Ε.Δ.Δ.Α, Svit Rozvag, Tov κ.α. κατά Ουκρανίας της 27.06.2019 (αρ. προσφ. 13290/11, 62600/12 και 49432/16), Aνάκληση άδειας λειτουργίας καταστημάτων τυχερών παιγνίων με νομοθετική ρύθμιση, προσβολή του δικαιώματος της περιουσίας

πηγή: http://www. echrcaselaw.com

ΔΙΑΤΑΞΗ

Αρθρο 1 Πρώτου Πρωτοκόλλου

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η υπόθεση αφορούσε την απαγόρευση των τυχερών παιχνιδιών που  ίσχυσε στην Ουκρανία το 2009.

Οι προσφεύγουσες είναι εταιρείες της Ουκρανίας, η Svit Rozvag,  η TOV, με έδρα το Χάρκοβο, και η Igro-Bet, η PP, με έδρα το Lviv και μια Ουκρανή υπήκοος, Nataliya Stanko, η οποία ζει στην Loza. Δύο από τις προσφεύγουσες διαχειρίζονταν επιχειρήσεις με τα τυχερά παιχνίδια ενώ η τρίτη (Igro-Bet, PP), η οποία  είχε λάβει άδεια λίγο πριν την απαγόρευση, αντιμετώπισε εμπόδια στην έναρξη της  καινούργιας επιχείρησης.

Με αφορμή την  πυρκαγιά τον Μάιο του 2009 σε ένα κατάστημα τυχερών παιχνιδιών στο Dnipro, όπου σκοτώθηκαν εννέα άτομα και τραυματίστηκαν άλλα έντεκα, το Κοινοβούλιο ψήφισε νομοσχέδιο για  ολοκληρωτική απαγόρευση των τυχερών παιχνιδιών. Ακριβώς πριν από την ολική απαγόρευση το Υπουργείο Οικονομικών είχε επίσης αναστείλει όλες τις άδειες τυχερών παιχνιδιών με άμεση ισχύ.

Τέθηκε δε σε ισχύ νέος νόμος.  Όλες οι άδειες τυχερών παιχνιδιών των προσφευγουσών ανακλήθηκαν βάσει αυτού. Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν αγωγές αποζημίωσης, οι οποίες όμως απορρίφθηκαν όλες.

Όλες οι προσφεύγουσες επικαλέστηκαν ιδίως το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας) διαμαρτυρόμενες για την αιφνίδια ανάκληση των αδειών τυχερών παιχνιδιών χωρίς αποζημίωση. Η Κα Stanko κατήγγειλε σύμφωνα με το ίδιο άρθρο την αναστολή της αδείας της τον Μάιο του 2009.

Η Svit Rozvag, η TOV και η κα Stanko άσκησαν επίσης καταγγελίες βάσει του άρθρου 6 § 1 (δικαίωμα ακρόασης) σχετικά με την αγωγή αποζημιώσεως, ισχυριζόμενες ιδίως ότι τα εθνικά δικαστήρια παρέλειψαν να απαντήσουν στα επιχειρήματά τους προς στήριξη των ισχυρισμών τους που βασίστηκαν στη Σύμβαση και στην νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Είναι σαφές από τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι η ανάκληση  μιας έγκυρης άδειας για τη λειτουργία μίας επιχείρησης συνιστά παρέμβαση του δικαιώματος  στην ειρηνική απόλαυση των αγαθών που κατοχυρώνεται με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου και πρέπει να εξεταστεί σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του εν λόγω άρθρου ως μέτρο ελέγχου της χρήσης της ιδιοκτησίας.

Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι η πρώτη και σπουδαιότερη προϋπόθεση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου είναι ότι οποιαδήποτε επέμβαση δημόσιας αρχής στην ειρηνική απόλαυση των περιουσιακών στοιχείων πρέπει να είναι νόμιμη. Το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου επιτρέπει μόνο τη στέρηση των περιουσιακών στοιχείων  «με την επιφύλαξη των όρων που προβλέπονται από το νόμο»  και αναγνωρίζει ότι τα κράτη έχουν το δικαίωμα να ελέγχουν τη χρήση των περιουσιακών στοιχείων μέσω της νομοθεσίας. Επιπλέον, το κράτος δικαίου, μία από τις θεμελιώδεις αρχές μιας δημοκρατικής κοινωνίας, είναι εγγενές σε όλα τα άρθρα της Σύμβασης.

Το κύριο επιχείρημα της δεύτερης προσφεύγουσας σχετικά με την ανάκληση της αδείας της,  ήταν ότι στον νόμο για τις προϋποθέσεις αδειοδότησης, καθορίστηκε εξαντλητικός κατάλογος λόγων  για  διαδικασία  ανάκλησης των αδειών και ότι οι αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου και του Υπουργού Οικονομικών που ανακάλεσαν την άδεια,  εκδόθηκαν κατά παράβαση των εν λόγω κανόνων. Την άποψη αυτή συμμεριζόταν και το ΕΔΔΑ.

Στο βαθμό που τα εθνικά δικαστήρια φάνηκαν να υποστηρίζουν  ότι η αναγνώριση μιας τέτοιας εγγενούς εξουσίας δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους όπως η προστασία της ανθρώπινης ζωής, της υγείας και του περιβάλλοντος,  η προσφεύγουσα καλύπτει αυτές τις καθιερωμένες αξίες, έχοντας εξασφαλίσει, την ασφάλεια στο χώρο εργασίας, συνεπώς οι αρχές  δημόσιας υγείας  δεν είχαν αρκετούς λόγους  για να ανακαλέσουν  τη λειτουργία συγκεκριμένων τυχερών παιχνιδιών σε περίπτωση κινδύνου. Δεν έχει ποτέ προταθεί ότι υπήρχαν λόγοι για οποιαδήποτε τέτοια ανάκληση στην περίπτωση της προσφεύγουσας. Η ανάκληση ίσχυσε  για όλες τις άδειες παιχνιδιών και όχι μόνο για τις επιχειρήσεις  που εκμεταλλεύονταν τον χώρο όπου σημειώθηκε πυρκαγιά και εφαρμόστηκε χωρίς αναφορά σε  ατομική ή έστω  γενική εκτίμηση των προβλημάτων υγείας και ασφάλειας σχετιζόμενα με την πυρκαγιά , που το Υπουργείο Οικονομικών – το όργανο που εξέδωσε την εντολή -, θα  μπορούσε να είχε συσχετίσει για τις  συγκεκριμένες εγκαταστάσεις τυχερών παιχνιδιών και τους κατόχους αδειών.

Αυτές οι σκέψεις αρκούν για να συμπεράνει το Δικαστήριο ότι οι εγχώριες νομικές διατάξεις δεν πληρούσαν τα προαπαιτούμενα  του «νόμου» και, επομένως, ότι η ανάκληση δεν ήταν νόμιμη.

Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου λόγω της ανάκλησης  της άδειας της δευτέρας προσφεύγουσας.

Οι προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν επίσης ότι ο νόμος περί απαγορεύσεως δημιούργησε αβεβαιότητα διότι χαρακτηριζόταν ως προσωρινό μέτρο, ενώ στην πραγματικότητα είχε θεσπιστεί μόνιμη και πλήρης απαγόρευση.

Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου απαιτεί για  οποιαδήποτε παρέμβαση να υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου στόχου. Αυτή η δίκαιη ισορροπία διαταράσσεται εάν ο ενδιαφερόμενος το οποίο αφορά, υφίσταται ένα υπερβολικό βάρος.

Εν προκειμένω, αυτό σημαίνει ότι το Δικαστήριο δεν ασχολείται με τη δικαιολογημένη ή την αδικαιολόγητη απαγόρευση των τυχερών παιχνιδιών εν γένει ή στην Ουκρανία ειδικότερα. Το μόνο που ερευνά   στην προκειμένη περίπτωση είναι η ειδική νομοθεσία που εφαρμόζεται στις προσφεύγουσες και ο τρόπος εφαρμογής της.

Η προηγούμενη νομοθεσία αδειοδότησης προέβλεπε ότι οι άδειες θα παρέμεναν σε ισχύ για ορισμένο χρονικό διάστημα, δεν θα μπορούσαν να ανακληθούν κατά βούληση και θα μπορούσαν να ανακληθούν μόνο για συγκεκριμένους λόγους, κανέναν από τους οποίους  δεν συνέβη στις υποθέσεις των προσφευγουσών. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγουσες είχαν το δικαίωμα να αναμένουν ότι θα τους επιτραπεί να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητές τους τουλάχιστον μέχρι τις ημερομηνίες λήξης των αδειών τους και, αν η νομοθεσία διαφοροποιούνταν εν τω μεταξύ, να λάβουν μια συγκεκριμένη μορφή αποζημίωσης για τον τυχόν εναπομείναντα χρόνο που δεν θα εκμεταλλεύονταν την άδεια τους.

Η μεταβατική περίοδος ανέρχεται, θεωρητικά, σε σαράντα ημέρες από τη θέση σε ισχύ του νόμου περί απαγορεύσεως μέχρι την έναρξη ισχύος του. Εντούτοις, για το μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου, η οποία ήταν ήδη πολύ σύντομη, οι άδειες των αιτούντων ανακλήθηκαν με μέτρο το οποίο παραβίαζε το ίδιο το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου όσον αφορά την δεύτερη προσφεύγουσα. Στην ουσία, δεν υπήρχε μεταβατική περίοδος.

Επιπλέον, εφόσον δεν υπήρχε προειδοποίηση  ότι η δραστηριότητα τους θα διακόπτονταν,  η προηγούμενη νομοθετική πρόταση της κυβέρνησης στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών μπορεί να τους έχει οδηγήσει να πιστεύουν ότι έπρεπε να επενδύσουν περισσότερο στις επιχειρήσεις τους προκειμένου να συνεχίσουν να λειτουργούν στο πλαίσιο του νέου ρυθμιστικού καθεστώτος .

Υπό τις συνθήκες αυτές, το μέτρο που εφαρμόστηκε στις προσφεύγουσες ήταν δυσανάλογο, λόγω κυρίως της ποιότητας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων που οδήγησε σε αυτό, της ελλείψεως αντισταθμιστικών μέτρων, ακόμη και όσον αφορά τις άμεσες δαπάνες που επέβαλε το ίδιο το κράτος, και την έλλειψη μιας ουσιαστικής μεταβατικής περιόδου.

Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου λόγω του τρόπου με τον οποίο ανακλήθηκαν οι άδειες των προσφευγουσών.

Δίκαιη ικανοποίηση: Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση των παραβιάσεων αποτελούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για οποιαδήποτε ηθική βλάβη που υπέστησαν οι προσφεύγουσες. Επίσης απονεμήθηκαν 300.000 ευρώ στην Svit Rozvag, TOV, 58.500 ευρώ στην κα Stanko και 135.000 ευρώ στην Igro-Bet, PP, ως χρηματική αποζημίωση και 17.000 ευρώ  στην Svit Rozvag, την TOV, 2.200 ευρώ στην κα Stanko και 214 ευρώ στην Igro-Bet, PP για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *