ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα Senay Kurt, είναι Αυστριακή υπήκοος που γεννήθηκε το 1978 και ζει στο Unterwagram (Αυστρία). Παντρεύτηκε τον Ε. το 2003. Απέκτησαν δύο παιδιά, Α., που γεννήθηκε το 2004, και Β., που γεννήθηκε το 2005.
Τον Ιούλιο του 2010 η προσφεύγουσα κάλεσε την αστυνομία επειδή ο σύζυγός της την είχε κτυπήσει. Ισχυρίστηκε ότι την κτυπούσε εδώ και χρόνια και ότι πρόσφατα η κατάσταση είχε επιδεινωθεί. Η αστυνομία σημείωσε ότι η προσφεύγουσα εμφάνιζε σημάδια βίας στο σώμα της. Στη συνέχεια εκδόθηκε περιοριστικό μέτρο εναντίον του Ε. Αυτό το μέτρο, τον υποχρέωσε να μείνει μακριά από το κοινό διαμέρισμά τους καθώς και από το διαμέρισμα των γονέων της για 14 ημέρες. Ο Ε. συμμορφώθηκε με την απόφαση, και δεν σημειώθηκαν άλλα συμβάντα στην αστυνομία. Αν και η προσφεύγουσα αρνήθηκε να καταθέσει, τον Ιανουάριο του 2011 το Περιφερειακό Ποινικό Δικαστήριο του Graz έκρινε ένοχο τον Ε. για σωματική βλάβη και επικίνδυνη απειλητική συμπεριφορά και τον καταδίκασε σε φυλάκιση τριών μηνών με αναστολή υπό όρους. Μέχρι τον Μάιο του 2012 δεν αναφέρθηκαν περαιτέρω συμβάντα στην αστυνομία.
Τον Μάιο του 2012 η προσφεύγουσα πήγε στο περιφερειακό δικαστήριο του St. Pölten και υπέβαλε αγωγή διαζυγίου. Την ίδια ημέρα, κατήγγειλε τον σύζυγό της στην αστυνομία για βιασμό και για το γεγονός ότι την απειλούσε. Πρόσθεσε ότι την κτυπούσε τακτικά, μερικές φορές χαστούκιζε και τα παιδιά. Φοβόταν πολύ το σύζυγό της και δήλωσε ότι ήθελε να προστατεύσει τον εαυτό της και τα παιδιά της. Ένας αστυνομικός εξέδωσε περιοριστική διαταγή εναντίον του E., ο οποίος πήγε εκουσίως στο αστυνομικό τμήμα.
Δύο μέρες αργότερα ο Ε. επέστρεψε στην αστυνομία για να διερευνήσει εάν θα ήταν δυνατό να επικοινωνήσει με τα παιδιά του. Η αστυνομία έλαβε την ευκαιρία να τον εξετάσει σχετικά με τις καταθέσεις των παιδιών, του ότι τα χτυπούσε. Ο Ε. ομολόγησε ότι τα κτυπούσε «κάθε τόσο», αλλά «μόνο ως εκπαιδευτικό μέτρο», χωρίς να είναι επιθετικός. Πρόσθεσε ότι τα παιδιά του ήταν τα πάντα για αυτόν.
Στις 25 Μαΐου 2012 ο Ε. πήγε στο σχολείο των Α. και Β. Ζήτησε από τον δάσκαλο του Α. αν μπορούσε να μιλήσει με τον γιό του. Ο δάσκαλος, ο οποίος αργότερα δήλωσε ότι δεν είχε ενημερωθεί για τα προβλήματα στην οικογένεια, συμφώνησε. Όταν ο Α. δεν επέστρεψε στην τάξη, άρχισε να τον ψάχνει. Τον βρήκε στο υπόγειο του σχολείου, όπου είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι. Η αδελφή του Β, η οποία είχε δει να πυροβολούν τον αδελφό της, δεν τραυματίστηκε. Ένα ένταλμα για τη σύλληψη κατά του Ε. εκδόθηκε αμέσως και η αστυνομία άρχισε τις έρευνες, αλλά ο Ε. βρέθηκε νεκρός στο αυτοκίνητό του εκείνη την ημέρα, έχοντας αυτοπυροβοληθεί.
Τον Φεβρουάριο του 2014 η προσφεύγουσα κίνησε επίσημες διαδικασίες για να αποδοθούν ευθύνες. Υποστήριξε ότι το γραφείο του εισαγγελέα θα έπρεπε να είχε ζητήσει από τον Ε. να τεθεί υπό προσωρινή κράτηση αφ ότου η ίδια ανέφερε στην αστυνομία ότι υπήρξε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος να κινηθεί βίαια εκ νέου κατά της οικογένειάς του. Ζήτησε με αγωγή 37.000 ευρώ ως αποζημίωση για ηθική βλάβη. Ζήτησε επίσης από το δικαστήριο να εκδώσει δηλωτική απόφαση σύμφωνα με την οποία η Αυστρία ήταν υπεύθυνη για οποιοδήποτε πιθανή μελλοντική ζημία που προκλήθηκε από τη δολοφονία του γιου της, την οποία έκρινε σε 5.000 ευρώ.
Το Νοέμβριο του 2014 το περιφερειακό δικαστήριο του St. Pölten απέρριψε την αγωγή της. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που έπρεπε να εξετάσουν οι αρχές την εποχή εκείνη, δεν διακρίνονταν άμεσος κίνδυνος για τη ζωή του Α. Τον Ιανουάριο του 2015 απορρίφθηκε από το Εφετείο της Βιέννης η έφεσή της και τον Απρίλιο του 2015 το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 2
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι καταγγελίες κάλυπταν κατ’ ουσίαν τον ίδιο λόγο και έτσι έπρεπε να εξεταστούν μόνο βάσει του άρθρου 2.
Αναφορικά με το αν οι αρχές είχαν συμμορφωθεί με το καθήκον τους βάσει του άρθρου 2 σχετικά με την προστασία της κας Kurt και των παιδιών της, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το 2010 η αστυνομία είχε εκδώσει περιοριστικά μέτρα εναντίον του Ε. αμέσως μετά την άσκηση ποινικών καταγγελιών από την προσφεύγουσα και ο Ε καταδικάστηκε σε έξι μήνες μετά την καταγγελία της στην αστυνομία.
Δύο χρόνια αργότερα, το 2012, η προσφεύγουσα είχε αναφέρει περαιτέρω βίαια επεισόδια στην αστυνομία και είχαν εκδοθεί και πάλι αμέσως περιοριστικά μέτρα εναντίον του Ε. Την ίδια ημέρα και ο δημόσιος κατήγορος ξεκίνησε ποινική έρευνα για εξακρίβωση των ισχυρισμών της για ενδοοικογενειακή βία και βιασμό. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αρχές είχαν αντιδράσει αμέσως και χωρίς καθυστέρηση στις καταγγελίες της.
Εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει αν, βάσει των διαθέσιμων μέχρι τότε πληροφοριών, οι αρχές θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι ο Ε. αποτελούσε πραγματικό και άμεσο κίνδυνο για τη ζωή του γιου του εκτός του χώρου που εφαρμόζονταν τα περιοριστικά μέτρα, το οποίο θα μπορούσε να αποφευχθεί μόνο με την απομόνωση του.
Ήταν γνωστό ότι ο Ε. είχε καταδικαστεί για σωματική βλάβη κατά της προσφεύγουσας και για απειλητική συμπεριφορά προς τον αδελφό και τον ανιψιό του το 2010 και ότι φέρεται να έχει απειλήσει την προσφεύγουσα και τα παιδιά της τον Μάιο του 2012. Ωστόσο, η φερόμενη συμπεριφορά περιορίζονταν πάντα στο οικογενειακό σπίτι και η προσφεύγουσα είχε περάσει ακόμη τρεις ημέρες στο διαμέρισμα μαζί του πριν τον καταγγείλει στην αστυνομία. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο συμφώνησε με τις αρχές ότι οι απειλές δεν έδειξαν άμεσο κίνδυνο για τη ζωή των παιδιών έξω από την κατοικία τους.
Δεν υπήρξαν ενδείξεις ότι ο σύζυγος της προσφεύγουσας είχε ποτέ όπλο ή ότι προσπαθούσε να αποκτήσει ένα. Με την αστυνομία ήταν πάντα συνεργατικός. Ως εκ τούτου, οι εγχώριες αρχές δεν είχαν κανένα λόγο να πιστεύουν ότι υπήρχε συγκεκριμένος κίνδυνος για τη ζωή των παιδιών από τη χρήση όπλου. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι αρχές είχαν το δικαίωμα να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η περιοριστική εντολή επαρκούσε για να προστατεύσει τη ζωή της κας Kurt και των παιδιών της. Τα βίαια ξεσπάσματα του πατέρα περιορίζονταν στο σπίτι, γεγονός που μια περιοριστική εντολή μπορούσε να το αποτρέψει, ειδικά επειδή είχε συμμορφωθεί πλήρως με ένα τέτοιο μέτρο το 2010.
Υπό τις συνθήκες αυτές, ένας πραγματικός και άμεσος κίνδυνος μιας προγραμματισμένης δολοφονίας από τον Ε. μέσω πυροβολισμού του γιου του στο σχολείο του δεν ήταν προβλέψιμος.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι κατά τη διάρκεια της έρευνας την ώρα των γεγονότων οι αρχές είχαν το δικαίωμα να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι εντολή περιοριστικών όρων ήταν επαρκής για την προστασία της ζωής της προσφεύγουσας και των παιδιών της. Δεν υπήρχε διακριτός πραγματικός και άμεσος κίνδυνος για τη ζωή των παιδιών.
Δεύτερον, το Δικαστήριο επικαλέστηκε την καταγγελία ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο ήταν τότε ανεπαρκές για να προστατεύσει τη ζωή του γιου της προσφεύγουσας και ότι η τροποποίηση ενός εθνικού νόμου που εγκρίθηκε μετά τα γεγονότα, έπρεπε να ερμηνευθεί ως «αναγνώριση» των προβαλλομένων νομικών ελλείψεων.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε, ωστόσο, ότι μια βελτίωση που επήλθε σε ένα νομικό πλαίσιο μετά από ένα έγκλημα δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως αναγνώριση προηγούμενης ανεπάρκειας.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αρχές δεν παρέβησαν την υποχρέωσή τους να προστατεύσουν τη ζωή του γιου της προσφεύγουσας. Κατά συνέπεια δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2. (επιμέλεια echrcaselaw.com).