Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ORLANDI AND OTHERS v. ITALY, (26431/12; 26742/12; 44057/12 και 60088/12) 14 Δεκεμβρίου 2017 (μετάφραση σημείων της αποφάσεως από τα Αγγλικά, από Β.ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ, ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ Δ.Δ-.Δ.Ν).

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
ORLANDI AND OTHERS v. ITALY,
(26431/12; 26742/12; 44057/12 και 60088/12)
14 Δεκεμβρίου 2017
(μετάφραση σημείων της αποφάσεως από τα Αγγλικά, από Β.ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ, ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ Δ.Δ-.Δ.Ν).

11. Οι προσφεύγουσες γνωρίζονταν από τον Φεβρουάριο του 2007 και από το έτος 2009 είχαν συνάψει μια σταθερή και αφοσιωμένη σχέση μεταξύ τους.
12. Στις 11 Οκτωβρίου 2009, η κ. Mortagna μετακόμισε στο Τορόντο του Οντάριο του Καναδά, προκειμένου να εργαστεί. Ένα μήνα αργότερα, οι προσφεύγουσες αποφάσισαν να παντρευτούν, και στις 27 Αυγούστου 2010 παντρεύτηκαν στο Τορόντο.
13. Εν τω μεταξύ, στις 2 Απριλίου 2010, η απασχόληση της κ. Mortagna έπαυσε να υφίσταται, κι ως εκ τούτου, δεν είχε πλέον δικαίωμα διαμονής στον Καναδά. Έτσι, επέστρεψε στην Ιταλία και έκτοτε συγκατοικεί εκεί με την κα Orlandi.
14. Στις 18 Απριλίου 2011 καταχωρήθηκε η φυσική τους συγκατοίκηση και έκτοτε θεωρούνταν οικογενειακή μονάδα για στατιστικούς σκοπούς.
15. Στις 9 Σεπτεμβρίου 2011, οι προσφεύγουσες ζήτησαν από το ιταλικό προξενείο στο Τορόντο να διαβιβάσει στο γραφείο αστικής κατάστασης της Ιταλίας (δημοτολόγιο) τα σχετικά έγγραφα για την καταχώριση του γάμου τους.
16. Στις 8 Νοεμβρίου 2011 τα σχετικά έγγραφα απεστάλησαν.
17. Στις 13 Δεκεμβρίου 2011, ο δήμος Ferrara πληροφόρησε τις προσφεύγουσες ότι δεν ήταν δυνατή η καταχώρηση του γάμου τους. Η σχετικώς εκδοθείσα απόφαση ανέφερε ότι η ιταλική έννομη τάξη δεν επιτρέπει τον γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου και ότι μολονότι ο νόμος δεν ορίζει ρητώς ότι ο γάμος επιτρέπεται μόνο μεταξύ ατόμων του αντίθετου φύλου, η θεωρία και η νομολογία έχουν κάνει δεκτό ότι το άρθρο 29 του Συντάγματος κατοχυρώνει την παραδοσιακή έννοια του γάμου, υπό την έννοια του γάμου μεταξύ προσώπων του αντίθετου φύλου. Επιπλέον, σύμφωνα με την με αριθμό 2 εγκύκλιο της 26ης Μαρτίου 2001 του Υπουργείου Εσωτερικών, ο γάμος που τελέστηκε στο εξωτερικό μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου, εκ των οποίων ο ένας ιταλικής εθνικότητας, δεν μπορούσε να καταχωριστεί ως συναπτόμενος γάμος, διότι τούτο θα ήταν αντίθετο σε κανόνες δημόσιας τάξης.

74. Το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο στην απόφαση 138/15ης Απριλίου 2010, κήρυξε απαράδεκτη τη συνταγματική αμφισβήτηση των άρθρων 93, 96, 98, 107, 108, 143, 143 bis και 231 του ιταλικού αστικού κώδικα, που είχε παραπεμφθεί ενώπιόν του από τα αρμόδια δικαστήρια, στο πλαίσιο εκδίκασης ένδικων βοηθημάτων, με τα οποία αμφισβητούνταν η άρνηση των αρμοδίων αρχών να αναγνωρίσουν γάμους μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, (ενώ την ένσταση αντισυνταγματικότητας προέβαλαν πρόσωπα που τελούσαν σε κατάσταση παρόμοια με εκείνη των προσφευγουσών), με την αιτιολογία ότι η αμφισβήτηση αυτή στοχεύει στην έκδοση από το δικαστήριο συμπληρωματικών κανόνων που δεν προβλέπονται από το Σύνταγμα.
75. Το Συνταγματικό Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 2 του ιταλικού Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι: «η Δημοκρατία αναγνωρίζει και εγγυάται τα απαραβίαστα δικαιώματα του προσώπου, ως ατόμου και ως μέλους των κοινωνικών ομάδων στις οποίες η ανθρώπινη προσωπικότητα εκφράζεται. Η Δημοκρατία αναμένει όπως τα θεμελιώδη καθήκοντα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής σταθερότητας θα εκπληρωθούν». Σημείωσε δε ότι ως κοινωνική ομάδα πρέπει να χαρακτηριστεί κάθε μορφή κοινότητας, απλή ή σύνθετη, που έχει ως σκοπό να επιτρέψει και να ενθαρρύνει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας κάθε ατόμου μέσω των συναπτόμενων στο πλαίσιο της σχέσεων. Η έννοια αυτή συμπεριλαμβάνει τις ομόφυλες ενώσεις, υπό την εκδοχή μιας σταθερής συγκατοίκησης δύο ατόμων του ίδιου φύλου, οι οποίοι έχουν θεμελιώδες δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης της προσωπικότητάς τους μέσα στη σχέση και ως ζευγάρι, αποκτώντας – συν τω χρόνω και με τα μέσα και τα όρια που καθορίζονται από τον νόμο – τη νομική αναγνώριση των σχετικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους. Ωστόσο, αυτή η αναγνώριση, η οποία απαιτεί αναγκαστικά γενική νομική ρύθμιση, με στόχο τον καθορισμό των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των προσώπων που μετέχουν στη σχέση, θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλους τρόπους, εκτός από τον θεσμό του γάμου μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Όπως προκύπτει από τα διαφορετικά συστήματα που υιοθετήθηκαν στην Ευρώπη, το ζήτημα του είδους της αναγνώρισης των σχέσεων αυτών επαφίεται στον νομοθέτη, κατά την άσκηση της πλήρους διακριτικής του ευχέρειας. Εντούτοις, το Συνταγματικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, με την επιφύλαξη της διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη, έχει τη δικαιοδοσία να κρίνει τη συνταγματικότητα ρυθμίσεων που σχετίζονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα ενός ομόφυλου ζευγαριού, με κανόνα ελέγχου την τήρηση της αρχής της ισότητας μεταξύ παντρεμένων ζευγαριών και ομόφυλων ζευγαριών. Το δικαστήριο θα κρίνει σε τέτοιες περιπτώσεις το εύλογο των σχετικών μέτρων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
76. Το δικαστήριο έχει κρίνει, εξάλλου, ότι οι έννοιες της οικογένειας και του γάμου δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι έχουν παγιώσει το νόημά τους, όπως γινόταν αντιληπτό κατά τον χρόνο έναρξη ισχύος του Συντάγματος, δεδομένου ότι οι συνταγματικές αρχές πρέπει να ερμηνεύονται λαμβάνοντας υπόψη τις αλλαγές της έννομης τάξης και την εξέλιξη της κοινωνίας και των εθίμων της. Παρόλα αυτά, μια τέτοια ερμηνεία δεν θα μπορούσε να είναι τόσο διασταλτική, ώστε να καταλήγει να επηρεάζει την ίδια την ουσία των νομικών κανόνων, τροποποιώντας τις ανωτέρω έννοιες κατά τέτοιο τρόπο, προκειμένου να συμπεριλάβει σ’ αυτές φαινόμενα και προβλήματα που δεν είχαν ληφθεί υπόψη, κατά τη θέση σε ισχύ του συντάγματος. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Συντάγματος, το ζήτημα των ομόφυλων ενώσεων δεν συζητήθηκε καθόλου από τη συντακτική συνέλευση, παρά το γεγονός ότι η ομοφυλοφιλία δεν ήταν άγνωστη. Κατά τη σύνταξη του άρθρου 29 του Συντάγματος, η συνέλευση είχε συζητήσει για ένα θεσμό με συγκεκριμένη μορφή και ακριβή χαρακτηριστικά, όπως αυτά προβλέποντο από τον Αστικό Κώδικα. Συνακόλουθα, ελλείψει οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας αναφοράς, ήταν αναπόφευκτο να συναχθεί ότι η έννοια του γάμου ήταν αυτή που ορίζετο στον αστικό κώδικα, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ το 1942, και η οποία ισχύει μέχρι σήμερα, σύμφωνα με την οποία, οι σύζυγοι πρέπει να είναι άτομα του αντίθετου φύλου. Επομένως, η έννοια αυτού του συνταγματικού κανόνα δεν μπορούσε να μεταβληθεί μέσω μίας δημιουργικής ερμηνείας. Ως εκ τούτου, ο συνταγματικός κανόνας δεν συμπεριλαμβάνει τις ομόφυλες ενώσεις και κατοχυρώνει τον γάμο με την παραδοσιακή του όρου έννοια.
77. Τέλος, το δικαστήριο έκρινε ότι, όσον αφορά το άρθρο 3 του Συντάγματος σχετικά με την αρχή της ισότητας, η σχετική νομοθεσία δεν δημιουργεί μία αυθαίρετη διακριτική μεταχείριση, δεδομένου ότι οι ομόφυλες ενώσεις δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ισοδύναμες με το γάμο. Ακόμη και το άρθρο 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το άρθρο 9 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν απαιτούν την πλήρη ισότητα μεταξύ των ομόφυλων ενώσεων και των γάμων μεταξύ ανδρών και γυναικών, δεδομένου ότι η ρύθμιση του ζητήματος αυτού ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη, όπως αποδεικνύεται από τις διαφορετικές προσεγγίσεις που υπάρχουν στην Ευρώπη.
78. Ομοίως, το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο, στις αποφάσεις του 276/2010 και 4/2011, κήρυξε προδήλως αβάσιμους τους ισχυρισμούς, περί του ότι τα προαναφερθέντα άρθρα του Αστικού Κώδικα ( στο μέτρο που δεν επιτρέπουν το γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου) δεν ήταν σύμφωνα με το άρθρο 2 του Συντάγματος. Το Συνταγματικό Δικαστήριο επανέλαβε ότι η νομική αναγνώριση των ομόφυλων ενώσεων δεν σημαίνει αναγκαίως την αναγνώριση στο πλαίσιο του θεσμού του γάμου, όπως αποδεικνύουν οι διαφορετικές προσεγγίσεις που εφαρμόστηκαν σε διάφορες χώρες, και ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 του Συντάγματος, ανήκει στον νομοθέτη, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας , να ρυθμίσει και να παράσχει εγγυήσεις και αναγνώριση στις ενώσεις αυτές.
79. Γενικά, η εσωτερική νομολογία μέχρι το έτος 2012 ανέδειξε ότι η αδυναμία καταχώρησης ενός ομόφυλου γάμου που τελέστηκε στο εξωτερικό ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί γάμος. Εντούτοις, αυτή η νομολογία έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση στην απόφαση 4184/12 του Αρείου Πάγου (στην περίπτωση των προσφευγουσών) σχετικά με την άρνηση καταχώρησης των γάμων μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου που συνάπτονται στο εξωτερικό και μια περαιτέρω εξέλιξη σημειώθηκε το 2014, ως εξής:
Απόφαση του Δικαστηρίου του Grosseto της 3ης Απριλίου 2014
81. Με την προαναφερθείσα απόφαση που εκδόθηκε από πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κρίθηκε ότι η άρνηση καταχώρησης γάμου μεταξύ ομοφύλων που τελέστηκε στο εξωτερικό ήταν παράνομη. Το δικαστήριο διέταξε ακολούθως την αρμόδια δημόσια αρχή να προβεί στην καταχώρισή του. Ενώ η εντολή εκτελέστηκε, το ιταλικό δημόσιο άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής. Με απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2014, το Εφετείο της Φλωρεντίας, αφού διαπίστωσε διαδικαστικό σφάλμα, ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Δικαστήριο του Grosseto. Με απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 2015, το δικαστήριο του Grosseto διέταξε και πάλι την αρμόδια δημόσια αρχή να προβεί στην καταχώριση του γάμου.

82. Σε μια απροσδιόριστη ημερομηνία, η κ. GLD και η κ.RLH (ζεύγος ομοφυλοφίλων, εκ των οποίων η μία ιταλίδα υπήκοος) ζήτησαν να καταχωρηθεί ο γάμος τους, που είχε τελεστεί στη Γαλλία, στο δημοτολόγιο του οικείου δήμου. Ωστόσο, ο αρμόδιος δήμαρχος απέρριψε την αίτησή τους. Το ζευγάρι άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης αυτής, η οποία απορρίφθηκε από το πρωτοδικείο του Avellino.
83. Με την απόφαση αριθ. 1156, που κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου, στις 8 Ιουλίου 2015, το εφετείο του Μιλάνου είχε αποφανθεί υπέρ των θέσεων των προσφευγουσών. Παραπέμποντας στις αποφάσεις του Αρείου Πάγου 4148/ 2012 και 8097/2015, το Εφετείο έκρινε ότι, δεδομένου ότι ο γάμος των εναγόντων είχε τελεστεί εγκύρως στη Γαλλία, δεν θα μπορούσε να αποδυναμωθεί λόγω της μετοίκησής τους στην Ιταλία, αφού τούτο θα συνιστούσε δυσμενή διάκριση και θα συνεπήγετο παραβίαση του άρθρου 12 της ΕΣΔΑ και του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας, σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Εφετείο, εξάλλου, έκρινε ότι το ζήτημα αυτό ρυθμίστηκε από το άρθρο 19 του νομοθετικού διατάγματος 396/2000, σχετικά με την καταχώρηση των γάμων που συνάπτονται στο εξωτερικό, δεδομένου ότι το άρθρο 28 του Ν. 218/1995 προβλέπει ότι ο γάμος ήταν έγκυρος ως προς τη μορφή κατά το εθνικό δίκαιο, αν ήταν έγκυρος σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας στην οποία είχε τελεστεί. Επανέλαβε δε την αρχή ότι το ίδιο φύλο του ζευγαριού δεν αντιβαίνει στη δημόσια τάξη είτε εθνική είτε διεθνής.
84. Η απόφαση κατέστη οριστική στις 15 Ιουλίου 2016, δεδομένου ότι ο Άρειος Πάγος στην απόφαση 2487/2017 της 31ης Ιανουαρίου 2017 έκρινε ότι η αίτηση αναιρέσεως κατ’ αυτής δεν είχε υποβληθεί παραδεκτώς.
Απόφαση του Δικαστηρίου του Reggio Emilia της 13ης Φεβρουαρίου 2012

85. Σε μια υπόθεση ενώπιον του Tribunal de Reggio Emilia (πρώτου βαθμού), οι ενάγοντες (ζεύγος ομοφυλοφίλων) δεν ζήτησαν από το δικαστήριο να αναγνωρίσει τον γάμο τους που είχε τελεστεί στην Ισπανία, αλλά να αναγνωρίσει το δικαίωμά τους στην οικογενειακή ζωή στην Ιταλία, με βάση τη σχέση τους. Το δικαστήριο του Reggio Emilia, με διαταγή της 13ης Φεβρουαρίου 2012, υπό το φως των οδηγιών της ΕΕ και της μεταφοράς τους στο ιταλικό δίκαιο, καθώς και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, έκρινε ότι ο εν λόγω γάμος ισχύει, προκειμένου να δοθεί άδεια διαμονής στην Ιταλία.
Απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου 170/14 της 11ης Ιουνίου 2014

86. Στην απόφαση 170/14 το Συνταγματικό Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του Συντάγματος εξαιτίας της νομικά τελεσίδικης λύσης του γάμου και την αδυναμία των συντρόφων σε αυτή την περίπτωση (οι οποίοι ανήκαν στο ίδιο φύλο μετά την αλλαγή φύλου του ενός) να αποκτήσουν μια εναλλακτική αναγνώριση της ένωσής τους. Το Συνταγματικό Δικαστήριο «διέταξε» τον νομοθέτη να θεσπίσει επειγόντως μια άλλη μορφή επίσημης συμβίωσης, η οποία θα προστατεύει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ζευγαριού.
Απόφαση Αρείου Πάγου 8097/2015

87. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο ΑΠ στην 170/14 της 11ης Ιουνίου 2014 απόφασή του, έκρινε ότι ήταν απαραίτητο να διατηρηθούν σε ισχύ τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που σχετίζονται με τον γάμο (αφού ένας από τους συζύγους είχε αλλάξει το φύλο του), μέχρις ότου ο νομοθέτης προβλέψει μία εναλλακτική μορφή αναγνώρισης της ένωσης.

Απόφαση του ΑΠ 2400/15

88. Σε μια υπόθεση που αφορούσε στην άρνηση σύναψης γάμου σε ζευγάρι ομοφύλων που το είχε ζητήσει, ο Α.Π. με απόφασή του, της 9ης Φεβρουαρίου 2015, απέρριψε το αίτημα των εναγόντων. Αφού έλαβε υπόψη τού την πρόσφατη εσωτερική και διεθνή νομολογία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι – ενώ τα ζευγάρια του ιδίου φύλου έπρεπε να προστατευθούν βάσει του άρθρου 2 του ιταλικού Συντάγματος και ότι επαφίεται στον νομοθέτη να εξασφαλίσει την αναγνώριση της ένωσης μεταξύ αυτών των ζευγαριών – η έλλειψη αναγνώρισης ομόφυλου γάμου δεν ήταν ασύμβατη με το ισχύον εθνικό και διεθνές σύστημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κατά συνέπεια, η έλλειψη αναγνώρισης ομόφυλου γάμου δεν μπορεί να αποτελεί διακριτική μεταχείριση, καθώς το πρόβλημα στο σημερινό νομικό σύστημα περιστρέφεται γύρω από το γεγονός ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική μορφή αναγνώρισης της ομόφυλης ένωσης.
89. Μετά από αποφάσεις ορισμένων δημάρχων (συμπεριλαμβανομένων των δημάρχων της Μπολόνια, Νάπολης, Ρώμης και Μιλάνου) να καταχωρίσουν γάμους ομοφύλων που είχαν συναφθεί νόμιμα στο εξωτερικό, με εγκύκλιο που εξέδωσε στις 7 Οκτωβρίου 2014 το Υπουργείο Εσωτερικών απευθυνόμενο στους Νομάρχες της Δημοκρατίας, των κυβερνητικών επιτρόπων των επαρχιών Bolzano και Trento και του προέδρου της περιφερειακής κυβέρνησης Val d’Aosta, ….. δόθηκε η ακόλουθη εντολή:
“Όταν οι δήμαρχοι έχουν εκδώσει οδηγίες σχετικά με την καταχώρηση γάμων ομοφύλων που έχουν τελεστεί στο εξωτερικό και σε περίπτωση που αυτές οι οδηγίες έχουν εκτελεστεί, καλείστε να ζητήσετε επισήμως από τους εν λόγω δημάρχους να ανακαλέσουν τις οδηγίες αυτές και να ακυρώσουν τυχόν καταχωρίσεις που έχουν ήδη διενεργηθεί. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να τους προειδοποιήσετε ότι, ελλείψει οποιουδήποτε μέτρου από την πλευρά τους, οι παράνομες πράξεις θα ακυρωθούν αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του νόμου 241 του 1990 και του άρθρου 54, παράγραφοι 3 και 11, του νομοθετικού διατάγματος 267/2001. ”

90. Με την 3907 της 12ης Φεβρουαρίου 2015 πρωτόδικη απόφαση, το Διοικητικό Δικαστήριο της Ρώμης Lazio, επαναλαμβάνοντας ότι δεν υπήρχε δικαίωμα καταχώρησης των ομόφυλων γάμων που είχαν τελεστεί στο εξωτερικό (επιβεβαιώνοντας τη νομιμότητα του περιεχομένου της εγκυκλίου της 7ης Οκτωβρίου 2014), έκρινε ότι η προαναφερθείσα διάταξη της 7ης Οκτωβρίου 2004 ήταν άκυρη. Αφού εξέτασε το σχετικό νομικό πλαίσιο, έκρινε ότι η Κεντρική Διοικητική Αρχή και οι Νομάρχες δεν ήταν αρμόδιες να διατάξουν την ακύρωση τέτοιων καταχωρίσεων, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα αυτή επιφυλάχθηκε αποκλειστικά στις δικαστικές αρχές.
91. Η απόφαση αυτή εξαφανίστηκε, κατόπιν άσκησης εφέσεως, από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο με την απόφασή τού της 8ης Οκτωβρίου 2015.
92. Το δικαστήριο σημείωσε ότι τα άρθρα 27 και 28 του Ν. 218 της 31ης Μαΐου 1995 προβλέπουν ότι οι υποκειμενικές προϋποθέσεις για την εγκυρότητα του γάμου πρέπει να διέπονται από το εθνικό δίκαιο κάθε συζύγου και ότι ο γάμος είναι έγκυρος ως προς τη μορφή του, αν θεωρείται έγκυρος σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου όπου έχει τελεστεί ή το εθνικό δίκαιο τουλάχιστον ενός από τους συζύγους. Εξάλλου, το άρθρο 115 του αστικού κώδικα ορίζει ρητά ότι οι ιταλοί υπήκοοι υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των αστικών νόμων σχετικά με τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες για τη σύναψη γάμου, έστω και αν ο γάμος έχει συναφθεί στο εξωτερικό. Μια συνδυασμένη ερμηνεία των διατάξεων αυτών απαιτεί τον προσδιορισμό των υποχρεωτικών ουσιαστικών προϋποθέσεων (ιδίως του καθεστώτος και της ιδιότητας των συζύγων), οι οποίες θα επέτρεπαν στον γάμο αυτό να παράγει τα κοινά έννομα αποτελέσματά του στην εθνική έννομη τάξη. Η διαφορά στο φύλο των συζύγων ήταν η πρώτη προϋπόθεση για την εγκυρότητα ενός γάμου σύμφωνα με τα σχετικά άρθρα του αστικού κώδικα και σύμφωνα με τη μακρά πολιτιστική και νομική παράδοση του θεσμού του γάμου. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο γάμος μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου στερείται ένα από τα ουσιώδη στοιχεία που επιτρέπουν να παράγει νομικά αποτελέσματα στην ιταλική έννομη τάξη.
Ως εκ τούτου, ένας υπάλληλος του κράτους ο οποίος έχει ως καθήκον να διασφαλίζει (πριν από την καταχώρηση του γάμου) ότι όλες οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις πληρούνται για την καταχώρηση του γάμου, δεν θα ήταν σε θέση να καταχωρήσει στο οικείο μητρώο ένα γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου που έχει τελεστεί στο εξωτερικό, αφού δεν πληρούται η υποχρέωση να έχει “μία σύζυγο και έναν σύζυγο” όπως απαιτείται από τον νόμο (άρθρο 64 του Ν. 396/2000). Για τον λόγο αυτόν, ένας τέτοιος γάμος δεν μπορούσε να καταχωρηθεί, ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν είναι αντίθετος με τη δημόσια τάξη.
