Απόφαση 2000 /2020
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Μαΐου 2018, με την εξής σύνθεση: Ιωάννης Σαρμάς, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος, Σωτηρία Ντούνη, Μαρία Βλαχάκη, Άννα Λιγωμένου και Αγγελική Μαυρουδή, Αντιπρόεδροι, Γεώργιος Βοΐλης, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Σταμάτης Πουλής, Δημήτριος Πέππας, Αγγελική Μυλωνά, Στυλιανός Λεντιδάκης, Θεολογία Γναρδέλλη, Βιργινία Σκεύη, Κωνσταντίνος Εφεντάκης, Βασιλική Σοφιανού, Αγγελική Πανουτσακοπούλου, Δημήτριος Τσακανίκας, Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου, Βασιλική Προβίδη, Κωνσταντίνος Παραθύρας, Ασημίνα Σακελλαρίου, Αργυρώ Μαυρομμάτη, Ευαγγελία Σεραφή, Κωνσταντίνος Κρέπης, Ειρήνη Κατσικέρη, Γεωργία Παπαναγοπούλου και Νεκταρία Δουλιανάκη, Σύμβουλοι. Γραμματέας η Ελένη Αυγουστόγλου.
Γενικός Επίτροπος Επικρατείας:Αντώνιος Νικητάκης, Επίτροπος της Επικρατείας, κωλυομένης της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Χρυσούλας Καραμαδούκη.
Για να δικάσει την από 8.7.2016 (ΑΒΔ 1411/11.7.2016) αίτηση αναίρεσης και τους από 12.4.2018 (ΑΒΔ 878/12.4.2018) πρόσθετους λόγους αναίρεσης των:
[…]
Κατά του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε διά του Νομικού Συμβούλου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη.
Κατά του Δήμου […] όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Όλγας Ρεκουνιώτη (ΑΜ/ΔΣΑ 14063).
Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται η αναίρεση της 870/2016 απόφασης του VII Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης.
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της αίτησης.
Την πληρεξούσια δικηγόρο του Δήμου Φυλής Αττικής, η οποία ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και
Τον Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη αυτής.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, με παρόντες τους Δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από την Αντιπρόεδρο Άννα Λιγωμένου και τους Συμβούλους Γεώργιο Βοΐλη, Σταμάτιο Πουλή, Αγγελική Μυλωνά, Στυλιανό Λεντιδάκη, Θεολογία Γναρδέλλη, Ασημίνα Σακελλαρίου, Ειρήνη Κατσικέρη και Γεωργία Παναναγοπούλου, που είχαν κώλυμα (άρθρα 11 παρ. 2 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 και 78 παρ. 2 του π.δ/τος 1225/1981).
Άκουσε την εισήγηση της Συμβούλου Νεκταρίας Δουλιανάκη και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον νόμο
1. Για την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατά της 870/2016 απόφασης του VΙΙ Τμήματος έχει καταβληθεί, σύμφωνα με το άρθρο 73 (παρ. 3 περ. δ) του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο (ν. 4129/2013,φ. 52 Α΄), ποσό παραβόλου 1.500 ευρώ (βλ. το ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικό 18276915095803060092).
2. Η αίτηση αυτή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.
3. Η αναιρεσιβαλλομένη δέχθηκε ότι νομίμως καταλογίστηκαν με την 47/21.1.2011 πράξη του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι ήδη αναιρεσείοντες υπό την ιδιότητα αυτών ως Δήμαρχος του Δήμου […] (υπό στοιχείο 1 αιτών), μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου και της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου […] (υπό στοιχεία 2 έως 10 αιτούντες), κληρονόμοι του προαποβιώσαντος Δηµοτικού Συµβούλου […] (υπό στοιχεία 11 έως 13 αιτούντες), Ελεγκτής εσόδων – εξόδων που διεξήγαγε την ταµειακή υπηρεσία του Δήμου […] (υπό στοιχείο 14 αιτών) και Προϊσταµένη Οικονοµικού του Δήµου […] (υπό στοιχείο 15 αιτούσα), για την αποκατάσταση του ελλείμματος που διαπιστώθηκε στη διαχείριση του οικονομικού έτους 2000 του Δήμου […], το οποίο προέρχεται από μη νόμιμες δαπάνες. Με την ως άνω πράξη οι αιτούντες καταλογίστηκαν αλληλεγγύως με ποσά που φέρεται ότι αντιστοιχούν σε έλλειμμα στη διαχείριση του Δήμου […], κατά το οικονομικό έτος 2000. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε εν μέρει την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της 47/21.1.2011 καταλογιστικής πράξης του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η αναιρεσιβαλλομένημεταρρύθμισε την ως άνω πράξη και περιόρισε το ποσό του καταλογισμού κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτήν.
4. Το ζήτημα της παραγραφής των επίδικων απαιτήσεων που εγείρεται δια υπομνήματος ως λόγος αναιρέσεως, θα εξετασθεί πάντως αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο τούτο, δικάζον αναιρετικώς, διότι αφορά στην ερμηνεία νέας ρυθμίσεως ως προς την εφαρμογή της σε αναιρετική δίκη, για να αποφανθεί δε το Δικαστήριο επί του ζητήματος δεν απαιτείται νέα έρευνα του πραγματικού μέρους της υπόθεσης.
5. Στον Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο (ν. 4129/2013, φ. 52 Α΄) ορίζεται στο άρθρο 93, όπως η παράγραφος 1 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 39 του ν. 4509/2017 (Α΄ 201) και ισχύει από τη δημοσίευση, στις 22.12.2017, του νόμου αυτού: «α. Η αξίωση του δικαιούχου να απαιτήσει την αναπλήρωση του διαχειριστικού ελλείμματος με την έκδοση καταλογιστικής πράξης εις βάρος του υποχρέου παραγράφεται μετά την πάροδο δέκα (10) ετών από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου δημιουργήθηκε το έλλειμμα. Αν το διαχειριστικό έλλειμμα προήλθε από αξιόποινη πράξη για την οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, η παραγραφή του προηγούμενου εδαφίου αναστέλλεται μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης του ποινικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσας ποινικής δίωξης. β. Τα δικαιολογητικά ενταλμάτων πληρωμής και κάθε διαχείρισης φυλάσσονται για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών, το οποίο, εφόσον εντός του χρόνου αυτού έχουν συνταχθεί Φύλλα Μεταβολών και Ελλείψεων και εκκρεμεί διαδικασία καταλογισμού, παρατείνεται μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης για τη δημοσιονομική διαφορά».
6. Στην αιτιολογική έκθεση της ανωτέρω διάταξης αναφέρεται: «Με την προτεινόμενη διάταξη ορίζεται ότι η αξίωση προς καταλογισμό υπολόγου χρηματικής διαχείρισης παραγράφεται μετά την πάροδο δέκα (10) ετών από τη δημιουργία του ελλείμματος και ότι τα δικαιολογητικά των ενταλμάτων πληρωμής και λοιπά διαχειριστικά στοιχεία που δεν έχουν ελεγχθεί, φυλάσσονται στο εξής για δέκα (10) έτη από τη λήξη του οικονομικού έτους στο οποίο αφορούν. Η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παράγραφος 1 και 25 παράγραφος 1 εδάφιο α΄ του Συντάγματος, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των διατάξεων και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόμενους. Ειδικότερα, η ως άνω θεμελιώδης αρχή απαιτεί την ύπαρξη ειδικής προθεσμίας παραγραφής και για την περίπτωση ενίσχυσης του κατασταλτικού ελέγχου, η οποία πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων, δεδομένου ότι μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ειδική διάταξη περί τούτου. Η παραγραφή αυτή πρέπει επίσης, να έχει, συνολικά, εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, ώστε να επιτρέπει τον αποτελεσματικό έλεγχο και να μην αφήνει τους μεν υπολόγους έκθετους σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου -που αποτελεί παράγοντα αποτρεπτικό για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων με δυσμενείς επιπτώσεις στην εθνική οικονομία- και στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση, μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από το γεγονός που γεννά την υποχρέωση, να αμυνθούν προσηκόντως έναντι σχετικού ελέγχου, το δε Δημόσιο έκθετο στον κίνδυνο αδυναμίας ανάκτησης του δημοσίου χρήματος μέσω της καταλογιστικής διαδικασίας. Ενόψει αυτών, ο ορισμός της παραγραφής σε δέκα (10) έτη και η συνακόλουθη αντίστοιχη σύντμηση του χρόνου φύλαξης των διαχειριστικών στοιχείων κρίνεται αναγκαία για λόγους ασφάλειας δικαίου, προκειμένου να εκκαθαρίζονται εντός ευλόγου χρόνου οι αξιώσεις του Δημοσίου, των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού και των λοιπών νομικών προσώπων που υπάγονται στον κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να εκδίδονται οι οικείες καταλογιστικές πράξεις εις βάρος των υποχρέων (υπολόγων, συνευθυνομένων, αχρεωστήτως λαβόντων) για την αποκατάσταση των ελλειμμάτων που διαπιστώνονται. Επιπλέον, ο περιορισμός του χρόνου παραγραφής επιβάλλεται για την αναβάθμιση του κατασταλτικού ελέγχου, ο οποίος θα καταστεί αμεσότερος και, ως εκ τούτου, ουσιαστικότερος και πλέον αποτελεσματικός, με συνέπεια την περαιτέρω διαφύλαξη των συμφερόντων του Δημοσίου.».
7. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, όταν το κείμενο μιας νομοθετικής ρύθμισης είναι σαφές ως προς τη σημασία του, τούτο δεν δύναται να ερμηνευθεί άλλως επειδή είτε η οικεία ρύθμιση τίθεται σε νομοθέτημα με ειδικότερο αντικείμενο είτε ο τίτλος του άρθρου εντός του οποίου η εν λόγω ρύθμιση εντάχθηκε περιγράφει στενότερα το περιεχόμενο του άρθρου. Εξ άλλου, όταν ο νομοθέτης εισάγει ρύθμιση επικαλούμενος, στην οικεία αιτιολογική έκθεση, λόγους δημοσίας τάξεως συνηγορούντες στην άμεση ισχύ της, δεν είναι επιτρεπτό στη δικαστική εξουσία να ανατρέψει τον επιδιωκόμενο νομοθετικό σκοπό μέσω της τεχνικής της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας αυτής αποδίδοντάς της κανονιστικό περιεχόμενο προδήλως αντίθετο σ’ αυτό που ο ιστορικός νομοθέτης ηθέλησε. Τέλος, όταν εγείρεται, έστω και οίκοθεν, ζήτημα συνταγματικότητας της νομοθετικής διάταξης την οποία το Δικαστήριο καλείται να εφαρμόσει, η εξέταση του ζητήματος τούτου από το Δικαστήριο, σεβόμενο την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, δεν είναι επιτρεπτό να επιχειρηθεί προτού να διερευνηθεί πλήρως, μέσω της ερμηνείας της, η έννοια της αμφισβητηθείσας διάταξης έτσι που η έρευνα της συνταγματικότητας αυτής και η σχετική κρίση να στηριχθεί σε ό,τι η νομοθετική εξουσία αποτύπωσε όντως ως κανόνα δικαίου στην εν λόγω διάταξη.
8. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η παραγραφή των αξιώσεων του Δημοσίου και των νομικών προσώπων με αντίστοιχες αξιώσεις κατά των οφειλετών τους δεν υπόκειται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια του κοινού νομοθέτη, αλλά υποβάλλεται χρονικώς, πρώτον, σε ανώτατο όριο που υπαγορεύεται από την αρχή της ασφάλειας του δικαίου, ειδικότερη έκφανση της αρχής του κράτους δικαίου, ώστε να μην εκκρεμεί απεριορίστως εις βάρος των οφειλετών η απειλή ενεργοποίησης της αξίωσης και, δεύτερον, σε κατώτατο όριο που υπαγορεύεται από την αρχή της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, απόρροια και αυτή της αρχής του κράτους δικαίου, ώστε να μην παραιτείται προώρως και επομένως χαριστικώς το Δημόσιο αξιώσεών του που θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν. Εντός του πλαισίου των δύο ως άνω χρονικών ορίων ο κοινός νομοθέτης έχει ευρεία ευχέρεια, εκτιμώντας τις ειδικότερες περιστάσεις, να ορίζει τον χρόνο παραγραφής, ο οποίος πάντως υπόκειται, από το Δικαστήριο τούτο ασκούντος έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων, σε έλεγχο ακραίων ορίων.
9. Εξ άλλου, κινούμενος στα ως άνω όρια της ευρείας αυτού διακριτικής ευχέρειας, ο κοινός νομοθέτης, όταν περιορίζει τον χρόνο παραγραφής, επικαλούμενος μάλιστα συνταγματικές αρχές όπως την ασφάλεια του δικαίου και τα δικαιώματα άμυνας του καταλογιζομένου, δεν θίγει την κατά το άρθρο 98 παρ. 1 του Συντάγματος αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου προς έλεγχο των δημόσιων λογαριασμών και των οικείων υπολόγων, δοθέντος ότι η αρμοδιότητα αυτή του Δικαστηρίου, ενεργούντος ως ανώτατος ελεγκτικός θεσμός της χώρας, ρυθμίζεται και ασκείται όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 του ανωτέρω άρθρου του Συντάγματος σύμφωνα με τον νόμο, στην έννοια του οποίου περιλαμβάνεται και ο σεβασμός σε ουσιαστικού χαρακτήρα νομοθετικές ρυθμίσεις οι οποίες, όπως η προκείμενη περί δεκαετούς παραγραφής, υπάγονται στη διακριτική ευχέρεια του κοινού νομοθέτη.
10. Το Δικαστήριο κρίνει ότι η ρύθμιση που παρατέθηκε στη σκέψη 5 έχει την έννοια, ανεξαρτήτως του νομοθετήματος εντός του οποίου εντάχθηκε και του τίτλου του άρθρου υπό το οποίο διατυπώνεται, ότι δι’ αυτής θεσπίζεται από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου δημιουργήθηκε το διαχειριστικό έλλειμμα γενική δεκαετής παραγραφή για την αξίωση του δικαιούχου να απαιτήσει αναπλήρωση του ελλείμματος με την έκδοση καταλογιστικής πράξης εις βάρος του υποχρέου και ότι με την ίδια διάταξη επιβάλλεται γενική υποχρέωση φύλαξης των δικαιολογητικών κάθε διαχείρισης για χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στον κατά τα ανωτέρω χρόνο κατά τον οποίο παραμένει ενεργός η αξίωση του δικαιούχου προς αναπλήρωση από τον υπόχρεο του διαχειριστικού ελλείμματος για το οποίο ο τελευταίος ευθύνεται. Κατά την κρίση δε του Δικαστηρίου, επειδή με τη ρύθμιση που παρατέθηκε στη σκέψη 5 προβλέπεται η παράταση του κατά τα ανωτέρω χρόνου φύλαξης των δικαιολογητικών αν εντός της δεκαετίας συντάχθηκαν φύλλα μεταβολών και ελλείψεων και εκκρεμεί διαδικασία καταλογισμού, κατά συνεκδοχή, η ως άνω παράταση δεν αφορά μόνον τη φύλαξη των δικαιολογητικών αλλά και αυτήν την ίδια την παραγραφή της αξίωσης αναπλήρωσης ελλείμματος, που αναγκαίως συνδέεται με την εν λόγω φύλαξη, η οποία δεν θα μπορούσε διαφορετικά να δικαιολογήσει τη σύνδεσή της με εκκρεμή διαδικασία καταλογισμού και φύλλα μεταβολών και ελλείψεων που ρητώς απαιτείται να συντρέχουν.
11. Έχοντας τη σημασία που περιγράφηκε στην προηγούμενη σκέψη, η διάταξη του άρθρου 93 παρ. 1 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, όπως τροποποιηθείσα ισχύει, αντικατέστησε, υπό την επιφύλαξη της παράτασης του χρόνου της δεκαετούς παραγραφής αν έχουν συνταχθεί φύλλα μεταβολών και ελλείψεων και εκκρεμεί η διαδικασία καταλογισμού, την κατά το άρθρο 249 του ΑΚ ισχύουσα για τις απαιτήσεις αυτές γενική εικοσαετή παραγραφή. Η διάταξη δε αυτή αντικατέστησε την εικοσαετή παραγραφή του Αστικού Κώδικα και για τις αξιώσεις που ήδη υφίσταντο κατά τον χρόνο της έναρξης ισχύος της, και όχι μόνο για αυτές που γεννώνται από της ισχύος της και εφεξής, καθόσον μια τέτοια ερμηνεία της διάταξης, που θα απωθούσε την πρακτική αποτελεσματικότητά της επί μια δεκαετία και πλέον, δεν ανταποκρίνεται στον νομοθετικό σκοπό άμεσης διευθέτησης του προβλήματος, στον οποίο αναφέρεται η ήδη παρατεθείσα αιτιολογική έκθεση.
12. Το Δικαστήριο επισημαίνει πάντως ότι η ρύθμιση στην οποία αναφέρονται οι προηγούμενες σκέψεις της απόφασής του δεν καταλαμβάνει παντάπασι περιπτώσεις κατά τις οποίες η διαδικασία καταλογισμού έχει ολοκληρωθεί με κατάληξη την έκδοση καταλογιστικής απόφασης και μάλιστα από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Ούτε το γράμμα της εν λόγω διάταξης ούτε όσα αναφέρονται στην αιτιολογική αυτής έκθεση παρέχουν το παραμικρό επιχείρημα ότι μια τέτοια καταλογιστική απόφαση μπορεί να θιγεί από την εισαγόμενη με τη διάταξη δεκαετή παραγραφή. Συνεπώς, καταλογισμός ελλείμματος με απόφαση οργάνου εντασσόμενου στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ανεξάρτητα από τον χρόνο κατά τον οποίο συντελέσθηκε, δεν υπόκειται στη ρύθμιση περί παραγραφής που θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 93 παρ. 1 όπως ισχύει του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο.
13. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως δέχθηκε η αναιρεσιβαλλομένη, ο καταλογισμός των αναιρεσειόντων αφορά σε δαπάνες που διενεργήθηκαν το οικονομικό έτος 2000. Η 47/21.1.2011 καταλογιστική πράξη του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε βάρος τους εκδόθηκε στις 21.1.2011 και τους κοινοποιήθηκε κατά τους ισχυρισμούς τους το έτος 2013.
14. Με βάση τα περιγραφόμενα στην προηγούμενη σκέψη πραγματικά περιστατικά και όσα έγιναν δεκτά στις προηγηθείσες αυτής νομικές σκέψεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επικαλούμενη από τους αναιρεσείοντες ρύθμιση περί παραγραφής των αξιώσεων εις βάρος τους δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην περίπτωσή τους, διότι η ρύθμιση αυτή προβλέπει, κατά τη ρητή αυτής διατύπωση, την παραγραφή απαίτησης για αναπλήρωση ελλείμματος με έκδοση καταλογιστικής πράξης, όχι δε και απαίτησης που αναγνωρίσθηκε ήδη με την έκδοση καταλογιστικής απόφασης και μάλιστα από το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση της συνταγματικής αυτού αρμοδιότητας προς έλεγχο των δημόσιων λογαριασμών και των οικείων αυτών υπολόγων. Συνεπώς, είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο σχετικός ισχυρισμός που προβάλλεται με υπόμνημα από τους αναιρεσείοντες και που εξετάσθηκε, εν πάση περιπτώσει, αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο ως δημοσίας τάξεως λόγω του μείζονος σημασίας ζητήματος που έθεσε.
15. Η Σύμβουλος Βασιλική Σοφιανού διατύπωσε την ακόλουθη ειδικότερη γνώμη, με την οποία συντάσσονται και η Αντπρόεδρος Μαρία Βλαχάκη και η Σύμβουλος (και ήδη Αντιπρόεδρος) Μαρία Αθανασοπούλου: Από τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 49 του π.δ/τος 1225/1981, που εφαρμόζεται και στην κατ’ αναίρεση δίκη (άρθρ. 117 π.δ. 1225/1981), απορρέει, αφενός μεν, ο κανόνας ότι το Δικαστήριο κατ’ αρχήν εφαρμόζει στο στάδιο της αναίρεσης το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της εκκαλούμενης πράξης ή απόφασης και όχι τυχόν ισχύοντα νεότερο νόμο που δεν έχει αναδρομική δύναμη, αφετέρου δε, η γενική δικονομική αρχή κατά την οποία νόμος που εκδόθηκε μετά τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη και αν προσδόθηκε σ’ αυτόν αναδρομική δύναμη, εκτός αν με ρητή και ειδική διάταξη επεκτείνεται η εφαρμογή του και επί των τελεσιδίκως κριθέντων (βλ. ΕλΣ Ολ. 318/2006, 1475/2005). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 4509/2017 αλλά και από την οικεία αιτιολογική έκθεση (βλ. σκ. 6 της παρούσας) δεν προκύπτει ούτε μπορεί να συναχθεί βούληση του νομοθέτη για την εφαρμογή των ρυθμίσεων αυτών σε τελεσιδίκως κριθείσες δημοσιονομικές διαφορές, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, ούτε καν για την ανατροπή των ήδη συντελεσθέντων καταλογισμών (βλ. συναφώς σκ. 10 της πλειοψηφίας). Αντιθέτως, στην αιτιολογική έκθεση δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην αποτελεσματικότητα των κατασταλτικών ελέγχων και στην ταχεία εκκαθάριση των αξιώσεων με προβολή στο μέλλον και όχι με πρόθεση ανατροπής όσων ελέγχων έχουν αχθεί προς κρίση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή έχουν ήδη ολοκληρωθεί με την έκδοση καταλογιστικών πράξεων, πολλώ δε μάλλον δεν προκύπτει ότι ο νομοθέτης απέβλεψε σε ανατροπή ελέγχων που έχουν κριθεί με δύναμη δεδικασμένου από το Δικαστήριο (βλ. μεταξύ άλλων τα πρακτικά της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης επί των συζητήσεων του οικείου νομοσχεδίου της 15.12.2017). Εξ άλλου, εάν βούληση του νομοθέτη ήταν η διάταξη αυτή να ισχύσει αναδρομικά, υπ’ αυτή την έννοια, όφειλε πάντως να το προβλέψει ρητά, προκειμένου να προσδιορισθεί ο χρονικός ορίζοντας μέχρι τον οποίο θέλησε την επέκταση της αναδρομικότητας, δηλαδή το βάθος του χρόνου στον οποίο η ρύθμιση έπρεπε να ανατρέξει στο παρελθόν, εν όψει και των σοβαρών δημοσιονομικών συνεπειών της θεσπιζόμενης ρύθμισης (πρβλ. ΑΠ Ολ. 16/2007). Και τούτο, διότι μία τέτοια αναδρομή θα είχε ως συνέπεια τη μαζικήανατροπή απαιτήσεων από τον έλεγχο των λογαριασμών, τη σοβαρή απώλεια εσόδων, τη διαγραφή χρεών υπολόγων και αχρεωστήτως λαβόντων, ακόμη δε και την υποχρέωση των οικείων φορέων να επιστρέψουν ήδη καταβληθέντα από τους υπόχρεους ποσά, ενώ δεν έχει γίνει καμία εκτίμηση του δημοσιονομικού κινδύνου της ρύθμισης, κατά παράβαση των συνταγματικών αρχών της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και της θεσμικής τους εγγύησης κατ’ άρθρο 98 παρ. 1 περ. γ΄ του Συντάγματος (βλ. σχετικές επισημάνσεις στις κατ’ άρθρο 75 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος εκθέσεις επί της οικείας διάταξης για την απώλεια εσόδων σε περίπτωση παραγραφής χωρίς να έχουν παρασχεθεί στοιχεία από το αρμόδιο Υπουργείο, βλ. ΕλΣ Ολ. πρακτ. 4ης Γεν. Συν/σης της 5.2.2020, 26ης Γεν. Συν/σης της 17.12.2014, πρβλ. ΕλΣ Ολ. 137/2019, 1277, 32/2018, 244/2017). Υπό την εκδοχή δε, κατά την οποία η ρύθμιση περί δεκαετούς παραγραφής καταλαμβάνει αναδρομικά και ήδη τελεσιδίκως κριθείσες δημοσιονομικές διαφορές, η νέα διάταξη θα υπέκρυπτε νομιμοποίηση δαπανών ήδη τελεσιδίκως διαγνωσθεισών ως παράνομων, κατ’ ανεπίτρεπτη επέμβαση της νομοθετικής στη δικαστική λειτουργία, σύμφωνα με τα άρθρα 26 παρ. 1 και 98 του Συντάγματος, χωρίς κανένα απολύτως συμβατό με τους όρους επιτρεπτής νομιμοποίησης κριτήριο, εν όψει της αρχής της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, όπως ο μη ουσιώδης χαρακτήρας της παρατυπίας (βλ. σχετικά τις διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 3801/2009, φ. 163 Α΄, ΕλΣ Ολ. 1929/2018, 981/2016, βλ. και ΕλΣ Ολ. 2218, 1810/2014, 4933, 1983/2013, 2293, 506/2011). Μία τέτοια ερμηνεία, θα αντέβαινε και στην αρχή της ισότητας κατ’ άρθρα 4 παρ. 1 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος, αφού θα ανέτρεπε παρελθούσες καταστάσεις με βάση το όλως τυχαίο κριτήριο του χρόνου θέσπισης της νέας διάταξης και του αμετάκλητου ή μη της κρίσης επί της δημοσιονομικής ευθύνης πριν ή μετά τη ρύθμιση, διαχωρίζοντας κατά τρόπο αυθαίρετο τους δημοσιονομικά υπεύθυνους, οι οποίοι εξ αρχής γνώριζαν ότι η ευθύνη τους είχε εικοσαετή και όχι δεκαετή χρονικό ορίζοντα, ενώ με την απαλλαγή τους θα επιρριπτόταν το βάρος αποκατάστασης των δημόσιων πόρων στους πολίτες. Περαιτέρω, τα μέτρα διόρθωσης των δημόσιων λογαριασμών και προστασίας των οικονομικών συμφερόντων των δημόσιων φορέων, όπως οι καταλογισμοί των δημόσιων υπολόγων, των συνευθυνόμενων και των αχρεωστήτως λαβόντων, δεν συνιστούν ποινές ή κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα (βλ. ΕλΣ Ολ. 271/2019, 740, 741/2018, συναφώς απόφ. ΕΔΔΑ της 20.4.2006 Martinie κατά Γαλλίας, περί της «αστικής» κατά την ΕΣΔΑ φύσης της διαφοράς από την αποκατάσταση των ελλειμμάτων εκ μέρους των δημοσίων υπολόγων), αλλά έχουν κατ’ αρχήν αποκαταστατική λειτουργία (βλ. ΕλΣ Ι Τμ. 1809/2017, 1904/2016 και κατ’ αναλογία βλ. αποφ. ΔΕΕ της 26.5.2014, C-260 &261/14 «Judeţul Neamţ», ό.π., σκ. 50, της 18.12.2014, C-599/13 “Somalische Vereniging Amsterdam en Omgeving (Somvao) κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie”, σκ. 36, της 4.6.2009, C- 158/08 “Agenzia Dogane Ufficio delle Dogane di Trieste κατά Pometon SpA”, σκ. 28 και της 14.12.2000, C-110/99 “Emsland-Stärke GmbH – Hauptzollamt Hamburg-Jonas”, σκ. 56). Στο πλαίσιο αυτό, η ερμηνεία περί αναδρομικής εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 39 του ν. 4509/2017, υπό την έννοια ότι καταλαμβάνει μέχρι και τελεσιδίκως κριθείσες υποθέσεις, όπως εν προκειμένω, δεν υπαγορεύεται από την αρχή περί εφαρμογής της ευνοϊκότερης διάταξης μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της διαφοράς, ανεξάρτητα από τη συγκρισιμότητα ή μη της επίμαχης διάταξης με τη μέχρι τώρα ισχύουσα γενική εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ (βλ. ΕλΣ Ολ. 1385, 3283/2013, 2979/2012, 2444/2007, 1766/1993, 750/1991 κ.ά., I Tμ. 660, 426/2016, 629/2015, VII Tμ. 2001, 3734/2014) [βλ. επί των ποινικών υποθέσεων άρθρα 7 παρ. 1 του Συντάγματος και 2 του ΠΚ (ΑΠ Ολ. 759/1988, 616/2006, ΑΠ 507, 493/2012), άρθρο 7 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, το οποίο εφαρμόζεται και επί διοικητικών κυρώσεων εάν έχουν «ποινικό χαρακτήρα» (βλ. απόφ. ΕΔΔΑ της 19.9.2009 Scoppola κατά Ιταλίας (Scoppola No 2), σκ. 108 και ειδικά για τη μη εφαρμογή της αρχής επί διαδικαστικής φύσης παραγραφών αποφ. ΕΔΔΑ της 12.2.2013 Previti κατά Ιταλίας και της 22.6.2000 Coeme κατά Βελγίου), άρθρο 49 παρ. 1 εδάφ. β΄ του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απόφ. ΔΕΚ της 3.5.2005, C-387/02 Silvio Berlusconi (C-387/02), Sergio Adelchi (C-391/02), Marcello Dell’Utri κ.λπ. (C-403/02) και επί διοικητικών κυρώσεων ΣτΕ 1438/2018, απόφ. ΔΕK της 11.3.2008, C-420/06 Rüdiger Jager κατά Amt für Landwirtschaft Bützow, σκ. 60)]. Κατόπιν αυτών, ο λόγος αυτός αναίρεσης, ανεξάρτητα από α) τα ζητήματα αντισυνταγματικότητας και εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 39 του ν. 4509/2017 και επί των εκκρεμών διαχειρίσεων, η εξέταση των οποίων (ζητημάτων) παρέλκει ως αλυσιτελής, λόγω της μη εφαρμογής της ρύθμισης στην υπό κρίση υπόθεση και β) το ότι προβάλλεται το πρώτον με απαραδέκτως υποβληθέν δικόγραφο πρόσθετων λόγων που εκτιμήθηκε ως υπόμνημα προς ανάπτυξη και όχι προς συμπλήρωση των λόγων αναίρεσης, κατ’ άρθρο 29 παρ. 2 του π.δ/τος 1225/1981 (βλ. ΕλΣ Ολ. 705/2019, 2922/2015), είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέος ως αβάσιμος.
[…]