Ολ.ΣτΕ 431/2022(Λογαριασμός Επικούρησης εργαζομένων Ε.Τ.Ε. – ΛΕΠΕΤΕ – συνταγματικότητα διατάξεων του ν. 4680/2020 περί υπαγωγής των ασφαλισμένων του ΛΕΠΕΤΕ στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης του E-ΕΦΚΑ)

Αριθμός 431/2022

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2021, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Πρόεδρος, Γ. Τσιμέκας, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Σπ. Μαρκάτης, Μ. Παπαδοπούλου, Α. Καλογεροπούλου, Τ. Κόμβου, Π. Μπραΐμη, Ελ. Παπαδημητρίου, Ο. Παπαδοπούλου, Π. Τσούκας, Ρ. Γιαννουλάτου, Χρ. Σιταρά, Χρ. Λιάκουρας, Ιφ. Αργυράκη, Ν. Σκαρβέλης, Στ. Κτιστάκη, Φρ. Γιαννακού, Αικ. Ρωξάνα, Μ.-Α. Τσακάλη, Σύμβουλοι, Β. Μόσχου, Σ. Κωνσταντίνου, Π. Γρουμπού, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Π. Τσούκας και Αικ. Ρωξάνα, καθώς και η Πάρεδρος Π. Γρουμπού, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.

Για να δικάσει την από 1ης Ιουλίου 2020 αίτηση:

των: 1. …, οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου, που τον διόρισαν με πληρεξούσια, … και 50., οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσια,

κατά των: 1. Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, ο οποίος παρέστη με τον Χαράλαμπο Μπρισκόλα, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, 2. Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) και ήδη Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Θεοδώρα Αντωνίου (Α.Μ. 10123), που την διόρισε με πληρεξούσιο και η οποία κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της, 3. Υπουργού Υγείας, ο οποίος παρέστη με τον Δημήτριο Αναστασόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του, 4. Υπουργού Δικαιοσύνης, 5. Υπουργού Οικονομικών και 6. Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων, οι οποίοι παρέστησαν με τον Χαράλαμπο Μπρισκόλα, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, λόγω της σπουδαιότητάς της, κατόπιν των από 15ης Σεπτεμβρίου 2020 και 22ας Ιανουαρίου 2021 πράξεων της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: 1) οι ρυθμίσεις των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020, 2) η υπ’ αριθ. Φ80020/οικ.15147/Δ16.438/15.4.2020 πράξη του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, 3) τα «Ενημερωτικά Δελτία Συντάξεων» («ανάλυση πληρωμής επικουρικής σύνταξης») του e-Ε.Φ.Κ.Α. των μηνών Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου 2020, 4) οι από Ιουνίου 2020 συγκεντρωτικοί πίνακες πληρωμών των επικουρήσεων των ετών 2019-2020 που εξέδωσε ο e-Ε.Φ.Κ.Α. για τα ποσά των επικουρήσεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Χρ. Λιάκουρα.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο των Υπουργών που εμφανίσθηκαν, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη εξ αποστάσεως, με τη χρήση υπηρεσιακών τεχνολογικών μέσων, κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 (Α΄ 214), του Αντιπροέδρου Γεωργίου Τσιμέκα, τακτικού μέλους της σύνθεσης που εκδίκασε την κρινόμενη υπόθεση, έλαβε μέρος στην διάσκεψη αντ’ αυτού ως τακτικό μέλος ο Σύμβουλος Παναγιώτης Τσούκας, αναπληρωματικό μέχρι τώρα μέλος της σύνθεσης (βλ. πρακτικό διάσκεψης της Ολομέλειας 22/2021 – ΣτΕ 711/2017, 1/2016, 3176/2014, 2260 – 2262/2013 Ολομέλεια κ.ά.).

2. Επειδή, για την άσκηση του κρινόμενου ενδίκου βοηθήματος έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. e-παράβολο με κωδικό πληρωμής 34626069795010190018/18.8.2020).

3. Επειδή, η προκειμένη υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση απ’ ευθείας ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν της από 15.9.2020 πράξης της Προέδρου του Δικαστηρίου, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την από 22.1.2021 νεότερη πράξη της Προέδρου.

4. Επειδή, με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα ζητείται η ακύρωση: 1) των ρυθμίσεων των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 (Α΄ 72), 2) της υπ’ αριθ. πρωτ. Φ80020/οικ. 15147/Δ16.438/15.4.2020 πράξης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων με τίτλο «Γνωστοποίηση των ρυθμίσεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 (Α΄ 72), σχετικά με την ένταξη ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ», 3) των αφορωσών τους αιτούντες πράξεων “ανάλυσης πληρωμής επικουρικής σύνταξης” του e-Ε.Φ.Κ.Α. μηνών Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου 2020 και 4) των από Ιουνίου 2020 συγκεντρωτικών πινάκων πληρωμών των επικουρήσεων των ετών 2019-2020 που εξέδωσε ο e-Ε.Φ.Κ.Α. για τα ποσά των επικουρήσεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 που έλαβαν οι αιτούντες.

5. Επειδή, το δικόγραφο του κρινόμενου ενδίκου βοηθήματος υπογράφεται από δικηγόρο ως πληρεξούσιο των αιτούντων. Ο εν λόγω δικηγόρος παρέστη κατά την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου και ζήτησε και έλαβε από την Πρόεδρο προθεσμία μέχρι τις 19.2.2021 για την νομιμοποίησή του. Η ταχθείσα, όμως, αυτή προθεσμία παρήλθε άπρακτη για τον όγδοο, την δέκατη πέμπτη, την δέκατη έκτη, την εικοστή δεύτερη, τον εικοστό τρίτο, τον τριακοστό πέμπτο και την τριακοστή έκτη από τους αιτούντες, κατά τη σειρά αναγραφής στο δικόγραφο, οι οποίοι δεν νομιμοποίησαν τον δικηγόρο που υπογράφει το δικόγραφο με κάποιον από τους τρόπους που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκαν από την παράγραφο 2 του άρθρου 4 του ν. 2479/1997 (Α΄ 67). Συνεπώς, για τον λόγο αυτό, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα είναι απορριπτέο ως προς τους προαναφερόμενους αιτούντες ως απαράδεκτο.

6. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 281/1914 (Α΄ 171) και των άρθρων 33 επ. του από 15/20.5.1920 β.δ/τος «Περί επαγγελματικών σωματείων» (Α΄ 112) προβλέφθηκε η δυνατότητα των αναγνωρισμένων επαγγελματικών σωματείων να ιδρύουν ως ίδια νομικά πρόσωπα με χωριστή διαχείριση και να συντηρούν Αλληλοβοηθητικά Ταμεία, με σκοπό, εκτός των άλλων, την περίθαλψη των μελών τους και τη χορήγηση παροχών εις χρήμα σε «μέλη ανίκανα προς εργασίαν ένεκα γήρατος, δυστυχήματος ή νόσου, ή εις οικογενείας αποβιωσάντων μελών». Με το άρθρο 13 του ν. 6298/1934 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (Α΄ 346) θεσμοθετήθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η επικουρική κοινωνική ασφάλιση. Με το άρθρο αυτό, αφού προβλέφθηκε η διατήρηση των λειτουργούντων βάσει του ανωτέρω β.δ/τος Αλληλοβοηθητικών Ταμείων εφόσον παρέχουν τουλάχιστον τις οριζόμενες από τον εν λόγω νόμο παροχές (παρ. 2), ορίσθηκαν στην παρ. 3 τα εξής: «Από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου απαγορεύεται η σύστασις νέων ταμείων, παρά μόνον επικουρικών τοιούτων δια τας επί πλέον των υπό του παρόντος νόμου οριζομένων παροχών […]. Ως επί πλέον παροχαί θεωρούνται αι είτε κατ’ είδος είτε κατά ποσόν ή κατ’ αμφότερα ανώτεραι των υπό του Ιδρύματος [Ι.Κ.Α.] […] παρεχομένων τοιούτων, παροχαί». Περαιτέρω, με το άρθρο 21 παρ. 3 του ν. 3239/1955 (Α΄ 125) απαγορεύτηκε η δια συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης σύσταση ειδικού λογαριασμού ή επικουρικού ασφαλιστικού οργανισμού ή Ταμείου Προνοίας ή ο καθορισμός ή η τροποποίηση πόρων ή εισφορών υπέρ πάσης φύσεως ασφαλιστικών οργανισμών ή λογαριασμών. Το ως άνω άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 περίπτωση α΄ του ν. 1876/1990 (Α΄ 27), ενώ με το άρθρο 2 παρ. 3 του αυτού νόμου ορίστηκε ότι η συλλογική σύμβαση εργασίας μπορεί να ρυθμίζει και ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης, εκτός από τα συνταξιοδοτικά, εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με τη συνταγματική τάξη και την πολιτική των δημοσίων φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Εξάλλου, με το άρθρο 43 παρ. 3 του ν. 1902/1990 (Α΄ 138) διευκρινίσθηκε ότι στην έννοια των συνταξιοδοτικών θεμάτων, που, κατά τα ανωτέρω, δεν μπορούν να αποτελέσουν περιεχόμενο συλλογικής σύμβασης εργασίας, περιλαμβάνεται, μεταξύ, άλλων, η σύσταση ειδικών ταμείων ή λογαριασμών που χορηγούν περιοδικές παροχές ή εφάπαξ βοήθημα με επιβάρυνση του εργοδότη.

7. Επειδή, με τον ν. 997/1979 (Α΄ 287), ενόψει του, κατά την οικεία αιτιολογική έκθεση, αιτήματος να καταστεί καθολική η επικουρική ασφάλιση, συνεστήθη (άρθρο 1) το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (Τ.Ε.Α.Μ.), ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), υπό την εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, ορίσθηκε δε ότι σκοπός αυτού είναι «η πρόσθετος ασφάλισις των, περί ων το επόμενον άρθρον, προσώπων, δια της χορηγήσεως εις ταύτα μηνιαίας παροχής (συντάξεως) καταβαλλομένης περιοδικώς […]» (άρθρο 2) και ότι στην ασφάλιση αυτού «υπάγονται υποχρεωτικώς τα πρόσωπα τα οποία […] παρέχουν κατά κύριον επάγγελμα εξηρτημένην εργασίαν έναντι αμοιβής, εφ’ όσον, δια την τοιαύτην εργασίαν των, είναι ησφαλισμένα εις το ΙΚΑ ή έτερον φορέα κυρίας ασφαλίσεως και δεν υπάγονται εις την ασφάλισιν ετέρου φορέως ή Κλάδου Επικουρικής Ασφαλίσεως» (άρθρο 3 παρ. 1). Ακολούθως, με σειρά νομοθετημάτων [άρθρο 57 ν. 1140/1981 (Α΄ 68), άρθρο τρίτο ν. 1305/1982 (Α΄ 146) κ.λπ.], η επικουρική ασφάλιση επεκτάθηκε περαιτέρω, έχει δε υποχρεωτικό και καθολικό (από του έτους 1983) χαρακτήρα (βλ. ΣτΕ 2287/2015 Ολ., 960/2017 7μ.). Εν συνεχεία, με το άρθρο 6 του ν. 1358/1983 (Α΄ 64) προβλέφθηκε η ένταξη του Τ.Ε.Α.Μ. στο Ι.Κ.Α. ως ιδίου κλάδου με ιδιαίτερη οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια (παρ. 1), ορίσθηκε δε ότι εφεξής το Τ.Ε.Α.Μ. ονομάζεται «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ – ΤΕΑΜ)» (παρ. 2). Περαιτέρω, με το άρθρο 18 παρ. 3 του ν. 1902/1990 ορίσθηκε ότι κατ’ εξαίρεση τα επικουρικά ταμεία, κλάδοι, λογαριασμοί ασφάλισης μισθωτών που λειτουργούν με τη μορφή Ν.Π.Ι.Δ., ως και κάθε άλλος φορέας επικουρικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως ονομασίας και νομικής μορφής, που έχουν συσταθεί μέχρι τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου, εξακολουθούν να διέπονται από τις καταστατικές τους διατάξεις και τα πρόσωπα που ασφαλίζονται σ’ αυτά εξαιρούνται από την ασφάλιση του Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ.. Επακολούθησε ο ν. 3029/2002 (Α΄ 160), με την παρ. 1 του άρθρου 6 του οποίου συνεστήθη το «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών» (Ε.Τ.Ε.Α.Μ.) ως καθολικός διάδοχος του καταργούμενου με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 6 Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ., ενώ με το άρθρο 58 παρ. 1 του ν. 3371/2005 (Α΄ 178) προβλέφθηκε η υποχρεωτική και αυτοδίκαιη υπαγωγή στην επικουρική ασφάλιση του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. αφενός μεν των προσλαμβανομένων στα πιστωτικά ιδρύματα από 1.1.2005 και εφεξής, αφετέρου δε των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των ταμείων επικουρικής ασφαλίσεως του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, μόνον, όμως, μετά την διάλυσή τους κατά την προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις και το καταστατικό εκάστου εξ αυτών διαδικασία. Εξάλλου, με το άρθρο 44 παρ. 1 του ν. 3996/2011 (Α΄ 170) αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του προαναφερθέντος άρθρου 3 του ν. 997/1979, όπως είχε εν τω μεταξύ τροποποιηθεί, και ορίστηκε (στην περ. α΄ της εν λόγω παρ. 1) ότι στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. υπάγονται «τα πρόσωπα τα οποία παρέχουν εργασία, για την οποία ασφαλίζονται υποχρεωτικά στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ ή άλλο φορέα κύριας ασφάλισης μισθωτών και δεν υπάγονται υποχρεωτικά για την εργασία τους αυτή σε άλλο φορέα επικουρικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως της ονομασίας και της νομικής μορφής του, με την επιφύλαξη της περίπτωσης α΄ της παρ. 1 του άρθρου 58 του ν. 3371/2005. […]». Περαιτέρω, με το άρθρο 35 του ν. 4052/2012 (Α΄ 41) συνεστήθη ν.π.δ.δ. με την επωνυμία Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.), υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, με σκοπό την «παροχή μηνιαίας επικουρικής σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στους εργαζόμενους στον ιδιωτικό, δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, στις τράπεζες και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους», εντάχθηκαν δε στο εν λόγω Ταμείο, με το άρθρο 36 του νόμου αυτού, μεταξύ άλλων, το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ) ως προς την επικουρική ασφάλιση και οι τομείς του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (ΤΑΥΤΕΚΩ). Ακολούθησε ο ν. 4387/2016 (Α΄ 85), με τον οποίο επιχειρήθηκε μείζων μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, ιδρύθηκε ενιαίος φορέας απονομής των κύριων συντάξεων, ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης [Ε.Φ.Κ.Α.] (άρθρο 51) και, μεταξύ άλλων, ρυθμίσθηκαν εκ νέου ζητήματα επικουρικής ασφαλίσεως και εφάπαξ παροχών. Ειδικότερα, με το άρθρο 74 του εν λόγω νόμου, με το οποίο αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 35 του προαναφερθέντος ν. 4052/2012 και προστέθηκε στο άρθρο αυτό παρ. 3, το Ε.Τ.Ε.Α. μετονομάσθηκε σε «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών» (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), συγκροτούμενο από δύο κλάδους που λειτουργούν με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια: τον κλάδο επικουρικής σύνταξης, που χορηγεί μηνιαία επικουρική σύνταξη γήρατος, αναπηρίας και θανάτου, και τον κλάδο εφάπαξ παροχών, στον οποίο εντάχθηκαν με το άρθρο 75 του ανωτέρω νόμου, με το οποίο προστέθηκε παρ. 5 στο άρθρο 36 του ν. 4052/2012, τα ταμεία, τομείς, κλάδοι και λογαριασμοί πρόνοιας. Με το δε άρθρο 76 του ίδιου ως άνω ν. 4387/2016 αντικαταστάθηκε το άρθρο 37 του ν. 4052/2012, που αφορούσε στα ασφαλιστέα στο Ε.Τ.Ε.Α. πρόσωπα, και ορίστηκε ειδικότερα ότι: «1. Στην ασφάλιση του κλάδου επικουρικής ασφάλισης του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. υπάγονται υποχρεωτικά: α. Οι ήδη ασφαλισμένοι των ταμείων, κλάδων και τομέων επικουρικής ασφάλισης που εντάσσονται στο Ε.Τ.Ε.Α. (νυν Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.). β. Όσοι αναλαμβάνουν ασφαλιστέα εργασία – απασχόληση ή αποκτούν ασφαλιστέα ιδιότητα, για την οποία ασφαλίζονται υποχρεωτικά σε φορέα κύριας ασφάλισης και δεν υπάγονται για την εργασία – απασχόλησή τους αυτή ή την ιδιότητά τους στην ασφάλιση άλλου φορέα επικουρικής ασφάλισης ή επαγγελματικής υποχρεωτικής ασφάλισης, ή των εξομοιούμενων βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας με αυτούς, ανεξαρτήτως νομικής μορφής. 2. […]». Τέλος, με τον ν. 4670/2020 «Ασφαλιστική μεταρρύθμιση και ψηφιακός μετασχηματισμός Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.) και άλλες διατάξεις» (Α΄ 43/28.2.2020), ο οποίος εκδόθηκε κατόπιν της από Φεβρουαρίου 2020 αναλογιστικής μελέτης της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής με τίτλο «Αναλογιστική μελέτη συνταξιοδοτικού συστήματος κύριας και επικουρικής ασφάλισης», ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) μετονομάστηκε από 1.3.2020 σε «Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης» (e-Ε.Φ.Κ.Α.) (άρθρο 1 παρ. 1) και ορίστηκε (άρθρο 1 παρ. 2) ότι «Στον e-Ε.Φ.Κ.Α. εντάσσεται από την 1.3.2020 το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.). Το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.) καταργείται και ο e-Ε.Φ.Κ.Α. καθίσταται οιονεί καθολικός διάδοχος αυτού. Στον e-Ε.Φ.Κ.Α. εντάσσονται ο Κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης και ο Κλάδος Εφάπαξ Παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. με πλήρη οικονομική, λογιστική και περιουσιακή αυτοτέλεια έκαστος. Ο e-Ε.Φ.Κ.Α. έχει ως σκοπό την ασφαλιστική κάλυψη όλων των υπακτέων στην ασφάλιση προσώπων του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., για τους ασφαλιστικούς κινδύνους που προβλέπονται από την οικεία νομοθεσία, και η χορήγηση των παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.».

8. Επειδή, το έτος 1949 συνεστήθη από το Ταμείο Αλληλοβοηθείας των υπαλλήλων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και το Ταμείο Αλληλοβοηθείας Εισπρακτόρων και Κλητήρων Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ο Λογαριασμός Επικουρήσεως Προσωπικού Τραπεζών Εθνικής και Εθνικής Κτηματικής ως έντοκος κοινός ειδικός λογαριασμός και ο Κανονισμός του, ο οποίος εγκρίθηκε από το Γενικό Συμβούλιο της Τράπεζας (βλ. τα από 18.11.1949 πρακτικά της 13ης Συνεδρίασης του Γενικού Συμβουλίου της Εθνικής Τράπεζας), τέθηκε σε ισχύ από 1.10.1949. Μετά από τις γενόμενες κατά το παρελθόν τροποποιήσεις του, ο Κανονισμός φέρει ήδη τον τίτλο «Ειδικός Κανονισμός Επικουρήσεως του Προσωπικού της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος», ο δε παραπάνω Λογαριασμός τιτλοφορείται «Λογαριασμός Επικουρήσεως Προσωπικού Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος» [ΛΕΠΕΤΕ] (άρθρο 1 παρ. 1 του Κανονισμού) και σκοπός του είναι η παροχή μηνιαίας επικουρήσεως στο εξελθόν και εξερχόμενο προσωπικό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ), το προερχόμενο από αμφότερες τις Τράπεζες Εθνική και Αθηνών, που συγχωνεύθηκαν το 1953 σε μία τράπεζα υπό τον τίτλο «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.», και τα άλλα πρόσωπα που καθορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 2 του Κανονισμού. Περαιτέρω, ο ανωτέρω Κανονισμός προβλέπει τα εξής: Η διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας του ειδικού λογαριασμού ανήκει σε Διαχειριστική Επιτροπή, η οποία απαρτίζεται από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της ΕΤΕ, ως Πρόεδρο, δύο υπαλλήλους της ΕΤΕ με βαθμό τουλάχιστον Υποδιευθυντή Β΄, οι οποίοι ορίζονται από τη διοίκηση της ΕΤΕ, τους προέδρους των Διοικητικών Συμβουλίων (Δ.Σ.) του Τ.Υ.Π.-Ε.Τ.Ε. (Ταμείο Υγείας Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος), του Συλλόγου Υπαλλήλων ΕΤΕ και του Συλλόγου Εργαζομένων στην ΕΤΕ Ταμιακών-Τεχνικών και κλάδου Ασφαλείας (ΣΥΤΑΤΕ), από ένα μέλος του Δ.Σ. του Τ.Υ.Π.-Ε.Τ.Ε. και τον Πρόεδρο του Δ.Σ. του Συλλόγου των Συνταξιούχων ΕΤΕ (άρθρο 2 παρ. 1). Η Διαχειριστική Επιτροπή, μεταξύ άλλων, μεριμνά για την επωφελέστερη τοποθέτηση των διαθέσιμων κεφαλαίων του λογαριασμού, μεριμνά για και ελέγχει την κανονική είσπραξη των εισφορών και των λοιπών πόρων αυτού, όπως και των ενεργουμένων καταβολών, και αποφασίζει κυριαρχικά, σύμφωνα με το άρθρο 9 εδάφιο 3 του Κανονισμού, περί του ποσού της εκάστοτε καταβλητέας στους δικαιούχους επικουρήσεως, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του ειδικού λογαριασμού, η δε απόφασή της αυτή ισχύει καθολικώς για όλους τους επικουρουμένους (άρθρο 2 παρ. 2). Η Υπηρεσία του ειδικού λογαριασμού εν γένει διεξάγεται από υπαλλήλους της ΕΤΕ, οι οποίοι ορίζονται από τον Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής (άρθρο 3), ενώ η τροποποίηση και συμπλήρωση του Κανονισμού προϋποθέτει έγκριση του Γενικού (δηλαδή του Διοικητικού) Συμβουλίου της ΕΤΕ και σύμφωνη απόφαση της Διαχειριστικής Επιτροπής του λογαριασμού, που λαμβάνεται με πλειοψηφία των 4/5 των μελών της (άρθρο 4). Πόροι του ΛΕΠΕΤΕ είναι οι εισφορές των μισθωτών της ΕΤΕ 3,5% επί των πάσης φύσεως αποδοχών αυτών, εργοδοτική εισφορά 9% επί των αυτών ποσών, εισφορά γάμου και εισφορά για την απόκτηση τέκνου εργοδότη και εργαζομένου, ποσό από τις προμήθειες για ασφαλιστικές εργασίες, οι τόκοι των κεφαλαίων του ειδικού λογαριασμού και οι πρόσοδοι από την επένδυση αυτών, οι πρόσοδοι από την εκποίηση άχρηστου για την Τράπεζα υλικού και κάθε άλλη πρόσοδος από δωρεά κ.λπ. (άρθρο 5). Περαιτέρω, στο άρθρο 9 καθορίζονται οι παροχές και το αποθεματικό. Οι παροχές ειδικότερα καθορίζονται σε ποσοστό επί των συντάξιμων αποδοχών, ανάλογα των συντάξιμων ετών, πλέον οικογενειακών επιδομάτων (παρ. 2), ενώ συντάξιμος χρόνος είναι αυτός για τον οποίο έχουν καταβληθεί εισφορές στο λογαριασμό λόγω υπηρεσίας στην ΕΤΕ, καθώς και ο χρόνος που προσμετράται κατά το άρθρο 11 του Κανονισμού και τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης όπως ισχύουν κάθε φορά και εφόσον αφορούν το λογαριασμό (παρ. 3). Επιπλέον, στο ίδιο άρθρο 9 του Κανονισμού προβλέπεται ότι το κατώτατο ποσό καταβλητέας επικούρησης δεν μπορεί να είναι μικρότερο από τα εκάστοτε ισχύοντα κατώτατα όρια των παροχών του ΙΚΑ-ΤΕΑΜ για τις περιπτώσεις γήρατος ή θανάτου (παρ. 8), καθώς και ότι με κάθε αναπροσαρμογή του μισθολογίου του εν ενεργεία προσωπικού της Τράπεζας η Διαχειριστική Επιτροπή αποφασίζει ανάλογη αναπροσαρμογή των επικουρήσεων, με βάση τα απολογιστικά στοιχεία της προηγούμενης χρήσης και τα προϋπολογιστικά της τρέχουσας, σε περίπτωση δε που κρίνει, βάσει των παραπάνω στοιχείων, ότι η οικονομική κατάσταση του λογαριασμού δεν το επιτρέπει, μπορεί να αποφασίζει την αναστολή της αναπροσαρμογής για όσο διάστημα κρίνει αναγκαίο ή τη σταδιακή αναπροσαρμογή των επικουρήσεων ή την αναπροσαρμογή τους σε μικρότερο ποσοστό (παρ. 9).

9. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι μέχρι τον Νοέμβριο του έτους 2017 ο ΛΕΠΕΤΕ κατέβαλλε κανονικά την προβλεπόμενη από τις καταστατικές διατάξεις του επικουρική παροχή στους δικαιούχους αυτής, τα δε ελλείμματά του καλύπτονταν επί 11 περίπου έτη από την ΕΤΕ. Τον Δεκέμβριο του 2017 ο ΛΕΠΕΤΕ λόγω οικονομικής αδυναμίας έπαψε να καταβάλλει την παροχή αυτή και η ΕΤΕ αρνήθηκε να συνεχίσει να καλύπτει τη σχετική δαπάνη. Κατά της άρνησης αυτής δικαιούχοι επικουρικής παροχής από τον ΛΕΠΕΤΕ (εργαζόμενοι και συνταξιούχοι της ΕΤΕ) άσκησαν αγωγές ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Ενόψει αυτών, ο νομοθέτης, με τροπολογία, η οποία εντάχθηκε ως άρθρο εικοστό τέταρτο στο ν. 4618/2019 (Α΄ 89/10.6.2019), όρισε τα εξής: «1. Από 1.1.2019 το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ) αναλαμβάνει την καταβολή μηνιαίας επικουρικής σύνταξης στους δικαιούχους, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, σύνταξης του Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ) και του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος – Πρώην Προσωπικού Εθνικής Ακινήτων Α.Ε. (ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ). Το ύψος της καταβλητέας σύνταξης καθορίζεται με εφαρμογή του ακόλουθου τύπου: Ρ = 0,45% * 9% / 6% * έτη ασφάλισης * συντάξιμες αποδοχές. 2. Από 1.1.2019 η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) καταβάλλει στο ΕΤΕΑΕΠ τις αναλογούσες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εισφορές επικουρικής ασφάλισης για το σύνολο των ασφαλισμένων του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ, πλέον συμπληρωματικής ασφαλιστικής εισφοράς, η οποία για τα έτη 2019 έως 2023 ανέρχεται στο ποσό των 40 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως, ενώ για τα έτη 2024 και εφεξής θα καθοριστεί με μελέτη που εκπονεί η Εθνική Αναλογιστική Αρχή και με την οποία αναπροσαρμόζεται το ύψος του ποσού και ο τρόπος καταβολής του από την ΕΤΕ. Ειδικά για το διάστημα από 1.1 έως 31.5.2019 η ΕΤΕ καταβάλλει επιπροσθέτως στο ΕΤΕΑΕΠ και το ισόποσο των εισφορών ασφαλισμένων για επικουρική ασφάλιση για το διάστημα αυτό. 3. Στους συνταξιούχους της παραγράφου 1 η ΕΤΕ καταβάλλει τις συνταξιοδοτικές παροχές του έτους 2018 στο ύψος που προκύπτει από την εφαρμογή του τύπου της παραγράφου 1 και αφού συμψηφιστούν τυχόν καταβληθείσες παροχές από το ΛΕΠΕΤΕ και τον ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ για το έτος αυτό. Η καταβολή ενεργείται κατά το 1/5 του συνολικού ποσού έως την 31.8.2019 και το υπόλοιπο τμηματικά και πάντως το αργότερο την 31.12.2020. 4. Για τους δικαιούχους επικουρικής σύνταξης μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, η καταβλητέα σύνταξη υπολογίζεται, για το διάστημα ασφάλισης έως και 31.12.2014, με βάση τον τύπο Ρ = 0,45% * έτη ασφάλισης * συντάξιμες αποδοχές (εισφορά 6%), ενώ για το διάστημα ασφάλισης από 1.1.2015 εφαρμόζεται το Σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης (NDC) και ο τύπος […] όπως ισχύει για όλους τους ασφαλισμένους του ΕΤΕΑΕΠ. 5. Για την εφαρμογή του παρόντος η ΕΤΕ παρέχει στο ΕΤΕΑΕΠ αρχείο με το σύνολο των απαιτούμενων ασφαλιστικών στοιχείων, όπως ιδίως μισθολογικές καταστάσεις και βεβαιώσεις χρόνου υπηρεσίας, καθώς και το προσωπικό που κατ’ αριθμό απασχολείται κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος στο ΛΕΠΕΤΕ και στον ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ. Για τον υπολογισμό της παροχής του παρόντος άρθρου λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε στο ΛΕΠΕΤΕ και στον ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ, καθώς και ο χρόνος που αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε ως συντάξιμος κατά τις διατάξεις του καταστατικού τους και της κείμενης νομοθεσίας. 6. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης δύναται να ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος». Κατ’ επίκληση της τελευταίας αυτής εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. πρωτ. 28153/276/21.6.2019 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο “Εφαρμογή του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019 (Α΄ 89)” (Β΄ 2466).

10. Επειδή, στην αιτιολογική έκθεση επί της σχετικής τροπολογίας αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι με τις ανωτέρω ρυθμίσεις «επιλύεται, εν όψει της υποχρέωσης του Κράτους να καταβάλλει επικουρική σύνταξη στους επικουρικώς ασφαλισμένους και έως την αμετάκλητη κρίση των αρμόδιων δικαστηρίων ενώπιον των οποίων έχουν προσφύγει φορείς εκπροσώπησης εργαζομένων και συνταξιούχων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, το πρόβλημα της μη καταβολής σύνταξης στους δικαιούχους του Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ) και του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού ΕΤΕ – π.π. ΕΘΝΑΚ (ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ). Ειδικότερα, από τον Δεκέμβριο του 2017 και εντεύθεν, ήτοι για δεκαοκτώ και πλέον μήνες, οι προαναφερόμενοι λογαριασμοί έπαψαν να καταβάλλουν στους συνταξιούχους την παροχή που είχαν δικαιωθεί σύμφωνα με τις καταστατικές τους διατάξεις, κατ’ επίκληση οικονομικών δυσχερειών. Κατά της εξέλιξης αυτής οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι των ως άνω Λογαριασμών έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη αιτούμενοι να υποχρεωθεί η ΕΤΕ να καλύψει τη δαπάνη που προκαλείται από την σύμφωνη με το καταστατικό τους λειτουργία των Λογαριασμών ώστε να εξακολουθεί να τους καταβάλλεται η παροχή στο ύψος που διαμορφώνεται σύμφωνα με τις καταστατικές προβλέψεις. Δεδομένου ότι ενόσω εκκρεμεί η δικαστική διαμάχη, οι συνταξιούχοι δεν λαμβάνουν επικουρική σύνταξη, με την προτεινόμενη διάταξη προβλέπεται ότι, υπό το φως του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, από τον Ιανουάριο του 2019 και εντεύθεν, και πάντως έως την αμετάκλητη κρίση των αρμοδίων δικαστηρίων επί του ζητήματος, το ΕΤΕΑΕΠ αναλαμβάνει τη διαχείριση και καταβολή των συντάξεων αυτών στους δικαιούχους, στο ύψος που θα διαμορφωνόταν η παροχή εάν ίσχυαν οι κανόνες του Ενιαίου Φορέα. …».

11. Επειδή, ακολούθησε ο ν. 4680/2020 (Α΄ 72/23.3.2020), με το άρθρο 63 του οποίου, υπό τον τίτλο «Ένταξη των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ-ΠΠΕΘΝΑΚ στον e-ΕΦΚΑ και υγειονομική περίθαλψη ασφαλισμένων τ. Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.», ορίσθηκαν τα εξής: «Το άρθρο 24 του ν. 4618/2019 (Α΄ 89) αντικαθίσταται ως ακολούθως: “Άρθρο 24. 1. Στην ασφάλιση του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ υπάγονται οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι των κάτωθι Ειδικών Λογαριασμών επικουρικής ασφάλισης του προσωπικού της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος Α.Ε.: α) του Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ) και β) του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος – Πρώην Προσωπικού Εθνικής Ακινήτων Α.Ε. (ΕΛΕΠΕΤΕ – ΠΠΕΘΝΑΚ). 2. Το ύψος της καταβλητέας σύνταξης (Ρ) καθορίζεται ως ακολούθως: α) Για τους ήδη συνταξιούχους και για όσους υπέβαλαν αίτηση συνταξιοδότησης μέχρι 31.12.2018, εφαρμόζεται ο ακόλουθος τύπος: Ρ = 0,45% * έτη ασφάλισης * συντάξιμες αποδοχές. Ως συντάξιμες αποδοχές νοείται ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου υπολογίστηκε η χορηγηθείσα σύνταξη. β) Για όσους υπέβαλαν ή υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης από 1.1.2019 και εφεξής εφαρμόζεται ο ακόλουθος τύπος: (Ρ) = (i) + (ii), όπου (i) = 0,45% * έτη ασφάλισης * συντάξιμες αποδοχές, για το διάστημα ασφάλισης έως και 31.12.2014 και (ii) το Σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης (NDC) και ο τύπος […] για διάστημα ασφάλισης από 1.1.2015, όπως ισχύει για όλους τους ασφαλισμένους του τ. ΕΤΕΑΕΠ. Ως “συντάξιμες αποδοχές” θεωρούνται οι συντάξιμες αποδοχές, όπως αυτές προσδιορίζονται στο άρθρο 96 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει. 3. Η σύνταξη υπόκειται σε εισφορές υγείας υπέρ Ταμείου Υγείας Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας (ΤΥΠΕΤ) για τους συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ και υπέρ Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) για τους συνταξιούχους του ΕΛΕΠΕΤΕ-ΠΠΕΘΝΑΚ, πλην όσων έχουν ενταχθεί στο ΤΥΠΕΤ, σε κρατήσεις υπέρ Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων, καθώς και σε κάθε άλλη νόμιμη κράτηση. 4. Η επικουρική σύνταξη, ως καθορίζεται με τις παραγράφους 2 και 5, καταβάλλεται στους μεν συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ από 1.3.2018, στους δε συνταξιούχους του ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π.ΕΘΝΑΚ από 1.8.2018. Ποσά συντάξεων που έχουν ήδη καταβληθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24 του ν. 4618/2019, ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το παρόν, εξαντλούν την υποχρέωση του ΕΤΕΑΕΠ για το χρονικό διάστημα για το οποίο έχουν καταβληθεί. 5. Εάν το καταβλητέο κατά τις 31.12.2019 ποσό συντάξεων είναι μεγαλύτερο εκείνου που προκύπτει μετά τον επανυπολογισμό αυτών, σύμφωνα με την παράγραφο 2, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στους δικαιούχους ως προσωπική διαφορά, μέχρι τις 31.12.2024 και από 1.1.2025 και εφεξής οι συντάξεις καταβάλλονται στο ποσό που διαμορφώνεται βάσει της παραγράφου 2 του παρόντος. 6. Από 1.1.2025 και εφεξής, οι συντάξεις δεν αναπροσαρμόζονται. 7. Οι ασφαλισμένοι του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ-ΠΠΕΘΝΑΚ από 1.1.2019 καθίστανται ασφαλισμένοι του τ. ΕΤΕΑΕΠ και διέπονται ως προς τις εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη, τον χρόνο ασφάλισης, τις προϋποθέσεις θεμελίωσης δικαιώματος σε σύνταξη και κάθε άλλο θέμα που αφορά στην ασφάλιση και στις παροχές, από τις διατάξεις της νομοθεσίας του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ. Ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε ή αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε στο ΛΕΠΕΤΕ και στον ΕΛΕΠΕΤΕ-ΠΠΕΘΝΑΚ λογίζεται ότι πραγματοποιήθηκε στην ασφάλιση του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ. 8. Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) καταβάλλει στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ για τα έτη 2018 έως 2032 επιπρόσθετη ασφαλιστική εισφορά, η οποία ανέρχεται κατ’ έτος σε ποσοστό 12% επί των μεικτών αποδοχών των απασχολούμενων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στην ΕΤΕ στις 31 Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους. Η κατά τα ως άνω ετήσια επιπρόσθετη εισφορά της ΕΤΕ προς τον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ καταβάλλεται για το έτος 2018 μέχρι τις 30.6.2020 και για τα υπόλοιπα έτη έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα του πρώτου τριμήνου του αμέσως επόμενου έτους. Με την επιπρόσθετη εισφορά της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) για τα έτη 2019 και 2020 συμψηφίζεται η επιπρόσθετη εισφορά που έχει καταβληθεί από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) στο τ. ΕΤΕΑΕΠ κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24 του ν. 4618/2019, ως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το παρόν. Με τις ως άνω εισφορές εξαντλείται η υποχρέωση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος έναντι του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ που προκύπτει από την οικονομική επιβάρυνση του τελευταίου με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, καθώς και οιουδήποτε άλλου τρίτου. 9. Η επιπρόσθετη εισφορά της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., ως ορίζεται στην παράγραφο 8, δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της σύνταξης του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ, ούτε προσαυξάνει τη σύνταξη αυτή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 30 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85). 10. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ρυθμίζεται κάθε θέμα που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. 11. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως”».

12. Επειδή, στην αιτιολογική έκθεση επί της τροπολογίας, με την οποία εισήχθησαν στη Βουλή οι διατάξεις του μετέπειτα άρθρου 63 του ν. 4680/2020, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι με τις επίμαχες ρυθμίσεις για τους συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ και ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π.ΕΘΝΑΚ «[…] πλέον εξασφαλίζεται η καταβολή επικουρικής σύνταξης στους ασφαλισμένους και συνταξιούχους του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ) και του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος – Πρώην Προσωπικού Εθνικής Ακινήτων Α.Ε. (ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ), από τον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης e-ΕΦΚΑ. Με τον τρόπο αυτό, οι δικαιούχοι σύνταξης των ανωτέρω Λογαριασμών εντάσσονται στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ. Παράλληλα, προβλέπεται η καταβολή επιπρόσθετης εισφοράς από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος προς τον κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ, βάσει μελέτης της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής προκειμένου να καλυφθεί εν μέρει η επιβάρυνση που προκαλείται στο τελευταίο από την ένταξη σε αυτό των ως άνω ασφαλισμένων. Με τον τρόπο αυτό ρυθμίζεται το ζήτημα που έχει προκύψει για τους δικαιούχους των ανωτέρω Λογαριασμών, από την οικονομική δυσπραγία των Λογαριασμών αυτών να καταβάλλουν τις συντάξεις. […] Τέλος, με την προτεινόμενη διάταξη επιλύεται το κοινωνικό ζήτημα που έχει ανακύψει και εξασφαλίζεται η ομαλή και απρόσκοπτη καταβολή των συντάξεων στις κατηγορίες των ως άνω συνταξιούχων». Για τους ίδιους λόγους κρίθηκαν αναγκαίες οι επίμαχες ρυθμίσεις, σύμφωνα με την σχετική «έκθεση αξιολόγησης συνεπειών ρυθμίσεων», στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: «Με την προτεινόμενη ρύθμιση […] εξασφαλίζεται η καταβολή επικουρικής σύνταξης στους ασφαλισμένους και συνταξιούχους του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ) και του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος – Πρώην Προσωπικού Εθνικής Ακινήτων ΑΕ (ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π. ΕΘΝΑΚ), καθώς οι Λογαριασμοί αυτοί από το έτος 2018 βρίσκονται σε αδυναμία εκπλήρωσης του σκοπού τους και δεν καταβάλλουν συντάξεις. […] Η προτεινόμενη διάταξη […] προβλέπει την ένταξη των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ) και του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος – Πρώην Προσωπικού Εθνικής Ακινήτων ΑΕ (ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π. ΕΘΝΑΚ) στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ, προκειμένου να ξεκινήσει η καταβολή των συντάξεών τους δεδομένου ότι οι ως άνω Λογαριασμοί βρίσκονται σε αδυναμία εκπλήρωσης του σκοπού τους από το έτος 2018. Παράλληλα, προβλέπεται η καταβολή επιπρόσθετης εισφοράς από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος προς τον κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ, προκειμένου να καλυφθεί εν μέρει η επιβάρυνση που προκαλείται στο τελευταίο από την ένταξη σε αυτό των ως άνω ασφαλισμένων. Με τον τρόπο αυτό ρυθμίζεται το ζήτημα που έχει προκύψει για τους δικαιούχους των ανωτέρω Λογαριασμών, από την οικονομική δυσπραγία των Λογαριασμών αυτών να καταβάλλουν τις συντάξεις. […] Με την προτεινόμενη διάταξη οι δικαιούχοι σύνταξης των ανωτέρω Λογαριασμών εντάσσονται στον κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ, επιλύεται το κοινωνικό ζήτημα που έχει ανακύψει και εξασφαλίζεται η ομαλή και απρόσκοπτη καταβολή των συντάξεων στις κατηγορίες των ως άνω συνταξιούχων».

13. Επειδή, μετά τη δημοσίευση του ν. 4680/2020 εκδόθηκε από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων η προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση υπ’ αριθ. πρωτ. Φ80020/οικ. 15147/Δ16.438/ 15.4.2020 πράξη με τίτλο «Γνωστοποίηση των ρυθμίσεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 (Α΄ 72), σχετικά με την ένταξη ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ». Το περιεχόμενο της πράξης αυτής έχει ως εξής: “Σας γνωρίζουμε ότι στο ΦΕΚ 72/23.3.2020, τεύχος Α΄, δημοσιεύτηκε ο νόμος 4680/2020 «Ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2016 για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των Ιδρυμάτων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών (Ι.Ε.Σ.Π.) και άλλες διατάξεις». Με το άρθρο 63 του εν λόγω νόμου αντικαθίσταται το άρθρο 24 του ν. 4618/2019, με το οποίο το πρώην ΕΤΕΑΕΠ και ήδη Κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ ανέλαβε την υποχρέωση καταβολής επικουρικής σύνταξης στους δικαιούχους του Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ) και του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού ΕΤΕ – π.π. ΕΘΝΑΚ (ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π.ΕΘΝΑΚ), καθώς οι εν λόγω λογαριασμοί είχαν πάψει να καταβάλλουν συντάξεις στους δικαιούχους τους, λόγω οικονομικών δυσχερειών, από το 2018. Ειδικότερα, στο άρθρο 24 του ν. 4618/2019, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 63 του ν. 4680/2020, ρυθμίζονται τα εξής: Α. Με την παράγραφο 1 προβλέπεται ότι οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ) και του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος – Πρώην Προσωπικού Εθνικής Ακινήτων Α.Ε. (ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π.ΕΘΝΑΚ) υπάγονται στην ασφάλιση του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ. Με βάση τις παρ. 4 και 7 του εν λόγω άρθρου, οι ασφαλισμένοι του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π.ΕΘΝΑΚ καθίστανται ασφαλισμένοι του πρώην ΕΤΕΑΕΠ και ήδη Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ από 1.1.2019, ενώ από τους συνταξιούχους οι μεν συνταξιούχοι του ΛΕΠΕΤΕ καθίστανται συνταξιούχοι του πρώην ΕΤΕΑΕΠ και ήδη Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ από 1.3.2018, οι δε συνταξιούχοι του ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π.ΕΘΝΑΚ από 1.8.2018. Β. Τρόπος υπολογισμού των συντάξεων του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ. Στην παράγραφο 2 καθορίζεται το ύψος της καταβλητέας από τον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ (πρ. ΕΤΕΑΕΠ) επικουρικής σύνταξης στα ανωτέρω πρόσωπα, ως εξής: α) Για τους ήδη συνταξιούχους, καθώς και όσους υπέβαλλαν αίτηση συνταξιοδότησης μέχρι 31/12/2018, το ποσό της καταβλητέας σύνταξης (Ρ) προκύπτει από την εφαρμογή του τύπου Ρ = 0,45% * έτη ασφάλισης * συντάξιμες αποδοχές και ως συντάξιμες αποδοχές νοούνται ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου υπολογίσθηκε η χορηγηθείσα από τον ΛΕΠΕΤΕ και τον ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π. ΕΘΝΑΚ παροχή. β) Για όσους υπέβαλλαν ή υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης από 01/01/2019 και εφεξής, η σύνταξη αποτελείται από το άθροισμα δύο τμημάτων και εφαρμόζεται ο ακόλουθος τύπος : (P) = (i) + (ii), όπου i) Το πρώτο τμήμα (i) αφορά χρόνο ασφάλισης έως και 31/12/2014 και υπολογίζεται με την εφαρμογή του τύπου. (i) = 0,45% * έτη ασφάλισης * συντάξιμες αποδοχές. ii) Το δεύτερο τμήμα (ii) αφορά το χρόνο ασφάλισης από 01/01/2015 και εφεξής και εφαρμόζεται σε αυτό το σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης (NDC) και ο τύπος […] όπως ισχύει για όλους τους ασφαλισμένους του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του πρώην ΕΤΕΑΕΠ και νυν Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ. Oι συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του πρώτου τμήματος (i) της σύνταξης προσδιορίζονται με βάση τα προβλεπόμενα στο άρθρο 96 του ν. 4387/2016, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 του ν. 4670/2020. Γ. Εισφορά υγείας και λοιπές κρατήσεις Στην παράγραφο 3 προβλέπεται ότι η επικουρική σύνταξη ασφαλισμένων και συνταξιούχων που προέρχονται από τον ΛΕΠΕΤΕ και τον ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π.ΕΘΝΑΚ, όπως καθορίζεται με το συγκεκριμένο άρθρο υπόκειται στις εξής κρατήσεις: i) Εισφοράς υγείας α) υπέρ του Ταμείου Υγείας Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας (ΤΥΠΕΤ) για τους συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ και όσους συνταξιούχους του ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π.ΕΘΝΑΚ έχουν ενταχθεί στο ΤΥΠΕΤ, και β) υπέρ του ΕΟΠΥΥ για τους συνταξιούχους του ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π. ΕΘΝΑΚ που δεν έχουν ενταχθεί στο ΤΥΠΕΤ. (ii) Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης υπέρ ΑΚΑΓΕ, όπου αυτή επιβάλλεται (άρθρο 44, παρ. 13 ν. 3986/2011). (iii) Σε κάθε άλλη νόμιμη κράτηση. Δ. Έναρξη καταβολής της σύνταξης από το πρώην ΕΤΕΑΕΠ και ήδη Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ. Σύμφωνα με την παράγραφο 4 η επικουρική σύνταξη όπως καθορίζεται με τις κοινοποιούμενες διατάξεις, καταβάλλεται από τον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του πρώην ΕΤΕΑΕΠ και ήδη e-ΕΦΚΑ, για τους μεν συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ από 01/03/2018, για τους δε συνταξιούχους του ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π. ΕΘΝΑΚ από 01/08/2018. Ποσά συντάξεων που έχουν ήδη καταβληθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24 του ν. 4618/2019, όπως αυτό ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 63 του ν. 4680/2020, εξαντλούν την υποχρέωση του πρώην ΕΤΕΑΕΠ και ήδη Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ για το χρονικό διάστημα για το οποίο είχαν καταβληθεί. Ε. Επανυπολογισμός και αναπροσαρμογή συντάξεων. Οι ήδη καταβαλλόμενες ή καταβλητέες, την 31.12.2019, από το πρώην ΕΤΕΑΕΠ επικουρικές συντάξεις σε δικαιούχους του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ -Π.Π.ΕΘΝΑΚ επανυπολογίζονται σύμφωνα με την κοινοποιούμενη νέα παράγραφο 2 του άρθρου 24 του ν. 4618/2020, όπως ισχύει. Στο πλαίσιο αυτό, στην παράγραφο 5 προβλέπεται ότι αν το ποσό που προκύπτει από τον επανυπολογισμό είναι μικρότερο από το καταβλητέο κατά τις 31/12/2019 ποσό, η διαφορά εξακολουθεί να καταβάλλεται στους δικαιούχους, ως προσωπική διαφορά, μέχρι τις 31/12/2024. Από 01/01/2025 και εφεξής, οι συντάξεις θα καταβάλλονται στο ύψος που διαμορφώνεται από τον επανυπολογισμό σύμφωνα με την παράγραφο 2. Σύμφωνα με την παράγραφο 6 από την ίδια ως άνω ημερομηνία, ήτοι από 01/01/2025 και εφεξής οι συντάξεις που καταβάλλει ο Κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ σε πρώην ασφαλισμένους και δικαιούχους του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π.ΕΘΝΑΚ δεν αναπροσαρμόζονται. ΣΤ. Ένταξη ασφαλισμένων στον Κλάδο Επικουρικής ασφάλισης του πρώην ΕΤΕΑΕΠ και ήδη Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ. Στην παράγραφο 7 προβλέπεται ότι από 01/01/2019 οι ασφαλισμένοι του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π.ΕΘΝΑΚ. καθίστανται ασφαλισμένοι του πρώην ΕΤΕΑΕΠ και ήδη Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ και διέπονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας του Κλάδου, ως προς τις εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη, τον χρόνο ασφάλισης, τις προϋποθέσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος και κάθε άλλο θέμα που αφορά στην ασφάλιση και στις παροχές. Ο δε χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε ή αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε στο ΛΕΠΕΤΕ και τον ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π.ΕΘΝΑΚ λογίζεται ως χρόνος ασφάλισης στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ. Ζ. Καταβολή επιπρόσθετης εισφοράς από την ΕΤΕ. Για την εν μέρει κάλυψη της οικονομικής επιβάρυνσης που προκαλείται στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ (πρ. ΕΤΕΑΕΠ) από την ένταξη σ’ αυτόν των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π.ΕΘΝΑΚ, προβλέπεται η καταβολή από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος επιπρόσθετης ασφαλιστικής εισφοράς για τα έτη 2018 έως 2032. Όπως ορίζεται στην παράγραφο 8, το ύψος της εισφοράς αυτής ανέρχεται κατ’ έτος σε ποσοστό 12% επί των μεικτών αποδοχών των απασχολουμένων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στην ΕΤΕ στις 31 Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους. Η επιπρόσθετη ασφαλιστική εισφορά του έτους 2018 καταβάλλεται μέχρι τις 30.06.2020. Για τα υπόλοιπα έτη (2019-2032), η επιπρόσθετη εισφορά καταβάλλεται έως την τελευταία εργάσιμη του πρώτου τριμήνου του αμέσως επόμενου έτους (π.χ. η επιπρόσθετη εισφορά του έτους 2020 καταβάλλεται έως τις 31/03/2021). Σημειώνεται ότι για τα έτη 2019 και 2020 η επιπρόσθετη ασφαλιστική εισφορά που προκύπτει σύμφωνα με τα παραπάνω, συμψηφίζεται με τα ποσά που η ΕΤΕ έχει καταβάλλει στο πρώην ΕΤΕΑΕΠ κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24 του ν. 4618/2019, όπως αυτό ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 63 του ν. 4680/2020. Σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 8 «Με τις ως άνω εισφορές εξαντλείται η υποχρέωση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος έναντι του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ που προκύπτει από την οικονομική επιβάρυνση του τελευταίου με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, καθώς και οιουδήποτε άλλου τρίτου». Στην παράγραφο 9 ορίζεται ρητά ότι η επιπρόσθετη ασφαλιστική εισφορά της παραγράφου 8 δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της επικουρικής σύνταξης των δικαιούχων, ούτε προσαυξάνει τη σύνταξη αυτή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 30 του ν. 4387/2016. Η. Σύμφωνα, τέλος, με την παράγραφο 10, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, δύναται να ρυθμίζεται κάθε θέμα που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων του εν λόγω άρθρου. Είναι ευνόητο ότι, από τη δημοσίευση του ν. 4680/2020, παύει να ισχύει η με αριθ. πρωτ. 28153/276/21.6.2019 (Β΄ 2466) απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με θέμα «Εφαρμογή του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019 (Α΄ 89)». Κατόπιν των ανωτέρω, παρακαλούμε για τη συνεργασία των αρμόδιων Υπηρεσιών του e-ΕΦΚΑ και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, με σκοπό την άμεση και ορθή εφαρμογή των κοινοποιούμενων διατάξεων”.

14. Επειδή, δικαιούχοι παροχής από τον ΛΕΠΕΤΕ άσκησαν αίτηση ακυρώσεως κατά της, εκδοθείσης κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 6 του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019, υπ’ αριθ. πρωτ. 28153/276/21.6.2019 απόφασης του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Εφαρμογή του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019 (Α΄ 89)» (Β΄ 2466/21.6.2019) και κατά του υπ’ αριθ. πρωτ. Φ80020/οικ.26768/Δ16.871/19.6.2019 εγγράφου του ίδιου Υφυπουργού με τίτλο «Παροχή οδηγιών – διευκρινίσεων ως προς τον υπολογισμό και την καταβολή των συντάξεων από το ΕΤΕΑΕΠ στους δικαιούχους του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ (άρθρο εικοστό τέταρτο του ν. 4618/2019, ΦΕΚ 89 Α΄)», κατά το μέρος που οι πράξεις αυτές, με ορισμένες ρυθμίσεις τους, επέφεραν, κατά τους αιτούντες, δυσμενείς συνέπειες στο ύψος της καταβλητέας σε αυτούς επικουρικής παροχής, η οποία καθοριζόταν σε ποσό μικρότερο από αυτό που προέκυπτε με βάση τις καταστατικές διατάξεις του ΛΕΠΕΤΕ. Πριν από τη συζήτηση της υποθέσεως δημοσιεύθηκε ο ν. 4680/2020, με το άρθρο 63 του οποίου, όπως έχει ήδη εκτεθεί, αντικαταστάθηκε το άρθρο εικοστό τέταρτο του ν. 4618/2019. Ενόψει τούτου, με την απόφαση 2211/2020 της Ολομελείας του Δικαστηρίου η ανοιγείσα με την ανωτέρω αίτηση ακυρώσεως δίκη καταργήθηκε. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι με το άρθρο 63 του νεώτερου ν. 4680/2020 προβλέπεται, πλέον, η οριστική ένταξη των συνταξιούχων και ασφαλισμένων των δύο ειδικών λογαριασμών στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ και ρυθμίσθηκαν με νέο, διαφορετικό τρόπο οι όροι της κοινωνικοασφαλιστικής σχέσης δημοσίου δικαίου μεταξύ των ανωτέρω προσώπων και του εν λόγω δημόσιου φορέα κοινωνικής ασφάλισης, ότι, ως εκ τούτου, μετά τη θέση σε ισχύ του νεώτερου νόμου, έχει παύσει να ισχύει εφεξής όχι μόνον η εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 6 του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019, αλλά και η κατ’ εξουσιοδότησή της εκδοθείσα – πρώτη προσβαλλόμενη με την ως άνω αίτηση ακυρώσεως – υπ’ αριθ. 28153/276/21.6.2019 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθώς και η δεύτερη προσβαλλόμενη με την αίτηση αυτή πράξη, ανεξαρτήτως της εκτελεστότητάς της, και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν συνέτρεχε περίπτωση συνδρομής ιδιαίτερου έννομου συμφέροντος των αιτούντων για συνέχιση της δίκης, ανεξαρτήτως αν οι αιτούντες θα είχαν, κατ’ αρχήν, έννομο συμφέρον να ασκήσουν αίτηση ακυρώσεως κατά της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης, που ρύθμιζε υποχρεώσεις της ΕΤΕ.

15. Επειδή, όπως γίνεται παγίως δεκτό, το Σύνταγμα, προβλέποντας με τη διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1 στοιχ. α΄ τον ακυρωτικό έλεγχο των πράξεων των διοικητικών αρχών μέσω του ενδίκου βοηθήματος της αιτήσεως ακυρώσεως, αποκλείει την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά των πράξεων της νομοθετικής λειτουργίας και, δη, κατά διατάξεων τυπικού νόμου κανονιστικού περιεχομένου (ΣτΕ Ολομ. 704, 870-73/2018, 215/2016, 2154/2015, 1618/2012, 3866-68/2011, 3976-81/2009, 3070/2008). Με τις διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 ουδόλως επιχειρείται πλήρης και εξαντλητική ρύθμιση συγκεκριμένης περίπτωσης ατομικού χαρακτήρα, για την υλοποίηση της οποίας δεν απαιτείται η έκδοση άλλης πράξης, προσβλητής ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, ώστε να γεννάται ζήτημα αποστέρησης ή αποδυνάμωσης του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Αντιθέτως, με τις ως άνω διατάξεις του ν. 4680/2020 εισάγονται ρυθμίσεις, οι οποίες, ως εκ του αμιγώς κανονιστικού τους χαρακτήρα, προσιδιάζουν σε ουσιαστικό νόμο, για την εφαρμογή τους δε εκδίδονται ατομικές διοικητικές πράξεις, οι οποίες μπορούν παραδεκτώς να προσβληθούν. Κατά τον τρόπο αυτό είναι δυνατόν να ελεγχθεί από το αρμόδιο δικαστήριο η συμφωνία ή μη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες δικαίου των διατάξεων, κατ’ εφαρμογή των οποίων εκδόθηκαν οι ατομικές αυτές πράξεις. Τέτοιες, άλλωστε, ατομικές πράξεις, με τις οποίες προσδιορίζεται η καταβλητέα σε κάθε συνταξιούχο με βάση τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου επικουρική σύνταξη, έχουν ήδη εκδοθεί και προσβάλλονται με την παρούσα αίτηση. Συνεπώς, απαραδέκτως ασκείται η κρινόμενη αίτηση κατά το μέρος που οι αιτούντες στρέφονται ευθέως κατά του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 και όλοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί τους είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

16. Επειδή, από το περιεχόμενο της παρατιθέμενης στη σκέψη 13 προσβαλλόμενης πράξης, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, τιτλοφορείται «Γνωστοποίηση των ρυθμίσεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 (Α΄ 72), σχετικά με την ένταξη ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ» και στην οποία δεν μνημονεύονται εξουσιοδοτικές, για την έκδοσή της, νομοθετικές διατάξεις ούτε δίδεται εντολή για δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προκύπτει ότι με αυτή γνωστοποιούνται στον e-ΕΦΚΑ και τους λοιπούς αναφερόμενους στον πίνακα αποδεκτών οι ρυθμίσεις του άρθρου 63 του ν. 4680/2020. Με τα δεδομένα αυτά, η ανωτέρω πράξη, ουδεμία αυτοτελή έννομη συνέπεια επάγεται για τους αιτούντες, αλλά περιορίζεται απλώς στην προς ενημέρωση των αρμοδίων υπηρεσιών και λοιπών αποδεκτών αυτής επανάληψη των ρυθμίσεων του παρατιθεμένου ανωτέρω στη σκέψη 11 άρθρου 63 του ν. 4680/2020. Εξάλλου, η λήξη της ισχύος της υπ’ αριθ. 28153/276/21.6.2019 απόφασης του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, η οποία είχε εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 6 του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019, όπως αυτό ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το ως άνω άρθρο 63 του ν. 4680/2020, καθώς και της αρχικής αυτής διατάξεως, επήλθε, όπως, κατά τα προεκτεθέντα, έχει ήδη κριθεί με την απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου 2211/2020, με τη θέση σε ισχύ του εν λόγω άρθρου 63 του ν. 4680/2020 και όχι με την ανωτέρω προσβαλλόμενη πράξη. Ως εκ τούτου η εν λόγω πράξη αποτελεί στο σύνολό της [δηλαδή και κατά το μέρος που αναφέρει ότι «από τη δημοσίευση του ν. 4680/2020, παύει να ισχύει η με αριθ. πρωτ. 28153/276/21.6.2019 … απόφαση …»] απλή ερμηνευτική εγκύκλιο, η οποία στερείται εκτελεστού χαρακτήρα. Συνεπώς, απαραδέκτως προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση (βλ. ΣτΕ Ολ. 2349/2017, 2291-3, 3912/2015, 2192, 3402-03/2014, 668, 1283-4/2012 κ.ά.), οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των αιτούντων είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

17. Επειδή, οι αιτούντες στρέφονται, επίσης, κατά των πράξεων “ανάλυσης πληρωμής επικουρικής σύνταξης” μηνών Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου 2020 του e-ΕΦΚΑ, οι οποίες εκδόθηκαν σε εκτέλεση των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου 63 του ν. 4680/2020 και με τις οποίες προσδιορίζεται η καταβλητέα για τους ανωτέρω μήνες στους αιτούντες επικουρική σύνταξη από τον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ. Οι πράξεις αυτές αποτελούν ατομικές διοικητικές πράξεις (βλ. ΣτΕ 3783/2015 7μ., πρβλ. ΣτΕ 1283-4/2012 Ολομ., 668/2012 Ολομ.), από την αμφισβήτηση της νομιμότητας των οποίων αναφύεται κοινωνικοασφαλιστική διαφορά ουσίας, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 περίπτ. α´ του ν. 702/1977 (Α΄ 268), ανήκει στην αρμοδιότητα του διοικητικού πρωτοδικείου. Ωστόσο, ενόψει του ότι με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα αμφισβητείται η συμφωνία των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020, κατ’ εφαρμογή των οποίων εκδόθηκαν οι ως άνω προσβαλλόμενες πράξεις, προς το Σύνταγμα, το ενωσιακό δίκαιο και άλλους υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου και λαμβανομένου υπόψη ότι δεν αμφισβητείται η νομιμότητα της ερμηνείας και εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 ως προς τον υπολογισμό της καταβλητέας στους αιτούντες σύνταξης, το Δικαστήριο, για λόγους οικονομίας της δίκης, διακρατεί την υπόθεση κατά το μέρος αυτό, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 34 παρ. 1 εδ. ε΄ του ν. 1968/1991 (Α΄ 150) (πρβλ. ΣτΕ 668/2012 Ολομ., 1283/2012 Ολομ., 4204/2012 Ολομ., 1357/2018 7μ. κ.ά.) και εξετάζει αυτήν περαιτέρω.

18. Επειδή, τέλος, οι αιτούντες ζητούν την ακύρωση των από Ιουνίου 2020 συγκεντρωτικών πινάκων πληρωμών των επικουρήσεων των ετών 2019-2020 που εξέδωσε ο e-Ε.Φ.Κ.Α. για τα ποσά των επικουρικών συντάξεων που αυτοί έλαβαν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 63 του ν. 4680/2020. Το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, κατά το μέρος που στρέφεται κατά των εν λόγω συγκεντρωτικών πινάκων, έχει επίσης τον χαρακτήρα προσφυγής ουσίας και, ως εκ τούτου, υπάγεται στην αρμοδιότητα του διοικητικού πρωτοδικείου. Παρά ταύτα, το Δικαστήριο, για λόγους οικονομίας της δίκης, διακρατεί την υπόθεση και ως προς τις πράξεις αυτές. Δεδομένου, όμως, ότι στους εν λόγω συγκεντρωτικούς πίνακες του e-Ε.Φ.Κ.Α. αποτυπώνονται οι καταβολές επικουρικών συντάξεων της περιόδου από Ιανουάριο 2019 έως Μάιο ή Ιούνιο 2020 για κάθε αιτούντα, οι πράξεις αυτές δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα, αλλά αποτελούν πληροφοριακό έγγραφο. Συνεπώς, απαραδέκτως προσβάλλονται με το υπό κρίση ένδικο βοήθημα.

19. Επειδή, οι αιτούντες, οι οποίοι είναι συνταξιούχοι και δικαιούχοι επικουρικής παροχής από τον ΛΕΠΕΤΕ, καταλαμβανόμενοι από τις ρυθμίσεις του άρθρου 63 του ν. 4680/2020, επιδιώκουν την ακύρωση των πράξεων “ανάλυσης πληρωμής επικουρικής σύνταξης” από τον e-ΕΦΚΑ, οι οποίες τους αφορούν και είναι, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, και οι μόνες παραδεκτώς προσβαλλόμενες, προκειμένου να συνεχίσουν να είναι δικαιούχοι επικουρικής παροχής στο ύψος και με τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι διατάξεις του Κανονισμού του ανωτέρω Ειδικού Λογαριασμού, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι μη νομίμως η επικουρική σύνταξη προσδιορίστηκε σε ποσό που υπολείπεται της παροχής, που, κατά τους ισχυρισμούς τους, εδικαιούντο από τον ΛΕΠΕΤΕ. Με τα δεδομένα αυτά οι αιτούντες με έννομο συμφέρον προσβάλλουν τις ανωτέρω πράξεις.

20. Επειδή, οι αιτούντες ομοδικούν παραδεκτώς, προβάλλοντας κοινούς λόγους ακυρώσεως που στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και πραγματική βάση, οι δε παραδεκτώς προσβαλλόμενες ατομικές πράξεις “ανάλυσης πληρωμής επικουρικής σύνταξης” είναι συναφείς μεταξύ τους, καθώς στηρίζονται στην ίδια νομική και στην ίδια κατά τα ουσιώδη στοιχεία πραγματική βάση, χωρίς να ασκεί επιρροή στην κρινόμενη υπόθεση το γεγονός ότι καθένας από τους αιτούντες εισήλθε και εξήλθε από την υπηρεσία σε διαφορετικό χρόνο και ότι διαφοροποιούνται και άλλα επί μέρους στοιχεία που προσδιορίζουν, κατά περίπτωση, την καταβλητέα σε καθέναν εξ αυτών επικουρική σύνταξη (πρβλ. ΣτΕ 3143/2013, 3338, 3351/2010, 3453/2003 7μ. κ.ά.).

21. Επειδή, στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Με τη διάταξη αυτή ο συντακτικός νομοθέτης περιέβαλε με συνταγματικό κύρος την αρχή της κοινωνικής ασφάλισης με γνώμονα την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της Χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και ανέθεσε την εξειδίκευσή της ανάλογα με τις περιστάσεις στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού έχει ευρεία εξουσία για την ρύθμιση των σχετικών θεμάτων, υποκείμενος μόνο σε περιορισμούς που επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις (ΣτΕ Ολομ. 1285-86/2012, 2197-9/2010 κ.ά.). Η μόνη δέσμευση που επέβαλε ο συντακτικός νομοθέτης σχετικά με τη μορφή του ασφαλιστικού φορέα εκεί όπου ο νόμος καθιερώνει την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια ή επικουρική) και θεσπίζει την υποχρεωτική καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς είναι η παροχή της κοινωνικής ασφαλίσεως είτε από μόνο το Κράτος είτε από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ Ολομ. 1889-1891/2019, 2287/2015, 3096-3101/2001, 2690, 2692/1993, 5024/1987 κ.ά.). Εξάλλου, ο νομοθέτης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δύναται να δημιουργεί ασφαλιστικούς φορείς, υπάγοντας υποχρεωτικώς σε αυτούς κατηγορίες εργαζομένων και συνταξιούχων, έστω και αν αυτοί καλύπτονται ασφαλιστικώς από ταμεία, στηριζόμενα στην ιδιωτική βούληση, και, μάλιστα, ανεξαρτήτως των συμφωνιών μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, εφόσον ούτε διαλύονται τα ταμεία αυτά ούτε αφαιρείται η περιουσία τους (ΣτΕ 2197-2201/2010 Ολομ., 3689/2015 7μ.).

22. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, το οποίο κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με το άρθρο αυτό κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, την οποία μπορεί να στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, όχι όμως και το δικαίωμα για την απόκτηση περιουσίας, όπως για την απόκτηση κοινωνικής παροχής ή σύνταξης [Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), απόφαση της 18.1.2007, Bulgakova κατά Ρωσίας, αριθ. προσφ. 69524/01, απόφαση της 18.2.2009, Andrejeva κατά Λετονίας, αριθ. προσφ. 55707/00]. Στην κατά τα ανωτέρω έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον δηλαδή υφίσταται σχετικώς μία επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλόμενου κράτους. Τέτοια περίπτωση συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη σχετική νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων των συμβαλλόμενων κρατών ή όταν έχει εκδοθεί υπέρ του προσφεύγοντος τελική εκτελεστή απόφαση εθνικού δικαστηρίου [ΕΔΔΑ, Ελληνικά Διυλιστήρια Στραν και Στρατής Ανδρεάδης κατά Ελλάδος, απόφαση της 18.4.2002, Ουζούνης κατά Ελλάδος, αριθ. προσφ. 49144/99, απόφαση (επί του παραδεκτού) της 29.8.2002, Λαγουβάρδου-Παπαθεοδώρου κατά Ελλάδος, αριθ. προσφ. 72211/01, απόφαση της 18.11.2004, Pravednaya κατά Ρωσίας, αριθ. προσφ. 69529/01, απόφαση της 12.7.2005, Solodyuk κατά Ρωσίας, αριθ. προσφ. 67099/01, απόφαση της 15.4.2014, Stefanetti κατά Ιταλίας, αριθ. προσφ. 21838/10, 21849/10, 21852/10, 21855/10, 21860/10, 21863/10, 21869/10 και 21870/10]. Ενόψει των ανωτέρω, περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΔΔΑ, αποτελούν και οι έναντι των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως αξιώσεις για τη χορήγηση κοινωνικοασφαλιστικών εν γένει παροχών, τόσο στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος είχε καταβάλει στο παρελθόν υποχρεωτικώς εισφορές, όσο και στην περίπτωση που η χορήγηση της συγκεκριμένης παροχής δεν εξαρτάται από την προηγούμενη καταβολή εισφορών, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις που τίθενται, κατά περίπτωση, από το εθνικό δίκαιο [ΕΔΔΑ, απόφαση της 28.4.2009, Rasmussen κατά Πολωνίας, αριθ. προσφ. 3886/05, απόφαση της 15.9.2009, Moskal κατά Πολωνίας, αριθ. προσφ. 10373/05, απόφαση (επί του παραδεκτού) της 30.9.2010, Hasani κατά Κροατίας, αριθ. προσφ. 20844/09]. Τέτοιο δικαίωμα υφίσταται και στην περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης έχει αναλάβει υποχρέωση για την καταβολή σύνταξης υπό προϋποθέσεις που μπορεί να θεωρηθούν ότι αποτελούν μέρος της σύμβασης εργασίας (ΕΔΔΑ, απόφαση της 2.2.2010, Aizpurua Ortiz κατά Ισπανίας, αριθ. προσφ. 42430/05). Πάντως, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου δεν προστατεύεται δικαίωμα σε σύνταξη ορισμένου ποσού [ΕΔΔΑ, απόφαση (επί του παραδεκτού) της 12.10.2000, Janković κατά Κροατίας, αριθ. προσφ. 43440/98, απόφαση της 12.10.2004, Kjartan Ásmundsson κατά Ισλανδίας, αριθ. προσφ. 60669/00, Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδας, αριθ. προσφ. 57665/12 και 57657/12, απόφαση της 5.12.2017, Ribać κατά Σλοβενίας, αριθ. προσφ. 57101/10, απόφαση (επί του παραδεκτού) της 6.3.2018], με συνέπεια να μην αποκλείεται, κατ’ αρχήν, διαφοροποίηση του ύψους της συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Εξάλλου, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, εναπόκειται δε στον νομοθέτη να αξιολογήσει τους λόγους δημοσίας ωφέλειας, οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν επέμβαση σε περιουσιακής φύσης αγαθό, κατόπιν στάθμισης διαφόρων ζητημάτων πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής φύσης, αρκεί η εν λόγω εκτίμηση να μη στερείται προδήλως λογικής βάσης [ΕΔΔΑ, απόφαση (επί του παραδεκτού) της 28.1.2003, Saarinen κατά Φινλανδίας, αριθ. προσφ. 69136/01, απόφαση της 8.7.2004, Κλιάφας και λοιποί κατά Ελλάδος, αριθ. προσφ. 66810/01, Andrejeva κατά Λετονίας, απόφαση της 11.2.2010, Sud Parisienne de Construction κατά Γαλλίας, αριθ. προσφ. 33704/04]. Τέλος, σε κάθε περίπτωση επέμβασης στην περιουσία, πρέπει να τηρείται δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και της απαίτησης σεβασμού της περιουσίας των προσώπων, ενώ πρέπει να πληρούνται και οι όροι της αρχής της αναλογικότητας (ΕΔΔΑ, απόφαση της 21.2.1986, James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. προσφ. 8793/79).

23. Επειδή, με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα προβάλλεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 αντίκεινται ευθέως στο άρθρο 17 του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), διότι με αυτές επιχειρείται: α) η αυθαίρετη κατάργηση ενός συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου, ήτοι ενός λογαριασμού (του ΛΕΠΕΤΕ) στον οποίο καταβάλλονταν επί δεκαετίες οι εισφορές των αιτούντων, β) η αναγκαστική υπαγωγή των αιτούντων στον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης, γ) η υποχρεωτική μετατροπή της ενοχικής φύσης αξίωσης των αιτούντων σε επικουρική σύνταξη, δ) η δραστική μείωση του ύψους της παροχής που δικαιούνται από τον ΛΕΠΕΤΕ οι αιτούντες, και ε) η μη διασφάλιση της εν λόγω παροχής τους μετά την 31.12.2024. Εξάλλου, κατά τους αιτούντες, ο περιορισμός στο εν λόγω περιουσιακό δικαίωμά τους δεν δικαιολογείται από κάποιο λόγο δημοσίου συμφέροντος, αλλά αποβλέπει αποκλειστικά στη διασφάλιση του συμφέροντος της ΕΤΕ, καθώς περιορίζεται δραστικά η εκ συμβάσεως υποχρέωση της τελευταίας για την καταβολή των σχετικών ποσών που απαιτούνται προκειμένου να εκπληρώνεται ο καταστατικός σκοπός του ΛΕΠΕΤΕ και επιβάλλεται σ’ αυτήν η υποχρέωση να καταβάλλει μία επιπρόσθετη ασφαλιστική εισφορά για τα έτη 2018 έως 2032, το ύψος της οποίας δεν επαρκεί για την καταβολή πλήρους της παροχής τους, αλλά άγει σε περικοπή αυτής κατά περίπου 50%.

24. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει και από την προαναφερόμενη (βλ. σκέψη 12) αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, με την οποία εισήχθησαν στη Βουλή οι διατάξεις του μετέπειτα άρθρου 63 του ν. 4680/2020, ο νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη ότι από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2017 ο ΛΕΠΕΤΕ έπαψε να καταβάλλει τις προβλεπόμενες στον Κανονισμό Λειτουργίας του παροχές επικούρησης, ενέταξε οριστικά τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ στον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης, σύμφωνα με τις κατά τα ανωτέρω επιταγές του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, και προσδιόρισε τους ειδικότερους όρους της ιδρυθείσας κοινωνικοασφαλιστικής σχέσης δημοσίου δικαίου μεταξύ των ανωτέρω και του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-Ε.Φ.Κ.Α. Συνεπώς, με τις επίμαχες διατάξεις δεν καταργείται ο ΛΕΠΕΤΕ ούτε επιχειρείται μετατροπή ενοχικών αξιώσεων εργαζομένων κατά εργοδότη σε δημοσίου δικαίου δικαίωμα λήψης επικουρικής σύνταξης ή επέμβαση σε τυχόν υφιστάμενο περιουσιακό δικαίωμα των αιτούντων για λήψη της προβλεπόμενης από τον Κανονισμό Λειτουργίας του ΛΕΠΕΤΕ ιδιωτικού δικαίου παροχής, αλλά η το πρώτον σύσταση δημοσίου δικαίου σχέσης κοινωνικής ασφάλισης, κατά τρόπο οριστικό, υπό τους όρους που καθορίζουν οι ίδιες οι επίμαχες διατάξεις, λαμβανομένης υπόψη της παύσης πληρωμών από τον ως άνω ειδικό λογαριασμό και της υποχρεώσεως του Κράτους να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη και χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση χορήγηση και στη συγκεκριμένη κατηγορία ασφαλισμένων και συνταξιούχων επικουρικής σύνταξης, όπως συμβαίνει και για τους λοιπούς ασφαλισμένους και συνταξιούχους. Ως εκ τούτου, ο παρατιθέμενος στην προηγούμενη σκέψη λόγος ακυρώσεως, κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται παραβίαση των περιουσιακών δικαιωμάτων των αιτούντων ως εκ της καταργήσεως του ΛΕΠΕΤΕ, της αναγκαστικής υπαγωγής τους στον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης και της καταβολής επικουρικής σύνταξης μικρότερου ύψους σε σχέση με την προβλεπόμενη στον Κανονισμό Λειτουργίας του ΛΕΠΕΤΕ παροχή, είναι απορριπτέος, διότι ερείδεται επί της εσφαλμένης εκδοχής ότι, δυνάμει των επίμαχων διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020, καταργήθηκε ο ΛΕΠΕΤΕ και ότι οι τυχόν ενοχικές αξιώσεις των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ έναντι της ΕΤΕ – περί των οποίων (αξιώσεων) αρμόδια να κρίνουν είναι τα πολιτικά δικαστήρια – αντικαταστάθηκαν με δικαίωμα λήψης επικουρικής σύνταξης, καθ’ υποκατάσταση της οφειλέτριας (κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων) τράπεζας από τον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης. Εξάλλου, πέραν του ότι, κατά τα ανωτέρω, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δεν προστατεύεται δικαίωμα σε σύνταξη ορισμένου ποσού, δεν προκύπτει από το Σύνταγμα ή άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη υποχρέωση του Κράτους για καταβολή επικουρικής σύνταξης ανάλογου ύψους με το οριζόμενο στον Κανονισμό Λειτουργίας του ΛΕΠΕΤΕ (αλλά και κάθε άλλου παρόμοιου ειδικού λογαριασμού) ύψος των παροχών επικούρησης και, κατά συνέπεια, υποχρέωση ικανοποίησης των αξιώσεων των συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ, που τυχόν απορρέουν από τις συμβατικές σχέσεις τους με την ΕΤΕ, από τον επιφορτισμένο με την επικουρική ασφάλιση των εργαζομένων δημόσιο φορέα (πρβλ. ΕΔΔΑ, Aizpurua Ortiz κατά Ισπανίας). Εξάλλου, ο ειδικότερος ισχυρισμός των αιτούντων, ότι οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 στοιχειοθετούν απαγορευμένη επέμβαση στην περιουσία τους, διότι δεν διασφαλίζεται η καταβολή της παροχής μετά τις 31.12.2024, είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των παρ. 1 έως 7 του εν λόγω άρθρου, δεν θεσπίζεται χρονικό όριο για την χορήγηση επικουρικής σύνταξης στους ασφαλισμένους και συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ από τον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ, όπως δεν θεσπίζεται, άλλωστε, και για τους λοιπούς υπαγομένους στον Κλάδο αυτόν ασφαλισμένους και συνταξιούχους, και, συνεπώς, η καταβολή επικουρικής σύνταξης στους ασφαλισμένους και συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ θα συνεχισθεί και μετά την ημερομηνία αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τον ανωτέρω Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης.

25. Επειδή, οι αιτούντες προβάλλουν επίσης ότι η, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020, κατάργηση του ΛΕΠΕΤΕ και η αναγκαστική υπαγωγή των συνταξιούχων του εν λόγω Ειδικού Λογαριασμού στον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης, με συνέπεια τη μετατροπή των ενοχικών αξιώσεών τους για λήψη επικουρικών παροχών του ΛΕΠΕΤΕ σε δικαίωμα λήψης ουσιωδώς μειωμένης επικουρικής σύνταξης από τον δημόσιο φορέα κοινωνικής ασφάλισης, αποτελεί αντίθετη στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος επέμβαση του νομοθέτη σε συνεστημένη συμβατική σχέση μεταξύ της ΕΤΕ και των εργαζομένων της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, όπως εκτέθηκε και στην προηγούμενη σκέψη, η υπαγωγή των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ στην επικουρική ασφάλιση του δημόσιου φορέα κοινωνικής ασφάλισης υπαγορεύθηκε από τους προαναφερθέντες λόγους δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος, συνιστάμενους στην εξασφάλιση της απρόσκοπτης επικουρικής ασφαλιστικής κάλυψής τους μετά τη διακοπή καταβολής της παροχής του ΛΕΠΕΤΕ από τον Δεκέμβριο του έτους 2017, η δε εφεξής λειτουργία και η τύχη της τυχόν περιουσίας του ΛΕΠΕΤΕ δεν αποτέλεσε αντικείμενο ρύθμισης εκ μέρους του νομοθέτη, ο οποίος δεν τον διέλυσε ούτε αφαίρεσε περιουσιακά του στοιχεία, ενώ τυχόν ενοχικές αξιώσεις των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ κατά της ΕΤΕ δεν μετετράπησαν σε δημοσίου δικαίου δικαίωμα λήψης επικουρικής σύνταξης από τον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης. Διαφορετικό δε είναι το ζήτημα αν ο ως άνω Λογαριασμός έχει καταστεί στην πράξη ανενεργός λόγω της οικονομικής του κατάστασης ενόψει του τρόπου χρηματοδότησής του.

26. Επειδή, όταν προσβάλλεται ατομική διοικητική πράξη, λόγοι ακύρωσης, με τους οποίους αμφισβητείται η συμβατότητα με υπερκείμενους κανόνες δικαίου νομοθετικών ρυθμίσεων, οι οποίες δεν περιέχονται στις διατάξεις βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά σε άλλες διατάξεις του οικείου νόμου, συναφείς με το ρυθμιστικό πλαίσιο ή εντασσόμενες εντός του αυτού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και η προσβαλλόμενη πράξη, είναι παραδεκτοί υπό την προϋπόθεση ότι τυχόν αποδοχή τους θα οδηγούσε αμέσως σε καθ’ ολοκληρία αδυναμία λειτουργίας του συγκεκριμένου συστήματος ρυθμίσεων, το κύρος του οποίου προϋποθέτει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης, ή εφόσον, πάντως, οι πληττόμενες ρυθμίσεις συνέχονται αναπόσπαστα με το εισαγόμενο ρυθμιστικό σύστημα κατά τρόπο που, αν αυτές κριθούν μη εφαρμοστέες, να επέρχεται επίσης αμέσως καθ’ ολοκληρία αδυναμία λειτουργίας του ρυθμιστικού πλαισίου, στο οποίο εντάσσονται και οι εφαρμοστέες για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης διατάξεις (ΣτΕ 813-4/2019 Ολομ., πρβλ. ΣτΕ 1880/2019 Ολομ., 668/2012 Ολομ., 1283/2012 Ολομ., 3059/2009 Ολομ., 5057/1987 7μ.).

27. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, ο παρατιθέμενος στη σκέψη 23 λόγος, κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται αντίθεση σε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου ειδικώς της διάταξης του τελευταίου (τετάρτου) εδαφίου της παρ. 8 του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 63 του ν. 4680/2020, σύμφωνα με την οποία με την καταβολή της προβλεπόμενης στο πρώτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου επιπρόσθετης ασφαλιστικής εισφοράς της ΕΤΕ για τα έτη 2018 έως 2032 εξαντλείται η υποχρέωση αυτής έναντι του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ που προκύπτει από την οικονομική επιβάρυνση του τελευταίου με την εφαρμογή του ως άνω άρθρου, καθώς και οιουδήποτε άλλου τρίτου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Και τούτο, διότι οι μόνες παραδεκτώς προσβαλλόμενες πράξεις “ανάλυσης πληρωμής επικουρικής σύνταξης” δεν έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή της διάταξης αυτής, αλλά εφαρμόζουν στην ατομική περίπτωση κάθε αιτούντος τις λοιπές διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4680/2020, που αφορούν στη δημοσίου δικαίου σχέση των συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ με τον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης. Εξάλλου, η επίμαχη διάταξη δεν συνέχεται με τις λοιπές διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 – οι οποίες εντάσσονται σε ένα σύστημα ρυθμίσεων που διέπει τη νεοσυσταθείσα δημοσίου δικαίου σχέση κοινωνικής ασφάλισης μεταξύ του δημόσιου φορέα επικουρικής ασφάλισης και των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ, καθώς και της ΕΤΕ ως εργοδότη, και αποβλέπει στην, χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, εξασφάλιση της απρόσκοπτης καταβολής επικουρικής συνταξιοδοτικής παροχής στα πρόσωπα αυτά – κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι τυχόν ανίσχυρο της ως άνω διάταξης θα οδηγούσε σε καθ’ ολοκληρία αδυναμία λειτουργίας του συγκεκριμένου συστήματος ρυθμίσεων και, συνεπώς, σε αδυναμία υπαγωγής της συγκεκριμένης κατηγορίας ασφαλισμένων και συνταξιούχων στον δημόσιο φορέα που έχει συσταθεί για να εξασφαλίσει την επικουρική ασφάλιση όλων των εργαζομένων (πρβλ. ΣτΕ 813-4/2019 Ολ., 3059/2009 Ολ., 2469-71/2008 Ολ., 96/2009 7μ., 3266/2008 7μ., 2112/1984 κ.ά.). Διάφορο είναι το ζήτημα ότι το κύρος της επίμαχης διάταξης μπορεί να αμφισβητηθεί ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ενώπιον των οποίων οι αιτούντες δύνανται να επιδιώξουν την αναγνώριση και ικανοποίηση τυχόν ιδιωτικού δικαίου αξιώσεών τους έναντι της ΕΤΕ – όπως άλλωστε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, έχουν ήδη πράξει (πρβλ. ΣτΕ 372-73/2005 7μ.) – και τα οποία (πολιτικά δικαστήρια) είναι αρμόδια να αποφανθούν ως προς την έννοια και την τυχόν επιρροή της ανωτέρω διάταξης στις σχέσεις αυτές.

28. Επειδή, κατά την γνώμη, όμως, της Συμβούλου Φραντζέσκας Γιαννακού, με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος δίδεται μεν κυρίαρχα στον νομοθέτη η αρμοδιότητα να ρυθμίζει την υποχρεωτική (εκ του νόμου) κοινωνική ασφάλιση, κύρια και επικουρική, δεν αποκλείεται, όμως, από τη διάταξη αυτή, η παροχή προαιρετικής (ιδιωτικής) επικουρικής ασφαλίσεως, δυνάμει συλλογικών ενοχικών συμφωνιών μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων (ΣτΕ 5024/1987 Ολομ.). Και ναι μεν δύναται ο νομοθέτης να δημιουργεί ασφαλιστικούς φορείς υπάγοντας υποχρεωτικώς σε αυτούς κατηγορίες εργαζομένων και συνταξιούχων, έστω και αν αυτοί καλύπτονται ασφαλιστικώς από ταμεία και λογαριασμούς στηριζόμενους στην ιδιωτική βούληση και, μάλιστα, ανεξαρτήτως των συμφωνιών μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, μία τέτοια, όμως, νομοθετική επέμβαση στη συμβατική (ή / και συλλογική) ελευθερία είναι συνταγματικά ανεκτή (κατά τα άρθρα 5 παρ. 1 και 22 παρ. 3 του Συντάγματος) μόνον εφόσον γίνεται προς διασφάλιση του υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος της απρόσκοπτης παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως και υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι τα ως άνω ταμεία ασφαλίσεως και λογαριασμοί ούτε διαλύονται με νόμο ούτε αφαιρείται η περιουσία τους, αλλά, αντιθέτως, καταλείπεται έδαφος να συνεχίσουν τη λειτουργία τους σύμφωνα, καταρχήν, με τις ειδικότερες συμφωνίες των μερών (ΣτΕ 2200/2010 Ολομ.). Οι συνταγματικές αυτές απαιτήσεις είναι, μάλιστα, ιδιαιτέρως επιτακτικές όταν τα εν λόγω ειδικά ταμεία ή λογαριασμοί συνεστήθησαν πολύ πριν από την ψήφιση του ισχύοντος Συντάγματος, εξακολούθησαν δε να υφίστανται και υπό την ισχύ αυτού (παρά την ως άνω συνταγματική διάταξη και τις διευκρινήσεις του άρθρου 43 παρ. 3 του ν. 1902/1990) επί επίσης μακρότατο χρόνο (όπως ο ΛΕΠΕΤΕ), δημιουργώντας ευλόγως στους εργαζομένους την προσδοκία ενός συμπληρωματικού και επιπρόσθετου της κρατικής κοινωνικής ασφαλίσεως επιπέδου προστασίας γι’ αυτούς. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4680/2020 στη Βουλή (βλ. δηλώσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων) σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 63 παρ. 8 αυτού, η προκαλούμενη με τον εν λόγω νόμο επέμβαση αποσκοπεί όχι μόνον στην, ενόψει του κοινωνικού ζητήματος που ανέκυψε από την οικονομική δυσπραγία του ΛΕΠΕΤΕ, διασφάλιση της παροχής επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως στους εργαζομένους / συνταξιούχους της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, αλλά και στη φερεγγυότητα της τράπεζας αυτής. Περαιτέρω, ναι μεν με τις διατάξεις του ως άνω νόμου δεν διαλύεται τύποις ο ΛΕΠΕΤΕ, αποστερείται όμως από τους κυριότερους πόρους του (ήτοι τις ασφαλιστικές εισφορές αμφοτέρων των μερών), όπερ και καθιστά ανέφικτη τη συνέχιση της λειτουργίας του. Εξάλλου, ναι μεν με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα συντάξεως ορισμένου ύψους, δεν παύει όμως να θεωρείται ότι συνιστούν περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, οι έναντι των οικείων οργανισμών αξιώσεις των εργαζομένων / συνταξιούχων για τη χορήγηση των προβλεπομένων κοινωνικοασφαλιστικών παροχών, ιδίως όταν ο εργαζόμενος έχει καταβάλει υποχρεωτικώς εισφορές ή ο εργοδότης έχει αναλάβει υποχρέωση για την καταβολή συντάξεως υπό προϋποθέσεις που μπορεί να θεωρηθούν ότι αποτελούν μέρος της συμβάσεως εργασίας (ΕΔΔΑ, απόφαση της 2.2.2010, Aizpurua Ortiz κατά Ισπανίας, αριθ. προσφ. 42430/05, σκ. 38), ως εν προκειμένω. Τα ανωτέρω, δε, έχουν ως συνέπεια ότι επεμβάσεις στο ύψος των προβλεπομένων συντάξεων, ακόμη και όταν είναι, ενόψει των συνθηκών που έχουν δημιουργηθεί, καταρχήν επιτρεπτές, δεν δύναται, πάντως, να είναι δυσανάλογες προς τον εξυπηρετούμενο σκοπό γενικού συμφέροντος. Με τα δεδομένα αυτά, ακόμη και εάν η οικονομική δυσπραγία του ΛΕΠΕΤΕ σε συνδυασμό με τη διασφάλιση της φερεγγυότητας της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος συνιστούν λόγους γενικοτέρου δημοσίου συμφέροντος οι οποίοι δεν δύναται να επιτευχθούν με τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου, αλλά επιτάσσουν, κατ’ εξαίρεση από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), νομοθετική παρέμβαση, ο στόχος αυτός δεν επιτρέπεται, πάντως, να εκπληρωθεί με την πλήρη ή δυσανάλογη εξάλειψη των πλεονεκτημάτων που είχαν επιτευχθεί, ως αντιστάθμισμα της παρεχομένης εργασίας, υπέρ του προσωπικού της τράπεζας στα πλαίσια των προαναφερθεισών συμβάσεων, μετακυλίοντας, με τον τρόπο αυτό, το βάρος της διασφαλίσεως της φερεγγυότητας της τράπεζας δυσανάλογα στους εργαζομένους / συνταξιούχους αυτής, κατά παράβαση των άρθρων 4 παρ. 5, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Τούτων έπεται ότι ναι μεν η προβλεπομένη από τον ν. 4680/2020 υπαγωγή των συνταξιούχων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος στον Κλάδο Επικουρικής Ασφαλίσεως του e-Ε.Φ.Κ.Α. παρίσταται, ενόψει της διαπιστωθείσης οικονομικής δυσπραγίας του ΛΕΠΕΤΕ, καταρχήν συνταγματικά επιτρεπτή, όπως επίσης συνταγματικά επιτρεπτή είναι και η καταβολή μειωμένων, σε σχέση με τις αναμενόμενες, παροχών, δεδομένου ότι το ύψος των εν λόγω παροχών συναρτάται αναγκαίως με τη βιωσιμότητα του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου του e-Ε.Φ.Κ.Α. και με την ικανότητά του να ανταποκριθεί στην κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος αποστολή του, όμως, ο δια νόμου, άνευ συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, περιορισμός των συμβατικών υποχρεώσεων τις οποίες είχε από μακρού αναλάβει η ως άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία προς καταβολή αυξημένων παροχών στους εργαζομένους / συνταξιούχους αυτής και, ιδίως, η πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 8 του άρθρου 63 του ν. 4680/2020, περί απαλλαγής της εν λόγω τράπεζας από τυχόν υποχρεώσεις της προς οιονδήποτε τρίτο, εκφεύγει της κανονιστικής εμβέλειας του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος και συνιστά επέμβαση στις ως άνω συμβατικές σχέσεις κατά τρόπον αντιβαίνοντα στο άρθρο 5 παρ. 1 αυτού (πρβλ. μειοψ. σε ΑΠ 9/2012 Ολ.). Ενόψει δε του ότι η ως άνω απαλλαγή συνδέεται αρρήκτως με τους σκοπούς και το όλο πλέγμα των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020, οι προσβαλλόμενες πράξεις ανάλυσης συντάξεων θα έπρεπε, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, να ακυρωθούν, για τον ως άνω λόγο, βασίμως προβαλλόμενο, καθ’ ο μέρος έχουν κατά νόμον ως συνέπεια την απαλλαγή της ως άνω τράπεζας από τις υποχρεώσεις της προς τους αιτούντες.

29. Επειδή, ο νομοθέτης, όταν θεσπίζει νέο ασφαλιστικό σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου αφενός μεν ιδρύεται νέος, ενιαίος ασφαλιστικός φορέας, ύστερα από συγχώνευση σε αυτόν όλων των υπαρχόντων φορέων, αφετέρου δε προβλέπεται: α) νέος τρόπος υπολογισμού των εφεξής απονεμόμενων συνταξιοδοτικών παροχών, με συνέπεια τη μείωση αυτών σε σχέση με το προϊσχύον σύστημα και β) επανυπολογισμός των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων που μπορεί να οδηγεί και στη μείωσή τους, οφείλει, εν όψει και της γενικότερης υποχρέωσής του για «προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» (άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), πριν από την ψήφιση του σχετικού νόμου, να τεκμηριώσει αφενός μεν τη βιωσιμότητα του φορέα που θα απονέμει τις συνταξιοδοτικές παροχές, αφετέρου δε την επάρκεια των απονεμόμενων από το εν λόγω σύστημα παροχών υπό την έννοια της μη παραβίασης του συνταγματικού πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος. Προκειμένου, ειδικότερα, ο νομοθέτης να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή του να τεκμηριώσει τη βιωσιμότητα των φορέων που συνιστώνται και λειτουργούν στο πλαίσιο νέου ασφαλιστικού συστήματος και χορηγούν τις συνταξιοδοτικές παροχές (κύριες και επικουρικές) – υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος (ερμηνευόμενου ενόψει και του άρθρου 106 παρ. 1 του Συντάγματος), με το οποίο ο νομοθέτης περιέβαλε με συνταγματικό κύρος την αρχή της κοινωνικής ασφάλισης με σκοπό την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου (ΣτΕ Ολομ. 2200/2010, 2180/2004) – οφείλει, πριν από την ψήφιση του σχετικού νόμου, να έχει προκαλέσει τη σύνταξη αναλογιστικών μελετών προερχόμενων από αρμόδια προς τούτο αρχή [πρβλ. Π.Ε. 148, 157, 200, 240/2007, 184/2006, 130/2005, 566/2002 κ.ά.], η οποία να διαθέτει εξειδικευμένες γνώσεις, όπως είναι η Εθνική Αναλογιστική Αρχή, που θεσπίσθηκε με το άρθρο 9 του ν. 3029/2002 (Α΄ 160) (ΣτΕ Ολομ. 1889/2019 σκ. 23, 1890/2019 σκ. 24, 1891/2019 σκ. 22). Εξάλλου, για να τεκμηριώσει την επάρκεια των συνταξιοδοτικών παροχών του νέου ασφαλιστικού συστήματος, ο νομοθέτης οφείλει, πριν από την ψήφιση του νόμου, να έχει προκαλέσει, ενόψει και της πολυπλοκότητας και του τεχνικού εν πολλοίς χαρακτήρα των σχετικών εκτιμήσεων, την εκπόνηση επιστημονικά τεκμηριωμένης μελέτης ή μελετών από πρόσωπα που διαθέτουν τις κατάλληλες προς τούτο γνώσεις, από τις οποίες να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο η επάρκεια των χορηγούμενων παροχών και η εξασφάλιση με αυτές αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερα προς εκείνο που είχε ο ασφαλισμένος κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου (ΣτΕ Ολομ. 1891/2019 σκ. 27).

30. Επειδή, οι αιτούντες προβάλλουν παραβίαση των άρθρων 4 παρ. 1, 5 παρ. 1, 22, 25 παρ. 1 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ως εκ του ότι της θέσπισης των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 δεν προηγήθηκε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτουν τα εξής: α) η ανάγκη της υπαγωγής των συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ στον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης και της κατάργησης του ΛΕΠΕΤΕ και της μετατροπής των ενοχικών αξιώσεών τους σε επικουρική σύνταξη, β) η ανάγκη καθορισμού του ύψους της επικουρικής σύνταξής τους σε ποσοστό περίπου 50% της παροχής του ΛΕΠΕΤΕ, γ) ο προσδιορισμός του ύψους των εισφορών της ΕΤΕ και μάλιστα για περιορισμένο χρονικό διάστημα και δ) ότι οι επιπτώσεις από τις επίμαχες ρυθμίσεις στο βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ, λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν, αθροιστικά λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη επέμβαση στην περιουσία τους.

31. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, για την κατάθεση του νομοσχεδίου “Ασφαλιστική μεταρρύθμιση και ψηφιακός μετασχηματισμός ΕΦΚΑ (e-ΕΦΚΑ)” (ν. 4670/2020) εκπονήθηκαν τον Φεβρουάριο του 2020, δηλαδή πριν από τη δημοσίευση της κρίσιμης για την κρινόμενη υπόθεση διάταξης του άρθρου 63 παρ. 2 του ν. 4680/2020, αφενός “Αναλογιστική Μελέτη Συνταξιοδοτικού Συστήματος Κύριας και Επικουρικής Ασφάλισης” από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή και αφετέρου “Μελέτη Επάρκειας Συντάξεων” από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στην ανωτέρω αναλογιστική μελέτη λαμβάνονται υπόψη για την βιωσιμότητα του e-ΕΦΚΑ και τα ποσά των συντάξεων που θα ελάμβαναν οι συνταξιούχοι του ΛΕΠΕΤΕ, δυνάμει του ισχύοντος κατά τον χρόνο εκπονήσεως της εν λόγω μελέτης άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019, όπως το άρθρο αυτό είχε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 63 του ν. 4680/2020. Περαιτέρω, αναλογιστική μελέτη εκπονήθηκε από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή τον Μάρτιο 2020, πριν από την ψήφιση των διατάξεων του εν λόγω άρθρου 63 του ν. 4680/2020, ειδικά για τις τροποποιήσεις που θα επιφέρονταν με τις διατάξεις αυτές, η εν λόγω δε μελέτη έλαβε υπόψη και στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν στην προαναφερθείσα, συνοδεύουσα τον ν. 4670/2020, αναλογιστική μελέτη. Εξάλλου, η προαναφερθείσα “Μελέτη Επάρκειας Συντάξεων”, που συνοδεύει τον ν. 4670/2020 και η εκπόνηση της οποίας προηγείται της ψηφίσεως του ν. 4680/2020, στα συμπεράσματά της αναφέρει ότι “σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση της δυνατότητας των συντάξεων να παρέχουν ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης στους συνταξιούχους και τα μέλη των νοικοκυριών τους”, καταλήγει δε: “Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι το μέσο βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων και των μελών των νοικοκυριών τους είναι ελαφρά υψηλότερο του εθνικού μέσου όρου, ενώ τα ποσοστά των συνταξιούχων και των μελών των νοικοκυριών τους που βρίσκονται κάτω από το όριο επαρκούς βιοτικού επιπέδου είναι αρκετά χαμηλότερο του εθνικού μέσου όρου”. Από τα ανωτέρω εκτεθέντα προκύπτει ότι πριν από την ψήφιση των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 εκπονήθηκαν, στο πλαίσιο της ψηφίσεως και του αφορώντος το ασφαλιστικό σύστημα γενικότερα ν. 4670/2020, αφενός μεν αναλογιστικές μελέτες, οι οποίες, προκειμένου να τεκμηριώσουν γενικώς την βιωσιμότητα του e-ΕΦΚΑ (όπως με τον νόμο αυτόν μετονομάσθηκε ο ΕΦΚΑ), έλαβαν υπόψη και την ένταξη στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ, και, προφανώς, και τους απαιτούμενους για την αντιμετώπιση του οικονομικού βάρους, που θα συνεπαγόταν η ένταξη αυτή, πόρους [βλ. την, προς τον σκοπό κάλυψης εν μέρει της επιβάρυνσης που θα προκληθεί στον ανωτέρω Κλάδο από την ένταξη αυτή, πρόβλεψη καταβολής επιπρόσθετης εισφοράς από την ΕΤΕ στην παρ. 8 του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 63 του ν. 4680/2020], και αφετέρου επιστημονική μελέτη ως προς την επάρκεια γενικώς των συντάξεων, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προβλεπόμενες συντάξεις παρέχουν «ένα επαρκές βιοτικό επίπεδο». Συνεπώς, ο παρατιθέμενος στην προηγούμενη σκέψη λόγος είναι απορριπτέος προεχόντως ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται ότι δεν έχει προηγηθεί αναφορικά με την επάρκεια των επικουρικών συντάξεων ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη. Κατά τα λοιπά ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι δεν απαιτείτο να περιέχεται στην επιστημονική μελέτη, που συνετάγη γενικώς για την επάρκεια των χορηγούμενων από τον e-ΕΦΚΑ συνταξιοδοτικών παροχών, εκτίμηση για την επάρκεια της καταβλητέας ειδικά στους συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ από τον e-ΕΦΚΑ επικουρικής σύνταξης ενόψει του ότι αυτή είναι μειωμένη κατά ποσοστό 50% περίπου, κατά τους αιτούντες, σε σχέση με την προβλεπόμενη από τον Κανονισμό του ΛΕΠΕΤΕ παροχή, εφόσον, αφενός, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 24, δεν προκύπτει από το Σύνταγμα ή άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη υποχρέωση του Κράτους για καταβολή επικουρικής σύνταξης ανάλογου ύψους με την προβλεπόμενη σε κανονισμό λειτουργίας λογαριασμού ιδιωτικού δικαίου, όπως είναι ο ΛΕΠΕΤΕ, παροχή και, αφετέρου, το ύψος της επικουρικής σύνταξης, που δικαιούται, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4680/2020, η συγκεκριμένη κατηγορία συνταξιούχων, δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ούτε οι αιτούντες ισχυρίζονται, ότι υπολείπεται του ύψους της επικουρικής σύνταξης που θα ελάμβαναν με βάση τις γενικές διατάξεις που ισχύουν για την χορήγηση της επικουρικής σύνταξης (βλ. και το από 29.1.2021 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών του e-ΕΦΚΑ προς το Δικαστήριο). Εξάλλου, δεν χρειαζόταν να προκύπτει από ειδική επιστημονική μελέτη η ανάγκη υπαγωγής των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ, εφόσον, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και δέχονται και οι ίδιοι οι αιτούντες, αδιαφόρως για ποιόν λόγο, πάντως δεν ελάμβαναν καμία επικουρική παροχή από τον ΛΕΠΕΤΕ από τον Δεκέμβριο του 2017, με τις επίμαχες δε ρυθμίσεις ο νομοθέτης απέβλεψε στην εξασφάλιση της καταβολής, χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, επικουρικής σύνταξης στους δικαιούχους παροχής από τον ειδικό αυτό λογαριασμό. Καθό δε μέρος προβάλλεται ότι θα έπρεπε να προκύπτει από ειδική επιστημονική μελέτη η ανάγκη κατάργησης του ΛΕΠΕΤΕ και της μετατροπής των ενοχικών αξιώσεων των υπαγομένων σε αυτόν σε επικουρική σύνταξη, ο λόγος είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι, όπως έχει ήδη εκτεθεί, με το άρθρο 63 του ν. 4680/2020 δεν καταργήθηκε ο ΛΕΠΕΤΕ ούτε μετετράπησαν τυχόν ενοχικές αξιώσεις των υπαγομένων σε αυτόν κατά της ΕΤΕ σε επικουρική σύνταξη. Τέλος, από την επίμαχη επιστημονική μελέτη δεν απαιτείτο να προκύπτει ο λόγος για τον οποίο προσδιορίσθηκε το συγκεκριμένο ύψος και το χρονικό διάστημα καταβολής της επιπρόσθετης εισφοράς της ΕΤΕ [δηλαδή εισφοράς πέραν εκείνης που καταβάλλει η ΕΤΕ ως εργοδότης], η οποία προβλέπεται στην παρ. 8 του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 63 του ν. 4680/2020, διότι το ζήτημα της τυχόν ανάγκης καταβολής από τον εργοδότη επιπρόσθετης εισφοράς στον φορέα κοινωνικής ασφάλισης και του ύψους αυτής δεν αποτελεί αντικείμενο της εν λόγω μελέτης, η οποία αποβλέπει στην τεκμηρίωση της επάρκειας των προβλεπομένων να καταβληθούν συνταξιοδοτικών παροχών, αλλά ζήτημα, το οποίο έχει σχέση με την βιωσιμότητα του φορέα κοινωνικής ασφάλισης.

32. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 αντίκεινται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, διότι συνιστούν αναδρομική επέμβαση του νομοθέτη σε εκκρεμή δικαστική διένεξη μεταξύ των αιτούντων και της ΕΤΕ, με την οποία η ΕΤΕ απαλλάσσεται από το σύνολο των υποχρεώσεών της έναντι των αιτούντων και του ΛΕΠΕΤΕ, με αποτέλεσμα να αποβαίνουν οι εκκρεμείς δίκες υπέρ αυτής. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 συνιστούν απαγορευμένη, κατά το άρθρο 107 παρ. 1 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), κρατική ενίσχυση υπέρ της ΕΤΕ, διότι με την κατάργηση του ΛΕΠΕΤΕ και των αξιώσεων των αιτούντων για λήψη των παροχών επικούρησης, η ΕΤΕ απαλλάσσεται από το οικονομικό βάρος που συνεπάγεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεών της έναντι των συνταξιούχων του Λογαριασμού και, με τον τρόπο αυτό, αποκτά ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε βάρος των λοιπών τραπεζικών επιχειρήσεων. Καθόσον δε η απαλλαγή της ΕΤΕ από τις υποχρεώσεις της συνοδεύεται από την μετακύλιση μέρους των εν λόγω υποχρεώσεων στον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης, καθ’ υποκατάσταση της τράπεζας και κατ’ αντικατάσταση της παροχής του ΛΕΠΕΤΕ με χορήγηση επικουρικής σύνταξης, το επίμαχο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα παρέχεται με κρατικούς πόρους. Για το ως άνω δε μέτρο κρατικής ενίσχυσης δεν τηρήθηκε η διαδικασία προηγούμενης ενημέρωσης της Επιτροπής που ορίζεται στο άρθρο 108 παρ. 3 ΣΛΕΕ. Συναφώς προς τους ανωτέρω ισχυρισμούς τους, οι αιτούντες ζητούν την υποβολή σχετικού προδικαστικού ερωτήματος ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Οι ανωτέρω δύο λόγοι ακυρώσεως, στρεφόμενοι κατά των προσβαλλόμενων και αφορωσών τους αιτούντες πράξεων “ανάλυσης πληρωμής επικουρικής σύνταξης”, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη 26, καθόσον προϋποθέτουν αμφισβήτηση του κύρους της διάταξης του τελευταίου εδαφίου της παρ. 8 του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 63 του ν. 4680/2020, το οποίο, όμως, δεν μπορεί να ελεγχθεί στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς, εφόσον οι ως άνω παραδεκτώς προσβαλλόμενες πράξεις δεν έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή της εν λόγω διάταξης. Το κύρος της διάταξης αυτής μπορεί να ελεγχθεί, όπως ήδη εκτέθηκε, στο πλαίσιο των δικαστικών διενέξεων των αιτούντων με την ΕΤΕ ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, τα οποία είναι αρμόδια να αποφανθούν ως προς την έννοια και την τυχόν επιρροή της εν λόγω διάταξης στις διενέξεις αυτές.

33. Επειδή, τέλος, οι αιτούντες προβάλλουν ότι οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 παραβιάζουν τις διατάξεις των άρθρων 101, 102 και 106 παρ. 1 και 2 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 4 παρ. 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, διότι η μετακύλιση των υποχρεώσεων της ΕΤΕ έναντι των συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ και του ίδιου του ΛΕΠΕΤΕ στον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης και, συνακόλουθα, η μετατροπή μιας συμβατικής σχέσης μεταξύ ιδιωτών (ΕΤΕ – δικαιούχων ΛΕΠΕΤΕ) σε σχέση δημοσίου δικαίου, προς οικονομικό όφελος της ΕΤΕ, συνεπάγονται στρέβλωση του ανταγωνισμού υπέρ της ΕΤΕ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, διότι, ανεξαρτήτως αν προβάλλεται με έννομο συμφέρον από τους αιτούντες, στηρίζεται στην εσφαλμένη (σύμφωνα με τα ήδη ανωτέρω αναλυτικώς εκτεθέντα) εκδοχή ότι, δυνάμει των επίμαχων διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020, οι τυχόν ενοχικές αξιώσεις των συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ έναντι της ΕΤΕ αντικαταστάθηκαν με δικαίωμα λήψης επικουρικής σύνταξης, καθ’ υποκατάσταση της οφειλέτριας (κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων) τράπεζας από τον κρατικό φορέα επικουρικής ασφάλισης.

34. Επειδή, μη προβαλλομένου άλλου λόγου ακυρώσεως το κρινόμενο ένδικο βοήθημα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.


Δ ι ά τ α ύ τ α


Απορρίπτει το κρινόμενο ένδικο βοήθημα.


Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.


Επιβάλλει σε βάρος των αιτούντων τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου και του e-ΕΦΚΑ, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ για το καθένα νομικό πρόσωπο.

Η διάσκεψη έγινε στις 23 Φεβρουαρίου 2021

Η Πρόεδρος                                         H Γραμματέας

Ε. Σάρπ                                                                                                                                Ελ. Γκίκα

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 25ης Φεβρουαρίου 2022.


Ο Πρόεδρος                      
HΓραμματέας

Δ. Σκαλτσούνης                         Ελ. Γκίκα

H απόφαση εστάλη από τη δικ.εταιρεία  ΑΠ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ – Ν.-Κ. ΧΛΕΠΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *