Απόφαση ΣτΕ Ολομ. 798/2021
Πρόεδρος: Α. Ράντος
Εισηγητής: Π. Καρλή
1.Με την απόφαση 798/2021 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, απορρίφθηκε η αίτηση ακυρώσεως που ασκήθηκε κατά της υπ’ αριθμ. οικ.2/88410/ΔΕΠ/4-12-2018 αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων με τίτλο «Καταβολή εφάπαξ χρηματικού ποσού στα μέλη Δ.Ε.Π.,Ε.Ε.Π., Ε.ΔΙ.Π., των Πανεπιστημίων και των Τ.Ε.Ι. και σε λοιπό προσωπικό» (Β΄ 5435/4.12.2018), κατά το μέρος που στην κοινή υπουργική απόφαση (ΚΥΑ) αυτή δεν είχαν περιληφθεί οι διαφορές των αποδοχών των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ, που αφορούσαν τα έτη 2012-2014 και 2017-2018, καθώς και τα επιδόματα δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και Αδείας της χρονικής περιόδου 2012-2018. Η εν λόγω ΚΥΑ είχε εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 12 παράγραφος 2 του ν. 4575/2018, με το οποίο ρυθμίσθηκε η καταβολή εφάπαξ χρηματικού ποσού προς τα μέλη ΔΕΠ των Πανεπιστημίων, τα μέλη Ε.Π. των ΤΕΙ., καθώς και άλλες κατηγορίες διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και ερευνητικών φορέων, σε εναρμόνιση με τις κρίσεις της υπ’ αριθ. 4741/2014 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
2. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε ο προβληθείς λόγος ακυρώσεως κατά τον οποίο η παράλειψη να περιληφθούν στις καταβαλλόμενες, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 12 του ν. 4575/2018, διαφορές αποδοχών τα ποσά χρονικής περιόδου από 1-8-2012 έως 31-12-2014 αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των εν ενεργεία μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ (άρθρ. 16 παρ.1, 2 και 5 Συντάγματος), στην αρχή της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρα 25 και 4 παρ.1 και 5 του Συντάγματος), καθώς και στην αρχή της ισότητας-ισότιμης μεταχείρισης. Κρίθηκε, ότι ο θεσμικός σεβασμός της διοικήσεως και του νομοθέτη προς τη νομολογία των δικαστηρίων, και δη των ανωτάτων, με την έννοια της εφαρμογής της ως νομολογιακού προηγούμενου και στους τελούντες σε όμοιες συνθήκες, αποτελεί, κατ’ αρχήν, ουσιώδη προϋπόθεση για την εμπέδωση του κράτους δικαίου. Όμως, η, υπ’ αυτή την έννοια, «συμμόρφωση» δεν αποτελεί αντικείμενο ελέγχου με βάση την κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος υποχρέωση συμμορφώσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις, η οποία αφορά μόνον εκείνους που διετέλεσαν διάδικοι στην σχετική δίκη και νομιμοποιούνται να προβάλλουν παράλειψη, άρνηση ή πλημμελή συμμόρφωση προς τα κριθέντα με την δικαστική απόφαση αυτή. Τα ανωτέρω δεν μεταβάλλονται στην περίπτωση της κατ’ άρθρο 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) [άρθρο 40 παρ. 1 ν. 4055/2012, Α΄ 51] «πρότυπης» ή «πιλοτικής» δίκης. Διότι, και στην περίπτωση αυτή, κατά το γράμμα και τον σκοπό των σχετικών ρυθμίσεων, η απόφαση επί της εν λόγω δίκης δεσμεύει, όπως ρητώς ορίζεται στον νόμο, μόνον τους διαδίκους της συγκεκριμένης δίκης -τους αρχικούς και τους παρεμβάντες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας – κατά τα λοιπά δε, η σχετική απόφαση, έχοντας εκδοθεί με τον τρόπο και στον χρόνο που προβλέπεται, συμβάλλει στην επιδιωκόμενη ασφάλεια δικαίου όχι επεκτείνοντας τη δικονομική της δεσμευτικότητα στις όμοιες εν γένει περιπτώσεις, αλλά συνιστώντας γι’ αυτές, ως προς το γενικότερο ζήτημα που επιλύθηκε, επίκαιρη νομολογία του ανωτάτου δικαστηρίου, που έχει, μάλιστα, εκδοθεί με ειδική προς τούτο διαδικασία. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 4575/2018 και της προσβαλλόμενης ΚΥΑ δεν τροποποιείται αναδρομικώς το μισθολογικό καθεστώς των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ, αλλά προβλέπεται η καταβολή εφάπαξ χρηματικού ποσού, προς εναρμόνιση με τα κριθέντα από το Συμβούλιο της Επικρατείας με την 4741/2014 απόφαση, και προς εκείνους, οι οποίοι δεν διετέλεσαν διάδικοι στη σχετική δίκη, δηλαδή στα εν ενεργεία μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ, τα οποία θίγονται από τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές διατάξεις, προκειμένου να τηρηθούν οι αρχές της διακρίσεως των εξουσιών, του κράτους δικαίου και της ασφάλειας δικαίου και να αποφευχθεί η περαιτέρω άσκηση ενδίκων βοηθημάτων για το ίδιο θέμα, η οποία θα προκαλούσε άσκοπη επιβάρυνση των δικαστηρίων. Συνεπώς, με τις ανωτέρω διατάξεις προβλέπεται η καταβολή μίας, προεχόντως δημοσιονομικού χαρακτήρα παροχής, για την οποίαν ο νομοθέτης, σταθμίζοντας την υποχρέωση εναρμόνισης προς την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας με την ανάγκη τήρηση των αρχών της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, όρισε, κάνοντας χρήση της ευχέρειας που απολαμβάνει στο τομέα της εισοδηματικής πολιτικής, ότι το εφάπαξ χρηματικό ποσό, το οποίο συνίσταται στη διαφορά μεταξύ των μηνιαίων αποδοχών που θα δικαιούνταν να λάβουν τα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ, με βάση τις ισχύουσες για αυτούς, κατά την 31-7-2012, μισθολογικές διατάξεις και των μηνιαίων αποδοχών που πράγματι τους καταβλήθηκαν, με βάση τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές διατάξεις, υπολογίζεται με αναφορά μόνο στο χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως και 31-12-2016 και όχι στο προγενέστερο από 1-8-2012 χρονικό διάστημα. Η νομοθετική ρύθμιση αυτή του περιορισμού των χορηγουμένων αναδρομικών ποσών, η οποία, από τη φύση της, υπόκειται σε οριακό μόνο δικαστικό έλεγχο, δικαιολογείται επαρκώς από λόγους διαφύλαξης της δημοσιονομικής σταθερότητας, δηλαδή από σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Εξάλλου, και προεχόντως, νομιμοποιητική βάση για τον περιορισμό του χρονικού διαστήματος για το οποίο χορηγείται η εφάπαξ παροχή στα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ παρέχει η ίδια η 4741/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία, και με την περαιτέρω επί του αυτού θέματος νομολογία του, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος αναφερομένου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του Ελληνικού Κράτους, περιόρισε την δυνατότητα επίκλησης της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων της περ. 17 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 για την θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων από άλλα μέλη ΔΕΠ (πλην των εναγόντων και όσων είχαν ήδη ασκήσει ένδικα βοηθήματα ή μέσα) για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσιεύσεως της ανωτέρω αποφάσεως (29-12-2014).
3.Ακολούθως, απορρίφθηκε ο λόγος ακυρώσεως σύμφωνα με τον οποίο η παράλειψη να περιληφθούν στις καταβαλλόμενες, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 12 του ν. 4575/2018, διαφορές αποδοχών, τα ποσά, τα οποία αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 1-1-2017 έως 31-12-2018 συνιστά μερική μόνον άρση της αντισυνταγματικής περικοπής των αποδοχών των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ, η οποία αντιβαίνει στην συνταγματική αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης αυτών (άρθρ. 16 παρ. 1,2 και 5 Συντάγματος), καθώς και στην αρχή της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρα 25 και 4 παρ.1 και 5 του Συντάγματος). Κατά τα κριθέντα, ο νομοθέτης, κατ’ ενάσκηση της ευχερείας την οποία διαθέτει, προέβη με τις διατάξεις των άρθρων 128 έως 131 του Κεφαλαίου Γ΄ του Μέρους Στ΄ του ν. 4472/2017 (άρθρα 128 έως 131) στην θέσπιση νέου ειδικού μισθολογίου για τα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ, οι διατάξεις του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 162 του ως άνω νόμου, ισχύουν αναδρομικά από 1.1.2017, ημερομηνία από την οποία, κατά το άρθρο 160 του ίδιου νόμου θεωρούνται καταργηθείσες, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις του άρθρου 36 του ν. 3205/2003, όπως είχαν τροποποιηθεί με τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές διατάξεις της περίπτωσης 17 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. Συνεπώς, η «υποχρέωση» εναρμόνισης με την 4741/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας νομίμως περιορίζεται μέχρι 31-12-2016.
4.Τέλος, απορρίφθηκε ο λόγος ακυρώσεως κατά τον οποίο η παράλειψη να περιληφθούν στις καταβαλλόμενες δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 12 του ν. 4575/2018 διαφορές αποδοχών, χρονικού διαστήματος από 1.1.2015 έως 31.12.2016, τα ποσά των αναλογούντων επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας αντίκειται στην κατ’ άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και στα άρθρα 16 παρ. 1, 2 και 5, 4 παρ. 1 και 5, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος. Τούτο διότι, ανεξαρτήτως του ότι η κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ δεν απετέλεσε αντικείμενο εξέτασης από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την εκδίκαση της αγωγής επί της οποίας δημοσιεύθηκε η 4741/2014 απόφαση, πάντως, τα ανωτέρω επιδόματα είχαν ήδη καταργηθεί με την διάταξη της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. Κρίθηκε, δε, ότι η διάταξη αυτή, με την οποία καταργήθηκαν πλήρως, από 1.1.2013, τα επιδόματα εορτών και αδείας για όλους τους λειτουργούς και υπαλλήλους που αμείβονται από το δημόσιο ταμείο, όπως τα μέλη ΔΕΠ και ΕΕΠ των ΑΕΙ, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, διότι ο νομοθέτης, από καμία συνταγματική διάταξη ή αρχή δεν κωλύεται, καταρχήν, εκτιμώντας τις εκάστοτε συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της Χώρας, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, οι οποίες υπόκεινται σε οριακό, μόνο, δικαστικό έλεγχο. Δύναται, επομένως, ο νομοθέτης, για λόγους που αυτός εκτιμά και η κατ’ ουσίαν αξιολόγηση των οποίων δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών που συνεπάγονται οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό, σύνταξη ή άλλες παροχές από το δημόσιο ταμείο, λόγω της ανάγκης άμεσης απόδοσης και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων μέτρων για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος. Εν προκειμένω, με την επίμαχη διάταξη του ν. 4093/2012, ο νομοθέτης προέβη στην πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας για όλους τους λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα και τους στρατιωτικούς, και, συνεπώς, και για τα μέλη ΔΕΠ και ΕΕΠ των ΑΕΙ, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμησή του, συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης. Το μέτρο δε αυτό αποτέλεσε τμήμα ενός ευρύτερου, ολοκληρωμένου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής («Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 – 2016») και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο αποσκοπούσε τόσο στην κάλυψη των άμεσων οικονομικών αναγκών της Χώρας και την αντιμετώπιση των ιδιαίτερα αυξημένων ελλειμμάτων, όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής κατάστασής της δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, δυνάμενους να δικαιολογήσουν, κατ’ αρχήν, τη λήψη μέτρων περιστολής μισθολογικών δαπανών του Δημοσίου, συνδέεται δε και με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Εξάλλου, τα επιδόματα εορτών και αδείας δεν συνιστούν απόλυτα προνόμια και ο περιορισμός των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών με την κατάργησή τους δικαιολογείται για λόγους γενικού συμφέροντος, που αποσκοπεί στη διασφάλιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης και στη μείωση των δημοσίων δαπανών της Χώρας και, κατά συνέπεια, το μέτρο αυτό ανταποκρίνεται επίσης στους σκοπούς που επιδιώκει η Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή στη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών μελών που έχουν ως νόμισμα το ευρώ και στην εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ.