Πηγή: /www.echrcaselaw.com/
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σφαγή άρρωστων ζώων και αποζημίωση λόγω προσβολής της ιδιοκτησίας. Άρνηση των βελγικών αρχών να αποζημιώσουν την προσφεύγουσα εταιρεία για την διενεργηθείσα σφαγή 253 βοοειδών μολυσμένων με βρουκέλλωση, λόγω της παραβίασης εκ μέρους τους των υγειονομικών διατάξεων.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι η προσφεύγουσα εταιρεία δεν δικαιούταν αποζημίωση λόγω των πολυάριθμων παραβιάσεων των κανονισμών για την υγεία των ζώων στις οποίες η ίδια είχε προβεί. Οι εθνικές αρχές διέθεταν ορισμένο βαθμό διακριτικής ευχέρειας σχετικά με την προστασία της δημόσιας υγείας και της ασφάλειας των τροφίμων στην επικράτειά τους και καθόριζαν τις κυρώσεις για τις παραβιάσεις των υγειονομικών κανονισμών, ανάλογα με τους κινδύνους που απορρέουν από τη μη συμμόρφωση και τη φύση των ζωικών ασθενειών για τις οποίες οι κανονισμοί είχαν σχεδιαστεί. Ως εκ τούτου, ενόψει της σημασίας που έχει για τα κράτη να αποτρέψουν τέτοιες ασθένειες και το ευρύ περιθώριο εκτίμησης τους, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα εταιρία δεν υπέστη ατομική και υπερβολική επιβάρυνση λόγω της άρνησης χορήγησης αποζημίωσης για τη σφαγή των βοοειδών της. Μη παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας) της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα εταιρία S.A. Bio d’Ardennes, είναι βελγική εταιρία περιορισμένης ευθύνης με έδρα τη Bastogne (Βέλγιο).
Η εταιρεία στο πλαίσιο της εμπορικής της δραστηριότητας αγόρασε 27 βοοειδή πορτογαλικής προέλευσης τον Ιούλιο του 1998, στη συνέχεια 62 επιπλέον τον Αύγουστο του 1998, και τα τοποθέτησε στα αγροκτήματα της. Τον Μάρτιο του 2000 ο κτηνιατρικός επιθεωρητής ενημέρωσε την εταιρεία για την εκδήλωση βρουκέλλωσης σε μία από τις αγέλες της και της κοινοποιήθηκε εντολή σφαγής των εν λόγω ζώων. Στις 22 Μαρτίου 2000, σφαγιάστηκαν 118 κεφάλια βοοειδών. Την ίδια ημέρα εκδηλώθηκε και άλλο κρούσμα βρουκέλλωσης και μια άλλη εντολή σφαγής επιδόθηκε και εκτελέστηκε. Τέλος, στις 28 Απριλίου 2000, σύμφωνα με το νόμο της 24ης Μαρτίου 1987 για την υγεία των ζώων, 76 κεφάλια βοοειδών κατασχέθηκαν και σφαγιάστηκαν επίσης.
Στις 26 Ιουλίου 2000, οι κτηνιατρικές υπηρεσίες της Υπηρεσίας Υγείας των Ζώων του Υπουργείου Μικρών Ζώων και των μεσαίων επιχειρήσεων και της γεωργίας (το οποίο διαδέχτηκε το 2003 η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία για την Ασφάλεια της αλυσίδας τροφίμων, η AFSCA) αρνήθηκαν να καταβάλουν τη αιτούμενη αποζημίωση της εταιρείας για τη σφαγή των 253 βοοειδών βάσει του άρθρου 23 § 3 του Βασιλικού Διατάγματος της 6ης Δεκεμβρίου 1978 για την πρόληψη της βρουκέλωσης των βοοειδών. Διαπίστωσαν ότι η προσφεύγουσα εταιρεία είχε διαπράξει πολυάριθμες παραβάσεις, οι οποίες είχαν οδηγήσει ή θα μπορούσαν να έχουν οδηγήσει στη διάδοση της μόλυνσης ολόκληρου του ζωικού κεφαλαίου βοοειδών.
Τον Δεκέμβριο του 2001, η προσφεύγουσα εταιρία προσέφυγε κατά του βελγικού κράτους ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ζητώντας αποζημίωση για τις απώλειες που σχετίζονται με τη σφαγή. Τον Νοέμβριο του 2003 AFSCA αντικατέστησε το βελγικό κράτος ως εναγόμενο στη διαδικασία. Τον Φεβρουάριο του 2006 η προσφεύγουσα εταιρία ειδοποίησε την εγκεκριμένη ένωση DGZ να προσχωρήσει στη δίκη, υποστηρίζοντας ότι αυτή η ένωση δεν κατάφερε να της παράσχει σωστές πληροφορίες, διαφορετικά δεν εισήγαγε τα εν λόγω πορτογαλικά βοοειδή. Τον Φεβρουάριο του 2007, το δικαστήριο απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας.
Το Εφετείο έκρινε ότι η συμπεριφορά της AFSCA ήταν νόμιμη και δίκαιη. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση στο μέτρο που αφορούσε την ευθύνη της DGZ και παρέπεμψε μέρος της υπόθεσης πίσω στο Εφετείο. Στις 22 Φεβρουαρίου 2013, το Εφετείο διέταξε την DGZ να πληρώσει το ποσό των 29.058,48 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία των 27 σφαγμένων βοοειδών. Η προσφεύγουσα εταιρία και η DGZ προσέφυγαν ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου και στη συνέχεια κατέληξαν σε φιλικό διακανονισμό σύμφωνα με την οποία η DGZ κατέβαλε αποζημίωση ύψους 55.000 ευρώ για την απώλεια των 62 βοοειδών.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου πρωτοκόλλου (δικαίωμα στην ιδιοκτησία)
Το Δικαστήριο παρατήρησε εξαρχής ότι οι επίμαχες διαταγές σφαγής αντιστοιχούσαν σε παρεμβολές στα δικαιώματα ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας εταιρείας. Η παρέμβαση είχε προβλεφθεί από το νόμο (Βασιλικό Διάταγμα της 6ης Δεκεμβρίου 1978) και είχε επιδιώξει θεμιτό σκοπό για το δημόσιο συμφέρον.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι θα ελέγξει αν, εν προκειμένω, η σφαγή των βοοειδών χωρίς καταβολή αποζημίωσης είχε επιτύχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και των θεμελιωδών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας εταιρίας ή αν είχε επιβάλει υπερβολική επιβάρυνση στην εταιρεία. Συναφώς, το Δικαστήριο σημείωσε τα εξής:
Πρώτον, το Βασιλικό Διάταγμα της 6ης Δεκεμβρίου 1978 προέβλεπε, καταρχήν, τη μερική αποζημίωση για την σφαγή βοοειδών με βρουκέλλωση. Ωστόσο, η προσφεύγουσα εταιρεία δεν δικαιούντο αποζημίωση λόγω των πολυάριθμων παραβιάσεων των κανονισμών. Η άρνηση αποζημίωσης στις εν λόγω περιπτώσεις προβλέπονταν ρητώς από το άρθρο 23 § 3 του Βασιλικού Διατάγματος και η προσφεύγουσα εταιρεία δεν είχε ισχυριστεί ότι δεν γνώριζε τις υποχρεώσεις που υπέχει από τους κανονισμούς ή ότι δεν είχε διαπράξει τις εν λόγω παραβιάσεις.
Δεύτερον, τα εγχώρια δικαστήρια είχαν επαληθεύσει ότι οι συνθήκες δικαιολογούσαν την παρέμβαση στην ιδιοκτησία όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο. Το Δικαστήριο δεν συνάντησε τίποτα στη συλλογιστική των δικαστηρίων που να οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι οι αποφάσεις τους ήταν αυθαίρετες ή προδήλως παράλογες.
Τρίτον, το Δικαστήριο επισήμανε το γεγονός ότι η προσφεύγουσα εταιρεία είχε λάβει οικονομική αποζημίωση για 89 από τα σφαγέντα βοοειδή λόγω της αμέλειας της DGZ και έλαβε υπόψη το γεγονός αυτό κατά την εκτίμηση της αναλογικότητας των καταγγελλομένων μέτρων.
Τέταρτον, το γεγονός ότι άλλες νομοθεσίες επιβάλλουν κυρώσεις για την μη τήρηση των υγειονομικών κανονισμών μειώνοντας το δικαίωμα αποζημίωσης αντί να το αποκλείουν, δεν ήταν ικανό στην παρούσα υπόθεση να ανατρέψει τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να επιτευχθεί μεταξύ της προστασίας της περιουσίας και τις απαιτήσεις του γενικού συμφέροντος. Οι εγχώριες αρχές διέθεταν κάποιο βαθμό διακριτικής ευχέρειας αναφορικά με την προστασία της δημόσιας υγείας και της ασφάλειας των τροφίμων στην επικράτειά τους και καθορίζοντας τις κυρώσεις για παραβιάσεις των υγειονομικών κανονισμών, ανάλογα με τους κινδύνους που απορρέουν από τη μη συμμόρφωση και τη φύση των ζωικών ασθενειών για τις οποίες οι κανονισμοί είχαν σχεδιαστεί.
Τέλος, η προσφεύγουσα εταιρεία είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει τις δραστηριότητές της αποκτώντας νέα βοοειδή μόλις αίρονταν τα υγειονομικά μέτρα και δεν υποστήριξε ότι αυτό ήταν αδύνατο ή υπερβολικά δύσκολο.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι, λόγω της σημασίας που έχουν για τα κράτη η πρόληψη των ζωικών ασθενειών και του ευρύτατου περιθωρίου εκτιμήσεως τους, η προσφεύγουσα εταιρία δεν υπέστη ατομική και υπερβολική επιβάρυνση λόγω της αρνήσεως αποζημίωσης αναφορικά με τη σφαγή των βοοειδών της.
Συνεπώς, δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).