Πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως:
Ο Μ.Α.C που ήταν κρατούμενος στο σωφρονιστικό κέντρο της Μασσαλίας (γνωστό ως φυλακή της Baumettes ) από τις 31.03.2011, αυτοκτόνησε στο κελί του στις 23.07.2012. Ο αδερφός και η μητέρα του άσκησαν αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου της Μασσαλίας, με αίτημα τη χορήγηση αποζημιώσεως ύψους 25.000,00 ευρώ σε καθέναν από αυτούς, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από τον θάνατό του, για τον οποίο ευθύνεται, κατά τους ισχυρισμούς τους, η σωφρονιστική διοίκηση. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, με την με αριθμό 1300750 απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2014. Οι ενάγοντες άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής στο Διοικητικό Εφετείο της Μασσαλίας, η οποία απερρίφθη με την 15MA00339 απόφαση της 25ης Απριλίου 2016 του δικαστηρίου αυτού.
Το γαλλικό ΣτΕ που επιλήφθηκε της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της τελευταίας αποφάσεως έκρινε ότι:
Η ευθύνη του κράτους, σε περίπτωση υλικής ή ηθικής βλάβης που προκύπτει από την αυτοκτονία ενός κρατουμένου, μπορεί να οφείλεται σε παράνομη πράξη των υπηρεσιών της σωφρονιστικής υπηρεσίας, εξαιτίας της έλλειψης παρακολούθησης ή επιτήρησης αυτού. Ωστόσο, μία τέτοια παράνομη πράξη δεν μπορεί να θεμελιωθεί, παρά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι από το αποδεικτικό υλικό προκύπτει ότι Διοίκηση παρέλειψε να λάβει, υπό το φως των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της, και ιδίως σχετικά με την προηγούμενη συμπεριφορά του προσώπου και το ιστορικό της καταστάσεως της υγείας του, τα μέτρα που θα αναμένοντο λογικώς να ληφθούν εκ μέρους της, προκειμένου να αποτρέψει την αυτοκτονία».
Το δικαστήριο της ουσίας, για να απορρίψει την αγωγή, είχε λάβει υπόψη του: α. ότι ο ως άνω κρατούμενος ήταν υπό ιατρική παρακολούθηση και ελάμβανε θεραπευτική αγωγή για ψυχιατρικές διαταραχές κατά τη διάρκεια του έτους 2000, αλλά δεν προέκυψε από τα στοιχεία του φακέλου ότι παρουσίαζε κίνδυνο αυτοκτονίας, ιδίως από τις 31.03.2011, ημερομηνία της τελευταίας φυλάκισής του, μέχρι την ημέρα του θανάτου του, β. ότι αυτός το πρωί της 23ης.07.2012 και περί ώρα 8.30 αυτοτραυματίστηκε εσκεμμένα στον λαιμό και στο στομάχι, αφού είχε εκφράσει την ανησυχία του διότι δεν είχε νέα από τη μητέρα του και λόγω της απογοήτευσής του, διότι είχαν απορριφθεί οι αιτήσεις που είχε υποβάλει προς προσαρμογή της ποινής του, προκειμένου να εργαστεί, γ. ότι αμέσως μετά τον αυτοτραυματισμό του περιθάλφθηκε από την ιατρική υπηρεσία και υποστηρίχθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό κράτησης, πριν τεθεί υπό ειδική επιτήρηση, παρότι οι θεράποντες ιατροί δεν είχαν διατυπώσει ειδικές οδηγίες επιτήρησής του, και, τέλος, δ. ότι αν και είχε μείνει μόνος στο κελί του, φαινόταν ότι ήταν σχετικά ήρεμος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του φύλακα του ορόφου κατά τις επισκέψεις στο κελί του στις 13:00 και 13:50, ο οποίος τελικά τον βρήκε νεκρό στις 16:35.
Το ΣτΕ έκρινε ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ορθώς τον νόμο ερμήνευσε και τα πραγματικά περιστατικά εκτίμησε, αφού, σύμφωνα με τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, η συμπεριφορά του κρατουμένου δεν μπορούσε να προαναγγείλει το πέρασμα στην επικείμενη πράξη του (προβλεφθεί), κι ως εκ τούτου, δεν αποδείχτηκε ότι τελέστηκε παράνομη πράξη εκ μέρους των οργάνων του κράτους, συνιστάμενη στην παράλειψη λήψης των κατάλληλων μέτρων για την αποτροπή της αυτοκτονίας του.