Η πρόσβαση στη δικαιοσύνη για ζητήματα κλιματικής αλλαγής υπό το φως του Συντάγματος και του ενωσιακού δικαίου περιβάλλοντος
Του Παναγιώτη Γαλάνη, Δικηγόρου, ΔΝ, Μεταδιδάκτορος Δικαίου Περιβάλλοντος
Η μελέτη αυτή εξετάζει τις συνταγματικές ιδιαιτερότητες της πρόσβασης στη δικαιοσύνη για ζητήματα κλιματικής αλλαγής: Αφού προσεγγίσει εγγύτερα τη δημοσιολογική προσέγγιση του φαινομένου ως ενός ζητήματος κυρίως ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εξικνείται στην έποψη των ζητημάτων δικαστικής προστασίας, διάκρισης των λειτουργιών και του συνταγματικού ρόλου του δικαστή ως θεματοφύλακα της δικαιοσύνης.
1. Βασικές εννοιολογήσεις: Από την κλιματική «αλλαγή» στην κλιματική «κρίση»;
Η έννοια της κλιματικής αλλαγής χρησιμοποιείται ευρέως στη βιβλιογραφία (ξενόγλωσση και εγχώρια) εδώ και πολλά συναπτά έτη, αλλά τείνει σταδιακώς να αντικατασταθεί από τον όρο «κλιματική κρίση».[1] Το βέβαιο είναι πως η «αλλαγή» ή ορθότερα οι «αλλαγές» συνιστούν το πρόκριμα της «κρίσης», δηλ. πλείονες δυσμενείς μεταβολές εγκυμονούν το παγκόσμιο φαινόμενο της «κλιματικής κρίσης». Η οπτική γωνία που υιοθετείται στην παρούσα μελέτη είναι σφαιρική και δεν εστιάζει μόνο στις «κορυφώσεις» του φαινομένου, αλλά στη διερεύνηση (από νομικής, ασφαλώς, άποψης) της (ή, ορθότερα, των) κλιματικής αλλαγής (-ών).
Η κλιματική αλλαγή αντικρίζεται δικαίως ως το καθοριστικότερο ζήτημα της εποχής μας και οι επιπτώσεις της που επηρεάζουν πιο πολύ τους ευάλωτους. Για παράδειγμα, οι εκτοπισμένοι και οι απάτριδες πληθυσμοί, αλλά και οι γυναίκες – ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες – είναι μεταξύ εκείνων που πλήττονται περισσότερο και γι’ αυτό χρήζουν της μεγαλύτερης δικαϊκής προστασίας.[2] Οι ευάλωτες κοινότητες αντιμετωπίζουν ήδη πολλαπλές (και δυσχερώς αναστρέψιμες) επιπτώσεις στα τρόφιμα, το νερό, τη γη και άλλες υπηρεσίες οικοσυστήματος που είναι απαραίτητες για την ανθρώπινη υγεία, αλλά και ως προς τα μέσα διαβίωσης, την εγκατάσταση και την επιβίωση. Αυτοί οι πληθυσμοί, ήτοι ενδεικτικά οι γυναίκες, τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι, τα άτομα με αναπηρίες και οι αυτόχθονες πληθυσμοί, πλήττονται δυσανάλογα.[3]
Λόγω της ταχείας υπερθέρμανσης του πλανήτη, οι ακραίες καιρικές συνθήκες – έντονες βροχοπτώσεις, ξηρασία, καύσωνες, τροπικές καταιγίδες – γίνονται πιο απρόβλεπτες, έντονες και συχνές και αυξάνουν το ενδεχόμενο περαιτέρω ταχείας και απρόβλεπτης έναρξης κινδύνων, όπως πλημμύρες, κατολισθήσεις, διάβρωση, πυρκαγιές και ερημοποίηση. Ταυτόχρονα, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας επιφέρει αυξημένες παράκτιες πλημμύρες, αλάτωση του εδάφους και απειλή μόνιμης πλημμύρας σε περιοχές με χαμηλό υψόμετρο.[4]
Η ανθεκτικότητα (resilience) σε κλιματικούς κραδασμούς, στην περιβαλλοντική υποβάθμιση είναι συχνά χαμηλότερη σε εύθραυστα περιβάλλοντα που επηρεάζονται από πολεμικές συγκρούσεις και γεωπολιτικούς παράγοντες. Χωρίς φιλόδοξη δράση για το κλίμα και μείωση του κινδύνου καταστροφών, οι τελευταίες θα μπορούσαν να διπλασιάσουν, έως το 2050, τον αριθμό των ανθρώπων που χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια σε πάνω από 200 εκατομμύρια κάθε χρόνο.
Η κλιματική κρίση πρόκειται για σύνθετο πρόβλημα, με πολλαπλές αλληλεπιδράσεις, αλλά και επίπεδα ανάλυσης. Όπως λέγεται χαρακτηριστικά, πρόκειται για πρόβλημα πολιτικό, το οποίο χρήζει και τοιαύτης αντιμετώπισης.[5] Χωρίς την πολιτική συνιστώσα, την πολιτική βούληση, τη διεθνή διαπραγμάτευση και διπλωματία και τη συναίνεση (άρα και τη συμμετοχική συνιστώσα) το πρόβλημα θα παραμείνει δυσεπίλυτο ή και άλυτο.[6] Συνιστά παγκόσμιο πρόβλημα, που χρήζει και παγκόσμιων μέτρων για την αντιμετώπισή του.[7] Δεν επιλύεται ούτε περιστέλλεται μόνο με μονομερείς (ad hoc, ως επί το πλείστον) παρεμβάσεις, ούτε με κυριαρχικές αποφάνσεις των πάλαι ποτέ «ισχυρών» κρατών του πλανήτη, αλλά απαιτεί συνεργασία, συμμετοχή και δημοκρατική αντιμετώπιση.[8] Επίσης, δεν είναι ένα αμιγώς επιστημονικό ή τεχνικό/τεχνολογικό πρόβλημα, αλλά προεχόντως ένα ζήτημα διεπιστημονικό, που εγγίζει τα όρια και της νομικής επιστήμης και της ηθικής[9] και πολιτικής φιλοσοφίας.[10]. Έως σήμερα, δεν έχει καταστεί δυνατό να αντιμετωπιστεί ενιαία, αντιθέτως η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας στο πρόβλημα συνιστά «φωτογραφία στιγμής»[11], όπως προκύπτει ήδη από τη Σύμβαση του 1992 και τον δικαϊκό κατακερματισμό που ευστόχως αποδίδεται στο διεθνές δίκαιο για την κλιματική αλλαγή.[12] Τέλος, δεν είναι εφεύρεση των καιρών ούτε κάποια σκιώδης σκευωρία, όπως αρέσκονται να επισημαίνουν οι επικριτές της[13]: Η κλιματική αλλαγή συνέβη φυσικά ανά τους αιώνες και συνεχίζει να συμβαίνει χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση. Όμως, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που προκαλούνται από «ανθρώπινες δυνάμεις» έχουν καταστεί σήμερα μια αυξανόμενη ανησυχία παγκοσμίως. Ωστόσο, είναι επιστημονικά δυσχερές να γίνουν οι σχετικές διακρίσεις, καθώς τα διακριτικά κριτήρια είναι δύσκολο να καθοριστούν. Επιπλέον, η έκταση της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως κριτήριο.[14] Οι εποχές των παγετώνων, για παράδειγμα, δείχνουν ότι, με την πάροδο του χρόνου, η κλιματική αλλαγή ήταν σημαντική, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, οι διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες μπορούν να αναγνωριστούν σαφώς ως η πιο σημαντική συμβολή στην κλιματική αλλαγή.[15] Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (Intergovernmental Panel on Climate Change – IPCC) έχει επιβεβαιώσει κατηγορηματικά στις εκθέσεις της ότι η κλιματική αλλαγή είναι πραγματική και ότι οι ανθρωπογενείς εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου είναι η κύρια αιτία της. Η αυξανόμενη συχνότητα ακραίων καιρικών φαινομένων και φυσικών καταστροφών, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, οι πλημμύρες, τα κύματα καύσωνα, οι ξηρασίες, η ερημοποίηση, η έλλειψη νερού και η εξάπλωση τροπικών και μεταδιδόμενων ασθενειών έχουν αναγνωριστεί ως μερικές από τις αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, οι οποίες επιβάλλουν την ανάγκη λήψης δραστικών μέτρων, υπό το φως του δικαίου της ανάγκης.[16]
2. Διαστάσεις δημοσίου δικαίου του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής
Τούτων λεχθέντων, ως πρόκριμα για τη διείσδυση στα μύχια του δικαίου για την κλιματική αλλαγή τάσσεται η χαρτογράφηση των κυριότερων διαστάσεών της, δηλαδή η ανίχνευση, η συστηματοποίηση, η ερμηνευτική προσπέλαση, και η άρθρωση στέρεων δικανικών συλλογισμών στα επιμέρους ζητήματα που κυοφορεί το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής/κρίσης, προκειμένου να απαντήσουμε στο ερώτημα του αν υπάρχει σήμερα οποιαδήποτε προοπτική «κλιματικής δικαιοσύνης». Η «κλιματική δικαιοσύνη» είναι ένας όρος που στον πυρήνα του περιλαμβάνει την παραδοχή ότι «παρόλο που η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι μια παγκόσμια κρίση, τα αποτελέσματά της δεν γίνονται ομοιόμορφα αισθητά σε όλο τον κόσμο»[17]. Η κλιματική δικαιοσύνη αντικρίζεται ως μια υπο-έννοια της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης και εστιάζει στη δίκαιη κατανομή των βαρών της κλιματικής αλλαγής και στις προσπάθειες για τον μετριασμό τους. Έχει περιγραφεί ως «ένα σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που έχουν οι εταιρείες, τα άτομα και οι κυβερνήσεις έναντι αυτών των ευάλωτων ατόμων που θα επηρεαστούν με έναν τρόπο σημαντικά δυσανάλογα από την κλιματική αλλαγή».[18] Η κλιματική δικαιοσύνη μεταχειρίζεται έννοιες όπως η ισότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα συλλογικά δικαιώματα και οι ιστορικές ευθύνες για την κλιματική αλλαγή. Αυτό γίνεται με τη συσχέτιση των αιτιών και των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής με τις έννοιες της δικαιοσύνης, ιδιαίτερα της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης και της κοινωνικής δικαιοσύνης.[19] Οι δράσεις για την κλιματική δικαιοσύνη μπορούν να περιλαμβάνουν το αυξανόμενο παγκόσμιο σώμα νομικής δράσης για ζητήματα κλιματικής αλλαγής. Το 2017, μια έκθεση του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον εντόπισε 894 εν εξελίξει νομικές ενέργειες παγκοσμίως. Η κλιματική δικαιοσύνη αποτελεί, παράλληλα, πτυχή του SDG 13 στο πλαίσιο της Ατζέντας 2030 του ΟΗΕ.Οι αντιλήψεις για την κλιματική δικαιοσύνη μπορούν να ομαδοποιηθούν στη γραμμή της δικονομικής δικαιοσύνης, η οποία δίνει έμφαση στη δίκαιη, διαφανή και χωρίς αποκλεισμούς λήψη αποφάσεων και στη διανεμητική δικαιοσύνη, η οποία δίνει έμφαση στο ποιος επωμίζεται το κόστος τόσο της κλιματικής αλλαγής όσο και των ενεργειών που λαμβάνονται για την αντιμετώπισή της[20].
Καθώς το πεδίο της μελέτης μας είναι αμιγώς το δημόσιο δίκαιο, σε αυτό το πλαίσιο και θα μελετηθεί η κλιματική αλλαγή. Το δημόσιο δίκαιο είναι μεν πρωταρχικής σημασίας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλληλεπιδρά, ωστόσο, με το ιδιωτικό δίκαιο. To δεύτερο αναφύεται κυρίως στις νομικές διαφορές με ιδιώτες, μείζονες «ρυπαντές».[21]
Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, τα βασικότερα νομικά προβλήματα που εγείρονται είναι τα εξής:
Α) Η κλιματική αλλαγή αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα
Η κλιματική αλλαγή απειλεί την αποτελεσματική άσκηση και απόλαυση μιας σειράς θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κατοχυρωμένων στα διεθνή συμβατικά κείμενα, αλλά και τα εθνικά Συντάγματα και τα εθνικά νομοθετικά πλαίσια, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προστατεύουν της ανθρώπινης αξίας, ζωής, του νερού και της αποχέτευσης, της τροφής, της υγείας, της στέγασης, της αυτοδιάθεσης, του πολιτισμού και της ανάπτυξης της προσωπικότητας[22]. Οι τομεακές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής απειλούν, λοιπόν, άμεσα και έμμεσα την πλήρη και αποτελεσματική απόλαυση μιας σειράς ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως επιβεβαιώθηκε από το ψήφισμα 41/21 της IPCC και του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.[23]
Τα κράτη έχουν νομική υποχρέωση (απορρέουσα πανταχόθεν) να αποτρέπουν τις προβλέψιμες δυσμενείς επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα ανθρώπινα δικαιώματα και να διασφαλίζουν ότι όσοι πλήττονται από αυτήν, ιδιαίτερα οι πλέον ευάλωτοι, θα έχουν πρόσβαση σε αποτελεσματικά ένδικα βοηθήματα και μέσα προσαρμογής, για να απολαμβάνουν ένα minimum ανθρώπινης αξιοπρέπειας,[24] γνωστό στη γερμανική θεωρία ως Existenzminimum. Η αξιοπρεπής διαβίωση[25] των φυσικών προσώπων που διαμένουν εντός της ελληνικής επικράτειας, συνιστά συνταγματικό σκοπό[26] ερειδόμενο τόσο στην αρχή της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγματος) όσο και στην αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος). Βάσει αυτής, κάθε άνθρωπος δικαιούται να λαμβάνει αποδοχές, οι οποίες θα του εξασφαλίζουν όχι μόνο τους όρους της φυσικής του υπόστασης (διατροφή, ένδυση, στέγαση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κλπ.) αλλά και τη συμμετοχή του στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή της χώρας.[27] Για το ελάχιστο όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης δεν αρκεί μια συνθήκη απλή βιολογικής συντήρησης, αλλά θα πρέπει να δημιουργείται ένα ευρύτερο βιοτικό περιβάλλον, εντός του οποίου ο άνθρωπος θα μπορεί ακώλυτα να αναπτύξει την προσωπικότητά του ως ενεργό μέλος της κοινωνίας. Άλλωστε, η αξιοπρεπής διαβίωση δεν εξασφαλίζεται μόνο μέσω του εισοδήματος, αλλά επιτυγχάνεται μέσω των γενικότερων συνθηκών διαβίωσης που διαμορφώνει η κρατική εξουσία για τους πολίτες της. Η έννοια της αξιοπρεπούς διαβίωσης έλκει την καταγωγή της από τη θεωρητική κατασκευή του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου περί Existenzminimum.[28] Από την κρατική υποχρέωση σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Menschenwürde) και την αρχή του κοινωνικού κράτους (Sozialstaatsprinzip) απορρέει ένα ατομικό αγώγιμο δικαίωμα του πολίτη έναντι των κρατικών οργάνων προς εξασφάλιση ενός ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης.[29] Η έκταση του δικαιώματος αυτού δεν προσδιορίζεται ευθέως στο Σύνταγμα, αλλά τελεί σε συνάρτηση με τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες, την προσωπική κατάσταση του δικαιούχου του καθώς και με τα οικονομικά και τεχνικά δεδομένα της εποχής. Εναπόκειται στον κοινοβουλευτικό νομοθέτη, συνεπώς, να εξειδικεύσει σαφώς το κανονιστικό περιεχόμενο του δικαιώματος. Διαθέτει προς τούτο ευρύ περιθώριο εκτίμησης (Gestaltungsspielraum) και κρίσης, υποκείμενο μόνο σε οριακό δικαστικό έλεγχο (zurückhaltende gerichtliche Kontrolle). Μια παροχή θα κρινόταν συναφώς ως αντίθετη στην αρχή του Existenzminimum, μόνο εφόσον δεν επαρκεί προδήλως (evident unzureichend) για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών. Ως βασικές βιοτικές ανάγκες δε νοούνται μόνο οι αμιγώς βιολογικές αλλά και η δυνατότητα ανάπτυξης και διατήρησης διαπροσωπικών σχέσεων καθώς και η συμμετοχή στην κοινωνική ζωή. Ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται επί της ουσίας στη διαπίστωση ότι η κρατική εξουσία έλαβε πράγματι επαρκώς υπόψη της τη συνταγματική επιταγή και επιχείρησε με πρόσφορα μέσα να την υλοποιήσει.
Οι αρνητικές επιπτώσεις της κλιματική αλλαγή εμφανίζουν εκθετική αύξηση ανάλογα με τον βαθμό της κλιματικής αλλαγής που τελικά λαμβάνει χώρα. Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι μηχανισμοί ανθρωπίνων δικαιωμάτων (οι ειδικές διαδικασίες, τα όργανα της Συνθήκης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και η Παγκόσμια Περιοδική Αναθεώρηση) και το Γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα προσπάθησαν να επιστήσουν εκ νέου την προσοχή στα ανθρώπινα δικαιώματα και την κλιματική αλλαγή μέσω σειράς ψηφισμάτων, εκθέσεων και δραστηριοτήτων σχετικά με το θέμα, και υποστηρίζοντας μια προσέγγιση βασισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα για την κλιματική αλλαγή, η οποία διέπεται από ολιστικό πνεύμα, με τη θεώρηση του πλανήτη ως ενιαίου συστήματος[30]. Το προοίμιο της Συμφωνίας των Παρισίων στη Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή[31] καθιστά σαφές ότι όλα τα κράτη «θα πρέπει, όταν αναλαμβάνουν δράση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, να σέβονται, να προωθούν και να λαμβάνουν υπόψη τις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Όπως τόνισε το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, είναι ζωτικής σημασίας να εφαρμοστεί μια προσέγγιση βασισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα για τη διαμόρφωση και υλοποίηση παγκόσμιων πολιτικών και μέτρων που έχουν σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.[32] Όπως υποστηρίζει ο A. Giddens, [33] δεν διαθέτουμε ακόμα μια ενδελεχή ανάλυση σχετικά με τις πολιτικές καινοτομίες των κρατών με σκοπό τον περιορισμό της υπερθέρμανσης, στη βάση και της ενίσχυσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Καταρχάς, εκκινεί από τη σκέψη πως και η έννοια του «κράτους» περιλαμβάνει πολλαπλά επίπεδα διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των πόλεων, των περιφερειών και των τοπικών κυβερνήσεων (π.χ. στις ΗΠΑ). Η έννοια του «προοπτικού σχεδιασμού» έχει ενταχθεί στη σκέψη του, καθώς και η ιδέα του «διασφαλίζοντος κράτους».
Αλλά, ανεξαρτήτως της διεθνούς πολιτικής, εξίσου σημαίνουσα αναδεικνύεται και η εγχώρια πολιτική, με την υιοθέτηση μιας προσέγγισης ερειδόμενης στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα βασικά χαρακτηριστικά μιας προσέγγισης που βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ότι, καθώς διαμορφώνονται πολιτικές και προγράμματα, ο κύριος στόχος πρέπει να είναι η εκπλήρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ώστε όλοι να τα απολαμβάνουν. Τούτο προϋποθέτει τη διέλευση από τα κάτωθι στάδια: Πρέπει να προσδιοριστούν οι φορείς δικαιωμάτων και τα κατ’ ιδίαν δικαιώματά τους, καθώς και οι αντίστοιχοι υπεύθυνοι και οι υποχρεώσεις τους, προκειμένου να βρεθούν τρόποι ενίσχυσης των ικανοτήτων των κατόχων δικαιωμάτων να προβάλουν τις αξιώσεις τους και των αποδεκτών των τελευταίων να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, αφού βεβαίως, προηγουμένως, προσδιοριστούν[34]. Τα επιμέρους λαμβανόμενα και υλοποιούμενα μέτρα μετριασμού της κλιματικής αλλαγής πρέπει να συμμορφώνονται με τις αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[35]. Η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής σε διεθνές επίπεδο με μέσα του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς διπλωματίας δεν απαλλάσσει το κράτος από τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει ατομικά, ιδωμένο ως μονάδα[36]. Τα δικαιώματα στο πεδίο της κλιματικής αλλαγής αποκτούν μία διαχρονική, διαγενεακή διάσταση, η οποία είναι αυξημένη σε σχέση με το κλασικό συνταγματικό δίκαιο των θεμελιωδών ελευθεριών.
Ειδικά στο εγχώριο Σύνταγμα, η προστασία του περιβάλλοντος, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 24 του Συντάγματος, έχει επεκταθεί ερμηνευτικά και στο πεδίο του δικαίου της κλιματικής αλλαγής, ενώ ανάγεται και στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού η οικολογική και κλιματική ισορροπία αφορά προεχόντως στην ανθρώπινη αξία, ως πανανθρώπινο, μητρικό δικαίωμα[37].
Τα ως άνω, ωστόσο, γεννούν ιδιαίτερα ερωτήματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την επίδραση που τους ασκεί η κλιματική αλλαγή, ερωτήματα τα οποία αγγίζουν τον μυχό της κλασικής περί δικαιωμάτων θεώρησης[38]. Για παράδειγμα, τα ανθρώπινα δικαιώματα που θεωρούνταν αμυντικά δικαιώματα και ελευθερίες που προστατεύουν από το κράτος ισχύουν πράγματι ενόψει ενός παγκόσμιου προβλήματος αυτής της κλίμακας με έναν εντελώς αδιαχείριστο αριθμό συνεπειών; Μπορούν αυτά τα ανθρώπινα δικαιώματα να θεωρηθούν ως επιβλητικά συγκεκριμένων υποχρεώσεων στο κράτος όσον αφορά στον τρόπο καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής; Και είναι δυνατόν να ασκηθεί αγωγή σε περίπτωση παράβασης αυτών των καθηκόντων; Μήπως απλώς τα κράτη (φορείς καθήκοντος) έχουν θετική υποχρέωση να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα για την πρόληψη και την αποκατάσταση αυτών των κλιματικών επιπτώσεων και ως εκ τούτου, για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και να εξασφαλίσουν ότι όλα τα ανθρώπινα όντα (κάτοχοι δικαιωμάτων) έχουν την απαραίτητη ικανότητα προσαρμογής στην κλιματική κρίση, με παρεμβάσεις όπως χορήγηση σκευασμάτων για την αύξηση της ανθεκτικότητας του οργανισμού;[39]
Τα ζητήματα αυτά μπορούν να τυποποιηθούν ως εξής:
- Η κλιματική αλλαγή μπορεί να επιδράσει τόσο στον τρόπο άσκησης (απόλαυσης) του δικαιώματος, όσο και στον πυρήνα του δικαιώματος. Ωστόσο, προκειμένου να διαγνωστεί προσβολή του δικαιώματος, απαιτείται πράξη ή παράλειψη φορέα, δημοσίου ή μη, η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την παραβίαση.[40]
- Η παραβίαση του δικαιώματος τελεί σε συνάρτηση με την παραβίαση κάποιας επιβληθείσας υποχρέωσης αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, ιδίως στο πλαίσιο του μετριασμού ή της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.
- Υφίσταται υποχρέωση του κράτους να σέβεται και να συνυπολογίζει την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όταν λαμβάνει μέτρα μετριασμού ή προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.[41]
- Δεν είναι δυνατή η εναγωγή του Δημοσίου ή των ιδιωτών για παραβίαση της Συμφωνίας των Παρισίων γενικώς, παρά μόνο επιμέρους υποχρεώσεων απορρεουσών από αυτή, εχουσών την απαιτούμενη κανονιστική προς τούτο πυκνότητα.
Εκ της έρευνας και της προόδου του επιστημονικού διαλόγου αναφορικά με την επίδραση της κλιματικής αλλαγής στα ανθρώπινα δικαιώματα, μπορούμε να καταλογογραφήσουμε τα σημαντικότερα συμπεράσματα ως προς τον ρόλο του κράτους ως εξής:
- Στην περίπτωση της κλιματικής αλλαγής η οποία αποτελεί άμεση απειλή για πολλά ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος έχει ως εκ τούτου καθήκον να λάβει ενεργά μέτρα για την αποτροπή της. Το κράτος πρέπει στο μέτρο του δυνατού και του εφικτού να αποτρέψει τις δυσμενείς επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα και να διασφαλίσει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.[42]
- Τα κράτη θα πρέπει να είναι υπόλογα στους φορείς δικαιωμάτων για τη συμβολή τους στην κλιματική αλλαγή, συμπεριλαμβανομένης της αποτυχίας να ρυθμίσουν επαρκώς τις εκπομπές των επιχειρήσεων που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους, ανεξάρτητα από το πού συμβαίνουν αυτές οι εκπομπές ή οι βλάβες τους.
- Ερωτήματα όπως, τι θα συμβεί εάν τα κράτη δεν εκπληρώσουν το καθήκον τους για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής ή αν τα βήματα που γίνονται υπολείπονται πολύ από το απαραίτητο και το δυνατό ή μπορεί τότε να επιβληθεί πιο αποτελεσματική δράση για το κλίμα με βάση τα ανθρώπινα δικαιώματα, δυσχερώς απαντώνται. Κάθε νομική υπόθεση πρέπει να εξετάζεται πολύ προσεκτικά, για να διαπιστωθεί ποιο νομικό κείμενο περιέχει το διεκδικούμενο δικαίωμα, σε ποιο βαθμό εφαρμόζεται, ποιος είναι υποχρεωμένος από αυτό και αν μπορεί να ασκηθεί αγωγή ως αποζημιωτικό εργαλείο.[43] Τα ανθρώπινα δικαιώματα περιέχονται σε διάφορες νομικές πηγές που λαμβάνουν διαφορετικές μορφές. Για παράδειγμα, η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν είναι νομικά δεσμευτική[44]. Αντίθετα, τα βασικά δικαιώματα και τα ανθρώπινα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα εθνικά συντάγματα – συμπεριλαμβανομένου π.χ. του Βασικού Νόμου της Γερμανίας ή του Ελληνικού Συντάγματος – μπορούν να τα επικαλεστούν οι ιδιώτες ενώπιον δικαστηρίου, όπως και τα δικαιώματα που περιέχονται στην ΕΣΔΑ και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.[45]
- Στην περίπτωση της κλιματικής αλλαγής υπάρχει μια περαιτέρω δυσκολία με τη μορφή του εκτεταμένου περιθωρίου διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν τα κράτη. Όσον αφορά στην επιβολή των προστατευτικών μέτρων, τα δικαστήρια φαίνεται να είναι εξαιρετικά απρόθυμα να κρίνουν ότι ένα δικαίωμα έχει παραβιαστεί: στο πλαίσιο του συστήματος διάκρισης των εξουσιών, δεν εναπόκειται στα δικαστήρια να λαμβάνουν αποφάσεις πολιτικής που είναι αρμοδιότητα του δημοκρατικά νομιμοποιημένου νομοθέτη ή της εκτελεστικής εξουσίας. Οι ρόλοι τους παραμένουν διακριτοί.[46] Επομένως, τα δικαστήρια παρεμβαίνουν, μόνο όταν τα μέτρα που λαμβάνονται είναι σαφώς ανεπαρκή, αλλά ταυτόχρονα παραβιάζουν κάποιον κανόνα δικαίου και στοιχειοθετείται παράβαση του κράτους. Αυτό συνεπάγεται ότι δεν υπάρχει περαιτέρω νομική προστασία σε σχέση με την κλιματική αλλαγή; Είναι ένα εναγώνιο ερώτημα που αντιμετωπίζουμε στον δρόμο προς την αναζήτηση της κλιματικής δικαιοσύνης.
Εξάλλου, με την υιοθέτηση της Σύμβασης-Πλαίσιο για την κλιματική αλλαγή, τα κράτη έχουν δεσμευτεί σε διεθνές επίπεδο να αναλάβουν δράση για αυτή και οι περισσότερες χώρες έχουν επίσης μια εθνική πολιτική για το κλίμα.
Β) Η κλιματική αλλαγή τοποθετείται στο κέντρο του διαλόγου για τη διαπάλη ανθρωποκεντρισμού και οικοκεντρισμού, βάσει των τομεακών της συνεπειών και ενόψει του διαλόγου για την «έκτακτη ανάγκη»
Η κλιματική αλλαγή προκαλείται από την ανθρώπινη παρέμβαση στο περιβάλλον, αλλά απορρέει και από φυσικά αίτια.[47] Οι δε επιπτώσεις της (impacts) είναι πολλαπλές, πολύπλοκες, τομεακώς ιδωμένες,[48] αφορούν δε τόσο στο περιβάλλον το ίδιο όσο και στον άνθρωπο.
Ιδίως, όμως, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Γ. Δελλής[49], το πεδίο του περιβαλλοντικού δικαίου συνιστά την αναγκαία «ώσμωση φιλελευθερισμού και σοσιαλδημοκρατίας», ένα πεδίο όπου αμοιβαίως τα ρεύματα θεραπεύουν το ένα τις ελλείψεις του άλλου, αφού αφενός ο φιλελευθερισμός παύει να θεωρεί την ελευθερία (εδώ την επενδυτική, οικονομική ελευθερία) ως πανάκεια, καθώς και το περιβάλλον πρέπει να λαμβάνεται ουσιωδώς υπόψη, αφετέρου δεν απαιτείται πάντοτε και καθ’ ολοκληρίαν η καταλυτική ρυθμιστική κρατική παρέμβαση, αφού ο διάλογος των ρευμάτων συνιστά την ιδεώδη κατάληξη της κοινής προσπάθειας για τον ρεαλισμό στο δημόσιο δίκαιο. Η κάθε είδους παρέμβαση τίθεται ως όριο στον φιλελευθερισμό, αλλά όχι μέχρις εσχάτων.[50]
Οι νομικοί μελετητές έχουν αναλύσει τη θεώρηση της κλιματικής αλλαγής ως κατάστασης έκτακτης ανάγκης.[51] Οι θεωρήσεις έκτακτης ανάγκης για το κλίμα που κατακλύζουν τη βιβλιογραφία, τον δημόσιο λόγο και τα ΜΜΕ εν γένει, παρουσιάζουν ένα νέο πλαίσιο για συνταγματολογικές προσεγγίσεις. Οι δηλώσεις έκτακτης ανάγκης για το κλίμα φαίνεται να παρακολουθούν τη νέα πραγματικότητα των επαναλαμβανόμενων, συχνών, ακραίων γεγονότων και, ως εκ τούτου, μπορεί να θεωρηθούν αξιέπαινες για τον τρόπο με τον οποίο αναγνωρίζουν έγκυρα επιστημονικά στοιχεία για τις κλιματικές επιπτώσεις και απαιτούν από τις κυβερνήσεις να λάβουν μέτρα για την εκπλήρωση δεσμεύσεων που έχουν ήδη αναλάβει μέσω στρατηγικών σχεδίων, μέσω υιοθέτησης νομοθεσίας ή διεθνών συμφωνιών.
Ωστόσο, οι δηλώσεις έκτακτης ανάγκης διαδραματίζουν έναν ιδιότυπο ρόλο στο δημόσιο δίκαιο. Οποιαδήποτε προσπάθεια επίκλησης της γλώσσας της έκτακτης ανάγκης θα πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά, ειδικά από νομικούς, υπό το πρίσμα της μακράς ιστορίας καταστάσεων έκτακτης ανάγκης που υπονομεύουν το κράτος δικαίου και τις δεσμεύσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αποτελούν, όπως χαρακτηριστικά λέγεται, ένα «παζλ δημοσίου δικαίου». Δεν είναι κηρύξεις κατάστασης έκτακτης ανάγκης – ένα συμβατικό νομικό «εργαλείο» που χρησιμοποιείται από το κράτος για την αντιμετώπιση ενός ακραίου γεγονότος, όπως μια δασική πυρκαγιά, ούτε είναι απλή ρητορική. Υπό το πρίσμα του διφορούμενου καθεστώτος τους, ένας «πειρασμός» για τους μελετητές του δημοσίου δικαίου θα μπορούσε να είναι να απορρίψουν αυτές τις δηλώσεις ως άσχετες ή ασυνάρτητες. Ωστόσο, είναι η διεθνική και νομικά ασαφής φύση της έκτακτης ανάγκης για το κλίμα που δημιουργεί μια μοναδική ευκαιρία να διερευνηθούν κοινές υποθέσεις σχετικά με καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και πώς αυτές ρυθμίζονται από τον νόμο.[52]
Η θεώρηση της κλιματικής αλλαγής ως έκτακτης ανάγκης λειτουργεί ως «προβολέας», φωτίζοντας λανθάνουσες υποθέσεις σχετικά με καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του δημοσίου δικαίου. Η διακοπή των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης μπορεί «να φέρει στην επιφάνεια σιωπηρές πτυχές της κανονικότητας της πολιτικής» ή να τονίσει τις συστημικές διακρίσεις. Αυτά τα παράδοξα περιπλέκουν παραγωγικά τις μακροχρόνιες και υπερβολικά απλοποιημένες υποθέσεις σχετικά με καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που περιέχονται στο δημόσιο δίκαιο[53] και, με αυτόν τον τρόπο, μας επιτρέπουν να επισκοπήσουμε τους περίπλοκους τρόπους με τους οποίους το δημόσιο δίκαιο τις ρυθμίζει. Συμπλέουν, επίσης, με την παρατήρηση ότι η κλιματική αλλαγή δεν είναι πλήρως αναχαιτίσιμη, ούτε, όμως, τούτο συνεπάγεται την ευχέρεια αδράνειας του ανθρώπου.[54]
Στη νομική και συνταγματική θεωρία, οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης συνδέονται συχνά με τις έννοιες του «κυρίαρχου ελέγχου» των καταστάσεων από τον άνθρωπο. Για τον C. Schmitt, και τους νομικούς θεωρητικούς που ακολουθούν τη σκέψη του, τόσο η κατάσταση εξαίρεσης όσο και η εξαίρεσή της δηλώνονται από τον κυρίαρχο (η σύγχρονη εκτελεστική εξουσία) και, αντιστρόφως, η εξαίρεση αποκαλύπτει ποιος είναι στην πραγματικότητα ο κυρίαρχος.[55] Με αυτή την άποψη, η εκτελεστική λειτουργία ασκεί εξουσία που δεν περιορίζεται από τον νόμο. Ως εκ τούτου, οι συνταγματολόγοι επικεντρώνονται σε ζητήματα συνταγματικού σχεδιασμού, τα οποία εξαίρουν την ανάγκη αντιμετώπισης μιας έκτακτης ανάγκης. Για παράδειγμα, ορισμένοι[56] υποστηρίζουν τα μοντέλα παρέκκλισης, όπως αντιπροσωπεύεται από το άρθρο 15 της ΕΣΔΑ, το οποίο λέγεται ότι δημιουργεί ένα «διπλό συνταγματικό σύστημα: και τα δύο στρώματα υπάρχουν σε ένα καθεστώς νομιμότητας, αλλά μόνο ένα υπάρχει στο πλαίσιο του καθεστώτος ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Ταυτόχρονα, υπάρχει εκείνη η χορεία των ερευνητών που επιδιώκουν να υποβάλουν αυτά τα μέτρα έκτακτης ανάγκης σε ορισμένους νομικούς περιορισμούς, για να διασφαλίσουν τη διατήρηση της έννομης τάξης και του κράτους δικαίου.
2. Πρόσβαση στη δικαιοσύνη για θέματα κλιματικής αλλαγής – Τα χαρακτηριστικά και οι ιδιαιτερότητες της «κλιματικής νομολογίας»
To climate change litigation (η νομική αντιδικία για την αλλαγή του κλίματος, γνωστή και ως «δικονομία για το κλίμα»[57]) αντικρίζεται στη θεωρία ως ένα αναδυόμενο σώμα δικαστικών υποθέσεων για την περαιτέρω προσπάθεια μετριασμού της κλιματικής αλλαγής από δημόσιους φορείς, όπως κυβερνήσεις και εταιρείες, αλλά και ιδιώτες.
Ενόψει της αργής πολιτικής της κλιματικής αλλαγής που καθυστερεί τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, ακτιβιστές και νομικοί έχουν αυξήσει τις προσπάθειες να χρησιμοποιήσουν εθνικά και διεθνή δικαστικά συστήματα για να προωθήσουν την προσπάθεια.[58] Στο πλαίσιο αυτό, έχει προταθεί από τη θεωρία ο όρος «στρατηγική» προσφυγή στη δικαιοσύνη (strategic litigation) για την υπέρβαση των δικονομικών ορίων του forum και την εξαγωγή γενικότερων συμπερασμάτων.[59]
Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, τα νομικά εργαλεία για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής διατίθενται ολοένα και περισσότερο μέσω της νομοθεσίας, και η νομολογία έχει αναδείξει τις σχετικές με το κλίμα νομικές προκλήσεις, που σχετίζονται με όλους τους κλάδους δικαίου. Πολλές από τις υποθέσεις και προσεγγίσεις έχουν επικεντρωθεί στην προώθηση των αναγκών της κλιματικής δικαιοσύνης και του κινήματος για το κλίμα της νεολαίας.
Η τελευταία ειδική έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) για τον στόχο 1,5 βαθμών καταλήγει, μεταξύ άλλων, στο συμπέρασμα ότι ο υφιστάμενος στόχος των 2 βαθμών θα είχε καταστροφικές και μη αναστρέψιμες συνέπειες: μόλις επιτευχθούν ορισμένα σημεία ανατροπής, τα φαινόμενα ντόμινο θα προκαλούσαν παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας, η οποία θα λάβει χώρα με ακόμη ταχύτερο ρυθμό από ό,τι συμβαίνει ήδη ως αποτέλεσμα των ανθρωπογενών εκπομπών. Σύμφωνα με την έκθεση, ο περιορισμός της υπερθέρμανσης του πλανήτη στους 1,5 βαθμούς απαιτεί ριζική αλλαγή προσέγγισης και μάλιστα άμεση. Τι συμβαίνει όμως στην πραγματικότητα; Η τελευταία έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας αναφέρει ότι οι παγκόσμιες εκπομπές CO2 εξακολουθούν να αυξάνονται αντί να μειώνονται. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και ο στόχος των 2 βαθμών αρχίζει να απομακρύνεται. Με τη θέρμανση να έχει ήδη φτάσει τον ένα βαθμό, οδεύουμε προς θέρμανση 3 ή και 4 βαθμών. Ως εκ τούτου, όλο και περισσότεροι άνθρωποι αποφασίζουν να κινηθούν νομικά, αξιοποιώντας αρχικώς τα ένδικα βοηθήματα που οι έννομες τάξεις τους προβλέπουν.
Στον τομέα του climate change litigation, πληθαίνουν, λοιπόν, σταδιακώς οι προσφυγές στα δικαστήρια με επίκληση της κλιματικής αλλαγής. Κοινά χαρακτηριστικά αυτών των προσφυγών είναι[60]:
- Ενάγοντες/προσφεύγοντες είναι αρκετές κατηγορίες προσώπων, π.χ. ομοσπονδιακές πολιτείες, Δήμοι, Περιφέρειες, ΜΚΟ, αγρότες, φυσικά πρόσωπα κλπ.[61]
- Εναγόμενοι/καθού είναι τα κράτη (το Δημόσιο), οι Δήμοι, αλλά και ιδιώτες (βιομηχανίες – Carbon Majors[62])
- Αφορούν όλες τις χώρες του πλανήτη, με αρκετά, ωστόσο, διαφορετικά γνωρίσματα η καθεμιά
- Τα επιχειρήματά τους αντλούνται από τα εσωτερικά τους δίκαια, αλλά και το διεθνές δίκαιο
- Τα δικονομικά ζητήματα που αναφύονται ομοιάζουν αρκετά μεταξύ τους
- Ως αποδεικτικά τους μέσα προσάγουν συχνότατα επιστημονικά και οικονομικά στοιχεία και εμπειρικά δεδομένα.[63]
Ως προς την πρόσβαση των πολιτών (φυσικών προσώπων) και ΜΚΟ στη δικαιοσύνη:[64] Εξασφαλίζεται η διαφάνεια, η δημοκρατία, ο πλουραλισμός απόψεων και πραγματούται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (δικαίωμα κατοχυρωμένο στις εθνικές τάξεις, την ΕΣΔΑ, το Διεθνές Σύμφωνο, και την ενωσιακή δικαιοταξία). Πραγματώνονται οι προβλέψεις της Σύμβασης Άαρχους που απονέμει περιβαλλοντικά διαδικαστικά δικαιώματα στους πολίτες (στην οποία η ΕΕ είναι συμβαλλόμενο μέρος). Η δικαστική προστασία (ιδιωτών και ΜΚΟ) αφορά την ορθή πρόσβαση στην πληροφορία, την παραβίαση του δικαιώματος συμμετοχής και της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Επίσης, δίνεται έμφαση στην αρχή αποκατάστασης των περιβαλλοντικών προσβολών και της «ο ρυπαίνων πληρώνει». Η πρόσβαση στη δικαιοσύνη παρέχει πλήρη προστασία (οριστική και προσωρινή) και το προσιτό κόστος της, αλλά και η αποτελεσματικότητα (βλ. και το άρθρο 19 ΣΕΕ) των ενδίκων βοηθημάτων συν τω χρόνω. Ως προς την πρόσβαση των ΜΚΟ στη δικαιοσύνη, οι τελευταίες διαθέτουν τη σαφή τεχνογνωσία, το ενδιαφέρον και το έννομο συμφέρον, ανά πεδίο δραστηριότητας.[65]
Κοινά προβλήματα για τους ιδιώτες και ΜΚΟ είναι επίσης: το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος: Διανοίγεται, ωστόσο, υπέρμετρα το έννομο συμφέρον, σε βαθμό που προσομοιάζει της actio popularis, ενώ ενίοτε το κόστος είναι de facto απαγορευτικό. Τα εθνικά δικαστήρια είναι εξαιρετικά σημαντικά στην εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας και ελέγχουν τη νομιμότητα των πράξεων. Δύνανται δε να υποβάλουν προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ, με το οποίο διεξάγεται ειλικρινής διάλογος (βλ. και αρχή της θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας), το ζήτημα της νομικής βάσης (βλ. π.χ. Connecticut v. American Electric Power), το ζήτημα ορθής ερμηνείας των σχετικών περιβαλλοντικών νόμων (βλ. Greenpeace Nordic Association v. Ministry of Petroleum and Energy), το ζήτημα έκτασης και έντασης δικαστικού ελέγχου, όπως και το ζήτημα της διάκρισης των εξουσιών (ο Δικαστής ως προστάτης του πλανήτη;!) και τα δικονομικά απαράδεκτα που συχνά αναφύονται (βλ. Juliana and others v. USA) το ζήτημα του είδους των προσβαλλομένων πράξεων και το αν – σε ενωσιακό επίπεδο – αφορούν άμεσα και ατομικά (ρήτρα Plaumann-Peoples’ Climate Case του ΔΕΕ).
