Πηγή: www.echrcaselaw.com
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες ήταν δημόσιοι υπάλληλοι στην Ουκρανία, διορισμένοι πριν από την διάλυση του κουμμουνιστικού κόμματος του Viktor Yanukoych. Με την ανατροπή του καθεστώτος και την ψήφιση του νόμου περί «εκκαθάρισης», απολύθηκαν, η δε απόλυση τους δημοσιοποιήθηκε με τις αντίστοιχες αρνητικές επιπτώσεις γι΄ αυτούς. Προσέφυγαν στα εγχώρια Δικαστήρια να ανατρέψουν την απόλυση όμως οι διαδικασίες δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί.
Το Δικαστήριο, αντέκρουσε τον ισχυρισμό της κυβέρνησης περί μη εξάντλησης των εγχώριων ένδικων μέσων και έκρινε ότι λόγω της φύσης της υπόθεσης έπρεπε το θέμα να είχε εξεταστεί εγκαίρως από το Συνταγματικό Δικαστήριο, επειδή όμως καμία πειστική εξήγηση δεν δόθηκε για την υπέρβαση των προβλεπόμενων προθεσμιών, κατέληξε ότι υπάρχει παράβαση του δικαιώματος σε δίκη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Επίσης έκρινε ότι η απόλυση ήταν δυσανάλογη σε μία δημοκρατική κοινωνία δεδομένου ότι οι ουκρανικές αρχές παρέλειψαν να αιτιολογήσουν την «εκκαθάριση» σε βάρος των ανθρώπων που είχαν απλώς καταλάβει ορισμένες θέσεις στο Κομμουνιστικό Κόμμα πριν από το 1991, και δεν υπήρχε κανένας ισχυρισμός για συγκεκριμένες αντιδημοκρατικές ενέργειες από την πλευρά τους, συνεπώς διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή.
ΣΧΟΛΙΟ – ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ
Ενδιαφέρουσα απόφαση γιατί κάνει παραδεκτές τις προσφυγές παρότι δεν έχει εκδοθεί απόφαση από το Συνταγματικό Δικαστήριο και παρά την ένσταση της Ουκρανικής Κυβέρνησης για την μη εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων. Η αιτιολογία που παραθέτει το Στρασβούργο είναι ότι η καθυστέρηση έκδοσης της απόφασης από το Συνταγματικό Δικαστήριο ήταν μεγάλη και αδικαιολόγητη (3,5 χρόνια) και ότι λόγω της φύσης της υπόθεσης έπρεπε το θέμα να είχε εξεταστεί εγκαίρως.
Επίσης ενδιαφέρουσες είναι και οι σκέψεις του ΕΔΔΑ για την παραβίαση της αναλογικότητας σε σχέση με την απόλυση δημοσίων υπαλλήλων.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1,
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες, Vyacheslav Polyakh, Dmytro Basalayev, Oleksandr Yas, Roman Yakubovskyy, και Sergiy Bondarenko είναι Ουκρανοί υπήκοοι και όλοι κατοικούν στην Ουκρανία.
Μετά την αποχώρηση του πρώην Προέδρου Viktor Yanukovych ως αποτέλεσμα των διαδηλώσεων «EuroMaidan» τον Φεβρουάριο του 2014, η νέα κυβέρνηση και το κοινοβούλιο ψήφισαν έναν νόμο, τον νόμο της κρατικής/κυβερνητικής εκκαθάρισης (Lustration) του 2014, ο οποίος προέβλεπε την απόλυση διαφόρων κατηγοριών δημοσίων υπαλλήλων.
Η κατηγορία ατόμων που στόχευε ο νόμος ήταν αυτοί που κατείχαν ορισμένες θέσεις στη δημόσια διοίκηση για ένα τουλάχιστον έτος από τότε που ο κ. Yanukovych είχε εκλεγεί πρόεδρος τον Φεβρουάριο του 2010 έως την αποχώρησή του τον Φεβρουάριο του 2014 ή κατείχαν ορισμένες θέσεις στο Κομμουνιστικό Κόμμα της πρώην ουκρανικής σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας πριν από το 1991. Οι δημόσιοι υπάλληλοι έπρεπε επίσης να συμπληρώσουν τις «δηλώσεις εκκαθάρισης» εάν καλύπτονταν από το νόμο.
Οι τρεις πρώτοι προσφεύγοντες απολύθηκαν στο πλαίσιο του GCA τον Οκτώβριο του 2014, με βάση το γεγονός ότι εργάζονταν στη δημόσια διοίκηση κατά την περίοδο 2010-2014. Ο τέταρτος προσφεύγων απολύθηκε καθώς δεν υπέβαλε εγκαίρως δήλωση εκκαθάρισης, ενώ ο πέμπτος έχασε τη δουλειά του επειδή ήταν δεύτερος γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος σε περιφέρεια πριν από το 1991.
Στο πλαίσιο των δικαστικών διαδικασιών που άσκησαν οι προσφεύγοντες για την επαναπρόσληψή τους, οι τρεις υποθέσεις των τριών προσφευγόντων αναβλήθηκαν το 2014 ή το 2015 εν αναμονή της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου σχετικά με τη συνταγματικότητα του GCA. Οι απολύσεις των άλλων δύο προσφευγόντων έγιναν δεκτές από τα δικαστήρια το 2018, με το σκεπτικό ότι, μεταξύ άλλων, το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είχε αποφανθεί ότι ο νόμος ήταν αντισυνταγματικός.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες κατά την εξέταση της υπόθεσης από το Δικαστήριο, το Συνταγματικό Δικαστήριο εξακολουθούσε να εξετάζει το ζήτημα της συνταγματικότητας του GCA.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6
Το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει την υπόθεση των τριών προσφευγόντων σχετικά με τη διάρκεια της εσωτερικής διαδικασίας, η οποία είχε διαρκέσει περισσότερο από 4,5 χρόνια σε ένα επίπεδο δικαιοδοσίας, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου σχετικά με τη συνταγματικότητα του GCA.
Σημείωσε ότι η κυβέρνηση είχε αντιτάξει ότι οι προσφυγές ήταν απαράδεκτες για τη μη εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων, διότι οι υποθέσεις των προσφευγόντων εξακολουθούσαν να εξετάζονται από τα δικαστήρια. Επιπλέον, οι ίδιοι οι προσφεύγοντες συνέβαλαν στην κατάσταση μη εμμένοντας στο ότι τα εθνικά δικαστήρια επανέλαβαν τη διαδικασία και εξέδωσαν αποφάσεις στις υποθέσεις τους, ελλείψει της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου σχετικά με τη συνταγματικότητα του GCA.
Ωστόσο, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι δεν ήταν λογικό να αναμένουν οι προσφεύγοντες να το πράξουν, δεδομένου ότι τα δικαστήρια έκριναν ότι μια συνταγματική απόφαση ήταν αναγκαία για την επίλυση των υποθέσεων των προσφευγόντων, μια θέση που υιοθέτησε η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν επίσης να υπονομεύσουν τις δικές τους θέσεις μη περιμένοντας την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου κατά του GCA και δεν θα μπορούσαν να γνωρίζουν ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο θα υπερέβαινε τις νόμιμες προθεσμίες για την αναθεώρηση του νομοσχεδίου.
Γενικά, οι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν να κατηγορηθούν ούτε γιατί δεν εναντιώθηκαν στη παραπομπή μιας ερώτησης στο Συνταγματικό Δικαστήριο ούτε γιατί δε ζήτησαν την επανάληψη της διαδικασίας που είχε ανασταλεί.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο ειδικός χαρακτήρας των διαδικασιών του Συνταγματικού Δικαστηρίου έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση της διάρκειας των διαδικασιών, ωστόσο ο παράγοντας αυτός δεν μπορούσε να παράσχει πλήρη εξήγηση για την καθυστέρηση στις υποθέσεις των προσφευγόντων.
Επισημαίνεται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο ζήτησε την επείγουσα εξέταση του θέματος και η κυβέρνηση δεν ισχυρίστηκε ότι είχαν προηγηθεί άλλες επείγουσες υποθέσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Δεν σημειώθηκαν σημαντικές εξελίξεις στο επίπεδο του Συνταγματικού Δικαστηρίου από τον Ιούλιο του 2017 πέρα από τις συζητήσεις και καμία πειστική εξήγηση δεν δόθηκε για την υπέρβαση των προβλεπόμενων προθεσμιών για την εξέταση της υπόθεσης.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διάρκεια των διαδικασιών στις τρεις πρώτες υποθέσεις των προσφευγόντων δεν μπορούσε να θεωρηθεί εύλογη και απέρριψε την αντίρρηση της κυβέρνησης σχετικά με μη εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων. Επίσης, έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος των τριών προσφευγόντων σε δίκη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο διαπίστωσε καταρχάς ότι η υπόθεση αυτή διέφερε από άλλες αποφάσεις που είχαν ληφθεί προηγουμένως κατά των κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες αφορούσαν μέτρα εναντίον πρώην εικαζόμενων συνεργατών των μυστικών υπηρεσιών, καθώς και την ιδιαιτερότητα της κατάστασης των προσφευγόντων και τα μέτρα του GCA έπρεπε να ληφθούν υπόψη.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα μέτρα εναντίον των προσφευγόντων είχαν παραβιάσει το δικαίωμά τους σεβασμού της ιδιωτικής τους ζωής. Συγκεκριμένα, είχαν απολυθεί, είχαν αποκλειστεί από δημόσιες υπηρεσίες επί δέκα χρόνια και τα ονόματά τους ήταν δημοσιευμένα στο δημόσιο ηλεκτρονικό μητρώο της Εκκαθάρισης.
Τα μέτρα αυτά είχαν καθοριστεί στο πλαίσιο του GCA, τα οποία ήταν προσιτά καθώς είχαν δημοσιευθεί και ήταν προβλέψιμες οι επιπτώσεις για τους προσφεύγοντες.
Ωστόσο, το Δικαστήριο είχε αμφιβολίες ως προς το αν η παρέμβαση είχε επιδιώξει θεμιτό σκοπό.
Μεταξύ άλλων, επεσήμανε ότι οι προηγούμενοι νόμοι περί εκκαθάρισης είχαν ασχοληθεί με φερόμενο προσωπικό ασφαλείας των ολοκληρωτικών κρατών, ενώ οι τέσσερις πρώτοι προσφεύγοντες είχαν εργαστεί για ένα κράτος που βασιζόταν αρχικά σε δημοκρατικά συνταγματικά θεμέλια. Τα μέτρα βασίστηκαν επίσης σε ένα είδος απόδοσης συλλογικής ευθύνης για την συνεργασία με τον κ. Yanukovych, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψη καμία ατομική δράση ή σύνδεσμος με αντιδημοκρατικές εξελίξεις.
Υπήρχε η πιθανότητα ο νόμος να εκδόθηκε για λόγους δικαιοσύνης εναντίον εκείνων που εργάζονταν για τις πρώην κυβερνήσεις, γεγονός που συνεπαγόταν την πολιτικοποίηση της δημόσιας διοίκησης, η οποία από μόνη της ήταν αντίθετη με τον διακηρυγμένο σκοπό της νομοθεσίας. Ήταν μια καλά εδραιωμένη αρχή της νομολογίας του Δικαστηρίου ότι η εκκαθάριση δεν μπορούσε να χρησιμεύσει ως τιμωρία, ή εκδίκηση και αυτό ισχύει και για το GCA.
Εντούτοις, το Δικαστήριο εξέφρασε περισσότερες ανησυχίες σχετικά με την αναλογικότητα των μέτρων του GCA όπως αυτά εφαρμόζονται στους προσφεύγοντες. Αυτό ήταν μέρος της εξέτασης του κατά πόσον ήταν «απαραίτητες σε μια δημοκρατική κοινωνία».
Για τους τρεις πρώτους προσφεύγοντες:
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι τρεις πρώτοι προσφεύγοντες απολύθηκαν λόγω της συνεργασίας τους με πρώην Προέδρο, του οποίου η θητεία χαρακτηρίστηκε από αρνητικές εξελίξεις όσον αφορά το σεβασμό της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ορισμένες μεταβολές στη δημόσια διοίκηση θα ήταν απαραίτητες μετά την περίοδο αυτή, συμπεριλαμβανομένων μέτρων εναντίον ατόμων που συνδέονταν προσωπικά με τέτοιες εξελίξεις.
Τα κράτη είχαν καταρχήν ευρεία διακριτική ευχέρεια («περιθώριο εκτίμησης») στην αντιμετώπιση της κληρονομιάς του κομμουνισμού μέσω της εκκαθάρισης.
Στην περίπτωση των προσφευγόντων, τα μέτρα ήταν πολύ περιοριστικά και ευρείας εμβέλειας. Για το λόγο αυτό απαιτήθηκαν εξαιρετικά πειστικοί λόγοι για να αποδειχθεί ότι θα μπορούσαν να εφαρμοστούν χωρίς να αξιολογηθεί μεμονωμένα η δράση τους.
Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν είχε επισημάνει καμία συζήτηση σχετικά με τέτοιους λόγους στις κοινοβουλευτικές συζητήσεις σχετικά με το GCA, το οποίο, επιπλέον, φάνηκε ότι στερείται συνοχής μεταξύ των κατευθυντήριων αρχών του – τεκμήριο αθωότητας και ατομικής ευθύνης – και της πραγματικής λειτουργίας του.
Άλλα θέματα ήταν ότι το GCA ήταν ευρύτερο από παρόμοια μέτρα σε άλλες χώρες, τα οποία είχαν ως στόχο μόνο πρόσωπα που είχαν εργαστεί ενεργά στις πρώην κομμουνιστικές αρχές. Αντιθέτως, αυτό το ευρύ πεδίο επέτρεψε την απόλυση του δεύτερου και του τρίτου προσφεύγοντος, παρόλο που είχαν αναλάβει τις θέσεις των δημόσιων υπηρεσιών πολύ πριν από την προεδρία του κ. Yanukovych και απλώς δεν παραιτήθηκαν εντός ενός έτους από την ανάληψη των καθηκόντων τους.
Υπήρχε επίσης έλλειψη σαφήνειας ως προς το ισχύον χρονικό πλαίσιο: η κυβέρνηση είχε υποστηρίξει ότι ο νόμος που στόχευε στην αντιμετώπιση των δεινών που προκλήθηκαν από όλες τις μετακομμουνιστικές ελίτ, ωστόσο, η περίοδος 1991-2010 αποκλείστηκε από τη λειτουργία του νόμου. Δεν υπήρξε εξήγηση για ποιο λόγο η περίοδος ενός έτους επιλέχθηκε ως κριτήριο για την εφαρμογή του νόμου.
Η κυβέρνηση είχε διατυπώσει διάφορα επιχειρήματα υπέρ του νόμου, όπως η πρακτική της τοποθέτησης διεφθαρμένων υπαλλήλων στη δημόσια υπηρεσία υπό τον κ. Yanukovych, απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου του 2010 που αύξησε τις εξουσίες του και την υποτιθέμενη πολιτική δίωξη των διαδηλωτών του EuroMaidan. Εντούτοις, τα εν λόγω ζητήματα δεν ασκούσαν επιρροή στην απόφαση περί εφαρμογής του GCA στους προσφεύγοντες. Δεν υπήρξε καμία σύνδεση μεταξύ αυτών και αυτών των αρνητικών εξελίξεων.
Η κυβέρνηση είχε υποστηρίξει ότι δεν ήταν δυνατόν να εφαρμοστεί το GCA με πιο εξατομικευμένο τρόπο λόγω της έκτακτης ανάγκης στην ανατολική Ουκρανία. Ωστόσο, το GCA δεν αναφέρθηκε στη δήλωση της Ουκρανίας βάσει της διάταξης της ΕΣΔΑ (άρθρο 15) που επιτρέπει παρέκκλιση από ορισμένες υποχρεώσεις της σύμβασης σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
Ενώ το Δικαστήριο γνώριζε την κατάσταση στην Ουκρανία την εποχή εκείνη, σημείωσε ότι ο φερόμενος επείγων χαρακτήρας της ανάγκης για το GCA έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες θα αποκλείονταν από την δημόσια υπηρεσία επί 10 έτη. Οι αλλαγές προσωπικού ενδεχομένως να ήταν απαραίτητες στην Ουκρανία μετά από αυτά τα γεγονότα, αλλά δεν υπήρχε ένδειξη ότι η κατάσταση θα παρέμενε ασταθής για τόσο πολύ καιρό ώστε να αποφευχθεί η αναθεώρηση της θέσης κάθε ατόμου και η πιθανή σταδιακή κατάργηση των περιοριστικών μέτρων με την πάροδο του χρόνου.
Τέλος, το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι προσφεύγοντες είχαν αποσυρθεί από τη θέση τους και οι πληροφορίες σχετικά με την απόφαση αυτή είχαν δημοσιοποιηθεί ακόμη και πριν από την αναθεώρηση των αποφάσεων αυτών από τα δικαστήρια.
Η αναθεώρηση που ξεκίνησε αργότερα, συνεχίζεται έως σήμερα και είχε ήδη διαρκέσει σχεδόν το ήμισυ της δεκαετούς περιόδου αποκλεισμού που προβλέπεται από το GCA.
Για τον τέταρτο και ο πέμπτο προσφεύγοντα:
Ο τέταρτος προσφεύγων απολύθηκε καθώς υπέβαλε την δήλωση του με τέσσερις ημέρες καθυστέρησης.
Αν είχε απολυθεί λόγω της σύνδεσής του με το σύστημα του πρώην Προέδρου, τότε θα εφαρμόζονταν οι εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν για τους τρεις πρώτους προσφεύγοντες. Αν είχε απολυθεί για την καθυστερημένη δήλωση, τότε αυτό ήταν ένα δυσανάλογο μέτρο, δεδομένου του μικρού τεχνικού χαρακτήρα της παράλειψης του προσφεύγοντος.
Ο πέμπτος προσφεύγων απολύθηκε λόγω της προηγούμενής του θέσης ως αναπληρωτής γραμματέως μιας περιφέρειας στο Κομμουνιστικό Κόμμα.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι διαπίστωσε παραβιάσεις της Σύμβασης σε υποθέσεις εναντίον άλλων κρατών όπου υπήρχε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της υποτιθέμενης εμπλοκής ενός ατόμου στις ολοκληρωτικές δομές και των μέτρων εκκαθάρισης εναντίον τους.
Σημείωσε ότι το χρονικό κενό στην περίπτωση του πέμπτου προσφεύγοντος ήταν 23 έτη και ότι δεν υπήρξε καμία υπόνοια παραβίασης εκ μέρους του στο παρελθόν. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ουκρανικές αρχές παρέλειψαν να αιτιολογήσουν την εκκαθάριση σε βάρος ανθρώπων που είχαν απλώς καταλάβει ορισμένες θέσεις στο Κομμουνιστικό Κόμμα πριν από το 1991, όπου δεν υπήρχε κανένας ισχυρισμός για συγκεκριμένες αντιδημοκρατικές ενέργειες από την πλευρά τους.
Επιπλέον, το μέτρο κατά του πέμπτου προσφεύγοντος ήταν ιδιαίτερα δυσανάλογο. Δεν υπήρξε σοβαρό επιχείρημα ότι, ως τοπικός υπάλληλος που εργάζονταν στον τομέα της γεωργίας, είχε θέσει σε κίνδυνο το νεοσύστατο δημοκρατικό καθεστώς και οι αρχές είχαν επιδείξει πλήρη απαξίωση ως προς τα δικαιώματά του.
Συμπερασματικά, η παρέμβαση στα δικαιώματα και των πέντε προσφευγόντων δεν ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία και υπήρξε παραβίαση των δικαιωμάτων τους βάσει του άρθρου 8.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ουκρανία έπρεπε να καταβάλει σε κάθε προσφεύγοντα 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη. Όσον αφορά τα έξοδα και τις δαπάνες, χορήγησε 1.500 ευρώ στον πρώτο προσφεύγοντα και 300 ευρώ σε καθένα των υπολοίπων (επιμέλεια echrcaselaw.com).