Πηγή: www.echrcaselaw.com
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Επικοινωνία πατέρα και παιδιών. Αρνητική στάση των παιδιών να έρθουν σε επαφή με τον πατέρα τους. Δικαστική στέρηση από τον πατέρα τριών παιδιών του δικαιώματός του να επικοινωνεί μαζί τους. Αναποτελεσματικότητα του έργου των αρχών κοινωνικής πρόνοιας, οι οποίες απέτυχαν να διασφαλίσουν ασφαλή υποστήριξη στα παιδιά για να εξοικειωθούν με τον πατέρα τους, και να παράσχουν κατάλληλη βοήθεια στους γονείς, ώστε να αξιολογήσουν το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών τους. Μη δίκαιη ισορροπία των εκατέρωθεν δικαιωμάτων εκ μέρους των αρχών και μη εκπλήρωση των θετικών υποχρεώσεών τους βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης. Παραβίαση του δικαιώματος στην προστασία της οικογενειακής ζωής.
ΣΧΟΛΙΟ ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ
Σημαντική απόφαση για την αντιμετώπιση της άρνησης των παιδιών να επικοινωνήσουν με τον πατέρα τους. Το Στρασβούργο με την απόφασή του αυτή καθορίζει τις θετικές υποχρεώσεις του κράτους στο θέμα της επικοινωνίας του γονέα και ιδίως του πατέρα με τα παιδιά του. Οι αρχές (κοινωνικές υπηρεσίες, δικαστήρια) οφείλουν να βρουν τρόπους ώστε να ξεπεραστεί η άρνηση των ανηλίκων παιδιών για επικοινωνία με τον πατέρα. Δεν δικαιολογείται η κατάργηση της επικοινωνίας γονέα με παιδιά.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, A.V., είναι Σλοβένος υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1961 και ζει στη Λιουμπλιάνα.
Η υπόθεση αφορά τις εγχώριες δικαστικές αποφάσεις που του στέρησαν ως πατέρα τριών παιδιών το δικαίωμα να επικοινωνεί μαζί τους και την αναποτελεσματικότητα του έργου των αρχών κοινωνικής πρόνοιας.
Μετά τον χωρισμό τους, ο προσφεύγων και η πρώην σύζυγός του, Μ., τον Νοέμβριο του 2002, συνήψαν συμφωνία ρύθμισης της επικοινωνίας με τα τρία παιδιά του. Τα προβλήματα όσον αφορά την εφαρμογή της επικοινωνίας άρχισαν τον Ιούνιο του 2006. Ο προσφεύγων δεν είχε καμία επικοινωνία με τα παιδιά του μεταξύ Ιουλίου 2006 και Νοεμβρίου 2008.
Στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας που κινήθηκε από τον προσφεύγοντα τον Ιούλιο του 2006, ο ψυχίατρος ο οποίος ήταν διορισμένος από το δικαστήριο δήλωσε ότι τα παιδιά βρίσκουν την επικοινωνία με τον πατέρα τους δυσάρεστη και αρνούνται να τον συναντήσουν. Τον Απρίλιο του 2008 το Επαρχιακό δικαστήριο χορήγησε στον προσφεύγοντα το δικαίωμα να συναντάει τα παιδία του μία φορά την εβδομάδα με την παρουσία ενός σχολικού ψυχολόγου. Κατόπιν ασκηθείσας έφεσης κρίθηκε από το Εφετείο ότι η επικοινωνία θα πρέπει να πραγματοποιείται κάθε δεύτερη Τετάρτη με παρουσία ειδικού από το Κέντρο Κοινωνικής Εργασίας που επρόκειτο να παράσχει βοήθεια μέσω της δημιουργίας αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ του προσφεύγοντος και των παιδιών. Οι επακόλουθες συνεδρίες επικοινωνίας (11 σε σύνολο) κράτησαν μόνο λίγα λεπτά προτού τα παιδιά φύγουν από το δωμάτιο, δηλώνοντας ότι δεν θέλουν να δουν τον πατέρα τους. Μετά από τέσσερις συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν υπό την επίβλεψη του Κέντρου, το Κέντρο κίνησε δικαστική διαδικασία, επιδιώκοντας να τροποποιήσει ή να διακόψει την επικοινωνία.
Τον Ιούνιο του 2011, το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση για διακοπή επικοινωνίας μεταξύ του προσφεύγοντος πατέρα και των παιδιών, διαπιστώνοντας ότι οι συναντήσεις δεν ήταν πλέον προς το συμφέρον των παιδιών, επειδή ήταν πολύ τραυματικές. Επίσης, έκρινε μη σκόπιμη να διατάξει την διεξαγωγή οικογενειακής συνεδρίας με τα παιδιά.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση του προσφεύγοντος, καθώς και η σχετική συνταγματική καταγγελία που άσκησε ήταν επίσης ανεπιτυχής. Ο προσφεύγων υπέβαλε καταγγελία στην Επιθεώρηση Κοινωνικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εργασίας, Οικογένειας και Κοινωνικών Υποθέσεων. Τον Αύγουστο του 2011 η Επιθεώρηση δημοσίευσε έκθεση , η οποία βρήκε αρκετές ατέλειες στο χειρισμό του Κέντρου στην υπόθεσή του. Έδωσε εντολή στο Κέντρο να λάβει διάφορα μέτρα, τα οποία τέθηκαν σε εφαρμογή μέχρι τον Απρίλιο του 2012.