Διεξοδικότερα:[66]
Α) Το ζήτημα του είδους των προσβαλλόμενων πράξεων, του εννόμου συμφέροντος και των εν γένει δικονομικών απαραδέκτων
Στην περίπτωση του ενωσιακού δικαίου περιβάλλοντος, το ΔΕΕ μέσω της νομολογίας του συμβάλλει στη δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων για τη διασφάλιση «ευρείας πρόσβασης» του «ενδιαφερόμενου κοινού» στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικές διαφορές σε εθνικό επίπεδο. Τα κράτη μέλη περιορίζονται θεσμικά και διαδικαστικά κατά τη θέσπιση και εφαρμογή των εθνικών δικονομικών κανόνων, αποτέλεσμα που προσδιορίζεται, με βάση την αρχή της ισοδυναμίας (όχι λιγότερο ευνοϊκοί κανόνες) και την αρχή της αποτελεσματικότητας (οι εφαρμοζόμενοι εθνικοί δικονομικοί κανόνες δεν καθιστούν «αδύνατη ή εξαιρετικά δύσκολη» την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο.[67]
Το έννομο συμφέρον στην περίπτωση του ενωσιακού δικαίου του περιβάλλοντος πρέπει να είναι άμεσο (χωρίς την απαίτηση εθνικού μέτρου εφαρμογής) και ατομικό (θίγει τον προσφεύγοντα ατομικά, εξατομικευμένα), όταν τα πρόσωπα προσβάλλουν πράξη θεσμικού οργάνου της ΕΕ (άρθρο 263 ΣΛΕΕ). Δεν καταφάσκεται το έννομο συμφέρον όσων προασπίζουν γενικά συλλογικά συμφέροντα κλπ..[68]
Στην περίπτωση ιδίως των ΜΚΟ κρίθηκε παλαιότερα νομολογιακά ότι δεν έχουν έννομο συμφέρον για λόγους γενικότερης προστασίας συλλογικών συμφερόντων, αν δεν έχουν έννομο συμφέρον τα μέλη τους ατομικά.[69]
Αλλά και σε απάντηση προδικαστικού ερωτήματος, το ΔΕΕ δέχθηκε πως τα κράτη μέλη θα πρέπει να ερμηνεύουν τις εθνικές δικονομικές ρυθμίσεις και εν προκειμένω αυτές που αφορούν στη διασφάλιση πρόσβασης στη δικαιοσύνη κατά τρόπο που να συνάδει με το πνεύμα και τον σκοπό της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 3 της Σύμβασης Άαρχους,[70] ενώ σε άλλη υπόθεση η Γενική Εισαγγελέας θεμελιώνει την κρίση της αυτή στην αναγνώριση αμέσου αποτελέσματος στην προαναφερθείσα διάταξη από το ΔΕΕ στην υπόθεση και δέχεται την άποψη ότι η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος θα πρέπει να τελεί υπό τις εγγυήσεις του θεμελιώδους δικαιώματος δικαστικής προστασίας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, αλλά και από αυτές που απορρέουν από το άρθρο 9 παρ. 4 της Σύμβασης Άαρχους, ενώ γίνεται δεκτή και η αναγνώριση ενός δικαιώματος συμμετοχής του «ενδιαφερόμενου κοινού» στις διαδικασίες αδειοδότησης κατά το άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας 92/43 και το δικαίωμα συμμετοχής στη σχετική διαδικασία αδειοδότησης για την περίφραξη καταφυγίου σε προστατευόμενη περιοχή απορρέει από τη συνδυαστική εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 3 της Οδηγίας 92/43 και του άρθρου 6 παρ. 1 εδάφ. β΄ της Σύμβασης Άαρχους. Συνεπώς, η δυνατότητα δικαστικής προστασίας σε περίπτωση προσβολής του εν λόγω δικαιώματος, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 παρ. 2 της Σύμβασης.[71] Με την απόφαση του ΔΕΕ C-664/15 Protect, αποσαφηνίστηκαν τις προϋποθέσεις πρόσβασης στη δικαιοσύνη περιβαλλοντικών οργανώσεων στο πλαίσιο διαδικασίας αδειοδότησης έργου, το οποίο ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον. Η συναφής Οδηγία δεν επιτρέπει να εφαρμοστεί εθνικός κανόνας αποκλεισμού του παραλείποντος να προβάλει εγκαίρως αντιρρήσεις από το δικαίωμα προσφυγής.
Στο δίκαιο για την κλιματική αλλαγή, ήδη στην υπόθεση Peoples’ Climate Case ανέκυψε το ως άνω ζήτημα εφαρμογής της ρήτρας Plaumann, γεγονός που οδήγησε στην απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης.
Σαφώς, το ζήτημα κρίνεται κατά περίπτωση, ενώ τυγχάνει εφαρμογής του άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.[72]
Ελλοχεύει, δηλαδή, ο κίνδυνος να διανοίγεται υπέρμετρα το έννομο συμφέρον, σε βαθμό που προσομοιάζει της actio popularis, ενώ ενίοτε το κόστος (κόστος παραβόλων και ελάχιστης δικηγορικής αμοιβής) είναι de facto απαγορευτικό. Τα εθνικά δικαστήρια είναι εξαιρετικά σημαντικά στην εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας και ελέγχουν τη νομιμότητα των πράξεων. Δύνανται δε να υποβάλουν προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ, με το οποίο διεξάγεται ειλικρινής διάλογος (βλ. και αρχή της θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας), αν πιθανολογείται ότι θα αναφυούν προβλήματα εφαρμογής κάποιου ενωσιακού κανόνα που ρυθμίζει τα παραπάνω.
Σαφώς, βασικό χαρακτηριστικό της διοικητικής πράξης είναι η εκτελεστότητά της, που σημαίνει ότι επιφέρει άμεση μεταβολή στον εξωτερικό νομικό κόσμο. Παράγει δηλαδή άμεσα νομικά αποτελέσματα και δεσμεύει τόσο τη διοίκηση όσο και τον διοικούμενο χωρίς να απαιτείται η διαμεσολάβηση δικαστικής απόφασης ή άλλης διαδικασίας. Ο χαρακτηρισμός μιας πράξης ως εκτελεστής συνεπάγεται τη δυνατότητα παραδεκτής προσβολής της ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και της δυνατότητας άσκησης διοικητικού καταναγκασμού από πλευράς της Διοίκησης, ο οποίος συνίσταται στις υλικές ενέργειες με τις οποίες διασφαλίζεται η συμμόρφωση του διοικουμένου προς τη συμπεριφορά που επιβάλλει η διοικητική πράξη. Ακόμα και αν ο διοικούμενος αμφισβητήσει τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης με την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων, η εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης δεν αναστέλλεται αυτόματα. Προβλέπεται, όμως, η χορήγηση αναστολής εκτελέσεως της διοικητικής πράξης από το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο ή το αρμόδιο διοικητικό όργανο.
Στο δίκαιο για την κλιματική αλλαγή, τα ζητήματα αυτά συχνά τίθενται και οδηγούν σε απόρριψη των ενδίκων βοηθημάτων ως απαράδεκτων. Ωστόσο, αυτό το ζήτημα στερεί από τα δικαστήρια την ευκαιρία να αποφανθούν για την ουσία των κλιματικών υποθέσεων, όπως π.χ. στην υπόθεση βλ. Juliana and others v. USA. Πάντως, τα δικονομικά απαράδεκτα ποικίλλουν ανά έννομη τάξη, αφού δεν αποδίδουν όλες την ίδια βαρύτητα στις τυπικές προϋποθέσεις της δίκης.[73] Ωστόσο, παρά την παρατήρηση αυτή, παρατηρείται όλο και μια αυξανόμενη προσήλωση των δικαστηρίων στο ζήτημα της εκτελεστότητας των προσβαλλόμενων πράξεων, τάση που προσδίδει δογματική ορθότητα και συνέπεια στον δικονομικό αυτό κανόνα.[74]
Β) Το ζήτημα της νομικής βάσης των κλιματικών αξιώσεων
H εύρεση της ορθής νομικής βάσης ανά κατηγορία κλιματικής υπόθεσης αποτελεί «κλίνη του Προκρούστη» για τον νομικό, τόσο τον συνήγορο, όσο και τον δικαστή. Και τούτο διότι η νομική βάση μπορεί να μην είναι εν τέλει η κατάλληλη[75]. Για παράδειγμα, δύναται ο προσφεύγων/ενάγων να επικαλεστεί την παραβίαση κάποιου θεμελιώδους δικαιώματος ή την παραβίαση άλλου κανόνα δικαίου, συνήθως εθνικού, ο οποίος θεσπίζει την υποχρέωση μείωσης των εκπομπών (βλ. π.χ. Connecticut v. American Electric Power).[76]
Η σύνδεση της κλιματικής αλλαγής με τα ανθρώπινα δικαιώματα έγινε ως άνω εμφανής (βλ. κεφάλαιο πρώτο), γεγονός που οδηγεί στην κατόπτευση της επίλυσης του ζητήματος της κλιματικής αλλαγής ως παγκόσμιου προβλήματος, στενά συνδεδεμένου με το δημόσιο συμφέρον.[77]
Γ) Το ζήτημα ορθής ερμηνείας των σχετικών περιβαλλοντικών νόμων
Η εύρεση της νομικής αλήθειας, ως έργο πρωτίστως δικανικό –αν, βεβαίως, συμφωνήσουμε όλοι στο ότι υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει αλήθεια στη νομική επιστήμη– δεν αποτελεί έργο ευχερές.
Πόσο μάλλον σε έναν κλάδο όπως το δίκαιο για την κλιματική αλλαγή, όπου:
- Η διάγνωση της – ομολογουμένως – ασαφούς αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αιτίας – αποτελέσματος στο δίκαιο για την κλιματική αλλαγή[78]
- Η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον περιβαλλοντικό κανόνα δικαίου διαμεσολαβείται, «περνά διά» πληθώρας επιστημών, όπως η περιβαλλοντική μηχανική, η δασολογία κλπ.
- Η εύρεση του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου προϋποθέτει γνώση μίας ταχέως, καθημερινά μεταβαλλόμενης/«μεταλλασσόμενης» νομοθεσίας
- Η ύπαρξη της νομοθεσίας δεν συνεπάγεται: α) την ταυτόχρονη ύπαρξη ενασχόλησης της νομολογίας με το θέμα και β) τη συμφωνία της νομολογίας με τον νομοθέτη
- Η ύπαρξη τυπικού νόμου συνοδεύεται από πληθώρα διοικητικών πράξεων, που ως πηγή του Δικαίου Περιβάλλοντος εξειδικεύουν και υλοποιούν την πρόβλεψη του τυπικού νόμου
- Η εφαρμογή των κανόνων του διοικητικού δικαίου ενίοτε δεν κρίνεται επαρκής και κατάλληλη για την επίλυση προβλημάτων στο δίκαιο για την κλιματικής αλλαγής, που ως εκ της φύσεώς του συνιστά κλάδο τεχνικό και λεπτομερειακό[79]
- Η ίδια η νομική διδασκαλία το παραγκωνίζει ενίοτε στην κατάστρωση των προγραμμάτων σπουδών της, άθελά της ή μη.
Ως παράδειγμα αναφέρουμε την υπόθεση Greenpeace Nordic Association v. Ministry of Petroleum and Energy.[80]
Δ) Το ζήτημα έκτασης και έντασης του δικαστικού ελέγχου, όπως και το ζήτημα της διάκρισης των εξουσιών (ο Δικαστής ως προστάτης του πλανήτη;)
Ο ρόλος του ακυρωτικού δικαστή στο δίκαιο για την κλιματική αλλαγή διαγράφεται από τα συνταγματικά όρια, ενώ αποσαφηνίζεται από τη νομική θεωρία και την εν γένει υπάρχουσα νομολογία. Επίσης, όπως ευστόχως επισημαίνεται, οι σχετικοί κανόνες του διεθνούς δικαίου λαμβάνονται υπόψη από τα εθνικά Δικαστήρια, περισσότερο με στόχευση την ενίσχυση της τελολογικής και συστηματικής προσπέλασης άλλων συναφών κανόνων, που έχουν δεσμευτικό περιεχόμενο, όπως το σύστημα ETS.[81] Καθώς ιδίως στην εγχώρια έννομη τάξη δεν υπάρχουν σχετικές αποφάσεις, εφαρμόζονται αναλογικά πορίσματα από κλάδους του δικαίου του περιβάλλοντος στο δίκαιο για την κλιματική αλλαγή, ώστε αυτά mutatis mutandis να μεταφερθούν στο κρίσιμο πεδίο.
Στο δίκαιο της περιβαλλοντικής εκτίμησης και αδειοδότησης, οι Μελέτες περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (εφεξής: ΜΠΕ) πρέπει (ex lege) να εξετάζουν και εναλλακτικές λύσεις και να προβαίνουν σε συγκριτική αξιολόγηση με επαρκή αιτιολογία[82] (σκ. 18 κλπ.). Η εξέταση εναλλακτικών λύσεων τάσσεται ως νόμιμη προϋπόθεση για τη νομιμότητα του περιεχομένου της ΜΠΕ (και από τη νομολογία) και συνεπώς ελέγχεται από τον δικαστή, αν προβληθεί ως λόγος ακύρωσης της ΑΕΠΟ. Είναι σημαντικό πως πρέπει να αιτιολογείται και η επιλεγόμενη τεχνικά λύση[83]. Μάλιστα απαιτείται η εξέταση της μηδενικής καλούμενης λύσης, ήτοι της μη πραγματοποίησης του έργου, η οποία, όμως, απορρίπτεται από τη ΜΠΕ την ίδια λόγω του ότι αντιβαίνει στη βιώσιμη ανάπτυξη.
Η παράβαση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης μπορεί να ελεγχθεί ευθέως από τον ακυρωτικό δικαστή μόνο αν από τα στοιχεία της δικογραφίας και βάσει διδαγμάτων της κοινής πείρας (προς «έλεγχο ευλογοφάνειας») προκύπτει ότι η βλάβη είναι μη επανορθώσιμη και αντιστρατεύεται τη συνταγματική αρχή[84]. Συνεπώς, κάτι τέτοιο θα ξέφευγε από την αρμοδιότητά του. Όπως γίνεται παγίως δεκτό από τη νομολογία, το περιεχόμενο της ΜΠΕ (που δέον όπως φέρει και επαρκή αιτιολογία κατασκευής του έργου) ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή – μεταξύ άλλων – ως προς:
α) το αν συμμετείχαν για την κατάρτισή της επιστήμονες της απαιτούμενης ειδικότητας, συμφώνως προς την αρχή της εμπεριστατωμένης μελέτης του φακέλου
β) το αν υπάρχει επαρκής αιτιολόγηση της αναγκαιότητας κατασκευής του έργου και τυχόν πλάνη περί τα πράγματα: ελέγχεται η νομιμότητα κρίσης του διοικητικού οργάνου (νομική πλάνη), η παράβαση ουσιώδους τύπου, η νομική πλάνη, η πλάνη περί τα πράγματα,
γ) το αν το περιεχόμενό της συμφωνεί με το νόμο και
δ) το αν είναι επαρκές ώστε να παρέχει δυνατότητα εκτίμησης των κινδύνων από τα διοικητικά όργανα. Ευλόγως η ευθεία αξιολόγηση από τον δικαστή των συνεπειών και η κρίση αν αντίκειται στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου γιατί προϋποθέτουν ουσιαστική εκτίμηση.
Αναγόμενοι στο δίκαιο για την κλιματική αλλαγή, κατά την άσκηση του δικαστικού ελέγχου της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης, ο δικαστής εξετάζει τέσσερα σημεία: Πρώτον, αν ο νόμος όντως παραχώρησε διακριτική ευχέρεια στη διοίκηση, Δεύτερον, αν η διοίκηση όντως άσκησε την παραχωρηθείσα ευχέρεια ή αντιθέτως ενήργησε κατά υποτιθέμενη δέσμια αρμοδιότητα, Τρίτον, αν η διοίκηση διέπραξε κακή χρήση ή υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας και, τέταρτον, αν η διοίκηση διέπραξε κατάχρηση εξουσίας κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας.
Ο έλεγχος της παραχώρησης διακριτικής ευχέρειας διαπιστώνει αν ο νόμος χορήγησε διακριτική ευχέρεια ή δέσμια αρμοδιότητα στη διοίκηση. Εάν ο νόμος δεν είναι απολύτως σαφής ως προς το είδος της αρμοδιότητας που παρέχει, δηλαδή εάν δεν προβλέπει υποχρέωση της Διοίκησης να εκδώσει διοικητική πράξη, η νομολογία του ΣτΕ δέχεται τεκμήριο υπέρ της διακριτικής ευχέρειας.[85] Ωστόσο, το τεκμήριο υπέρ της διακριτικής ευχέρειας δεν είναι απόλυτο αλλά εισάγονται σε αυτό εξαιρέσεις. Το τεκμήριο ισχύει κυρίως στο πεδίο της παροχικής διοίκησης και γενικότερα στις πράξεις που εκδίδονται προς όφελος του διοικουμένου. Το τεκμήριο δεν μπορεί να ισχύσει όταν πρόκειται για περιορισμό ατομικού δικαιώματος. Η διοίκηση πρέπει να κάνει χρήση της διακριτικής ευχέρειας μόνο στο μέτρο που παρέχει ο νόμος, ο νόμος δηλαδή θέτει άκρα όρια στη δράση της διοίκησης και το δικαστήριο ελέγχει αν υφίσταται υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης.
Τα άκρα όρια καθορίζονται από τον νόμο (π.χ. ο τάδε περιορισμός επιτρέπεται υπό τις τάδε προϋποθέσεις, ή μια ενέργεια επιτρέπεται μόνο για «εξαιρετικούς λόγους»). Η διοίκηση λοιπόν οφείλει να σέβεται τα όρια αυτά της ειδικής και ρητής νομοθετικής εξουσιοδότησης. Υπέρβαση των ορίων αυτών οδηγεί σε πράξη παράνομη, μη έχουσα έρεισμα στον νόμο, που μπορεί να ακυρωθεί δικαστικά. Είναι όμως δυνατόν ο νόμος να μη περιέχει όρια, αλλά αυτά να καθορίζονται από το Σύνταγμα ή από ορισμένες γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου.[86]
Στο πλαίσιο τούτο, οι ρόλοι δικαστή και διοίκησης παραμένουν διακριτοί. Η νομολογία οφείλει αδιαμφισβήτητα να παραμείνει εντός του θετικού δικαίου, όπως νοηματοδοτείται και φωτίζεται από το ενωσιακό περιβαλλοντικό κεκτημένο. Τούτο θα λάβει χώρα δίχως «περιβαλλοντικές ακροβασίες». Η υιοθέτηση της στάθμισης εν εκάστη περιπτώσει αποτελεί τη λέξη – κλειδί για την επίλυση πιθανών προβλημάτων που αναφύονται στη νομολογιακή πραγματικότητα.[87] Η δε διοίκηση προσηλωμένη στο καθήκον της οφείλει να διενεργήσει με τρόπο ορθό, συστηματικό, τεκμηριωμένο το έργο της, χωρίς αυθαιρεσίες, επιπολαιότητες και έωλες λύσεις.
Ωστόσο, εν προκειμένω, τίθενται τα ζητήματα των ατομικών δικαιωμάτων, ιδίως υπό το φως της ΕΣΔΑ και του Χάρτη και ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να εξάγονται γενικόλογες λύσεις, αλλά πάντοτε συμπεράσματα ιδωμένα υπό το φως των κάτωθι.
Τα ζητήματα αυτά τέθηκαν – μεταξύ άλλων – και στην απόφαση Juliana & others v. USA, στην οποία αμφισβητήθηκε εντόνως η αρμοδιότητα της δικαστικής εξουσίας να επιλύει οριστικά το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, με το επιχείρημα ότι τούτο επαφίεται στη νομοθετική ή την εκτελεστική εξουσία.
Κρίσιμη τελικά αποβαίνει σε κάποιο βαθμό και η εγγυητική δικαστική παρέμβαση, υπό την έννοια του ελέγχου συμφωνίας της πράξης με το δημόσιο συμφέρον (διά του ελέγχου της αιτιολογίας της πράξης) και όχι υπό τη μορφή ελέγχου εναντίωσης (έλεγχος σκοπών-κινήτρων), αλλά δεν επιτρέπεται σαφώς ο δικαστής να υποκαταστήσει ποτέ κανένα άλλο όργανο της Πολιτείας.[88] Όταν μάλιστα εξετάζει την ιεραρχική προτεραιότητα μεταξύ διαφόρων μορφών και εκφάνσεων του δημόσιου συμφέροντος, τότε πρέπει, κατά την ορθότερη γνώμη, αυτή η κρίση του να ερείδεται επί της ιεραρχικής θέσης του κανόνα που καθορίζει το συμφέρον ως δημόσιο, ενώ οι προερμηνευτικές του θέσεις θα πρέπει να μην καθίστανται εμπόδιο στην απρόσκοπτη, ανεξάρτητη και αμερόληπτη ερμηνεία του δικαίου.[89] Ο δικαστής στο πεδίο του δικαίου για την κλιματική αλλαγή υιοθετεί εκτός από ρόλο ενεστωτικό, ταυτοχρόνως και ρόλο προορατικό. Καλείται να εξετάσει εκ των προτέρων μία συγκεκριμένη έκφανση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής από νομικής απόψεως, σύμφωνα πάντα και με τους ισχυρισμούς των αιτούντων/εναγόντων και να παραμείνει αφενός πιστός στον συνταγματικό του ρόλο, αφετέρου να δράσει και λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη φύση του περιβαλλοντικού αγαθού και τη σημασία της ανάσχεσης της κλιματικής αλλαγής.
[1] E. BEAUCHAMP et al. The Climate Crisis: Four Ways Evaluations Can Strengthen Policymaking. International Institute for Environment and Development, Σεπτ 2020, διαθέσιμο σε: https://www.iied.org/17761iied. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/resrep29048. τελευταία πρόσβαση: 25.02.2024.
[2] Ξεχωρίζει η ομάδα BASIC (Βραζιλία, Νότια Αφρική, Ινδία, Κίνα), αφού οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν αποτελούν ενιαίο σύνολο, βλ. Ε. ΔΟΥΣΗ, Κλιματική Αλλαγή – Μικρές Εισαγωγές, εκδ. Παπαδόπουλος, 2017, 28-29, Π. ΓΑΛΑΝΗ, Δίκαιο για την κλιματική αλλαγή, 2023, Π. ΓΑΛΑΝΗ, Ευρωπαϊκό Δίκαιο του Περιβάλλοντος, 2023.
[3] V. SΑTGAR, “THE ANTHROPOCENE AND IMPERIAL ECOCIDE: PROSPECTS FOR JUST TRANSITIONS.” The Climate Crisis: South African and Global Democratic Eco-Socialist Alternatives, edited by Vishwas Satgar, Wits University Press, 2018, 47-68. JSTOR, https://doi.org/10.18772/22018020541.8. Accessed 5 Aug. 2022.
[4] P. HODDER, M. BRIAN, “Climate Crisis? The Politics of Emergency Framing.” Economic and Political Weekly, vol. 44, no. 36, 2009, 53-60. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/25663518. Accessed 6 Aug. 2022.
[5] HODDER, BRIANT, ό.π., 55.
[6] R.B. BRENT, “Science Fiction and the Climate Crisis.” Science Fiction Studies, vol. 45, no. 3, 2018, 417-19. JSTOR, https://doi.org/10.5621/sciefictstud.45.3.0417. Accessed 3 Aug. 2022.
[7] HODDER, BRIANT, ό.π., 56.
[8] L. LAYBOURN-LANGTON, L. RANKIN, A NEW MODEL OF INTERNATIONAL COOPERATION UNDER CONDITIONS OF ENVIRONMENTAL BREAKDOWN, Institute for Public Policy Research (IPPR), 2019, διαθέσιμο σε: http://www.jstor.com/stable/resrep21891.9, 10.
[9] S. HENDERSHOT, “MORALITY AND RELIGION IN THE CLIMATE CRISIS.” Journal of International Affairs, vol. 73, no. 1, 2019, 225-30. JSTOR, https://www.jstor.org/stable/26872792. Accessed 2 Aug. 2022.
[10] D. CHAKRABARTY, ‘Humanities in the Anthropocene: The Crisis of an Enduring Kantian Fable’ (2016) 47(2-3) New Literary History, 377-97.
[11] b. Alan, s.c. navraj, climate change and international law beyond unfccc, in: c. Cinnamon, g. Kevin, r. Tarakofsk, The Oxford Handbook of International Climate Change Law, Oxford, Oxford University Press, 27-54 (ακριβή σελίδα όπου αναφέρεται αυτό περί φωτογραφίας στιγμής για το οποίο παραπέμπετε?, please pinpoint).
[12] Η. VON ASSELT, F. SINDICO, M. MEHLING, Global Climate Change and the Fragmentation of International Law, Law and Policy, 30, 4, 430.
[13] R. WILLIS, “Dual Realities: Living with the Climate Crisis.” Too Hot to Handle?: The Democratic Challenge of Climate Change, 1st ed., Bristol University Press, 2020, 53-68. JSTOR, https://doi.org/10.2307/j.ctvz938kb.7. Accessed 3 Aug. 2022.
[14] L. GROW SUN, S. McCORMICK, ‘Foreseeable Disaster Mismanagement in a Changing Climate’, in A. Sarat (eds.), Special Issue Cassandra’s Curse: The Law and Foreseeable Future Disasters (Emerald, 2015), 65-93.
[15] T.R. HICKMAN, ‘Between Human Rights and the Rule of Law: Indefinite Detention and Derogation Model of Constitutionalism’ (2005) 68(4) The Modern Law Review, 667.
[16] Γενικά για το δίκαιο της ανάγκης, βλ. J. FEREJOHN & P. PASQUINO, ‘The Law of the Exception: A Typology of Emergency Powers’ (2004) 2(2) International Journal of Constitutional Law, 210-39, Gross & Aolain, n. 33 above, 17-85 .
[17] M. Frisch “Climate Change Justice.” Philosophy & Public Affairs, vol. 40, no. 3, 2012, 225–53. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/23323976. Accessed 19 Feb. 2024.
[18] E. GIBBONS, “Climate Change, Children’s Rights, and the Pursuit of Intergenerational Climate Justice.” Health and Human Rights, vol. 16, no. 1, 2014, 19–31. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/healhumarigh.16.1.19. Accessed 19 Feb. 2024.
[19] T. BROOKS, “Introduction to Climate Change Justice.” PS: Political Science and Politics, vol. 46, no. 1, 2013, 9–12. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/43284272. Accessed 19 Feb. 2024.
[20] V. SATGAR, “THE CLIMATE CRISIS AND SYSTEMIC ALTERNATIVES.” The Climate Crisis: South African and Global Democratic Eco-Socialist Alternatives, edited by Vishwas Satgar, Wits University Press, 2018, 1–28. JSTOR, https://doi.org/10.18772/22018020541.6. Accessed 19 Feb. 2024.
[21] J. BOYD, D. INGBERMAN, “The ‘Polluter Pays Principle’: Should Liability Be Extended When the Polluter Cannot Pay?” The Geneva Papers on Risk and Insurance. Issues and Practice, vol. 21, no. 79, 1996, 182-203. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/41954091. Accessed 10 Aug. 2022.
[22] Εταιρεία Διοικητικών Μελετών, Θ. ΑNTΩΝΙΟΥ κλπ., Κλιματική Κρίση και Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 2022.
[23] Βλ. και Χ. ΖΕΡΕΦΟ, Κλιματική αλλαγή – βιώσιμη ανάπτυξη σε: Η συμβολή της νομολογίας στην εξέλιξη του δικαίου περιβάλλοντος – Βιώσιμη ανάπτυξη, Αθήνα, 2009, 25 επ.
[24] Βλ. λ.χ. J. DIAZ-POINT, ‘Cities and the Governance Framing of Climate Change’ (2021) 31(1) Environmental Policy and Governance, 18-30. See also campaigns such as Taking Climate Justice into Our Own Hands, available at: https://wcel.org/publication/taking-climate-justice-our-own-hands.
[25] B. KONIOR, “Now the Totality Maps Us: Mapping Climate Migration and Surveilling Movable Borders in Digital Cartographies.” Mapping Crisis: Participation, Datafication and Humanitarianism in the Age of Digital Mapping, edited by Doug Specht, University of London Press, 2020, 163-84. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/j.ctv14rms6g.15. Accessed 6 Aug. 2022.
[26] ΣτΕ 734/2016.
[27] ΣτΕ 2287/2015.
[28] Αναλυτικά για την έννοια του Existenzminimum στη γερμανική θεωρία και νομολογία βλ. αντί πολλών SCHNATH, Das neue Grundrecht auf Gewährleistung eines menschenwürdigen Existenzminimums – Ein rechtspolitischer Ausblick nach dem Urteil des Bundesverfassungsgerichts vom 9.2.2010, NZS 2010, 297, NEUMANN, Menschenwürde und Existenzminimum, NVwZ 1995, 426.
[29] Βλ. αντί πολλών τις ακόλουθες αποφάσεις του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου για τη δογματική του Existenzminimum: BVerfGE 1, 97, BVerfGE 82, 60 και BVerfGE 100, 271, που αναλύουν τον πυρήνα της έννοιας.
[30] RAND Corporation. Systemic Risk: It’s Not Just in the Financial Sector. RAND Corporation, 2020. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/resrep24271. Accessed 4 Aug. 2022.
[31] ??? περαιτέρω στοιχεία σχετικά με αυτή?
[32] S. ROOS, “Climate Change and Human Rights: What Follows for Corporate Human Rights Responsibility?” Climate Change: International Law and Global Governance: Volume I: Legal Responses and Global Responsibility, edited by Oliver C. Ruppel et al., 1st ed., Nomos Verlagsgesellschaft mbH, 2013, 299-322. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/j.ctv941w8s.15. Accessed 13Aug. 2022.
[33] A. GIDDENS, Η πολιτική των κλιματικών αλλαγών, εκδ. Μεταίχμιο 2009, σελ?.
[34] Μ. ROBINSON, “Justice, Human Rights, and Climate Change.” The Fletcher Forum of World Affairs, vol. 39, no. 2, 2015, 9-12. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/45290144. Accessed 6 Aug. 2022.
[35] ROOs, ό.π., 304.
[36] Α. ΗΛΙΑΔΟΥ, τίτλος?, σε: Εταιρεία Διοικητικών Μελετών, ό.π., 22.
[37] ΗΛΙΑΔΟΥ, Δίκαιο της Ενέργειας, 130-131, με αναφορά σε ΟλΣτΕ 26/2014.
[38] J. HATTINGH, “Whose Climate, Which Ethics?: On the Foundations of Climate Change Law.” Climate Change: International Law and Global Governance: Volume I: Legal Responses and Global Responsibility, edited by Oliver C. Ruppel et al., 1st ed., Nomos Verlagsgesellschaft mbH, 2013, 95-120. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/j.ctv941w8s.9. Accessed 6 Aug. 2022.
[39] Σκέψεις σε: W. CHUAN-FENG, “Challenges to Protecting the Right to Health under the Climate Change Regime.” Health and Human Rights, vol. 23, no. 2, 2021, 121-38. JSTOR, https://www.jstor.org/stable/48636260. Accessed 6 Aug. 2022.
[40] G. BECK et al., “Mind the Gap: The Discrepancy Between the Normative Debate and Actual Use of Human Rights Language in International Climate Negotiations.” Consilience, no. 14, 2015, 25-45. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/26188740. Accessed 6 Aug. 2022.
[41] S. DUYCK, E. LENNON, W. OBERGASSEL, A. SAVARESI, Human Rights and the Paris Aggrement’s Implementation Guidelines: Opportunities to Develop a Rights-Based Approach, Carbon and Climate Law Journal, 3, 191-202.
[42] S. ADELMAN, “Human Rights and Climate Change.” Human Rights: Current Issues and Controversies, edited by Gordon DiGiacomo, University of Toronto Press, 2016, 411-35. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/10.3138/j.ctv2fjwqk2.22. Accessed 6 April 2022.
[43] S. KRAVCHENKO, “Right to Carbon or Right to Life: Human Rights Approaches to Climate Change.” Vermont Journal of Environmental Law, vol. 9, no. 3, 2008, 513-47. JSTOR, https://doi.org/10.2307/vermjenvilaw.9.3.513. Accessed 6 Aug. 2022.
[44] C. ROSCHMANN, “Climate Change and Human Rights.” Climate Change: International Law and Global Governance: Volume I: Legal Responses and Global Responsibility, edited by Christian Roschmann et al., 1st ed., Nomos Verlagsgesellschaft mbH, 2013, 203-42. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/j.ctv941w8s.12. Accessed 3 May 2022.
[45] E.D. GIBBONS, “Climate Change, Children’s Rights, and the Pursuit of Intergenerational Climate Justice.” Health and Human Rights, vol. 16, no. 1, 2014, 19-31. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/healhumarigh.16.1.19. Accessed 15 May 2022.
[46] J. HARRINGTON, “CLIMATE CHANGE, HUMAN RIGHTS, AND THE RIGHT TO BE COLD.” Fordham Environmental Law Review, vol. 18, no. 3, 2007, 513-35. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/44175133. Accessed 6 Aug. 2022.
[47] Σ. ΜΟΙΡΑΣΓΕΝΤΗΣ, Από την κλιματική αλλαγή σε περισσότερες φυσικές καταστροφές: σενάρια και προβλέψεις για την Ελλάδα, ΔιΔικ 2020, 118 επ.
[48] Θ. ΠΑΝΑΓΟΣ, Κ. ΚΟΜΝΙΟΣ, Κλιματική Κρίση – Τομεακές επιπτώσεις, εκδ. Σάκκουλα, 2022, 1 επ.
[49] Γ. ΔΕΛΛΗΣ, Φιλελευθερισμός και σοσιαλδημοκρατία, Η ορθολογική επιλογή της Ευρώπης, εκδ. Ευρασία, 2020, 3 επ.
[50] Βλ. και Di FLORISTELLA, A. PENNISI, “Reconciling Pragmatism with Idealism in the European Union’s Security Cooperation with ASEAN.” Contemporary Southeast Asia, vol. 42, no. 2, 2020, 174-199. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/26937799. Accessed 8 May 2021.
[51] D. SPRATT, ‘Understanding Climate Emergency and Local Government’, Breakthrough – National Centre for Climate Restoration, June 2019, https://climateemergencydeclaration.org/breakthrough-guide-understanding-climate-emergency-and-local-governmen.
[52] K. DAVIDSON et al., ‘The Making of a Climate Emergency Response: Examining the Attributes of Climate Emergency Plans’ (2020) 33(2) Urban Climate, article 100666, available at: https://doi.org/10.1016/j.uclim.2020.100666.
[53] M. HULKE, “Climate Emergency Politics Is Dangerous.” Issues in Science and Technology, vol. 36, no. 1, 2019, 23-25. JSTOR, https://www.jstor.org/stable/26949073. Accessed 6 April 2021.
[54] Βλ. και Y. KAYA, K. YOKOBURI, Environment, Energy and Economy; Strategies for Sustainability, 1998.
[55] HODDER, BRIAN, ό.π.
[56] S. COVENEY, “The Global Politics of the Climate Emergency.” Irish Studies in International Affairs, vol. 31, 2020, 5-11. JSTOR, https://doi.org/10.3318/isia.2020.31.13. Accessed 6 Aug. 2022.
[57] Πρβλ. και Β. ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ, Θεμελιώδη δικαιώματα και φυσικές καταστροφές υπό το πρίσμα των κλιματικών διαφορών, ΔιΔικ 2020, 160 επ.
[58] Βλ. και Π. ΠΙΚΡΑΜΜΕΝΟ, Η Κλιματική Δίκη: Μια καθοριστική εξέλιξη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής σε: Το Βιώσιμο Κράτος, Τιμ. Τόμος Κ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, εκδ. Σάκκουλα, 2022.
[59] Μ. ΓΑΒΟΥΝΕΛΗ, Ανθρώπινα δικαιώματα και κλιματική αλλαγή σε: Κλιματική Κρίση και Δίκαιο, ό.π., 31.
[60] M. DELLINGER, See you in court: Around the World in Eight Climate Change Lawsuits, William and Mary Environmental Law and Policy Review, 42, 525-551.
[61] Ε. ΔΟΥΣΗ, ό.π., 114.
[62] Carbon Majors θεωρούνται οι Μεγάλοι Ρυπαίνοντες.
[63] J. SETZER, C. HIGHAM, Global Trends in climate change litigation, 2021 snapshot, London, Gratham Research Institute on Climate Change and the Environment and Centre for Climate Change Economics and Policy, LSE, 2021.
[64] Β. ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΟΥ, Κλιματική αλλαγή και ανθρώπινα δικαιώματα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων: Μια νέα εντεινόμενη τάση ως αφετηρία για καινοτομικές προσεγγίσεις, σε: Τιμ. Τόμος Κ. Σακελλαροπούλου, Το Βιώσιμο Κράτος, εκδ. Σάκκουλα, 2022.
[65] C. PANDEY, “Managing Climate Change: Shifting Roles for NGOs in the Climate Negotiations.” Environmental Values, vol. 24, no. 6, 2015, 799-824. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/43695280. Accessed 13 Aug. 2022.
[66] Bλ. αντί πολλών, J. PEEL, M.H.OSOFSKY, A rights turn in Climate Change Litigation? Transnational Environmental Law, 7, 1, 37-67.
[67] Ενδεικτικώς: ΔΕΚ C-33/1976, Υπόθεση Rewe, Συλλογή 1976, ECR 01989, σκέψη 5; ΔΕΚ Κοινές Υποθέσεις C-31/1991 έως και C-44/1991, Lageder et al., Συλλογή 1993, ECR I-1761, σκ. 29 κλπ.
[68] ΔΕΚ, Υπόθ. C-321/95P, Απόφ. της 2ης Απριλίου 1998, Stichting Greenpeace Council ECLI:EU:C:1998:153.
[69]ΔΕΚ, Υπόθ. C-321/95P, Απόφ. της 2ης Απριλίου 1998, Stichting Greenpeace Council ECLI:EU:C:1998:153.
[70] ΔΕΕ, Υπόθ. C-240/09, Απόφ. της 8ης Μαρτίου 2011, ECLI:EU:C:2011:125.
[71] Β. ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΟΥ, Η δικαστική προστασία στις περιβαλλοντικές διαφορές υπό το πρίσμα της Σύμβασης Άαρχους και του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων: Σκέψεις με αφορμή τις Αποφάσεις του ΔΕΕ στις Υποθέσεις LZ Ι (C-240/09) και LZ ΙΙ (C-243/15), ΠερΔικ 4/2017, 605.
[72] L. KRAMER, Climate change, Human Rights and Access to Justice, Journal for European Environmental and Planning Law, 12, 2009, 21-34.
[73] B. PRESTON, The Contribution of Courts in Tackling Climate Change (2016) 28(1), Journal of Environmental Law, 11-7.
[74] W.C. BURNS, H.M. OSOFKSY (eds.), Adjudicating Climate Change: State, National, and International Approaches (Cambridge University Press, 2009.
[75] J. PEEL, GODDEN L. & KEENAN R.J., Climate Change Law in an Era of Multi-Level Governance (2012) 2(1) Transnational Environmental Law, 245-80.
[76] Α.J. SAIGER, Domestic Courts and the Paris Agreement’s Climate Goals: The Need for a Comparative Approach, Transnational Environmental Law, December 2019, 37-54.
[77] J. PEEL, H.M. OSOFSKY, Climate Change Litigation: Regulatory Pathways to Cleaner Energy, Cambridge University Press, 2015.
[78] Α. ΗΛΙΑΔΟΥ, Κλιματική αλλαγή και Δίκαιο. Ζητήματα δημοσίου δικαίου σε: Κλιματική Κρίση και Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 2022, 12.
[79] R. ABATE, Climate Justice: Case Studies in Global and Regional Governance Challenges, Environmental Law Institute, 2016.
[80] A. AVERCHENKOVA, S. FRANKHAUSER, M. NACHMANY (eds), Trends in Climate Change Legislation, Edward Elgar, 2017.
[81] Βλ. π.χ. ΣτΕ 4885/2013 και Α. ΗΛΙΑΔΟΥ, Δίκαιο της Ενέργειας, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2021, 73.
[82] Α. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Οι γενικές αρχές του ακυρωτικού ελέγχου κατά τη διαδικασία εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων έργων και δραστηριοτήτων, ΝκΦ, Ιούλιος 2003.
[83] ΣτΕ 1675/1999, ΣτΕ 3478/2000, ΣτΕ 3988/2001 κλπ.
[84] Βλ. γενικώς Μ. ΔEKΛEΡΗ, Το δίκαιο της Βιωσίμου Αναπτύξεως, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2000 και του ιδίου, Ο Δωδεκάδελτος του περιβάλλοντος. Αρχές της βιωσίμου αναπτύξεως, ΝκΦ 1995, 283 επ, Ε. ΚΟΥΤΟΥΠΑ-ΡΕΓΚΑΚΟΥ, ό.π., 148, ΣτΕ 2511/2002, με αναφορά σε ΠΕΚ T-27/98, Nardone κ. Επιτροπής.
[85] Π.Δ. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Ζ Αναθεωρημένη Έκδοση, Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2014, 169 επ.
[86] Οι γενικές αρχές και το Σύνταγμα μπορούν να «δεσμεύουν» τη διακριτική ευχέρεια της Δ σε ορισμένα πλαίσια, είτε απαγορεύοντας της μια ορισμένη συμπεριφορά (υποχρέωση ανακλήσεως) είτε επιβάλλοντας μια συγκεκριμένη συμπεριφορά (λεγόμενη και ‘συστολή της ευχέρειας’).
[87] Π. ΓΑΛΑΝΗΣ, Το Δίκαιο Περιβάλλοντος μεταξύ Πολιτικής και Ηθικής Φιλοσοφίας και μέσα από το παράδειγμα του Γερμανικού Ιδεαλισμού, ΠερΔικ 1/2020, 69-81.
[88] C.F. PARKER, C. KARLSSO, M. HIERPE, Assessing the EU’s Global Climate Change Leadership: From Copenhagen to the Paris Agreement, 39, Journal of European Integration, 2.
[89] Κ. ΜΕΝΟΥΔΑΚΟΣ, Ομιλία με θέμα: «Νομιμότητα, Δημόσιο συμφέρον και αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος (θεσμικά όρια της εξουσίας του διοικητικού δικαστή μεταξύ φορμαλισμού και δικαστικού ακτιβισμού)», ΘΠΔΔ 7/2014, 677.