Επιπλέον, το δικαστήριο, επικαλούμενο τις σχετικές αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου (αριθ. 138 του 2010 και 170 του 2014), έκρινε ότι δεν θα μπορούσε να απορρέει παρόμοια υποχρέωση από το Σύνταγμα ή από διεθνείς συμβάσεις, στις οποίες η Ιταλία είναι συμβαλλόμενο μέρος. Η πρόσφατη απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Oliari κ.λπ. κατά Ιταλίας (αριθ. 18766/11 και 36030/11 της 21ης Ιουλίου 2015) δεν αίρει τα εμπόδια που δημιουργεί το άρθρο 29 του Συντάγματος, όπως ερμηνεύεται από τα εθνικά δικαστήρια. Πράγματι, η απόφαση αυτή είχε μόνο διαπιστώσει την ανάγκη θέσπισης σχετικού νομικού πλαισίου για την προστασία των ομοφύλων ενώσεων και επανέλαβε ότι η αναγνώριση του γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου επαφίεται στο κράτος. Τα ίδια συμπεράσματα συνάγονται ακόμη και σε σχέση με τα δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, όπως αυτά ορίζονται στη σχετική νομοθεσία της ΕΕ, στο μέτρο που η αναγνώριση ομόφυλων γάμων που τελέστηκαν στο εξωτερικό δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας. Συνακόλουθα, ενόψει του ότι δεν έχει αναγνωριστεί δικαίωμα γάμου μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, ο γάμος αυτός δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον ετερόφυλο γάμο. Πράγματι, η αποδοχή της καταχώρησης των γάμων ομοφύλων που τελέστηκαν στο εξωτερικό, ανεξαρτήτως της ύπαρξης σχετικής νομοθεσίας για αυτό το ζήτημα, θα είχε ως αποτέλεσμα την υποκατάσταση στην εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη. ….
3. Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

132. Το δικαστήριο υπενθυμίζει, καταρχήν, ότι δεν ανήκει στην αρμοδιότητά του να εκτιμήσει το κύρος, σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου κράτους, των γάμων που συνήψαν οι προσφεύγουσες -ζήτημα το οποίο δεν έχει προσδιοριστεί από τις εθνικές αρχές, οι οποίες επιβαρύνονται να προβούν σε τέτοιες εκτιμήσεις (βλ. σκέψη 92 ανωτέρω).
133. Σημειώνει, περαιτέρω, ότι το ζήτημα αν οι γάμοι των προσφευγουσών ήταν έγκυροι ή όχι, σύμφωνα με τη νομοθεσία του συμβαλλομένου κράτους, ξεπερνά την εμβέλεια των καταγγελιών των προσφευγουσών, διότι οι απορριπτικές αποφάσεις τις οποίες επικαλούνται δεν στηρίζονταν στον λόγο αυτόν (βλ. , mutatis mutandis, Pajić κατά Κροατίας, αριθ. 68453/13, § 75, 23 Φεβρουαρίου 2016) – η αλήθεια του οποίου παραμένει, επομένως, υποθετική.
134. Πράγματι, οι αιτιάσεις των προσφευγουσών στηρίζονται στην πραγματικότητα ότι οι αρχές αρνήθηκαν να καταχωρίσουν τους γάμους τους που είχαν τελεστεί στο εξωτερικό για τον λόγο ότι ήταν γάμοι μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι από τα έγγραφα που του υποβλήθηκαν δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι προσφεύγουσες έχουν συνάψει γάμους (σε διαφορετικές χώρες) και ότι η άρνηση καταχώρησης των γάμων αυτών στηριζόταν στο γεγονός ότι οι προσφεύγουσες αποτελούσαν ζευγάρια οομοφύλων και τίποτα άλλο.
135. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η εκτίμησή του περιορίζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση που εκκρεμεί ενώπιόν του και, επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση, τίθεται μόνον το ζήτημα αν η άρνηση των αρχών να καταχωρίσουν το γάμο των προσφευγουσών αποκλειστικά για τον λόγο ότι ήταν ομόφυλοι σύζυγοι, συνιστούσαν παραβίαση των διατάξεων που επικαλούνται. Επομένως, η εκτίμηση του Δικαστηρίου δεν θίγει τους άλλους λόγους άρνησης που θα μπορούσαν να επικαλεστούν οι εθνικές αρχές ή αυτών που θα μπορούσαν να επικαλούνται στο μέλλον από αυτές (εάν οι προσφεύγουσες προβούν στο μέλλον σε νέες προσπάθειες καταχώρησης του γάμου τους) .
136. Κατά συνέπεια, η ένσταση που προέβαλε η Κυβέρνηση δεν έχει σχέση με το παραδεκτό των καταγγελιών και, ως εκ τούτου, απορρίπτεται.
91. Τα παράπονα των προσφευγουσών που απορρέουν από τη διάταξη αυτή αφορούν κυρίως το γεγονός ότι, κατά την επιστροφή τους στην Ιταλία, δεν επετράπη η εγγραφή του γάμου τους, είτε ως γάμος είτε υπό οποιαδήποτε άλλη μορφή, στερούμενοι έτσι κάθε νομική προστασία ή συγγενή δικαιώματα.
192. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι τα κράτη εξακολουθούν να είναι ελεύθερα, σύμφωνα με το άρθρο 12 της Σύμβασης, καθώς και βάσει του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8, να αναγνωρίζουν τη νομική μορφή του γάμου μόνο σε ζευγάρια διαφορετικού φύλου (βλ. Τις προαναφερθείσες αποφάσεις Schalk και Kopf, 108 και Chapin και Charpentier, προπαρατεθείσα, § 39). Το ίδιο συμβαίνει και με το άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 12 (βλ. Προπαρατεθείσα απόφαση Oliari κ.λπ., § 193). Εντούτοις, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι τα ζευγάρια του ιδίου φύλου χρειάζονται νομική αναγνώριση και προστασία της σχέσης τους (βλ. Προπαρατεθείσα απόφαση Oliari κ.λπ., σκέψη 165 και παρατιθέμενη νομολογία). Πράγματι, στην υπόθεση Oliari κ.λπ., το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ελλείψει ενός υπέρτερου κοινωνικού συμφέροντος που θα προέβαλε η ιταλική κυβέρνηση, που θα σταθμιζόταν με τα σημαντικά συμφέροντα των προσφευγουσών, και υπό το πρίσμα των συμπερασμάτων των εθνικών δικαστηρίων επί του θέματος, κρίθηκε ότι η ιταλική κυβέρνηση είχε ξεπεράσει το περιθώριο εκτίμησής της και δεν τήρησε τη θετική υποχρέωσή της να διασφαλίσει ότι οι προσφεύγουσες είχαν στη διάθεσή τους ένα ειδικό νομικό πλαίσιο που να προβλέπει την αναγνώριση και προστασία των ομόφυλων ενώσεών τους (§ 185). Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 (§ 187).
193. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, κατόπιν της προαναφερθείσας αποφάσεως Oliari κ.λπ., με τον νόμο 76/2016, ο ιταλός νομοθέτης προέβλεψε την ύπαρξη πολιτικών ενώσεων στην Ιταλία. Με μεταγενέστερα διατάγματα προβλέφθηκε ότι τα πρόσωπα που είχαν συνάψει γάμο, πολιτική ένωση ή οποιαδήποτε άλλη αντίστοιχη ένωση στο εξωτερικό θα μπορούσαν να καταχωρήσουν τη σχέση τους ως πολιτική ένωση κατά την έννοια του ιταλικού δικαίου (βλ. Ανωτέρω σημεία 97 έως 100). Η τελευταία αυτή νομοθεσία τέθηκε σε ισχύ το 2017 (βλ. Ανωτέρω σκέψη 100) και οι περισσότερες από τις προσφεύγουσες επωφελήθηκαν πρόσφατα από αυτήν.
194. Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, όσον αφορά διάφορες εθνικές νομοθεσίες, ότι οι πολιτικές ενώσεις έχουν ένα νομικό καθεστώς ίσο ή παρόμοιο με τον γάμο από πολλές απόψεις (βλ. Π.χ. Schalk και Kopf § 109 σχετικά με την Αυστρία, Hämäläinen , § 83, σε σχέση με το φινλανδικό σύστημα, και Chapin και Charpentier, §§ 49 και 51, σχετικά με τη Γαλλία, όλα τα προαναφερθέντα). Το Δικαστήριο θεωρεί ότι, καταρχήν, ότι ένα τέτοιο σύστημα συνάδει, εκ πρώτης όψεως, με τους κανόνες της σύμβασης. Οι προσφεύγουσες αναγνώρισαν επίσης ρητώς ή σιωπηρά ότι θα αρκούσε, για να προστατευτούν τα συμφέροντα όλων, αν οι αρχές είχαν καταχωρίσει τον γάμο τους τουλάχιστον ως πολιτική ένωση (βλ. Σκέψεις 151, 155 και 156 ανωτέρω), καθόσον θα είχαν την ικανότητα να αναγνωρίζονται οι σχέσεις τους με κάποια μορφή στο εθνικό σύστημα.
195. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η νέα ιταλική νομοθεσία που προβλέπει τις πολιτικές ενώσεις (και την καταγραφή των γάμων που συνάπτονται στο εξωτερικό ως πολιτικές ενώσεις) φαίνεται να προσδίδει σ’ αυτές κατά το μάλλον ή ήττον την ίδια προστασία με τον γάμο, σε ότι αφορά τις βασικές ανάγκες ενός ζευγαριού σε μία σταθερή οικογενειακή σχέση, και το Δικαστήριο δεν καλείται εν προκειμένω να εξετάσει τυχόν διαφορές επί λεπτομερειών μεταξύ των δύο θεσμών, καθώς τούτο θα ξεπερνούσε το αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως.
196. Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας της ατομικής προσφυγής, οφείλει να περιοριστεί, στο μέτρο του δυνατού, στην εξέταση της συγκεκριμένης υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιόν του (βλ. Προαναφερθείσα απόφαση Schalk και Kopf, § 103). Δεδομένου ότι προς το παρόν οι προσφεύγουσες έχουν τη δυνατότητα να συνάψουν μια πολιτική ένωση ή ο γάμος τους να καταχωριστεί ως πολιτική ένωση, το Δικαστήριο πρέπει να κρίνει μόνον, αν οι αρνήσεις καταχώρησης του γάμου των προσφευγουσών υπό οποιαδήποτε μορφή με συνέπεια, ενόψει του νομικού κενού, να στερούνται της σχετικής προστασίας πριν από το 2016-17, οδήγησε σε παραβίαση των δικαιωμάτων τους, που κατοχυρώνονται στο άρθρο 8 της Σύμβασης.
197. Μολονότι ο βασικός σκοπός του άρθρου 8 της Σύμβασης είναι η προστασία του ατόμου από την αυθαίρετη δράση των δημοσίων αρχών, μπορεί να αναγνωριστούν επιπλέον, δυνάμει αυτού, θετικές υποχρεώσεις του κράτους, που είναι εγγενείς για την αποτελεσματική διασφάλιση του σεβασμού της οικογενειακής ζωής. Εντούτοις, τα όρια μεταξύ θετικών και αρνητικών υποχρεώσεων του κράτους βάσει αυτής της διάταξης δεν μπορούν να οριστούν με ακρίβεια. Οι εφαρμοστέες αρχές είναι, παρόλα αυτά, παρόμοιες. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η δίκαιη ισορροπία που πρέπει να τηρείται μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων του ατόμου και της κοινωνίας στο σύνολό της. (βλέπε Jeunesse κατά Ολλανδίας [GC], αριθ. 12738/10, § 106, 3 Οκτωβρίου 2014 και Wagner και JMWL κατά Λουξεμβούργου, αριθ. 76240/01, § 118, 28 Ιουνίου 2007).
98. Το Δικαστήριο δεν κρίνει αναγκαίο να αποφασίσει κατά πόσον θα ήταν πιο ενδεδειγμένο να αναλύσει την υπόθεση ως μια θετική ή αρνητική υποχρέωση, δεδομένου ότι θεωρεί ότι το ουσιώδες ζήτημα στην προκειμένη περίπτωση είναι ακριβώς το αν μια δίκαιη ισορροπία διασφαλίστηκε μεταξύ των διακυβευομένων συμφερόντων (βλ., mutatis mutandis, Dickson κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. 44362/04, § 71, 18 Απριλίου 2006).
199. Όσον αφορά την έλλειψη πολιτικών ενώσεων, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι παρατηρήσεις της Κυβέρνησης σχετικά με το θέμα αυτό είναι όμοιες με εκείνες που είχαν υποβληθεί στην υπόθεση Oliari κ.ά., που αφορούν στην ίδια χρονική περίοδο – το 2015 είναι ο κρίσιμος χρόνος κατά την οποία OLari κ.λπ. θεμελίωσαν τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους (βλ. Προπαρατεθείσα απόφαση Oliari κ.λπ., σκέψη 164). Όπως και στην υπόθεση αυτή, στην προκειμένη περίπτωση η κυβέρνηση δεν επικαλέστηκε ένα υπέρτερο κοινωνικό συμφέρον για την εξισορρόπηση (άλλως-για να αντισταθμίσει) των σημαντικών συμφερόντων των προσφευγουσών, που, μέχρις ότου τεθεί σε ισχύ η νομοθεσία περί πολιτικών ενώσεων, υφίσταντο και συνέχισαν να υφίστανται τις συνέπειες της αδυναμίας τους να επωφεληθούν από ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο που προβλέπει την αναγνώριση και προστασία των ομόφυλων ενώσεων.
200. Ομοίως, όσον αφορά την παράλειψη καταχώρησης των γάμων, η Κυβέρνηση δεν προέβαλε κανέναν νόμιμο σκοπό για την άρνηση αυτή, εκτός από μια γενική φράση σχετικά με την «εσωτερική δημόσια τάξη» (βλ. Σκέψη 167 ανωτέρω), η οποία όμως, δεν είναι σύμφωνη με την εσωτερική νομολογία (απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου αριθ. 4184/12, βλ. ανωτέρω σημεία 61-65, των οποίων τα συμπεράσματα επαναλήφθηκαν στη συνέχεια). Συναφώς, το Δικαστήριο σημειώνει ότι, σε αντίθεση με άλλες διατάξεις της Σύμβασης, το άρθρο 8 δεν κατατάσσει την έννοια της «δημόσιας τάξης» ως έναν από τους θεμιτούς σκοπούς, προς το συμφέρον των οποίων ένα κράτος μπορεί να παρεμβαίνει στα δικαιώματα ενός ατόμου. Εντούτοις, δεδομένου ότι εναπόκειται κυρίως στην εθνική νομοθεσία να καθορίσει τους κανόνες σχετικά με την εγκυρότητα των γάμων και να προβλέψει τις έννομες συνέπειες (βλέπε Green και Farhat v. Malta, (dec.), Αριθ. 38797/07, 6 Ιουλίου 2010), το Δικαστήριο έχει δεχθεί ήδη ότι η εθνική κανονιστική ρύθμιση για την καταχώρηση του γάμου μπορεί να εξυπηρετεί τον θεμιτό σκοπό της παρεμπόδισης της κοινωνικής αταξίας (βλ., και την προαναφερθείσα απόφαση Dadouch, § 54). Έτσι, το Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί, για τους σκοπούς της υπό κρίση υποθέσεως, ότι τα επίδικα μέτρα ελήφθησαν για την πρόληψη της αταξίας, στο μέτρο που η έννομη θέση των προσφευγουσών δεν προβλεπόταν στο εσωτερικό δίκαιο.
201. Πράγματι, η ουσία της υπό κρίση υποθέσεως είναι ακριβώς ότι η θέση των προσφευγουσών δεν προβλεπόταν από το εσωτερικό δίκαιο, και συγκεκριμένα το γεγονός ότι αυτές δεν μπορούσαν να έχουν τη σχέση τους – είτε πρόκειται για de facto ένωση είτε για μια ένωση de jure αναγνωρισμένη σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός αλλοδαπού κράτους – αναγνωρισμένη και προστατευμένη στην Ιταλία υπό οποιαδήποτε μορφή.
202. Το Δικαστήριο σημειώνει τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης ότι, στο υπό εξέταση ζήτημα, τα συμβαλλόμενα κράτη διέθεταν σημαντικό περιθώριο εκτίμησης.
203. Επαναλαμβάνει ότι το εύρος του περιθωρίου εκτίμησης των κρατών ποικίλλει αναλόγως των περιστάσεων, το αντικείμενο και το πλαίσιο· από την άποψη αυτή, ένας από τους σχετικούς παράγοντες μπορεί να είναι η ύπαρξη ή η έλλειψη κοινής βάσεως μεταξύ των νόμων των συμβαλλομένων κρατών (βλ., π.χ., Wagner και JMWL και Negrepontis-Giannisis και οι δύο προαναφερθείσες, § 128 και § 69 αντίστοιχα ). Συνεπώς, αφενός, όταν δεν υπάρχει συναίνεση εντός των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, είτε ως προς τη σημασία του διακυβεύομενου συμφέροντος είτε ως προς τα ενδεικνυόμενα μέσα προστασίας του, ιδίως όταν η υπόθεση εγείρει ευαίσθητα ηθικά ή δεοντολογικά ζητήματα, το περιθώριο θα είναι ευρύ. Από την άλλη πλευρά, όταν διακυβεύεται μια ιδιαίτερα σημαντική πτυχή της ύπαρξης ή της ταυτότητας ενός ατόμου, το περιθώριο εκτίμησης του κράτους θα περιορίζεται αισθητά (βλ. Van der Heijden κατά Ολλανδίας [GC], αριθ. 42857/05, § 60, 3 Απριλίου 2012, Mennesson κατά Γαλλίας, αρ. 65192/11, § 77, ΕΣΑΔ 2014 (αποσπάσματα) • και Paradiso and Campanelli κατά Ιταλίας [GC], αριθ. 25358/12, § 182, ΕΣΔΑ 2017).
204. Όσον αφορά τη νομική αναγνώριση των ομόφυλων ζευγαριών, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το κίνημα που συνέχισε να αναπτύσσεται ταχέως στην Ευρώπη μετά την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Schalk και Kopf, συνεχίζει να αναπτύσσεται. Πράγματι, κατά τον χρόνο εκδόσεως των αποφάσεων Oliari και άλλων, υπήρχε ήδη μια μικρή πλειοψηφία των κρατών του Συμβουλίου της Ευρώπης (είκοσι τέσσερις από σαράντα επτά) που είχαν ήδη νομοθετήσει υπέρ της αναγνώρισης και της σχετικής προστασίας. Η ίδια ταχεία εξέλιξη εντοπίστηκε παγκοσμίως, με ιδιαίτερη αναφορά στις χώρες της Αμερικής και της Αυστραλίας, αναδεικνύοντας το συνεχιζόμενο διεθνές κίνημα προς τη νομική αναγνώριση (βλ. Την προπαρατεθείσα απόφαση Oliari κ.λπ., § 178). Μέχρι σήμερα, είκοσι επτά χώρες από τα σαράντα επτά κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν ήδη θεσπίσει νομοθεσία που επιτρέπει στα ζευγάρια του ιδίου φύλου να αναγνωρίσουν τη σχέση τους (είτε ως γάμος είτε ως μορφή πολιτικής ένωσης ή εγεγραμμένου ζευγαριού).
205. Δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για την καταχώρηση στο δημοτολόγιο των γάμων ομοφύλων που έχουν τελεστεί στο εξωτερικό, ζήτημα για το οποίο δεν υπάρχει συναίνεση στην Ευρώπη. Εκτός από τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπου επιτρέπεται γάμος ομοφύλων, οι πληροφορίες συγκριτικού δικαίου που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο (που περιορίζονται σε είκοσι επτά χώρες όπου ο γάμος ομοφύλων δεν επιτρεπόταν τότε) τρία από τα είκοσι επτά άλλα κράτη μέλη επέτρεψαν την καταχώρηση τέτοιων γάμων παρά την απουσία πρόβλεψης(μέχρι σήμερα ή κατά τον κρίσιμο χρόνο) του εθνικού τους δικαίου για γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου (βλ. σκέψη 113 ανωτέρω). Έτσι, αυτή η έλλειψη συναίνεσης επιβεβαιώνει ότι τα κράτη πρέπει κατ ‘αρχήν να έχουν ένα ευρύ περιθώριο εκτίμησης όσον αφορά στην απόφαση να καταχωρηθούν ως γάμοι, οι γάμοι ομοφύλων που έχουν συναφθεί στο εξωτερικό.
206. Πέραν των ανωτέρω, για να προσδιοριστεί το περιθώριο εκτίμησης, το Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι τα επίμαχα στην παρούσα υπόθεση ζητήματα αφορούν στην ύπαρξη και την ταυτότητα ενός ατόμου (βλ., Μεταξύ άλλων, απόφαση Oliari κ.λπ., προπαρατεθείσα , § 177).
207. Όσον αφορά στα συμφέροντα του κράτους και της κοινωνίας γενικότερα, για την μη καταχώριση τέτοιων γάμων, το Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί ότι για να αποτραπεί η κοινωνική αταξία, η Ιταλία θέλησε να αποτρέψει τους υπηκόους της να προσφεύγουν σε άλλα κράτη και σε άλλους θεσμούς που δεν αναγνωρίζονται στην εθνική έννομη τάξη (όπως ο γάμος ιδίου φύλου) και που το κράτος δεν υποχρεούται να αναγνωρίσει από την άποψη της Σύμβασης. Πράγματι, οι αρνήσεις καταχώρησης των γάμων αυτών στην προκειμένη περίπτωση είναι αποτέλεσμα της επιλογής του νομοθέτη να μην επιτρέψει τον γάμο του ιδίου φύλου – επιλογή που δεν μπορεί να καταδικαστεί βάσει της σύμβασης. Έτσι, το Δικαστήριο θεωρεί ότι υπάρχει επίσης νόμιμο συμφέρον του κράτους να διασφαλίσει την τήρηση των νομοθετικών προνομιών του και, ως εκ τούτου, οι επιλογές των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων να μην καταστρατηγούνται.
208. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η άρνηση καταχώρησης του γάμου των προσφευγουσών δεν τους στερούσε κανένα δικαίωμα που είχε προηγουμένως αναγνωριστεί στην Ιταλία (αν υπήρχε) και ότι αυτές θα μπορούσαν ακόμη να επωφεληθούν στο κράτος όπου σύναψαν το γάμο τους, ως προς όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αποκτώνται μέσω αυτού.
209. Ωστόσο, οι αποφάσεις που αρνούνταν να καταχωρίσουν τον γάμο τους υπό οποιαδήποτε μορφή, αφήνοντας τις προσφεύγουσες σε νομικό κενό (πριν από τους νέους νόμους), δεν έλαβαν υπόψη την κοινωνική πραγματικότητα της καταστάσεως. Πράγματι, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, πριν από θέση σε ισχύ του νόμου 76/2016 και τα μεταγενέστερα διατάγματα, οι αρχές δεν μπορούσαν τυπικά να αναγνωρίσουν τη νομική ύπαρξη της ένωσης των προσφευγουσών (είτε de facto είτε de jure όπως αναγνωρίστηκε βάσει του νόμου ενός αλλοδαπού κράτους). Έτσι, οι προσφεύγουσας αντιμετώπισαν εμπόδια στην καθημερινότητά τους και δεν τους παρείχετο καμία νομική προστασία. Εξάλλου, κανένα κοινωνικό συμφέρον δεν προβλήθηκε για να δικαιολογήσει την απουσία οποιασδήποτε αναγνώρισης και προστασίας στη σχέση των προσφευγουσών.
210. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι, εν προκειμένω, το ιταλικό κράτος δεν μπορούσε ευλόγως να αγνοήσει την κατάσταση των προσφευγουσών που εμπίπτει στο πλαίσιο της προστασίας της οικογενειακής ζωής κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης, χωρίς να παρέχει στις προσφεύγουσες τα κατάλληλα μέσα για τη διασφάλιση της σχέσεώς τους . Εντούτοις, μέχρι πρόσφατα, οι εθνικές αρχές δεν αναγνώριζαν την κατάσταση αυτή ούτε παρείχαν καμία μορφή προστασίας στις σχέσεις των προσφευγουσών λόγω του νομικού κενού που υπήρχε στο ιταλικό δίκαιο (στο μέτρο που δεν προέβλεπε τίποτα αναφορικά με την προστασία της σχέσης των προσφευγουσών πριν από το 2016). Επομένως, το κράτος δεν κατάφερε να τηρήσει μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων, καθόσον δεν εξασφάλιζε ότι οι προσφεύγουσες είχαν στη διάθεσή τους ένα ειδικό νομικό πλαίσιο που να προβλέπει την αναγνώριση και την προστασία των ενώσεων ανάμεσα στα άτομα του ίδιου φύλου.
211. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης ως προς το θέμα αυτό.

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *