται στη διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά την οποία αίτηση ακυρώσεως ασκείται μόνον κατά των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών και όχι των δικαστικών αρχών· δεδομένης δε της τυπικής ισοδυναμίας των διατάξεων του Συντάγματος, δεν μπορεί να θεωρηθεί, κατά τούτο, μη εφαρμοστέα η εν λόγω διάταξη του άρθρου 95 του Συντάγματος, λόγω “αντίθεσής” της προς τις συνταγματικές διατάξεις ή αρχές των οποίων γίνεται επίκληση.
4. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η επίδικη υπόθεση, ως αναφερόμενη στην πειθαρχική και μόνο ευθύνη δικαστικού υπαλλήλου, δεν αφορά υπόθεση ποινικής αλλά αστικής φύσης, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ, ως υποθέσεις αστικής φύσης, θεωρούνται και οι πειθαρχικές υποθέσεις, το αντικείμενο των οποίων αφορά ή μπορεί να αφορά, κατά την οικεία νομοθεσία, το δικαίωμα του θιγόμενου προσώπου να συνεχίσει να ασκεί ορισμένο επάγγελμα. Στην προκειμένη δε περίπτωση, η πειθαρχική διαδικασία εις βάρος της αιτούσας θα μπορούσε να καταλήξει στην επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων από την έγγραφη επίπληξη έως την προσωρινή παύση (ως εκ του, κατ’ έτος, αριθμού ημερών αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντά της). Επομένως, η ένδικη υπόθεση εμπίπτει, κατ΄ αρχήν, ως αστική, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.
5. Ακολούθως, έγινε δεκτό ότι τα πειθαρχικά συμβούλια των δικαστικών υπαλλήλων, με συγκρότηση αυξημένων εγγυήσεων, ως εκ της συμμετοχής σε αυτά ανώτερων ή ανώτατων δικαστικών λειτουργών, αποφαινόμενα δε, με πλήρη δικαιοδοσία, κατά τρόπο δεσμευτικό, κατόπιν οργανωμένης διαδικασίας που προβλέπεται αναλυτικά στον Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, σύμφωνα με την οποία οι θιγόμενοι δικαστικοί υπάλληλοι έχουν το δικαίωμα να παρίστανται (αυτοπροσώπως ή με δικηγόρο) ενώπιον των ως άνω συμβουλίων, να υποβάλλουν υπομνήματα, καθώς και να ασκούν έφεση κατά της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης, συνιστούν “δικαστήρια”, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Κατόπιν αυτού και κατ΄επίκληση των κριτηρίων που έθεσε το ΕΔΔΑ με την απόφαση της 19.4.2007 Eskelinen κλπ. κατά Φινλανδίας, το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε ότι στις εν λόγω διαφορές εφαρμόζεται το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αφού στην περίπτωση των διαφορών αυτών η εθνική νομοθεσία επιτρέπει στους ενδιαφερομένους την πρόσβαση σε όργανο που αποτελεί δικαστήριο κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 6 (βλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 8.10.2019 στην υπόθεση Grace Gatt κατά Μάλτας, σκ. 61, απόφαση της 31.10.2017 στην υπόθεση Καμένος κατά Κύπρου, σκ. 73 επ., απόφαση της 28.3.2017 στην υπόθεση Sturua κατά Γεωργίας, σκ. 26 επ., απόφαση της 9.1.2013 στην υπόθεση Oleksandr Volkov κατά Ουκρανίας, σκ. 87, απόφαση της 28.4.2009 στην υπόθεση Savino κλπ κατά Ιταλίας, σκ. 73, απόφαση της 5.2.2009 στην υπόθεση Olujić κατά Κροατίας, σκ. 36 επ., απόφαση της 15.1.2009 στην υπόθεση Αργυρού κατά Ελλάδας, σκ. 24 επ. κ.ά). Τυχόν, όμως, παραβίαση των κατ΄άρθρο 6 της ΕΣΔΑ αρχών της δίκαιης δίκης, κατά τη διαδικασία ενώπιον των ως άνω συμβουλίων, δεν είναι δυνατόν να εξετασθεί, στο πλαίσιο της δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι τούτο θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτο, κατ’ άρθρο 95 του Συντάγματος, έλεγχο από το Δικαστήριο αποφάσεων δικαστικών αρχών και αφού, άλλωστε, για την επίδικη κατηγορία υποθέσεων δεν προβλέπεται άσκηση ενδίκου μέσου πλην προσφυγής – εφέσεως ενώπιον συμβουλίου του άρθρου 92 παρ. 3 του Συντάγματος.