Πηγή: http://www.echrcaselaw.com/
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σύλληψη πατέρα, ο οποίος επέστρεφε μαζί με την εννιάχρονη κόρη του από σχολική εορτή. Η υπόθεση αφορούσε τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι είχε τραυματιστεί ψυχολογικά καθώς ήταν αυτόπτης μάρτυρας σε βίαιη σύλληψη του πατέρα της από την αστυνομία.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας ήταν αξιόπιστοι, αλλά ότι η μόνη απάντηση των αρχών ήταν η διεξαγωγή προδικαστικής έρευνας, η οποία ήταν επιφανειακή και αναποτελεσματική.
Επιπλέον, οι αστυνομικοί, οι οποίοι έπρεπε να γνωρίζουν καλά ότι η προσφεύγουσα ευρίσκετο στο τόπο διεξαγωγής της αστυνομικής επιχείρησης, δεν είχαν λάβει υπόψη τα συμφέροντά της κατά την διεξαγωγή της επιχείρησης και της σύλληψης εναντίον του πατέρα της, εκθέτοντάς την έτσι σε μια σκηνή βίας. Αυτό την είχε επηρεάσει πολύ σοβαρά, καθώς μετά το συμβάν υπέφερε ιδιαίτερα από μια νευρολογική διαταραχή και από μετατραυματικό στρες για αρκετά χρόνια μετά.
Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η παρουσία της προσφεύγουσας σε έναν τέτοιο συμβάν ανέρχονταν σε κακομεταχείριση, γεγονός που οι αρχές είχαν αποτύχει να αποτρέψουν, κατά παράβαση του άρθρου 3. Παραβίαση της απαγόρευσης απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 3
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα A., είναι υπήκοος της Ρωσίας η οποία γεννήθηκε το 1998 και ζει στο Apsheronsk.
Τον Μάιο του 2008 ο πατέρας της, τότε αστυνομικός, συνελήφθη κατά τη διάρκεια μυστικής επιχείρησης η οποία διοργανώθηκε από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ελέγχου Φαρμάκων (“FSKN”). Η επιχείρηση έλαβε χώρα έξω από το σχολείο της, αφού ο πατέρας της την είχε συνοδεύσει στη γιορτή για το τέλος της σχολικής χρονιάς και αυτή έμπαινε στο αμάξι του για να μεταβεί στο σπίτι της. Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, η αστυνομία έριξε τον πατέρα της στο έδαφος και επανειλημμένα τον κλώτσησε στο σώμα του. Τελικά κατάφερε να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου και να τρέξει μακριά. Βρέθηκε σε κατάσταση σοκ σε ένα δρόμο πιο κάτω από τον θείο της και μεταφέρθηκε σπίτι.
Λίγο αργότερα, διαγνώστηκε με νευρολογική διαταραχή, ενούρηση και μετατραυματική διαταραχή άγχους, κατάσταση η οποία ισχυρίζεται ότι βελτιώθηκε μόνο μερικά χρόνια αργότερα. Τον Ιούλιο του 2008 η μητέρα της προσφεύγουσας παραπονέθηκε στο εισαγγελέα ότι η κόρη της ήταν παρούσα στην κακοποίηση του πατέρα της, γεγονός που είχε βλάψει την υγεία της και διεξήχθη έρευνα.
Ωστόσο, οι εισαγγελικές αρχές αρνήθηκαν να κινήσουν ποινική διαδικασία, διαπιστώνοντας ότι δεν χρησιμοποιήθηκε σωματική δύναμη εναντίον του πατέρα της προσφεύγουσας και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείτο κανένα έγκλημα. Βασίστηκαν σε δηλώσεις από άτομα τα οποία ήταν παρόντες, κυρίως αστυνομικοί του FSKN και μάρτυρες της μυστικής επιχείρησης, καθώς και τα αρχεία από τον χώρο κράτησης όπου κρατούνταν ο πατέρας της μετά τη σύλληψή του, τα οποία δεν ανέφεραν τραυματισμούς.
Η μητέρα της προσφεύγουσας προσέφυγε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, αλλά τον Οκτώβριο του 2008 αποφασίστηκε να μην πραγματοποιηθεί πλήρης έρευνα.
Η ποινική διαδικασία που κινήθηκε κατά του πατέρα της προσφεύγουσας για την πώληση κάνναβης τελικώς τερματίστηκε τον Δεκέμβριο του 2009, επειδή τα αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του είχαν ληφθεί παράνομα και ήταν επομένως απαράδεκτα.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι είχε παρακολουθήσει τη σύλληψη του πατέρα της, η οποία ακολουθήθηκε από ξυλοδαρμό, ήταν αξιόπιστος.
Το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να αποκλείσει ότι η φερόμενη βία που χρησιμοποιήθηκε εναντίον του πατέρα της (ακινητοποίηση στο έδαφος και πολλαπλές κλωτσιές) δεν είχε αφήσει ορατά ίχνη στο σώμα του, όπως είχε ο ίδιος δηλώσει. Αυτός και άλλος μάρτυρας είπαν επίσης ότι οι αστυνομικοί του FSKN φορούσαν αθλητικές φόρμες, γεγονός που υποδηλώνει ότι φορούσαν αθλητικά παπούτσια, αντί για στρατιωτικές μπότες, τα οποία θα μπορούσαν να μην έχουν προκαλέσει μώλωπες και εκδορές.
Επιπλέον, οι δηλώσεις των αστυνομιών του FSKN στις οποίες οι εισαγγελικές αρχές και η κυβέρνηση είχαν στηριχθεί για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι δεν είχε χρησιμοποιηθεί καμία βία εναντίον του πατέρα της, έρχονταν σε αντίθεση με τις δηλώσεις άλλων μαρτύρων, ιδίως αστυνομικού της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας, ο οποίος ήταν παρών κατά τη σύλληψη, ο οποίος είχε ισχυριστεί ότι οι αστυνομικοί είχαν χρησιμοποιήσει βία.
Η βία της σύλληψης είχε επίσης επιβεβαιωθεί από έναν ηλεκτρολόγο, ο οποίες εκτελούσε εργασίες συντήρησης φανών κοντά στο σχολείο της προσφεύγουσας.
Το Δικαστήριο πείστηκε από την αιτιολογία της εσωτερικής έρευνας σχετικά με την απόρριψη της δήλωσης του ηλεκτρολόγου ως αναξιόπιστη, δηλαδή ότι ήταν υποτιθέμενος χρήστης ναρκωτικών. Δεν δόθηκαν διευκρινίσεις όσον αφορά τις διοικητικές διαδικασίες εναντίον του για χρήση ναρκωτικών. Ούτε, παρά τη σημασία της μαρτυρίας του για την αναπαράσταση των πραγματικών περιστατικών, δεν είχε ανακριθεί από το όργανο που διεξήγαγε την προκαταρκτική έρευνα. Πράγματι, το άτομο που διεξήγαγε την εσωτερική έρευνα ήταν αστυνομικός του FSKN, θέτοντας ερωτήματα σχετικά με την ανεξαρτησία του.
Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι δηλώσεις των δύο αυτοπτών μαρτύρων στη μυστική επιχείρηση, σύμφωνα με τους οποίους δεν είχε χρησιμοποιηθεί καμία σωματική δύναμη εναντίον του πατέρα της προσφεύγουσας, δεν είχαν αξία. Ένας από αυτούς τους μάρτυρες αναγνώρισε αργότερα στην ποινική δίκη κατά του πατέρα της ότι είχε ψευδομαρτυρήσει, κατόπιν αιτήματος των αστυνομικών του FSKN. Αποδείχθηκε επίσης από τα λεγόμενά τους ότι δεν μπορούσαν να έχουν δει τη σύλληψη του πατέρα της. Τόσο οι δηλώσεις τους καθώς και τα συμπεράσματα της απόφασης για την περάτωση της διαδικασίας κατά του πατέρα της προσφεύγουσας, δημιούργησαν αμφιβολίες στις εξηγήσεις των αστυνομικών του FSKN.
Οι αρχές, ωστόσο, απάντησαν μόνο στους αξιόπιστους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας μόνο με τη διεξαγωγή προδικαστικής έρευνας, αρνούμενες να ασκήσουν ποινική δίωξη και να διεξάγουν μια πλήρη δικαστική και αστυνομική έρευνα. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η έρευνα δεν παρείχε στην κυβέρνηση αποδεικτικά στοιχεία ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση τους αξιόπιστους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας σχετικά με την έκθεσή της στην βίαιη σύλληψη του πατέρα της, την οποία το Δικαστήριο κρίνει ως κατοχυρωμένοι.
Εξάλλου, οι αρχές δεν έλαβαν υπόψη τα συμφέροντα της προσφεύγουσας, η οποία ήταν μόλις εννέα ετών την εποχή εκείνη, και μάλιστα σε κανένα στάδιο του σχεδιασμού και της εκτέλεσης της επιχείρησής τους σχετικά με τη σύλληψη του πατέρα της. Οι αστυνομικοί, οι οποίοι γνώριζαν ότι η προσφεύγουσα ήταν παρούσα στη σκηνή της επιχείρησης, προχώρησαν χωρίς να δώσουν προσοχή στην παρουσία της, εκθέτοντας έτσι τη προσφεύγουσα σε μια σκηνή βίας, η οποία στρέφονταν κατά του πατέρα της, ελλείψει οποιασδήποτε αντίστασης εκ μέρους του. Το συμβάν αυτό την είχε βλάψει και επηρεάσει σοβαρά την προσφεύγουσα και, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, οι αρχές είχαν αποτύχει να αποτρέψουν την κακομεταχείριση της, κατά παράβαση της θετικής υποχρέωσης του κράτους βάσει του άρθρου 3.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε περαιτέρω παραβίαση του άρθρου 3 όσον αφορά την έλλειψη αποτελεσματικής έρευνας για το περιστατικό στις 31 Μαΐου 2008. Η απλή διεξαγωγή προδικαστικής έρευνας, η οποία σε συνεχίστηκε με την διεξαγωγή προκαταρκτικής έρευνας, ήταν ανεπαρκής για τις αρχές αναφορικά με την υποχρέωση συμμόρφωσής τους με τις απαιτήσεις μιας αποτελεσματικής έρευνας σχετικά με αξιόπιστους ισχυρισμούς περί κακομεταχείρισης από την αστυνομία σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης.
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω διαπιστώσεων, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξετασθούν χωριστά οι καταγγελίες της προσφεύγουσας βάσει του άρθρου 13 της Σύμβασης σχετικά με την έλλειψη αποτελεσματικής έρευνας ή βάσει του άρθρου 8, οι οποίες βασίστηκαν στα ίδια πραγματικά περιστατικά με τις καταγγελίες της σύμφωνα με το άρθρο 3.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ρωσία οφείλει να καταβάλει στην προσφεύγουσα ποσό 25.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.500 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.