“Κόλλημα”… λόγω εντοπιότητας, Χρήστος Γ. Γοργίλης, Πρωτοδίκης Δ.Δ.

I. Με την διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 3258/2004 (Α΄ 144/29.7.2004) αντικαταστάθηκε το εδάφιο β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 42 του Ν. 1756/1988 (Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.) κατά τρόπο, ώστε η άρση του κωλύματος εντοπιότητας των δικαστικών λειτουργών, συζύγων ή συγγενών μέχρι δευτέρου βαθμού δικηγόρων, να περιορισθεί μόνον στα δικαστήρια Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης. Παρά τους – φαινομενικώς τουλάχιστον – αγαθούς σκοπούς του Έλληνα νομοθέτη (βλ. την από 8.7.2004 Εισηγητική Έκθεση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης προς την Βουλή των Ελλήνων επί του άρθρου 2 του σχεδίου του ανωτέρω νόμου), η εν λόγω διάταξη δημιούργησε και εξακολουθεί να δημιουργεί σε αρκετούς δικαστικούς λειτουργούς διαφόρου φύσεως προβλήματα, τα οποία προφανώς δεν προβλέφθηκαν ή αγνοήθηκαν κατά την θέσπισή της.

II. Έκτοτε, δηλαδή, τα κωλύματα εντοπιότητας αφορούν και τους δικαστές, οι οποίοι υπηρετούν στα δικαστήρια των Πατρών, Λαρίσης, Βόλου, Ηρακλείου, Ρόδου, Χανίων και Ιωαννίνων και, αν και επιθυμούν να υπηρετούν στα δικαστήρια αυτά, συνδέονται, ωστόσο, με τα δεσμά του γάμου ή συγγένεια μέχρι δευτέρου βαθμού, με δικηγόρους των πόλεων, που συμπίπτουν με τις έδρες των δικαστηρίων αυτών και στις οποίες κατοικούν με τις οικογένειές τους. Ασφαλώς το θέμα αφορά συναδέλφους δικαστηρίων μεγάλων επαρχιακών πόλεων, πολλά από τα οποία εξυπηρετούν τις ανάγκες τουλάχιστον δύο νομών, συνολικού πληθυσμού εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων (π.χ. τα Διοικητικά Πρωτοδικεία Ηρακλείου, Πατρών και Ιωαννίνων).

III. Το αίτημα για την κατάργηση της διάταξης του άρθρου 2 του Ν. 3258/2004 δεν αποτελεί απαίτηση για την θέσπιση προνομίου ή ειδικής μεταχείρισης ορισμένων. Αντιθέτως, εκφράζει την βούληση των δικαστών, οι οποίοι υπηρετούν στα περιφερειακά δικαστήρια, για την αποτελεσματικότερη άσκηση των καθηκόντων τους στον τόπο κατοικίας τους, τόσο από την άποψη της εγγύτητας προς τον τόπο της υπηρεσίας τους, όσο και της ενίσχυσης του οικογενειακού θεσμού, καθώς και της αντιμετώπισης πρόσθετων οικονομικών επιβαρύνσεων, δηλαδή των αναγκαίων κατά μήνα εξόδων της (οδικής, θαλάσσιας ή εναέριας) μετακίνησης και διαμονής τους 1. Περαιτέρω, από καθαρώς υπηρεσιακή άποψη, η κατάργηση του κωλύματος πρόκειται να συμβάλει στην αρτιότερη στελέχωση των δικαστηρίων των επαρχιακών πόλεων, ακριβώς λόγω του εύλογου ενδιαφέροντος των εν λόγω δικαστών για την άμεση τοποθέτηση ή μετάθεσή τους στα δικαστήρια αυτά.

IV. Σημειωτέον ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν αφορά μόνον τους δικαστές των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων, δεδομένου ότι, όταν οι ίδιοι προαχθούν στον βαθμό του εφέτη, θα αναγκασθούν να απομακρυνθούν από την εφετειακή περιφέρεια, στα όρια της οποίας υπάγεται και το μέχρι την στιγμή της προαγωγής τους εγγύτερο πρωτοδικείο. Παραδείγματος χάριν, δικαστές που κατοικούν στο Ηράκλειο και, λόγω του επίμαχου κωλύματος εντοπιότητας, υπηρετούν στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Χανίων, προαγόμενοι στον βαθμό του εφέτη αδυνατούν να υπηρετήσουν στο Διοικητικό Εφετείο Χανίων και έτσι αναγκάζονται να υπηρετούν εκτός της Κρήτης μέχρι την – συν Θεώ – συμπλήρωση των ορίων ηλικίας αποχώρησής τους από την υπηρεσία, σε μηνιαία, ως εκ τούτου, βάση θαλασσίως ή εναερίως πλέοντες μέχρι τα 65 ή 67 έτη…

V. Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε υπόνοια μεροληψίας αντιμετωπίζεται θεσμικώς, εκ μέρους μεν των διαδίκων με την δυνατότητα άσκησης αίτησης εξαίρεσης, με πρωτοβουλία δε των δικαστών διά της αποχής αυτών από την άσκηση των καθηκόντων τους σε συγκεκριμένη υπόθεση. Η αποχή, άλλωστε, με την οποία επιλύονται ζητήματα τόσο συνειδήσεως, όσο και ευπρεπείας των δικαστών, επιβάλλεται ανεξαιρέτως σε όλους, ανεξαρτήτως τόπου κατοικίας και τόπου άσκησης των δικαστικών καθηκόντων. Τα ανωτέρω, άλλωστε, ισχύουν μάλλον στο στενό πεδίο των μικρότερων επαρχιακών πόλεων, παρά στο εκ των πραγμάτων χαώδες επαγγελματικό και κοινωνικό εν γένει περιβάλλον των πόλεων Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, για τις οποίες εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι ο Έλληνας νομοθέτης δεν ενδιαφέρεται ούτε για την δυνατότητα δημιουργίας «εξαρτήσεων ή και απλώς υπόνοιάς τους», ούτε για «την αναβάθμιση του κύρους της δικαιοσύνης και την προστασία της προσωπικότητας των δικαστικών λειτουργών» (βλ. την ως άνω Εισηγητική Έκθεση), εκτός και αν μόνον εκεί όλα αυτά θεωρούνται εκ προοιμίου απίθανα να συμβούν ή δεδομένα, αντιστοίχως.

VI. Απορίας άξιο και εντελώς αντιφατικό είναι, εξάλλου, το γεγονός ότι δεν επιδεικνύεται ο ίδιος ζήλος για την διασφάλιση της αμεροληψίας – εφ’ όσον γίνει δεκτό ότι αυτός είναι ο αληθής σκοπός της επίμαχης ρύθμισης – των δικαστών, οι οποίοι γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, μαθήτευσαν, εργάσθηκαν ως νομικοί και εξακολουθούν να διαβιούν με τις οικογένειες και τους συγγενείς τους σε πόλεις, στις οποίες υπηρετούν, αντιμετωπίζοντας (υπό την θεσμική, βεβαίως, έννοια) καθημερινώς δικηγόρους, οι οποίοι υπήρξαν παιδικοί φίλοι, γείτονες, συμμαθητές, συμφοιτητές και, αργότερα, συνάδελφοί τους, ως δικηγόροι της ίδιας πόλης. Αντιθέτως, με την επίμαχη διάταξη αντιμετωπίζονται με την εντονότερη δυνατή καχυποψία όσοι δικαστές είχαν την ευλογία να δημιουργήσουν οικογένεια στις πόλεις, όπου υπηρετούν και, εκ των πραγμάτων, γνωρίζουν ελάχιστο αριθμό συγκεκριμένων προσώπων.

VII. Εξάλλου, η σχετικώς πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση, η οποία αφορά την απελευθέρωση του δικηγορικού επαγγέλματος και την δυνατότητα των δικηγόρων να ασκούν χωρίς περιορισμούς το επάγγελμά τους παντού ανά την Ελληνική Επικράτεια (άρθρο 5 παρ. 2 του Ν. 3919/2011, Α΄ 32/2.3.2011), καθιστά την επίμαχη διάταξη άνευ αντικειμένου, ενώ συνεπάγεται την ανάδειξη της αποχής και της αίτησης εξαίρεσης ως των μοναδικών τρόπων αντιμετώπισης ενδεχόμενων σχετικών προβλημάτων κατά την άσκηση του δικαστικού έργου. Εφ’ όσον, δηλαδή, π.χ. ο γυναικάδελφος δικαστικού λειτουργού εμφανισθεί ενώπιον του δικαστηρίου, στο οποίο υπηρετεί ο τελευταίος και δικαιούται ελευθέρως πλέον να παρασταθεί ο πρώτος, δεν υπάρχουν άλλα θεσμικά (λογικά) μέσα αντιμετώπισης των ως άνω ενδεχόμενων προβλημάτων. Αυτά ακριβώς, λοιπόν, τα μέσα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ούτως ή άλλως, χωρίς να είναι αναγκαία η απομάκρυνση του δικαστικού λειτουργού από τον τόπο κατοικίας του ίδιου και της οικογένειάς του.

VIII. Εάν, τέλος, η θέσπιση των κωλυμάτων εντοπιότητας εξυπηρετεί συντεχνιακά συμφέροντα των δικηγόρων της ελληνικής επαρχίας – ορισμένοι εκ των οποίων, αναφερόμενοι στο ζήτημα, έχουν εκφράσει κατά καιρούς την άποψη ότι η τοπική κοινωνία ενδεχομένως να επιλέγει ως δικηγόρους τους συγγενείς δικαστικών λειτουργών – εκτός του ότι αναφέρεται στα εντελώς άγνωστα παραγωγικά αίτια της εκάστοτε συγκεκριμένης βούλησης των διαδίκων, «καταδικάζει» σε απομάκρυνση δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι, κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, αδυνατούν και δεν πρόκειται να εκδικάσουν καμία σχετική υπόθεση. Ενδεχόμενη δε υπόνοια μεροληψίας εις βάρος των συναδέλφων των μέχρι στιγμής κωλυομένων δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι, αναγκαστικώς, κάποια στιγμή θα εκδικάσουν τις όποιες συγκεκριμένες υποθέσεις, εκφεύγει των φωτεινών ορίων της λογικής επιχειρηματολογίας επί της ρύθμισης των θεσμικών ζητημάτων της Δικαιοσύνης και εντάσσεται στα σκοτεινά πλαίσια της ατέρμονης συνωμοσιολογίας.

IΧ. Σε κάθε περίπτωση, ποινικώς ή πειθαρχικώς κολάσιμες συμπεριφορές ή δεοντολογικώς αποκλίνουσες δραστηριότητες – ελαχίστων ευτυχώς – δικαστικών λειτουργών αντιμετωπίζονται με θεσπισμένες διαδικασίες, τις οποίες τα αρμόδια μέλη του ίδιου του Δικαστικού Σώματος κινούν αμέσως, με στόχο την κάθαρσή του και την συνακόλουθη βελτίωση της, κατά το Σύνταγμα και τους νόμους, λειτουργίας του στον μέγιστο δυνατό βαθμό.

X. Εν κατακλείδι, τα κωλύματα εντοπιότητας πρέπει να καταργηθούν, διότι: α) Αποβάλλουν τον Έλληνα δικαστή από το κοινωνικό περιβάλλον, εντός του οποίου καλείται να κρίνει, β) Αποτελούν επιπρόσθετο εμπόδιο είτε στην δημιουργία οικογένειας είτε στην ομαλή λειτουργία της, ιδιαιτέρως υπό τις παρούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, γ) Θίγουν, συνεπώς, τους θεσμούς της οικογένειας και του γάμου, οι οποίοι τελούν υπό την προστασία του Κράτους (άρθρο 21 παρ. 1 Συντ.), δ) Αντιτίθενται ευθέως προς την συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία συμμετοχής στην κοινωνική ζωή (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.), ε) Αντιστρατεύονται, επομένως, την ανθρώπινη φύση του δικαστή – συζύγου, γονέως κ.λπ., στ) Θέτουν στο περιθώριο τους προαναφερόμενους θεσμούς της αποχής των δικαστών και της αίτησης εξαίρεσής τους, ζ) Εκφράζουν δυσεξήγητη έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι υπηρετούν στα δικαστήρια των επαρχιακών πόλεων, η) Αποτελούν μία επιπλέον αιτία για την αποδυνάμωση των δικαστηρίων της Ελληνικής Περιφέρειας και θ) Εξαναγκάζουν αρκετούς – σε σχέση με τον συνολικό αριθμό τους – δικαστικούς λειτουργούς να μεταναστεύσουν οικογενειακώς στα τρία ως άνω μεγάλα αστικά κέντρα, όπου μόνον εκεί φαίνεται – κατά το γράμμα και το πνεύμα του ισχύοντος νόμου – ότι μπορούν να επιτευχθούν ακωλύτως και ανενοχλήτως οι σκοποί της σύγχρονης ελληνικής Δικαιοσύνης…

ΧI. Στην τραγική για την Πατρίδα μας περίοδο, κατά την οποία έμφαση δίνεται μόνον στους αριθμούς της οικονομίας και όχι στα εκ φύσεως ξεχωριστά άτομα της κοινωνίας και, ως εκ τούτου, καμία συζήτηση δεν γίνεται για το μέγα εθνικό ζήτημα του δημογραφικού προβλήματος, αλλά και το κοινωνικό ζήτημα της λειτουργίας της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας – θεμελίου, κατά το Σύνταγμα, της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους – δεν είναι δυνατόν, μέσω συγκεκριμένων νομοθετικών ρυθμίσεων, να υιοθετείται ως δόγμα η ταύτιση του άγαμου, άτεκνου, άφιλου και ακοινώνητου ανθρώπου με τον ανεξάρτητο, ακέραιο, αμερόληπτο και αδέκαστο δικαστή.

Αφού, λοιπόν, δεν είναι αυτό το όνειρό μας για την Δικαιοσύνη και τους προεξάρχοντες λειτουργούς της, ας διενεργηθούν τα δέοντα εκ μέρους των αρμοδίων οργάνων της Πολιτείας2 για την αποδέσμευση των δικαστών, οι οποίοι παραμένουν εκτός ή, έστω, αρκετά συχνά μακράν της οικογενειακής τους εστίας, κωλυόμενοι ή, μάλλον, «κολλημένοι» λόγω εντοπιότητας…

Χρήστος Γ. Γοργίλης

Πρωτοδίκης Δ.Δ.

1 Δύσκολο να αποφύγει κανείς τον πειρασμό να θυμηθεί εδώ την ευαγγελική ρήση «καὶ ὑμῖν τοῖς νομικοῖς οὐαὶ, ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα…» (Λουκ. ια΄ 46).

2 Στις 18.3.2015, το νέο Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών αποφάσισε, ομοφώνως, «να ζητηθεί να αρθεί το κώλυμα υπηρεσίας δικαστικού λειτουργού σε δικαστήριο ή εισαγγελία στην περιφέρεια του οποίου είναι διορισμένος ως δικηγόρος σύζυγος ή συγγενής του μέχρι δεύτερου βαθμού (άρθρο 42 παρ. 5 του ΚΟΔΚΔΛ), πέραν των δικαστηρίων Αθήνας, Πειραιά και Θεσσαλονίκης, και για τα δικαστήρια των πόλεων Πάτρας, Λάρισας, Βόλου, Ηρακλείου, Ρόδου, Χανίων και Ιωαννίνων».

 

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *