Λοΐζου κατά Ελλάδας της 18.03.2021 (αρ. προσφ.17789/16): Η κατάσταση αβεβαιότητας για τους λόγους κράτησης και η καθυστερημένη απονομή δικαιοσύνης για τη νομιμότητα κράτησης παραβίασαν την ΕΣΔΑ. Καταδίκη της Ελλάδας

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Διακοπή προσωρινής κράτησης κρατουμένου για να εκτίσει ποινή κατόπιν καταδικαστικής απόφασης ερήμην του. Κατάσταση αβεβαιότητας για τους λόγους κράτησης στις φυλακές. Ταχεία δικαστική διεκπεραίωση υποθέσεων που έχουν σχέση με τη νομιμότητα κράτησης.

Σύμπτωση μεταξύ της περιόδου προσωρινής κράτησης και εκτέλεσης ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε για αδίκημα διαφορετικό από αυτό της προσωρινής κράτησης. Η περίοδος εκτέλεσης της ποινής δεν υπολογίζεται ως περίοδος προσωρινής κράτησης, εκτός κι αν μετατρέπεται η ποινή φυλάκισης σε χρηματική και ο Εισαγγελέας υποχρεούται να ζητήσει από τον κρατούμενο γραπτή δήλωση σχετικά με την πρόθεσή του να την εξαγοράσει.

Εν προκειμένω, δεν κοινοποιήθηκε έγκαιρα στον προσφεύγοντα η καταδικαστική απόφαση, ούτε κλήθηκε από τον Εισαγγελέα να εξαγοράσει την ποινή. Όταν έλαβε γνώση της καταδικαστικής απόφασης, άσκησε αμέσως έφεση, η οποία έγινε δεκτή από το εθνικό δικαστήριο, το οποίο έπαυσε την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.

Ο προσφεύγων, επικαλούμενος το δικαίωμά του στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια και το δικαίωμά του σε ταχεία έκδοση απόφασης σχετικά με τη νομιμότητα της κράτησής του, παραπονέθηκε για το γεγονός ότι κρατούνταν υπό προσωρινή κράτηση για τους πρώτους έξι μήνες χωρίς δικαστική απόφαση. Παραπονέθηκε επίσης ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν είχε εκδώσει ταχέως απόφαση σχετικά με το ζήτημα της νομιμότητας της κράτησής του.

Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω εκτιμήσεις και τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, το ΕΔΔΑ θεώρησε ότι μεταξύ 30.03.2015 (ημερομηνία λήξης της εξάμηνης περιόδου που προβλέπεται από το άρθρο 287 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) και 16.09.2015, η κράτηση του προσφεύγοντος δεν είχε σαφή νομική βάση στο εθνικό δίκαιο. Αυτή η κατάσταση έθεσε τον προσφεύγοντα σε κατάσταση αβεβαιότητας ως προς τη νομική βάση και τους λόγους της κράτησής του. Το ΕΔΔΑ θεώρησε ότι οι δικαστικές αρχές δεν προσέφεραν στον προσφεύγοντα επαρκή προστασία έναντι της αυθαιρεσίας, η οποία αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της νομιμότητας της κράτησης κατά την έννοια του άρθρου 5 § 1 (γ). Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 5 § 1 (δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια) της ΕΣΔΑ.Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών (4 μήνες και 8 ημέρες) δεν πληρούσε την απαίτηση ταχύτητας υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεδομένου ότι η διαδικασία ενώπιόν του δεν ήταν περίπλοκη από νομική ή πραγματική άποψη και ετίθετο μόνο ένα ερώτημα αν η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος  είχε διακοπεί ή όχι. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 4 (δικαίωμα σε ταχεία απόφαση σχετικά με τη νομιμότητα της κράτησής) της ΕΣΔΑ.Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη και τα δικαστικά έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 5 §§ 1, 4

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Ανδρέας Λοΐζου, είναι Κύπριος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1966. Κρατούνταν στις φυλακές Διαβατών κατά την υποβολή της προσφυγής στο ΕΔΔΑ. Η υπόθεση αφορούσε τη νομιμότητα της παράτασης της προσωρινής κράτησης του προσφεύγοντος, η οποία είχε διακοπεί για να μπορέσει να εκτίσει ποινή φυλάκισης για άλλα αδικήματα και την καθυστέρηση εκδίκασης του ενδίκου μέσου του προσφεύγοντος.

Ο προσφεύγων συνελήφθη στις 30 Σεπτεμβρίου 2014 και μεταφέρθηκε στη Διεύθυνση Αλλοδαπών της Γενικής Διεύθυνσης Αστυνομίας Θεσσαλονίκης ως ύποπτος για διάπραξη πολλών αδικημάτων, ιδίως για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης και διευκόλυνση παράνομης μεταφοράς μεταναστών. Του επιβλήθηκε προσωρινή κράτηση.

Στις 12 Δεκεμβρίου 2014, η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος διακόπηκε για να εκτίσει ποινή 18 μηνών στην οποία είχε καταδικαστεί ερήμην στις 10 Μαρτίου 2011 από το Ποινικό Δικαστήριο του Πειραιά.

Στην πραγματικότητα, στις 10 Μαρτίου 2011, το Ποινικό Δικαστήριο του Πειραιά τον καταδίκασε ερήμην σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών, η οποία είχε μετατραπεί σε χρηματική ποινή επί 10 ευρώ την ημέρα.

Ο προσφεύγων ισχυρίσθηκε ότι η απόφαση αυτή δεν του κοινοποιήθηκε εγκαίρως και ότι έλαβε γνώση ότι εκτίει ποινή βάσει αυτής της απόφασης και όχι ως προσωρινά κρατούμενος, στις 4 Φεβρουαρίου 2015, όταν ζήτησε και έλαβε πιστοποιητικό κράτησης από τη φυλακή Διαβατών. Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι ο προσφεύγων έλαβε γνώση της απόφασης στις 3 Δεκεμβρίου 2014, όταν η Εισαγγελία του Πειραιά την έστειλε με φαξ στο αστυνομικό τμήμα του Αγίου Αθανασίου όπου κρατούνταν ο προσφεύγων. Ως απόδειξη αυτού, η κυβέρνηση επικαλέστηκε το γεγονός ότι ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής στις 4 Δεκεμβρίου 2014.Στις 27 Ιανουαρίου 2015 ο προσφεύγων μεταφέρθηκε στη φυλακή Διαβατών. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι τοποθετήθηκε σε κελί 20 μ² με άλλους 9 κρατούμενους. Ισχυρίστηκε επίσης ότι το κελί δεν θερμαίνονταν επαρκώς και ότι δεν είχε λάβει, μέχρι την ημερομηνία παραπομπής στο Δικαστήριο, οποιαδήποτε απάντηση στο αίτημά του, που υποβλήθηκε τον Ιούλιο του 2015, για εξέταση της ποινής του.Στις 5 Μαΐου 2015, ο προσφεύγων αποφυλακίστηκε με  απόφαση του Ποινικού Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 2011, επειδή το Εφετείο Πειραιώς έκανε δεκτή την έφεσή του κατά της ανωτέρω απόφασης. Με απόφαση της 5ης Μαΐου 2015, το Εφετείο έπαυσε την ποινική δίωξη κατά του προσφεύγοντος λόγω παραγραφής. Είχε προηγουμένως δεχτεί ότι η έφεση του προσφεύγοντος δεν ήταν εκπρόθεσμη, καθώς κατά την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης, ο προσφεύγων τέθηκε υπό κράτηση στη Γενική Διεύθυνση Αστυνομίας στη Θεσσαλονίκη, γεγονός που ήταν γνωστό στις δικαστικές αρχές. Ως αποτέλεσμα, η προθεσμία για την υποβολή ενδίκου μέσου δεν είχε αρχίσει να ισχύει. Ωστόσο, ο προσφεύγων τέθηκε υπό κράτηση σύμφωνα με το προαναφερθέν ένταλμα της 6ης Οκτωβρίου 2014. Στις 8 Μαΐου 2015, ο προσφεύγων άσκησε αντιρρήσεις ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου του Εφετείου Θεσσαλονίκης (άρθρο 287 § 5 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) υποστηρίζοντας ότι η κράτησή του δεν ήταν νόμιμη και απαίτησε την αποφυλάκισή του. Στη συνέχεια, υποστήριξε ότι δεν εξέτιε την προαναφερθείσα ποινή φυλάκισης και ότι εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό προσωρινή κράτηση σύμφωνα με το ένταλμα της 6ης Οκτωβρίου 2014. Όσον αφορά την προσωρινή κράτηση, υποστήριξε ότι περισσότεροι από επτά μήνες είχαν περάσει χωρίς να έχει διαταχθεί η παράταση της κράτησής του. Ως εκ τούτου, υποστήριξε, η κράτησή του δεν ήταν νόμιμη. Βασιζόμενος στο άρθρο 5 §§ 1 και 4 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια / δικαίωμα σε ταχεία έκδοση απόφασης σχετικά με τη νομιμότητα της κράτησής του) της Σύμβασης, ο προσφεύγων παραπονέθηκε για το γεγονός ότι κρατούνταν υπό προσωρινή κράτηση για τους πρώτους 6 μήνες χωρίς δικαστική απόφαση. Παραπονέθηκε επίσης ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν είχε εκδώσει ταχέως απόφαση σχετικά με την κράτησή του.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 5 § 1

Το Δικαστήριο επισήμανε, ότι, σύμφωνα με τη σχετική εσωτερική νομοθεσία, σε περίπτωση σύμπτωσης μεταξύ της περιόδου της προσωρινής κράτησης και της εκτέλεσης ποινής που επιβλήθηκε για αδίκημα διαφορετικό από αυτό για το οποίο διετάχθη η προσωρινή κράτηση, η περίοδος εκτέλεσης της ποινής δεν υπολογίζεται ως περίοδος προσωρινής κράτησης. Η μόνη εξαίρεση από αυτήν την αρχή είναι η περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 3 § 10 του Ν. 2408/1996. Σε αυτήν την περίπτωση, όταν πρόκειται για ταυτόχρονη εκτέλεση ποινής φυλάκισης που μετατρέπεται σε χρηματική ποινή και προσωρινής κράτησης, ο εισαγγελέας που είναι επιφορτισμένος με την εκτέλεση πρέπει να ζητήσει από τον κρατούμενο γραπτή δήλωση σχετικά με την πρόθεσή του να πληρώσει το ποσό που προκύπτει από τη μετατροπή της ποινής φυλάκισης. Εάν ο τελευταίος δηλώσει ότι δεν θα καταβάλει το ποσό της χρηματικής ποινής, η προσωρινή κράτηση διακόπτεται και ο κρατούμενος θεωρείται ότι εκτίει την ποινή φυλάκισης. Από την άλλη πλευρά, η προσωρινή κράτηση δεν διακόπτεται εάν ο κρατούμενος δηλώσει ότι επιθυμεί να πληρώσει το απαιτούμενο ποσό.

Επομένως, είναι προφανές ότι η συνεκτίμηση της εκτέλεσης ποινής φυλάκισης για τον υπολογισμό της διάρκειας της προσωρινής κράτησης μπορεί να επηρεάσει την πιθανή αποφυλάκιση του κρατουμένου. Αυτό συνέβη με τον προσφεύγοντα, ο οποίος αποφυλακίστηκε στις 5 Μαΐου 2015 αντί στις 8 Ιανουαρίου 2016. Το Δικαστήριο όφειλε επομένως να εξετάσει εάν η διαδικασία που προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο τηρήθηκε στην παρούσα υπόθεση.

Ωστόσο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η καταδικαστική απόφαση της 10ης Μαρτίου 2011, η οποία προέβλεπε τη μετατροπή της ποινής φυλάκισης σε χρηματική, δεν γνωστοποιήθηκε στον προσφεύγοντα έως τις 3 Δεκεμβρίου 2014 όταν βρίσκονταν υπό κράτηση στο αστυνομικό τμήμα Θεσσαλονίκης. Επιπλέον, δεν φαίνεται από τον φάκελο και η Κυβέρνηση δεν το επικαλείται, ότι ο προσφεύγων ενημερώθηκε επίσημα και εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από τις αρχές ότι η περίοδος της προσωρινής του κράτησης είχε διακοπεί, ώστε να ξεκινήσει η εκτέλεση της ποινής φυλάκισης. Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα, έλαβε γνώση της διακοπής στις 4 Φεβρουαρίου 2015, όταν ζήτησε πιστοποιητικό κράτησης από τη φυλακή Διαβατών.

Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο προσφεύγων θα μπορούσε να γνωρίζει σχετικά κατά τις ημερομηνίες φερόμενης γνώσης της καταδίκης ή άσκησης έφεσης, δηλαδή στις 3 ή 4 Δεκεμβρίου 2014 αντίστοιχα, αναφορικά με το αν έπρεπε να δηλώσει την πρόθεσή του να εξαγοράσει την ποινή φυλάκισης ή όχι, όπως προβλέπεται για το άρθρο 3 § 10 του Ν.2408/1996, δεν εμφανίζεται από το φάκελο και ούτε η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι ο εισαγγελέας τον είχε προσκαλέσει να το πράξει, είτε προφορικά είτε γραπτώς.

Όσον αφορά το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι η εξαγορά της ποινής πρέπει να πραγματοποιηθεί αμέσως και σε μία μόνο πληρωμή, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η προθεσμία που είχε στη διάθεσή της ο προσφεύγων ήταν πολύ σύντομη, διότι στις 12 Δεκεμβρίου 2014 η προσωρινή κράτηση είχε ήδη διακοπεί.

Συναφώς, το Δικαστήριο θεωρεί ότι αυτό που πρέπει να καθορίσει την προθυμία του κρατουμένου να συμμορφωθεί με την υποχρέωση εξαγοράς της ποινής φυλάκισης πρέπει να εξαρτάται από τα τρία κριτήρια τα οποία πρέπει να λάβουν υπόψη τα δικαστήρια: την άμεση κοινοποίηση της απόφασης που προβλέπει τη μετατροπή ποινής φυλάκισης σε χρηματική ποινή, τη ρητή δήλωση του κρατούμενου και κατόπιν ρητής πρόσκλησης των αρχών, ότι προτίθεται να καταβάλει το απαιτούμενο ποσό, ώστε να μην διακόψει την εκτέλεση της προσωρινής κράτησης και  την πληρωμή του ποσού εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται εκ των προτέρων.

Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω εκτιμήσεις και τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι μεταξύ 30 Μαρτίου 2015 (ημερομηνία λήξης της εξάμηνης περιόδου που προβλέπεται από το άρθρο 287 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) και 16 Σεπτεμβρίου 2015, η κράτηση του προσφεύγοντος δεν είχε σαφή νομική βάση στο εθνικό δίκαιο για να θεωρηθεί σύμφωνη με το άρθρο 5 § 1 (γ) της Σύμβασης. Αυτή η κατάσταση έθεσε τον προσφεύγοντα σε κατάσταση αβεβαιότητας ως προς τη νομική βάση και τους λόγους της κράτησής του. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι δικαστικές αρχές δεν προσέφεραν στον προσφεύγοντα επαρκή προστασία έναντι της αυθαιρεσίας, η οποία αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της νομιμότητας της κράτησης κατά την έννοια του άρθρου 5 § 1 (γ).

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 1 της Σύμβασης.

Άρθρο 5 § 4

Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο επισήμανε ότι ο προσφεύγων συνέταξε τις αντιρρήσεις του στις 08.05.2015. Οι φυλακές των Διαβατών διαβίβασαν αυτές στον Εισαγγελέα στο Εφετείο Θεσσαλονίκης στις 11.05.2015. Η πρόταση του Εισαγγελέα σχετικά με αυτές τις αντιρρήσεις κατατέθηκε στις 04.09.2015. Η εξέταση των αντιρρήσεων έλαβε χώρα στις 16.09.2015 και η απόφαση ελήφθη την ίδια ημέρα. Το Δικαστήριο σημειώνει συνεπώς ότι η διαδικασία διήρκεσε τέσσερις (4) μήνες και οκτώ ημέρες.

Δεν διαφαίνεται ότι ο προσφεύγων συνέβαλε στη χρονική επιμήκυνση των εν λόγω διαδικασιών. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι η διαδικασία δεν ήταν περίπλοκη από νομική ή πραγματική άποψη: είχε τεθεί ένα μόνο ερώτημα, το ζήτημα αν η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος  είχε διακοπεί ή όχι. Επομένως, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η παρούσα υπόθεση πρέπει να διακριθεί από την προαναφερθείσα υπόθεση Ilnseher.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία ενώπιον του δικαστικού Συμβουλίου των Εφετών δεν πληρούσε την απαίτηση ταχύτητας υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 4 της Σύμβασης ως προς αυτό το ζήτημα.

Δίκαιη ικανοποίηση: Το Δικαστήριο του Στρασβούργου επιδίκασε ποσό 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

Πηγή:https://www.echrcaselaw.com/apofaseis-edda/%ce%b7-%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%ac%cf%83%cf%84%ce%b1%cf%83%ce%b7-%ce%b1%ce%b2%ce%b5%ce%b2%ce%b1%ce%b9%cf%8c%cf%84%ce%b7%cf%84%ce%b1%cf%82-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%bf%cf%85%cf%82-%ce%bb%cf%8c%ce%b3/

 

 

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *