Ευελιξία στην ερμηνεία και εφαρμογή των δικονομικών διατάξεων – Διαταγή του ακυρωτικού δικαστή προς τη Διοίκηση ενόψει συμμόρφωσής της στην απόφασή του (ΣτΕ 2333/2016)
Ευελιξία στην ερμηνεία και εφαρμογή των δικονομικών διατάξεων – Διαταγή του ακυρωτικού δικαστή προς τη Διοίκηση ενόψει συμμόρφωσής της στην απόφασή του (ΣτΕ 2333/2016)
Με μια σειρά αποφάσεων (ΣτΕ 1898, 2067, 2333/2016) που αφορούν τον καθορισμό της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων και εντάσσονται στο πνεύμα της νομολογίας των ΣτΕ Ολ 4003/2014 και Ολ 4446/2015, το Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας λύνει, σε επίπεδο ουσιαστικού δικαίου, το βασικό θέμα του καθορισμού της τιμής εκκίνησης σε ορισμένη ζώνη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πάντως, έχουν οι αποφάσεις αυτές, ιδίως δε η πλέον πρόσφατη ΣτΕ 2333/2016, από δικονομική σκοπιά. Πράγματι, το Δικαστήριο, αφενός, προβαίνει σε ελαστική και ευέλικτη ερμηνεία και εφαρμογή των δικονομικών διατάξεων περί των προϋποθέσεων του παραδεκτού, προκειμένου να διασωθεί το ένδικο βοήθημα και, αφετέρου, απευθύνει σαφή διαταγή στη Διοίκηση ενόψει συμμόρφωσής της προς την απόφασή του, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο περαιτέρω ακυρώσεων. Η ελαστική ερμηνεία αφορά τις διατάξεις περί συνδρομής και περί τεκμηρίωσης του εννόμου συμφέροντος. Το Δικαστήριο δέχεται κατ’αρχάς, ότι σε περίπτωση, όπως η επίδικη, στην οποία η προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη περί καθορισμού της τιμής εκκίνησης σε ορισμένη ζώνη ισχύει μόνο για παρελθόν, ήτοι για χρονικό διάστημα προηγούμενο της δημοσίευσής της, ως εκδιδόμενη στο πλαίσιο της συμμόρφωσης της Διοίκησης προς απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία ακυρώθηκε προγενέστερη κανονιστική ρύθμιση περί της τιμής εκκίνησης για την ίδια ζώνη, οι διατάξεις των άρθρων 45 και 47 του πδ 18/1989, ερμηνευόμενες σύμφωνα με τα άρθρα 20 (παρ. 1) και 95 (παρ. 1 και 5) του Συντάγματος, έχουν την έννοια ότι τέτοια πράξη προσβάλλεται παραδεκτώς με αίτηση ακύρωσης από τον βαρυνόμενο με φόρο επί της ακίνητης περιουσίας του στην επίμαχη ζώνη, μολονότι η πράξη αυτή αφορά στο παρελθόν και η χρονική ισχύς της δεν φθάνει στο χρόνο άσκησης της αίτησης ακύρωσής της, καθόσον η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητη και ασύμβατη με τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις εξαίρεσή της από τον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Περαιτέρω, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατά την έννοια των άρθρων 33, 25 και 40 του πδ 18/1989 και του άρθρου 237 ΚΠολΔ, ο ασκών αίτηση ακύρωσης οφείλει, επί ποινή απαραδέκτου της αίτησής του, να επικαλεσθεί και να προσκομίσει με το εισαγωγικό δικόγραφο, με δικόγραφο πρόσθετων λόγων ή με υπόμνημα που κατατίθεται έξι πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση (ώστε, με βάση την αρχή της αντιμωλίας, να χορηγείται και στον αντίδικο επαρκής δυνατότητα ελέγχου και αντίκρουσης), τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ιδιότητα (π.χ. του κυρίου ακινήτου) στην οποία στηρίζει το έννομο συμφέρον του, εφόσον βέβαια η ιδιότητα αυτή δεν προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων στην κρινόμενη υπόθεση θα είχε ως συνέπεια την απόρριψη της αίτησης ως απαράδεκτης, για έναν από τους αιτούντες. Για τον λόγο αυτόν, το Δικαστήριο υιοθετεί ελαστική και ευέλικτη ερμηνεία, αποφεύγοντας τον “δικονομισμό” που έγκειται στην απαρέγκλιτη τήρηση του γράμματος των δικονομικών κανόνων. Ελλείψει σαφήνειας των σχετικών διατάξεων και εξαιτίας της αβεβαιότητας ως προς το ακριβές περιεχόμενό τους την οποία δημιουργεί η μέχρι τώρα εφαρμογή τους από το Δικαστήριο, η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διαδίκου και ο σεβασμός του δικαιώματος δικαστικής προστασίας επιβάλλουν τη μη απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος. Πράγματι, το Δικαστήριο, αφενός, έχει ανεχθεί στην πράξη την κατάθεση από τον διάδικο στοιχείων για το έννομο συμφέρον του χωρίς δικόγραφο (αλλά με απλή αίτηση ή εγχείρισή τους στον εισηγητή δικαστή, πριν από την ημέρα της συζήτησης) και, αφετέρου, έχει δεχθεί ότι μπορούν να υποβληθούν τέτοια στοιχεία το αργότερο μέχρι την προτεραία της συζήτησης. Κατά συνέπεια, δέχεται και εν προκειμένω πρόσφορα και επαρκή στοιχεία για την τεκμηρίωση ιδιότητας του αιτούντος, την οποία αυτός επικαλείται προς στήριξη του εννόμου συμφέροντός του.
