Απόφαση 4 / 2020 (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 4/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Πλήρους Ολομέλειας: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Πηνελόπη Ζωντανού, Ειρήνη Καλού, Γεώργιο Κοντό και Αλτάνα Κοκκοβού, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χοϊμέ, Μαρία Νικολακέα, Αγγελική Τζαβάρα, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου – Εισηγήτρια, Ναυσικά Φράγκου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Μαρία Τζανακάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Γεώργιο Αποστολάκη, Αρετή Παπαδιά, Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Κυριάκο Οικονόμου, Αναστασία Περιστεράκη, Σοφία Τζουμερκιώτη, Ελένη Φραγκάκη, Λάμπρο Καρέλο, Μαρία Βασδέκη, Γεώργιο Χριστοδούλου, Πηνελόπη Παρτσαλίδου – Κομνηνού, Στυλιανό Δαρέλλη, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου, Ζωή Κωστόγιαννη – Καλούση, Θεόδωρο Μαντούβαλο, Χρυσούλα Φλώρου – Κοντοδήμου, Γεώργιο Κόκκορη, Πελαγία Ακάσογλου, Καλλιόπη Πανά, Ουρανία Παπαδάκη, Νικόλαο Βεργιτσάκη, Κωνσταντίνα Αλεβιζοπούλου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου – Μωρέση, Μαριάνθη Παγουτέλη, Μυρσίνη Παπαχίου και Αναστασία Μουζάκη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 23 Ιανουαρίου 2020, με την παρουσία του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος – καλούντος: Δ. Γ. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μούζουλα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου – καθού η κλήση: Α. Α. του Ι., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Παπακωνσταντίνου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 31-3-2008 και 9-12-2009 αγωγές των ήδη αναιρεσιβλήτου και αναιρεσείοντος αντίστοιχα, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αιγίου και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 114/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 34/2017 του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 2-3-2017 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 889/2018 απόφαση του Α2′ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε το δεύτερο λόγο και κατά το πρώτο μέρος του, της ως άνω αίτησης στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η 8/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου (σε τακτική σύνθεση), η οποία παρέμπεμψε στην πλήρη Ολομέλεια τον αναφερόμενο στο σκεπτικό αναιρετικό λόγο. Κατόπιν της αποφάσεως αυτής και της από 3/10/2019 κλήσης του αναιρεσείοντος – καλούντος, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από τον Πρόεδρο, ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις τους και ζήτησαν ο μεν του αναιρεσείοντος την παραδοχή της αίτησης, ο δε του αναιρεσίβλητου την απόρριψη της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να γίνει δεκτός ο δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος της αναίρεσης ως κατ’ ουσίαν βάσιμος. Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξούσιους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.
Κατά την 11η Ιουνίου 2020, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο τούτο προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες Αγγελική Τζαβάρα, Μιλτιάδης Χατζηγεωργίου, Νικόλαος Πιπιλίγκας, Αναστασία Περιστεράκη, Στυλιανός Δαρέλλης, Νικόλαος Βεργιτσάκης και Αικατερίνη Κρυσταλλίδου – Μωρέση, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως, συμμετείχαν εξ αποστάσεως μέσω ηλεκτρονικής διαδικτυακής σύνδεσης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην Δ1α/ΓΠ.οικ.26804/25-4-2020 ΚΥΑ των Υπουργών Δικαιοσύνης, Εθνικής Άμυνας και Υγείας οι Αρεοπαγίτες Ελένη Φραγκάκη, Θεόδωρος Μαντούβαλος, Γεώργιος Κόκκορης και Καλλιόπη Πανά, και οι λοιποί παραστάθηκαν αυτοπροσώπως. Συμμετεχόντων λοιπόν, πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ’ άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 3.10.2019 κλήση του αναιρεσείοντος νομίμως φέρεται ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ο, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος της από 2.3.2017 με αριθμό καταθέσεως 5/2017 αιτήσεως, με την οποία διώκεται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 34/2017 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είχε παραπεμφθεί αρχικά στην Τακτική Ολομέλεια με την 889/2018 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 563 παρ. 2 εδ. β’ του Κ.Πολ.Δικ., επειδή η απόφαση επί του σχετικού θέματος λήφθηκε με διαφορά μιας ψήφου. Ακολούθως η Τακτική Ολομέλεια με την 8/2019 απόφασή της παρέπεμψε στην Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, κατ’ εφαρμογήν της προεκτεθείσας διατάξεως (άρθρο 563 παρ. 2 εδ. β’ του Κ.Πολ.Δικ.), καθώς επίσης και της διατάξεως του άρθρου 23 παρ. 2 εδ. γ’ και δ’ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (ν. 1756/1988), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2331/1995, τον ως άνω αναιρετικό λόγο – με τον οποίο τίθεται το εξαιρετικής σημασίας ζήτημα, – για το οποίο έχουν εκδοθεί αντίθετες αποφάσεις του Αρείου Πάγου – αν παραβιάζεται το κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. τεκμήριο αθωότητας στην περίπτωση που ο διάδικος, ο οποίος έχει αθωωθεί αμετάκλητα από το ποινικό δικαστήριο, για συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, υποχρεώνεται σε αστική αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με αυτά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, για το οποίο αθωώθηκε.
Με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ν. 53/1974 ορίζεται ότι “1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως……… 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι, τεκμαίρεται αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”, το οποίο σε ενωσιακό επίπεδο ισχύει βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 Σ.Ε.Ε., σύμφωνα με το οποίο “Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών”. Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, κατά το οποίο “κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”, αλλά και του άρθρου 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., που ορίζει ότι “Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο”. Το τεκμήριο αθωότητας ορίζεται πλέον στο άρθρο 71 Κ.Π.Δ., σύμφωνα με το οποίο “οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο” και είναι συνέπεια της ενσωματώσεως της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9.3.2016 “για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παραστάσεως του κατηγορουμένου στην δίκη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας” με το νόμο 4596/2019. Και τούτο ανεξαρτήτως της πλημμέλειας της εν λόγω ενσωματώσεως, συνισταμένης στο ότι, καίτοι: α) στη σκέψη 16 του Προοιμίου της ως άνω Οδηγίας ορίζεται ότι “Το τεκμήριο αθωότητας παραβιάζεται σε περίπτωση που δημόσιες δηλώσεις δημόσιων αρχών ή δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, αναφέρονται στον κατηγορούμενο ως να είναι ένοχος…” και β) στο άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας αυτής προβλέπεται ότι “Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι, όσο δεν έχει αποδειχτεί η ενοχή υπόπτου ή κατηγορουμένου σύμφωνα με το νόμο, στις δημόσιες δηλώσεις δημοσίων αρχών, καθώς και στις δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, το εν λόγω πρόσωπο δεν αναφέρεται ως ένοχο”, στη ρύθμιση του άρθρου 7 του ως άνω νόμου [τίτλος άρθρου: Δημόσιες αναφορές στην ενοχή προσώπου (άρθρα 4 και 10 παρ. 1 της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ)] που ορίζει το δικαίωμα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, προς αποκατάσταση της βλάβης, την οποία υπέστη εξ αιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας από δηλώσεις δημοσίων αρχών που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, πριν από την έκδοση της αποφάσεως σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του, είτε προβαίνουν σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση επί της υποθέσεως, περιλαμβάνονται ρυθμίσεις μόνον για την περίπτωση παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας από τις δηλώσεις δημόσιων αρχών, ενώ έχει εκλείψει η αναφορά της οδηγίας και στις δικαστικές αποφάσεις. Έτσι, πριν από το νόμο 4596/2019 η κατοχύρωση του τεκμηρίου αθωότητας στα προαναφερθέντα συμβατικά κείμενα (6 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α., 14 παρ. 2 Δ.Σ.Α.Π.Δ. και 48 παρ. 1 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε.) επέκτεινε τη ρυθμιστική εμβέλεια του τεκμηρίου εντός της ημεδαπής έννομης τάξεως δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ πλέον η προστασία αυτού (τεκμηρίου), ως περιεχομένου της ανωτέρω οδηγίας, αποτελεί κανόνα δικαίου της Ενώσεως. Με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί, κατ’ αρχήν, τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 Συντ. και 14 Π.Κ.). Συνιστά ταυτόχρονα έκφραση της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου, με την έννοια ότι καθιερώνει υποχρέωση της Πολιτείας και αντίστοιχο δικαίωμα του κάθε εμπλεκομένου στην ποινική διαδικασία προσώπου να αξιώνει την ποιότητα της μεταχειρίσεως που θα επιφυλασσόταν σε έναν αθώο, μέχρις ότου να κηρυχθεί η ενοχή του. Η προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. προκρίνει την κατοχύρωση της γενικής αρχής της δίκαιης δίκης, η οποία αξιώνει να τύχει εφαρμογής τόσο στην ποινική, όσο και στην αστική δίκη. Η τυποποίηση του τεκμηρίου αθωότητας ακολουθεί αμέσως μετά στην παράγραφο 2 αυτού, ενώ έπονται οι λοιπές διαδικαστικές εγγυήσεις υπέρ του κατηγορουμένου. Η τοιαύτη νομική θεμελίωση του τεκμηρίου συνεπιφέρει τη δικαιοδοσία του Ε.Δ.Δ.Α. επί της αυθεντικής ερμηνείας του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. με σειρά δε αποφάσεών του (το Ε.Δ.Δ.Α.) παγιώνει τη νομολογία του προς την κατεύθυνση μιας διασταλτικής ερμηνείας της προαναφερθείσας διατάξεως και, συνεπώς, μιας διευρυμένης λειτουργίας του τεκμηρίου αθωότητας. Έτσι, το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν αποτελεί μόνον ένα θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να τεκμαίρεται αθώος μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, αλλά είναι ταυτόχρονα μία ανεξάρτητη υποχρέωση της πολιτείας, αφού διαθέτει αυτόνομη εγγυητική λειτουργία, με την έννοια ότι, σε περίπτωση προσβολής του, αναιρείται ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης, ακόμη και αν έχουν γίνει σεβαστές όλες οι υπόλοιπες, προβλεπόμενες από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., αρχές και εγγυήσεις, δηλαδή η δημοσιότητα της δίκης, η εκδίκαση της υποθέσεως σε εύλογο χρόνο, η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου. Το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή, πέραν της παραδοσιακής διαδικαστικής – δικονομικής εγγυήσεως που παρέχει, κατοχυρώνει παράλληλα το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης, θεωρώντας ότι η μη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης ή πολύ περισσότερο η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητάς του, που τον συνοδεύει εσαεί και πρέπει να γίνεται σεβαστό από τις κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης, δηλαδή και σε κάθε άλλο δικαστήριο, είτε ποινικό, είτε πολιτικό. Η εφαρμογή, επομένως, του τεκμηρίου αθωότητας συνεχίζεται και μετά το πέρας της ποινικής δίκης και την έκδοση της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, εκτεινόμενη και εκτός των ποινικών διαδικασιών, ώστε να διασφαλιστεί για πάντα στο μέλλον το δικαίωμα του αθωωθέντος να εμφανίζεται στην έννομη τάξη, αλλά και στην κοινωνία ότι δεν είναι ένοχος του συγκεκριμένου αδικήματος που του αποδόθηκε και ότι η αθωότητά του θα είναι σεβαστή. Τέτοια δε αθωωτική ποινική απόφαση είναι κάθε απόφαση που εκδίδεται επί ποινικής υποθέσεως και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή, όπως εκείνη που διαπιστώνει πανηγυρικά τη μη τέλεση του εγκλήματος, π.χ. λόγω ελλείψεως στοιχείων της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υποστάσεως ή απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο “λόγω αμφιβολιών” ή απόφαση που αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή που παύει την ποινική δίωξη με οποιοδήποτε τρόπο και εξ αιτίας θανάτου ή ανακαλεί την εις βάρος του έγκληση ή ακόμα και αντίστοιχου περιεχομένου βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, δηλαδή κάθε περίπτωση “μη διαπιστωμένης ενοχής”. Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας – ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης μη ποινικής δίκης, όπως τούτο συμβαίνει όταν ασκείται αγωγή αποζημιώσεως, λόγω αδικοπραξίας, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του Α.Κ., η άσκηση της οποίας (αποζημιωτικής αγωγής) δεν ισοδυναμεί με τη διατύπωση μιας άλλης επί πλέον “ποινικής κατηγορίας” κατά του κατηγορουμένου μετά την αθώωσή του και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, ενόψει και του ότι η, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις (των άρθρων 914 επ. Α.Κ.), αποζημίωση, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, δεν έχει το χαρακτήρα ποινής, αλλά, σε αντίθεση με την ποινική δίκη, της οποίας σκοπός είναι η διάγνωση της αλήθειας και η τιμωρία του δράστη, ο σκοπός της επιδικάσεως αποζημιώσεως είναι η ικανοποίηση της ζημίας, που ο αδικοπραγήσας προξένησε στον παθόντα – ενάγοντα. Με τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ενώ, ούτε και το Σύνταγμα προβλέπει σχετικό δεδικασμένο, αντιθέτως, μάλιστα, προβαίνει σε διάκριση των δικαιοδοσιών. Ειδικότερα, οι διατάξεις των άρθρων 93-96 Συντ. αφενός κατοχυρώνουν τη διάκριση των δικαστηρίων και αφετέρου κατανέμουν μεταξύ τους τη δικαιοδοσία σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική, κατ’ αντιστοιχία των προβλεπομένων δικαστηρίων και των υπαγόμενων σε αυτά διαφορών ή και υποθέσεων. Η συνταγματική αυτή πρόβλεψη των ως άνω διακριτών δικαιοδοσιών επιτρέπει, εκτός άλλων, και τη δημιουργία αστικών και ποινικών διαφορών από την ίδια συμπεριφορά ή δραστηριότητα, που υπάγονται ακολούθως στις αντίστοιχες δικαιοδοσίες. Βασική συνέπεια, που αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο της διακρίσεως των τριών διακριτών δικαιοδοσιών, οι οποίες ενδέχεται να διασταυρώνονται, διατηρώντας όμως την ισοτιμία και την ανεξαρτησία τους, είναι το διακριτό δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, το οποίο ορίζεται διαφορετικά από τον αντίστοιχο δικονομικό νομοθέτη (άρθρα: 321 επ. Κ.Πολ.Δικ., 57 Κ.Π.Δ., 197 Κ.Δ.Δ.). Οι ρυθμίσεις αυτές επιβάλλουν το δεδικασμένο να είναι, κατ’ αρχήν, δεσμευτικό μόνον εντός της οικείας δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Αποδεικτική δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας (όπως στο άρθρο 5 παρ. 2 Κ.Δ.Δ.). Η συνταγματική, άλλωστε, πρόβλεψη τριών διακριτών δικαιοδοσιών, αποκλείει την ύπαρξη μιας και ενιαίας έννομης τάξεως, στο πλαίσιο της οποίας η κρίση του ποινικού δικαστηρίου, και συγκεκριμένα η αμετάκλητη αθωωτική απόφαση αυτού, αυτόματα και άνευ άλλου τινός, πρέπει να γίνεται αποδεκτή από το αστικό δικαστήριο, το οποίο πρέπει να καταλήξει σε αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική ποινική απόφαση, και, κατ’ επέκταση, να απορρίψει την αγωγή αποζημιώσεως του παθόντος – ενάγοντος, καθ’ όσον διαφορετικά δημιουργείται ρήγμα της ενιαίας αυτής έννομης τάξεως. Η συνεπής εφαρμογή του ως άνω κριτηρίου (της διαταράξεως της ενιαίας έννομης τάξεως) θα έπρεπε να οδηγεί στο συμπέρασμα της δεσμεύσεως και του ποινικού δικαστηρίου από την αμετάκλητη προγενέστερη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, δηλαδή όταν η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου εκδίδεται σε πρώτο χρόνο και έπεται η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου με διαφορετικό περιεχόμενο από την πρώτη, αναγνωρίζεται, δηλαδή, η αδικοπραξία του εναγομένου, όμως αυτός κηρύσσεται αθώος της ίδιας αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως, πράγμα, όμως, που δεν συμβαίνει, καθ’ όσον η τοιαύτη απόφαση (του πολιτικού δικαστηρίου) εκτιμάται ελεύθερα, με βάση τον κανόνα της ηθικής αποδείξεως, αλλά και κατά το άρθρο 62 Κ.Π.Δ., λαμβανομένου υπόψη ότι η ενότητα της έννομης τάξεως δεν είναι δυνατό να ισχύει μόνον προς τη μία κατεύθυνση, εξαρτώμενη από το τυχαίο γεγονός ότι έχει εκδοθεί πρώτα η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ούτε είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι πρέπει να αναστέλλεται η διαδικασία κατά το άρθρο 250 του Κ.Πολ.Δικ. και συνακόλουθα η έκδοση της αποφάσεως του πολιτικού δικαστηρίου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, διότι έτσι η αναστολή αυτή θα κατέληγε να είναι υποχρεωτική για το πολιτικό δικαστήριο, ενώ ο δικονομικός νομοθέτης την εντάσσει στη διακριτική του ευχέρεια, και μάλιστα δίχως να δημιουργείται λόγος εφέσεως ή αναιρέσεως επί μη αποδοχής του σχετικού αιτήματος του διαδίκου, ενώ επί πλέον το πολιτικό δικαστήριο οφείλει να συνεκτιμά την παρέλκυση που θα προκαλέσει η αναστολή της δίκης, ώστε να χορηγεί αυτήν με σύνεση. Τούτο, ανεξάρτητα από το ότι δεν μπορεί να καθίσταται εκ των προτέρων γνωστή η έκβαση της ποινικής δίκης, διότι είναι δυνατόν το ποινικό δικαστήριο να οδηγηθεί σε καταδικαστική απόφαση για τον εναγόμενο, οπότε το τεκμήριο αθωότητας δεν θα ισχύει, και ο διαδραμών χρόνος της αναστολής θα καθίσταται εκ του αποτελέσματος ατελέσφορος, συμβάλλοντας έτσι στην καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι το ίδιο θα έπρεπε να αντιμετωπίζονταν και οι καταδικαστικές ποινικές αποφάσεις, πράγμα, όμως, που επίσης δεν συμβαίνει, καθ’ όσον αυτές εκτιμώνται ελεύθερα, ως τεκμήρια, με αποτέλεσμα, υπό την εκδοχή αυτή (της διαταράξεως της ενιαίας έννομης τάξεως) θα δημιουργούνταν δύο κατηγορίες διαδίκων, τους οποίους τα πολιτικά δικαστήρια θα αντιμετώπιζαν διαφορετικά. Στη μία κατηγορία (της αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής αποφάσεως) το δικαστήριο θα έπρεπε να συμμορφωθεί με την ποινική απόφαση και στη δεύτερη κατηγορία (της αμετάκλητης καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως), τούτο (το δικαστήριο) θα την εκτιμούσε ελεύθερα, αν και πρόκειται για δικαιοδοτική κρίση από όμοιο (ποινικό) δικαστήριο. Η μη ύπαρξη, άλλωστε, ενιαίας έννομης τάξεως ενισχύεται περαιτέρω και από τα ακόλουθα: α) από τη διαφορετική φύση της διαδικασίας και της ευθύνης. Συγκεκριμένα το μέτρο της επιμέλειας δεν είναι το ίδιο στο αστικό και ποινικό δίκαιο. Σε αντίθεση, δηλαδή, με την ερμηνεία της αμέλειας, στο ποινικό δίκαιο, για την διάγνωση της οποίας λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το στοιχείο του “όφειλε”, αλλά και το στοιχείο του “ηδύνατο” (το ατομικό “δύνασθαι” του δράστη), η ερμηνεία της αμέλειας στο αστικό δίκαιο [άρθρο 330 Α.Κ., “(……) η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές] διαφέρει. Η τοιαύτη αντικειμενικοποίηση της αμέλειας είναι δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα το ίδιο πρόσωπο να απαλλαγεί από την ποινική ευθύνη, επειδή απουσιάζει το στοιχείο του ατομικού “δύνασθαι”, και να καταγνωστεί η ευθύνη του από το πολιτικό δικαστήριο, διότι λ.χ. τα μέτρα ασφαλείας που έλαβε ήταν ανύπαρκτα ή ελλιπή, κρινόμενα με βάση την αντικειμενική αμέλεια και β) από τους διαφορετικούς κανόνες κατανομής του βάρους αποδείξεως. Ειδικότερα, στην ποινική δίκη ισχύει το ανακριτικό σύστημα συλλογής των αποδείξεων, σε αντίθεση με το σύστημα διαθέσεως και συζητήσεως της πολιτικής δίκης και του βάρους επικλήσεως και προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων από τους διαδίκους της πολιτικής δίκης. Η προσκόμιση, αυτή και μόνη, της αθωωτικής αποφάσεως του εναγομένου, ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου, θα αρκούσε για να τεθεί εκποδών το υποβληθέν αποδεικτικό υλικό, η δε νομοθετική ρύθμιση για το βάρος των διαδίκων προσκομίσεως και επικλήσεως των αποδεικτικών μέσων, κατ’ άρθρο 237 του Κ.Πολ.Δικ., θα καθίστατο κενό γράμμα. Είναι, εξ άλλου, χαρακτηριστικό ότι το τεκμήριο αθωότητας ενεργοποιείται, μόνον όταν προσκομιστεί με επίκλησή της η αθωωτική ποινική απόφαση στο πολιτικό δικαστήριο. Ενώ, στην ποινική δίκη το άρθρο 178 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. ορίζει ότι οι δικαστές και εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου και ότι αυτός δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται υπέρ αυτού. Στην ποινική δίκη ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όχι μόνο να σιωπήσει, αλλά και, μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2016/343 με το ν. 4596/2019, δικαίωμα μη αυτοενοχοποιήσεως (άρθρο 104 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), τα οποία (δικαιώματα) δεν μπορούν να αξιοποιηθούν σε βάρος των υπόπτων και των κατηγορουμένων (άρθρο 104 παρ. 3 Κ.Π.Δ.), ενώ στα πολιτικά δικαστήρια ο εναγόμενος έχει βάρος να απαντήσει επί της αγωγής, είτε αρνούμενος απλά ή αιτιολογημένα είτε υποβάλλοντας ενστάσεις, εάν δε δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, το δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ως ομολογημένη την ιστορική βάση της αγωγής (άρθρο 261 Κ.Πολ.Δικ.). Εξ άλλου, είναι ενδεχόμενο ακόμη και μετά την αθώωση του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, αυτός, ως εναγόμενος, να ομολογήσει την ιστορική βάση της αγωγής κατά το άρθρο 352 του Κ.Πολ.Δικ., σε αντίθεση με την προαναφερθείσα μη αυτοενοχοποίησή του, οπότε το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να θεωρήσει ως αποδεδειγμένη την ιστορική βάση της αγωγής, επί ποινή μάλιστα αναιρετικού ελέγχου, κατ’ άρθρο 559 αριθ. 12 του Κ.Πολ.Δικ., και να την δεχθεί κατ’ ουσίαν. Τότε, μάλιστα, δεν θα μπορεί καν να ισχύει το επικαλούμενο τεκμήριο αθωότητας, αλλά ούτε και το ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ομοίως, όταν ο εναγόμενος ερημοδικεί στην πολιτική δίκη, ενώ έχει αθωωθεί στην ποινική δίκη, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εφαρμόσει το άρθρο 271 του Κ.Πολ.Δικ. και να δεχθεί την αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και δεν μπορεί να ανακύψει ζήτημα παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας, εφόσον ο δικονομικός νομοθέτης αναγνωρίζει, ιδιαίτερα με τη δυνατότητα του άρθρου 528 του Κ.Πολ.Δικ., ακόμη δηλ. και δίχως τη συνδρομή λόγων ανακοπής ερημοδικίας, ότι ο εναγόμενος και αθωωθείς έχει δικαίωμα να μην εμφανιστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά να εισάγει την υπόθεση με την άσκηση εφέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με μόνη συνέπεια την απώλεια ενός δικαιοδοτικού βαθμού. Υπάρχει, επίσης, διαφορά ως προς τα αποδεικτικά μέσα και τη διαφορετική αποδεικτική τους δύναμη στην πολιτική και ποινική δίκη, με το σύστημα της νόμιμης και της ηθικής αποδείξεως, αντίστοιχα, με τις εντεύθεν απορρέουσες συνέπειες, καθώς και τον απαιτούμενο διαφορετικό βαθμό δικανικής πεποιθήσεως του καθενός δικαστηρίου. Απαιτείται διαφορετικός βαθμός δικανικής πεποιθήσεως για την κήρυξη ενός κατηγορουμένου ενόχου από το ποινικό δικαστήριο σε σχέση με την παραδοχή πολιτικού δικαστηρίου ότι συντελέστηκε ένα αστικό αδίκημα, που είναι συγχρόνως και έγκλημα. Έτσι στην ποινική δίκη, επί αμφιβολιών ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, αυτός κηρύσσεται αθώος, κατ’ εφαρμογήν της αρχής in dubio pro reo, ενώ στην πολιτική δίκη δεν ισχύει η αρχή αυτή, για την κατάφαση δε αν διαπράχθηκε το ταυτιζόμενο με το ποινικό αστικό αδίκημα ο πολιτικός δικαστής πρέπει να σχηματίσει πλήρη και βεβαία δικανική πεποίθηση. Πρέπει, επί πλέον, να τονισθεί ότι επί αθωωτικής αποφάσεως δεν είναι υποχρεωμένος ο δικαστής να διακρίνει ρητώς στο κείμενο αυτής μεταξύ αθωώσεως, οφειλομένης σε πλήρη βεβαιότητα και αθωώσεως, οφειλομένης σε αμφιβολίες. Ως εκ τούτου, η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά δικαστήρια είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποιθήσεως. Επομένως, η αυτοτέλεια των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής) έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής αποφάσεως, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ’ ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και, συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής, με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Μία τέτοια θεώρηση δεν είναι σύμφωνη με τα δογματικά όρια του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτά προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, αλλά προσκρούει και στο Σύνταγμα, αφού έτσι δημιουργείται ένα είδος “αποδεικτικής δεσμεύσεως”, ένα νέο είδος “δεδικασμένου”, μη προβλεπόμενο από τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ο οποίος κατήργησε την προϊσχύσασα, αντίθετη ρύθμιση, της ΠολΔ/1834 που στο άρθρο 12 όριζε: “αποφασισθέντος άπαξ του προδικαστικού ζητήματος παρά του αρμοδίου δικαστηρίου, δεν δύναται πλέον το άλλο δικαστήριον, είτε πολιτικόν, είτε ποινικόν, να επιχειρήση την έρευναν του αυτού ζητήματος” ή από άλλη ουσιαστική διάταξη, άρα ασύμβατο με τη συνταγματική διάκριση των δικαστικών δικαιοδοσιών, από τις οποίες πηγάζει η δικονομική αρχή για τη μη δέσμευση των πολιτικών δικαστηρίων από τις αποφάσεις των ποινικών. Δηλαδή, αν η “δέσμευση” αυτή ήθελε νοηθεί ως ιδιαίτερο είδος δεδικασμένου, ανακύπτει συνταγματικό κώλυμα από τις διατάξεις περί χωριστής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων. Αν πάλι το νέο αυτό είδος “δεσμεύσεως” μεταξύ δικαιοδοσιών συνιστά μία έκφραση της βεβαιωτικής ενέργειας ή αλλιώς διαπιστωτικής δυνάμεως των δικαστικών αποφάσεων, έννοια άγνωστη στο αστικό δικονομικό δίκαιο, τότε για τη δημιουργία τέτοιου είδους δεσμεύσεως απαραίτητη είναι η ύπαρξη ρητής νομοθετικής προβλέψεως (όπως στο άρθρο 5 Κ.Δ.Δ.), η οποία, εν προκειμένω, δεν υφίσταται. Αν, τέλος, με την δέσμευση αυτή νοηθεί ότι καθιερώνεται μία ουσιαστικού δικαίου ένσταση επιγενόμενου αποκλεισμού της αδικοπρακτικής ευθύνης του αμετακλήτως αθωωθέντος, τότε, κατ’ ανάγκην, προστίθεται ερμηνευτικά στο πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 του Α.Κ. ότι η αξίωση αποζημιώσεως καταλύεται, αν ο ζημιώσας αθωωθεί για την ταυτιζόμενη με το ποινικό αδίκημα αδικοπρακτική συμπεριφορά. Σε κάθε περίπτωση πάντως εφόσον ήθελε να γίνει δεκτή η “δέσμευση” του πολιτικού δικαστηρίου να οδηγηθεί σε αποδεικτικό πόρισμα “συμβατό με την αθωωτική απόφαση”, και, επομένως, “να αποκλείσει την αστική αδικοπρακτική ευθύνη του αμετακλήτως αθωωθέντος κατηγορουμένου”, διότι διαφορετικά “η κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του δημιουργεί αμφιβολίες και υπόνοιες ως προς την αθώωσή του, ως κατηγορουμένου και την αποδυναμώνει, κατά τρόπο αντίθετο προς τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα”, δεν έχει, κατ’ αποτέλεσμα, καμιά διαφοροποίηση από το δεδικασμένο, καθ’ όσον, άπαξ και ο κατηγορούμενος αθωωθεί αμετάκλητα στην ποινική δίκη, το πολιτικό δικαστήριο, όταν καλείται να αποφανθεί για το ίδιο ακριβώς βιοτικό συμβάν, δεσμεύεται από την κρίση αυτή και είναι υποχρεωμένο να απορρίψει την εναντίον του αγωγή αποζημιώσεως, χωρίς να έχει την ευχέρεια να επανεξετάσει την υπόθεση, όπως ακριβώς θα έπραττε και υπό προϋποθέσεις δεδικασμένου. Ωστόσο, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η απαλλαγή, δηλαδή, από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξιώσεως για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται, βάσει της αρχής ne bis in idem [Ε.Δ.Δ.Α. Diacenco κατά Ρουμανίας της 7.2.2012 (αριθμ. προσφυγής 124/2004)]. Άλλωστε, όπως δέχεται και το Ε.Δ.Δ.Α., δεν μπορούν να αποκλειστούν οι αξιώσεις αστικής αποζημιώσεως των ζημιωθέντων, που προκύπτουν από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, με βάση όμως “ένα λιγότερο αυστηρό βάρος αποδείξεως” (βλ. ιδίως Ε.Δ.Δ.Α. Erkol κατά Τουρκίας της 19.4.2011 (αριθμ. προσφυγής 50172/06), Ε.Δ.Δ.Α. Diacenco κατά Ρουμανίας, Ε.Δ.Δ.Α. Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 12.7.2013 (αριθμ. προσφυγής 25424/2009), Ε.Δ.Δ.Α. Alkasi κατά Τουρκίας της 18.10.2016 (αριθμ. προσφυγής 21107/2007), Ε.Δ.Δ.Α. Urat κατά Τουρκίας της 27.11.2018 (αριθμ. προσφυγών 53561/09 και 13952/11), Ε.Δ.Δ.Α. Ringvold κατά Νορβηγίας της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής 34964/97), Ε.Δ.Δ.Α. Fleschner κατά Γερμανίας της 3.10.2019 (αριθμ. προσφυγής 61985/2012), Ε.Δ.Δ.Α. Υ. κατά Noρβnγίας της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής 56568/00). Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή παραβιάζει το κατοχυρωμένο στην Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 6 παρ. 1 και άρθρο 13), το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (άρθρο 47) και το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και προσβάσεως στο δικαστήριο, συνιστώντας αυθαίρετο και δυσανάλογο περιορισμό του σχετικού δικαιώματος του παθόντος (Ε.Δ.Δ.Α. Diacenco κατά Ρουμανίας, Ε.Δ.Δ.Α. Υ. κατά Noρβnγίας της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής 56568/00) και αποδίδει στο πρόσωπο που τέλεσε την αδικοπραξία ένα αθέμιτο όφελος, καθώς θα απέκλειε κάθε ευθύνη του, παρά το ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την αδικοπραξία, η προηγούμενη ποινική βεβαίωση της ενοχής του κατηγορουμένου. Σε περιπτώσεις, μάλιστα, που ο ζημιωθείς δεν παρέστη στο ποινικό δικαστήριο για λόγους που δεν αφορούν τον ίδιο (π.χ. επί μη νόμιμης κλητεύσεως), η δικαστική του ακρόαση παραγκωνίζεται, με συνέπεια και στην περίπτωση αυτή να αποδίδεται στο πρόσωπο που τέλεσε την αδικοπραξία ένα αθέμιτο όφελος. Το τεκμήριο αθωότητας, όμως, σημαίνει ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την αθώωση του κατηγορουμένου, ούτε επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αθωωτική απόφαση για να αντλήσει από αυτήν επιχειρήματα για την ενοχή του (κατηγορουμένου). Οι παραδοχές και η εν γένει συλλογιστική της πολιτικής αποφάσεως, τόσο στο αιτιολογικό – σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, αφού και τα δύο αυτά στοιχεία έχουν το ίδιο δεσμευτικό αποτέλεσμα, δεν πρέπει να θέτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ιδίως με την επίκληση ότι: α) η αθωότητα του κατηγορουμένου είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του δικαστηρίου για την αθωότητά του, β) η απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία και όχι ομόφωνα, γ) στηρίχθηκε στη μη απόδειξη του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου), δ) διαφώνησε ο εισαγγελέας της έδρας, ε) κατά της αθωωτικής αποφάσεως ασκήθηκε αναίρεση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία, όμως, απορρίφθηκε για δικονομικούς – τυπικούς λόγους, κ.ά. (Ε.Δ.Δ.Α. Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας της 27.9.2007 (αριθμ. προσφυγής 35522/04), Ε.Δ.Δ.Α. Παραπονιάρης κατά Ελλάδας της 25.9.2008 (αριθμ. προσφυγής 42132/06), Ε.Δ.Δ.Α. Erkol κατά Τουρκίας της 19.4.2011 (αριθμ. προσφυγής 50172/06), Ε.Δ.Δ.Α. Hrdalo κατά Κροατίας της 27.9.2011 (αριθμ. προσφυγής 23272/07), Ε.Δ.Δ.Α. Diacenco κατά Ρουμανίας, Ε.Δ.Δ.Α. Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Ε.Δ.Δ.Α. Alkasi κατά Τουρκίας, Ε.Δ.Δ.Α. Urat κατά Τουρκίας). Το πολιτικό δικαστήριο, το μεν δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αναγράφοντας στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του ότι αυτό έσφαλε ως προς την κρίση του ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, το δε δεν εξετάζει την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, ούτε τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη το ποινικό δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του, πολύ δε περισσότερο διότι ο εναγόμενος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δικάζεται δις για την ίδια πράξη. Το πολιτικό, δηλαδή, δικαστήριο πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, διαλαμβάνοντας δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα, με αναφορά ότι αυτός έχει διαπράξει τα αδικήματα, κατά τον τρόπο που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και για τα οποία έχει αθωωθεί ή έχει παύσει γι’ αυτόν η ποινική δίωξη, προσέτι δε λέξεις και εκφράσεις, ιδίως σε περιπτώσεις, που ορισμένοι όροι δεν έχουν αποκλειστικά ποινικό χαρακτήρα, πρέπει να χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ενώ η τυχόν διενέργεια προσθέτων αποδείξεων, δηλαδή, η εκτίμηση από το πολιτικό δικαστήριο και νέων αποδείξεων, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου, καθιστά το διαφορετικό αποτέλεσμα, στο οποίο αυτό (πολιτικό δικαστήριο) καταλήγει, περισσότερο δικαιολογημένο (ως άνω Ε.Δ.Δ.Α. Fleschner κατά Γερμανίας). Τελικώς, η παραβίαση του ως άνω τεκμηρίου θα πρέπει να κρίνεται πάντα in concreto, εν όψει των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως και του τρόπου διατυπώσεως των αιτιολογιών, που θέτουν ενδεχομένως σε αμφιβολία το διατακτικό της αθωωτικής αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου και υφίσταται, εντεύθεν, θέμα παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον την προκειμένη αναιρετική δίκη μέρος, τα ακόλουθα: “Δυνάμει του από 17.11.2006 ιδιωτικού συμφωνητικού … οι διάδικοι σύστησαν μεταξύ τους ομόρρυθμη εταιρεία … Σκοπός της εταιρείας ήταν η μελέτη, κατασκευή και επίβλεψη ιδιωτικών τεχνικών έργων και η κατασκευή και επίβλεψη δημόσιων τεχνικών έργων… Διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας ορίστηκε ο εφεσίβλητος (και ήδη αναιρεσίβλητος) Α. Α.. Ο τελευταίος είχε το δικαίωμα να συναλλάσσεται με τρίτους και να δεσμεύει την εταιρεία, αναλαμβάνοντας υποχρεώσεις γι’ αυτήν μόνο με την υπογραφή του υπό την εταιρική επωνυμία, ενώ για την περίπτωση δανεισμού της εταιρείας για ποσό άνω των 10.000 ευρώ, ορίστηκε ότι για την έγκυρη συνομολόγηση της σχετικής σύμβασης θα απαιτούνταν οι υπογραφές και των δύο εταίρων. Στα πλαίσια της λειτουργίας της εταιρείας αναλήφθηκαν από αυτήν δύο συμβάσεις εκτέλεσης δημόσιων έργων με το Δήμο …, και συγκεκριμένα στις 13-3-2007 αναλήφθηκε το έργο “επέκταση πλατείας δ.δ. … Δήμου …”, προϋπολογισμού ύψους 56.399,36 ευρώ, και στις 29- 3-2007 το έργο “κατασκευή δημοτικού καταστήματος …”, προϋπολογισμού ύψους 111.278,93 ευρώ, με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που αναγράφονταν στις σχετικές συμβάσεις έργου. Από το Μάιο του έτους 2007 άρχισαν να υπάρχουν προβλήματα και διαφωνίες στις σχέσεις των δύο εταίρων, οι οποίες συνεχίστηκαν τους επόμενους μήνες και τελικά ο εκκαλών (και ήδη αναιρεσείων) στις 24-3- 2008 κοινοποίησε στον εφεσίβλητο τη με την ίδια ως άνω ημερομηνία καταγγελία της μεταξύ τους εταιρείας. Στην καταγγελία αυτή ο εκκαλών ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι: “Από την αρχή της σύστασης της εταιρείας αρνείστε επιμόνως να με ενημερώσετε και να αποδώσετε λογαριασμούς σε εμένα των πάσης φύσεως εσόδων – εξόδων, διαχειριστικών πράξεων, επίδειξη τιμολογίων και για οποιαδήποτε ακόμη ενέργεια σας, η οποία υπάγεται στη σφαίρα των διαχειριστικών πράξεων της εταιρείας μας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η εταιρεία να περιέλθει σε αδιέξοδο, αφού εσείς ως διαχειριστής της εταιρείας και άρα και ταμίας αυτής, δεν με ενημερώσατε για τις οικονομικές υποχρεώσεις της εταιρείας μας. Με την αντισυμβατική σας αυτή συμπεριφορά φθάσαμε στο σημείο να έχουμε οφειλές στη Δ.Ο.Υ. Αιγίου, στο ΙΚΑ Αιγίου, σε εργολάβους και άλλους που δεν γνωρίζω. Επιπρόσθετα, εξαιτίας της αντισυμβατικής σας συμπεριφοράς εγώ προσωπικά αδυνατώ να υποβάλλω εμπρόθεσμα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Αιγίου τη φορολογική μου δήλωση και αυτό διότι αρνείστε να μου προσκομίσετε τα απαραίτητα έγγραφα προς τούτο”. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί του εκκαλούντος αποδείχθηκε ότι ήσαν ψευδείς. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι μέχρι το Σεπτέμβριο του 2007 όλα τα εμπορικά βιβλία της εταιρείας τηρούσε ο πατέρας του εκκαλούντος, ο οποίος είχε τις απαιτούμενες λογιστικές γνώσεις, ως πτυχιούχος ανωτάτης εμπορικής σχολής. Στα τηρούμενα αυτά βιβλία καταχωρούνταν όλες οι συναλλαγές του εφεσίβλητου ως διαχειριστή της εταιρείας με διαφόρους τρίτους, δηλαδή οι χρεώσεις και πιστώσεις της εταιρείας, τα τιμολόγια αυτής, διάφορες αποδείξεις πληρωμής που λάμβανε ο ενάγων, τα οποία χορηγούσε στον πατέρα του εκκαλούντος για την καταχώρισή τους. Επομένως, κατά το χρονικό αυτό διάστημα των 10 μηνών περίπου, ο εκκαλών λάμβανε γνώση και ήταν πλήρως ενήμερος για όλες τις ενέργειες στις οποίες είχε προβεί ο εφεσίβλητος ως διαχειριστής της εταιρείας, ιδίως στα πλαίσια εκτέλεσης των δύο πιο πάνω αναληφθέντων δημοσίων έργων. Όμως και μετά την 1- 9-2007, οπότε ο εφεσίβλητος ανέθεσε την τήρηση των βιβλίων της εταιρείας σε λογιστή της επιλογής του, έστω και αν ο εκκαλών δεν γνώριζε τα στοιχεία αυτού, δεν αποδείχθηκε ότι αυτός δεν είχε καμιά ενημέρωση για την πορεία της εταιρείας. Τούτο διότι από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών από τον Σεπτέμβριο του 2007 μέχρι τις 24-3-2008 διαμαρτυρήθηκε εγγράφως προς τον εφεσίβλητο για τη μη ενημέρωσή του σε σχέση με την πορεία της εταιρείας. … Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εταιρεία των διαδίκων, από το χρόνο σύστασης της μέχρι την καταγγελία της, είχε μεμονωμένες οφειλές, οι οποίες μάλιστα δεν μπορούν να αποδοθούν σε κακή διαχείριση του εφεσίβλητου. Ειδικότερα, ο Δήμος … καθυστερούσε να εξοφλήσει τις οφειλές του προς την εταιρεία … Λόγω των καθυστερήσεων αυτών δεν κατέστη δυνατό να πληρωθεί μια φορά ο οφειλόμενος Φ.Π.Α., τον οποίο μεταγενέστερα εξόφλησε με διακανονισμό ο εφεσίβλητος, ενώ και οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές προς το ΙΚΑ εξοφλούνταν όταν καταβάλλονταν στην εταιρεία τα οφειλόμενα σε αυτή χρηματικά ποσά … Επίσης, η … οφειλή προς το ΙΚΑ ύφους 3.651 ευρώ … διαγράφηκε κατόπιν ενεργειών και των δύο διαδίκων … Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι μια οφειλή προς τον Π. Μ., ποσού 1.140 ευρώ, … τακτοποιήθηκε άμεσα από τον εφεσίβλητο, χωρίς μάλιστα να ζημιωθεί η εταιρεία … Εξάλλου, και από τη με ημερομηνία 6-6-2011 επιστολή των εκκαθαριστών της εταιρείας … αποδεικνύεται ότι κατά την εκκαθάριση βρέθηκαν ελάχιστες οφειλές της εταιρείας προς τρίτους … Τέλος, τα όσα ισχυρίστηκε ο εκκαλών, ότι αδυνατεί να υποβάλλει εμπρόθεσμα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Αιγίου τη φορολογική του δήλωση, διότι αρνείται ο εφεσίβλητος να του προσκομίσει τα απαραίτητα έγγραφα προς τούτο, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκαν. Επομένως, τα παραπάνω αναγραφόμενα από τον εκκαλούντα στην από 24-3-2008 έγγραφη καταγγελία της εταιρείας … ήσαν ψευδή και ο ίδιος γνώριζε το ψεύδος αυτών. Ειδικότερα, ο εκκαλών γνώριζε ότι μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2007 είχε άμεση πρόσβαση σε όλες τις συναλλαγές της εταιρείας και σε όλες τις ενέργειες στις οποίες είχε προβεί ο εφεσίβλητος ως διαχειριστής αυτής, ότι και κατά τους επόμενους μήνες ουδέποτε αποξενώθηκε από την εταιρεία σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να μην γνωρίζει τίποτε για την οικονομική της πορεία, ότι οι μεμονωμένες οφειλές που δημιουργούνταν προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ., το Ι.Κ.Α. ή τρίτα πρόσωπα δεν οφείλονταν σε κακή διαχείριση του εκκαλούντος, αλλά στις καθυστερήσεις είσπραξης των οφειλόμενων αμοιβών από το Δήμο …, γεγονός σύνηθες στις οικονομικές συναλλαγές, καθώς και ότι ο εφεσίβλητος δεν προέβη σε καμία ενέργεια, εκ της οποίας το αποτέλεσμα ήταν να μην μπορεί ο ίδιος να υποβάλει φορολογική δήλωση. Σκοπός δε του εκκαλούντος ήταν με τα ανωτέρω ψευδή περιστατικά που συμπεριέλαβε στην ως άνω καταγγελία, να επιρρίψει τις ευθύνες για τη λύση της εταιρείας αποκλειστικά στον εφεσίβλητο, εμφανίζοντας αυτόν ως κακό διαχειριστή, αδιαφορώντας για τις όποιες δυσμενείς συνέπειες θα είχε η λύση της εταιρείας τη δεδομένη στιγμή, για την ίδια την εταιρεία, για τον εφεσίβλητο ως διαχειριστή αυτής, καθώς και για τον αντίκτυπο των αναγραφομένων στην καταγγελία, για την προσωπική και επαγγελματική εικόνα αυτού (εφεσίβλητου). Τα ανωτέρω ψευδή περιστατικά, που περιέλαβε εν γνώσει του ο εκκαλών στην από 24-3-2008 καταγγελία περιήλθαν σε γνώση ευρύτερου αριθμού προσώπων, στα οποία κοινοποιήθηκε η καταγγελία αυτή, δηλαδή σε υπαλλήλους της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Αιγίου, της Δ.Ο.Υ. Αιγίου και του Δήμου … και ήταν πρόσφορα να επιφέρουν και πράγματι επέφεραν προσβολή της προσωπικότητας του εφεσίβλητου, στις εκφάνσεις της τιμής και της υπόληψής του, αφού με την καταγγελία αυτή παρουσιάστηκε ως αναξιόπιστος και αφερέγγυος εργολάβος δημοσίων έργων, γεγονός που είχε αρνητικό αντίκτυπο στην επαγγελματική του δραστηριότητα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με την υπ’ αριθ. 197/2014 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου ο εκκαλών κρίθηκε αθώος της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος του εφεσίβλητου, με το σκεπτικό ότι “δεν προέκυψε πρόθεση του κατηγορούμενου να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντος, απλώς ο κατηγορούμενος, λόγω των πολύ κακών σχέσεων που είχε με το συνεταίρο του, πολιτικώς ενάγοντα, και της ελλιπούς πληροφόρησης ως προς τις οικονομικές εκκρεμότητες της εταιρείας τους, προέβη στην ως άνω ενέργεια με αποκλειστικό σκοπό να λύσει το ταχύτερο δυνατό την εταιρεία, τακτοποιώντας ταυτόχρονα και τις εκκρεμότητες που υφίσταντο κατά τον επίδικο χρόνο”. Το γεγονός όμως αυτό ουδεμία επιρροή ασκεί στην προκειμένη δίκη, προεχόντως διότι, κατ’ άρθρο 321 Κ.Πολ.Δικ., στην πολιτική δίκη δεν παράγεται δεδικασμένο από απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών με την ανωτέρω περιγραφόμενη συμπεριφορά του, πράγματι προσέβαλε παράνομα την προσωπικότητα του εφεσίβλητου στις εκφάνσεις της τιμής και της υπόληψής του, τελώντας σε βάρος του το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, που συνιστά και αδικοπραξία κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 Α.Κ., ο τελευταίος (εφεσίβλητος) δικαιούται να λάβει χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη”. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που είχε αποφανθεί ομοίως και είχε επιδικάσει υπέρ του αναιρεσιβλήτου ποσό 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη αυτός από την συκοφαντική δυσφήμηση του αναιρεσείοντος. Ήδη, ο αναιρεσείων με τον δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ. ισχυρίζεται ότι για το ποινικό αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, που ταυτίζεται απόλυτα κατά τα πραγματικά περιστατικά του με το αστικό αδίκημα, επί του οποίου θεμελιώθηκε η ευθύνη του για την καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως στον αναιρεσίβλητο, κηρύχθηκε αμετάκλητα αθώος, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 197/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου. Ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν εναρμόνισε τις πραγματικές παραδοχές της με τις (αθωωτικές) παραδοχές της ποινικής αποφάσεως, αποκλείοντας, ως εκ τούτου, την αστική του ευθύνη, αλλά αντίθετα έκανε δεκτή την αγωγή, δεχόμενη την αστική του ευθύνη, με αποτέλεσμα να παραβιάσει ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, συνακολούθως δε η προσβαλλομένη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προεκτεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, παραβιάζοντας το υπέρ αυτού τεκμήριο αθωότητας. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ο λόγος αυτός της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος, διότι το Εφετείο, μη εναρμονίζοντας τις πραγματικές παραδοχές του με τις παραδοχές της αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, δεν παραβίασε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αφού ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, που εξετάζει το ίδιο βιοτικό συμβάν, κωλύεται να καταλήξει – μετά από αποδείξεις και αιτιολογημένα – σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί την ποινική αθώωση και να την θέσει ως βάση στην απόφασή του. Και ναι μεν το πολιτικό δικαστήριο έχει υποχρέωση συνεκτιμήσεως των αθωωτικών αποφάσεων χάριν σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας, όμως, η υποχρέωση συνεκτιμήσεως δεν ισοδυναμεί σε καμία περίπτωση με δέσμευση του πολιτικού δικαστή από την αθωωτική ποινική απόφαση, καθ’ όσον ειδικότερα από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε την ως άνω αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ερμηνεία της ως προς τους λόγους απαλλαγής του εναγομένου – τότε κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, ούτε αποφάνθηκε άμεσα ή έμμεσα για την ποινική ενοχή του, ώστε να ανακύπτει ζήτημα αμφισβητήσεως του εκ της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως παραγομένου τεκμηρίου αθωότητας του ήδη αναιρεσείοντος για την πράξη για την οποία κατηγορήθηκε και αθωώθηκε, ενώ, εξ άλλου, η περιεχόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση δήλωση ότι “τα ανωτέρω ψευδή περιστατικά, που περιέλαβε εν γνώσει του ο εκκαλών στην από 24.3.2008 καταγγελία περιήλθαν σε γνώση ευρύτερου αριθμού προσώπων……. και ήταν πρόσφορα να επιφέρουν και επέφεραν πράγματι προσβολή της προσωπικότητας του εφεσιβλήτου, στις εκφάνσεις της τιμής και της υπόληψής του….”, δεν αποτελεί δήλωση σχετικά με την ποινική ενοχή του εναγομένου – τότε κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, εφόσον, από το σύνολο των προεκτεθεισών αιτιολογιών της προσβαλλομένης αποφάσεως καθίσταται σαφές ότι το Εφετείο, το μεν αξιολόγησε μόνον τα στοιχεία της σχετικής ποινικής διατάξεως, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση τόσο της ποινικής, όσο και της αστικής ευθύνης, το δε περιορίστηκε ρητώς μόνον σ’ αυτά, χωρίς να διαλάβει δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Fleschner κατά Γερμανίας). Ένα μέλος του Δικαστηρίου, και συγκεκριμένα ο αρεοπαγίτης Γεώργιος Αποστολάκης είχε τη γνώμη ότι, και αν ακόμη το δικαστήριο της ουσίας με τη φρασεολογία και τη γλώσσα που χρησιμοποίησε στο σκεπτικό του αναφορικά με την αθώωση του εναγομένου, δημιούργησε αμφιβολίες για την αθώωσή του, παραβιάζοντας έτσι το απορρέον από το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητας, η παραβίαση αυτή, προβαλλόμενη από τον εναγόμενο ως λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστά αλυσιτελή και ως εκ τούτου απαράδεκτο λόγο αναιρέσεως, αφού η επικαλούμενη πλημμέλεια δεν επιδρά κατά νόμο στο διατακτικό της απόφασης που έκανε δεκτή την κατά του αθωωθέντος αγωγή αποζημιώσεως. Συγκεκριμένα, όπως πάγια γίνεται δεκτό, για να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει το σφάλμα να επέδρασε στο διατακτικό της, αλλιώς ο Άρειος Πάγος θα περιορισθεί στην αντικατάσταση της εσφαλμένης αιτιολογίας (άρθρο 578 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, ο λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται αν ο κανόνας δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή (ολομ. ΑΠ 36/1988). Επί παραδοχής, όμως, αγωγής αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας ο κρίσιμος κανόνας δικαίου, που εφαρμόσθηκε και λόγω πληρώσεως του πραγματικού του δικαιολόγησε το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι αυτός του άρθρου 914 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 297-299 ΑΚ και όχι το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Η παραβίαση του τελευταίου από το δικαστήριο της ουσίας με την αμφισβήτηση της αθωώσεως του εναγομένου (μέσω της φρασεολογίας και της γλώσσας της απόφασής του) δεν επηρέασε το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο στηρίχθηκε μόνον στην εφαρμογή των ως άνω διατάξεων (914, 297-299 ΑΚ), στο πραγματικό των οποίων δεν περιλαμβάνεται η (παραβιασθείσα) διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ. Σε μία τέτοια περίπτωση, ο Άρειος Πάγος θα έπρεπε διαπιστώνοντας την αμφισβήτηση της αθωώσεως του εναγομένου, να περιορισθεί στην αντικατάσταση της εσφαλμένης αιτιολογίας κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος της ένδικης από 2.3.2017 αιτήσεως για αναίρεση της 34/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, ο οποίος παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 8/2019 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, πρέπει να απορριφθεί. Ακολούθως πρέπει να αναπεμφθεί η αίτηση προς περαιτέρω διερεύνηση των λοιπών λόγων της στο Α2 Πολιτικό Τμήμα, για τους οποίους το Τμήμα επιφυλάχθηκε (άρθρο 580 παρ. 5 του Κ.Πολ.Δικ.), αλλά και για να αποφανθεί για το σύνολο της δικαστικής δαπάνης της αναιρετικής δίκης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τον δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της ένδικης από 2.3.2017 αιτήσεως για αναίρεση της 34/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, ο οποίος παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 8/2019 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου
Αναπέμπει την υπόθεση στο Α2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου προς έρευνα των λοιπών λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιουνίου 2020.