Με βάση τα άρθρα 6 (δικαίωμα δίκαιης δίκης) και 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της Σύμβασης, ο προσφεύγων παραπονείται για παραβίαση των δικαιωμάτων του λόγω των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων να τερματίσουν το δικαίωμά του να επικοινωνήσει με τα τρία παιδιά του, την άρνησή τους να διατάξουν οικογενειακή συνεδρία παρουσία ψυχολόγου, λόγω της δήθεν ανεπαρκούς εργασίας των αρχών κοινωνικής πρόνοιας.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ..
Παραβίαση του άρθρου 8
Το Στρασβούργο εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι ο λόγος που τα παιδιά αρνούντο την επικοινωνία με τον προσφεύγοντα αποτελούσε η αρνητική τους εμπειρία κατά τις συνεδριάσεις στο παρελθόν. Εντούτοις, το ΕΔΔΑ παρατηρεί ότι το Κέντρο, στο οποίο ανατέθηκε ακριβώς η αποστολή παροχής συνδρομής στον πατέρα και στα παιδιά, δεν έλαβε κανένα μέτρο για να αντιμετωπίσει τα περιστατικά των εθνικών δικαστηρίων, δεδομένου ότι σύμφωνα με τον πραγματογνώμονα αυτή ήταν η αιτία της αρνητικής στάσης των παιδιών κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας με τον πατέρα τους. Επιπλέον, δεν δόθηκε στα παιδιά καμία βοήθεια ή συμβουλή για την υπέρβαση της αποξένωσης που απορρέει από το γεγονός ότι δεν είχαν καμία επαφή με τον πατέρα τους για περισσότερα από δύο χρόνια.
Επίσης, οι συνεδριάσεις δεν είχαν οργανωθεί υπό συνθήκες που να ενθαρρύνουν την βελτίωση των σχέσεων μεταξύ πατέρα και παιδιών. Συγκεκριμένα, οι συνεδρίες που διοργανώθηκαν σε ένα μάλλον επίσημο περιβάλλον στις εγκαταστάσεις του Κέντρου διήρκεσαν μερικά λεπτά το πολύ και ολοκληρώθηκαν όταν τα παιδιά, τα οποία σαφώς δεν είχαν προετοιμαστεί με κανέναν τρόπο, έφυγαν από τον καθορισμένο γραφείο με τους κοινωνικούς λειτουργούς.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το Κέντρο είχε να αντιμετωπίσει την επίμονη άρνηση των παιδιών και την έλλειψη ενεργού συμμετοχής του άλλου γονέα, αλλά δεν κατάφερε να διασφαλίσει παροχή πραγματικής επαγγελματικής και στοχοθετημένης υποστήριξης στα παιδιά, η οποία ήταν κρίσιμη γι’ αυτά, ώστε να συνηθίσουν στην ιδέα να επικοινωνούν με τον πατέρα τους. Επίσης, δεν παρείχε κατάλληλη βοήθεια στους γονείς, ώστε να αξιολογήσουν το συμφέρον των παιδιών τους.
Η συνδρομή του Κέντρου, όπως προσδιορίστηκε με δικαστική απόφαση, εντάσσεται στις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης και αποτελεί μέρος των αναγκαίων μέτρων που οι αρχές έπρεπε ευλόγως να λάβουν σύμφωνα με τις θετικές υποχρεώσεις τους βάσει του άρθρου 8. Εντούτοις, εν προκειμένω, αντί να λάβουν τα προαναφερθέντα μέτρα, οι αρχές κοινωνικής πρόνοιας μετά από τέσσερις μόνο ανεπιτυχείς συνεδριάσεις επικοινωνίας ζήτησαν από το Δικαστήριο να διακόψει την επαφή μεταξύ του προσφεύγοντος και των παιδιών του. Το Επαρχιακό Δικαστήριο του Kranj και το Ανώτατο Δικαστήριο της Λιουμπλιάνας ακολούθησαν την πρόταση του Κέντρου και διέκοψαν την επαφή του προσφεύγοντος με τα παιδιά του, με το σκεπτικό ότι η καταναγκαστική εποπτευόμενη επαφή είχε προκαλέσει την ψυχική αναστάτωση των παιδιών και μπορούσε να βλάψει την ανάπτυξή τους.
Όσον αφορά στα προσωπικά χαρακτηριστικά του προσφεύγοντος ως εμπόδιο στην επιτυχή ψυχολογική θεραπεία, το ΕΔΔΑ κρίνει ότι η διαπίστωση αυτή δεν φαίνεται να στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Ο εμπειρογνώμονας ψυχίατρος αξιολόγησε την πιθανή επιτυχία της θεραπείας στο 80%, χωρίς να αναφέρει καμία αλλαγή στη συμπεριφορά του προσφεύγοντος ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της.
Ενόψει των ανωτέρω σκέψεων, το Στρασβούργο διαπιστώνει ότι, εν προκειμένω, οι εγχώριες αρχές δεν επέτυχαν δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος του προσφεύγοντος στο σεβασμό της οικογενειακής του ζωής, αφενός, και των σκοπών τους οποίους επικαλείται η Κυβέρνηση, αφετέρου, και δεν εκπλήρωσαν τις θετικές υποχρεώσεις τους βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης. Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση: 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.700 ευρώ για δικαστικά έξοδα και δαπάνες(επιμέλεια echrcaselaw.com).