Το πλέον πρωτοποριακό στοιχείο της απόφασης έγκειται, πάντως, στη διαταγή την οποία καταλήγει να απευθύνει στη Διοίκηση για τη συμμόρφωσή της, στην οποία μάλιστα υπαγορεύει επακριβώς το περιεχόμενο της απόφασης που οφείλει να λάβει. Η Διοίκηση, συμμορφούμενη προς την ακυρωτική απόφαση ΣτΕ 2333/2016, οφείλει να θεωρήσει ότι, για το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορά η ακυρωθείσα υπουργική απόφαση (1.3.2007 μέχρι 17.3.2011), ισχύει στη Β ζώνη Ψυχικού η τιμή (4.100 ευρώ) που ορίζει για τη ζώνη αυτή η 1122435/3634/00ΤΥ/Δ/2005 απόφαση των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών. Το Δικαστήριο αναγνωρίζει βεβαίως ότι η εκ μέρους του ακύρωση κανονιστικής ρύθμισης περί καθορισμού της τιμής του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας ακινήτων σε ορισμένη ζώνη δεν συνεπάγεται εφαρμογή της προϊσχύσασας κανονιστικής ρύθμισης περί της τιμής εκκίνησης στην επίμαχη ζώνη, αλλά δημιουργεί υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί σε νέο, νόμιμο καθορισμό της τιμής. Λαμβανομένων όμως υπόψη των ειδικών συνθηκών της υπόθεσης, δηλαδή της τρίτης διαδοχικής ακύρωσης της σχετικής ρύθμισης και της έλλειψης κατά χρόνον αρμοδιότητας της Διοίκησης για την κανονιστική διευθέτηση του ζητήματος, λόγοι ασφάλειας του δικαίου επιβάλλουν να μη μείνει αρρύθμιστο το θέμα και να εφαρμοστεί ο καθορισμός της τιμής ζώνης που προέβλεπε η κανονιστική πράξη του έτους 2005. Ο δικαστής εντάσσει στη συλλογιστική του την παράμετρο των συνεπειών και της εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδώσει, αναλαμβάνοντας την ευθύνη αυτού που θα συμβεί μετά την κρίση του [Cl. Jeangirard-Dufal, Le juge administratif et l’injonction: expérience] de vingt ans années d’application, RFDA 3/2015, σ. 461 (466)˙ για τις δυσχέρειες της συμμόρφωσης, Ηλ. Κουβαρά, Η Διοικητική Δικαιοσύνη ως δικαιοτελεστική λειτουργία. Συμβολή στην αποτελεσματικότητα της Διοικητικής Δικαιοσύνης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σ. 289 επ.].
Και ως προς τα δύο ζητήματα (τεκμηρίωση του εννόμου συμφέροντος και διευκόλυνση της συμμόρφωσης), παρατηρείται ευελιξία και ρεαλιστική προσέγγιση του δικαστή, ο οποίος δίδει το προβάδισμα στη μέριμνα για τον διάδικο αντί της δικονομικής αισθητικής, διασφαλίζοντας έτσι το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας [J. Rivero, «Le Huron au Palais-Royal» ou réflexions naïves sur le recours pour excès de pouvoir, Dalloz 1962, chronique, σ. 7].
Αναδημοσίευση από τον ιστότοπο
που διατηρεί η κα Ευγενία Πρεβεδούρου, αναπληρώτρια καθηγήτρια στη Σχολή Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με γνωστικό αντικείμενο το διοικητικό δίκαιο.