Πηγη: https://www.prevedourou.gr/
Ερμηνεία των προϋποθέσεων του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης (αποφάσεις ΣτΕ 3930/2015 και ΣτΕ Ολ 2913/2017)
Στο πλαίσιο της αίτησης ακύρωσης που άσκησαν Σωματείο με την επωνυμία «Έλληνες φορολογούμενοι» και κάποιοι ιδιώτες με αντικείμενο τον έλεγχο της νομιμότητας και της συνταγματικότητας της συμφωνίας συμβιβασμού που υπέγραψε το Ελληνικό Δημόσιο με τη γερμανική εταιρεία SIEMENS AG, η οποία πρώτα εγκρίθηκε με νόμο και κατόπιν οριστικοποιήθηκε με την υπογραφή της από τον Υπουργό Οικονομικών, το Συμβούλιο της Επικρατείας ασχολήθηκε με δύο προϋποθέσεις του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος, δηλαδή τη φύση της προσβαλλόμενης πράξης και το έννομο συμφέρον των αιτούντων. Προσβαλλόμενη πράξη εν προκειμένω ήταν η Σύμβαση, της οποίας οι όροι εγκρίθηκαν με το άρθρο 324 παρ. 1 του ν. 4072/2012 και κατέστησαν, κατ’ ουσίαν, διατάξεις τυπικού νόμου, τέθηκαν δε σε ισχύ με την υπογραφή της από τον Υπουργό Οικονομικών. Για να διασώσει το ένδικο βοήθημα και να διασφαλίσει τον δικαστικό έλεγχο της συμφωνίας, το Δ΄ Τμήμα, με την απόφαση ΣτΕ 3930/2015, ερμήνευσε διασταλτικά την έννοια της εκτελεστής πράξης: δέχθηκε ότι προσβαλλόμενη πράξη ήταν η πράξη της υπογραφής της Συμφωνίας Συμβιβασμού, ως συστατικός τύπος κατάρτισης της σχετικής σύμβασης και θέσης της σε ισχύ, η οποία αποτελεί μονομερή εκ3930/2017, στε 2913/2τελεστή διοικητική πράξη αυτοτελώς προσβλητή με αίτηση ακύρωσης. Αφού έλυσε το ζήτημα της προσβαλλόμενης πράξης, το Τμήμα εξέτασε το έννομο συμφέρον του Σωματείου και των τριών φυσικών προσώπων. Λόγω των δυσχερειών θεμελίωσης εννόμου συμφέροντος και της ανάγκης δικαστικού ελέγχου της Συμφωνίας Συμβιβασμού που περιέχει εξαιρετικούς κανόνες δημοσίου δικαίου, όπως την οριστική διευθέτηση εκκρεμοτήτων που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες εταιριών και την παραίτηση του Ελληνικού Δημοσίου από την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, το Τμήμα παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια. Με την απόφαση ΣτΕ Ολ 2913/2017, η Ολομέλεια έκρινε ότι οι σκοποί του αιτούντος σωματείου που συνίστανται στην προστασία και γενικότερη προώθηση των συμφερόντων του Έλληνα φορολογούμενου και της ελληνικής οικονομίας δεν θεμελιώνουν έννομο συμφέρον για την άσκηση αίτησης ακύρωσης, δεδομένου ότι το τιθέμενο στην υπόθεση ζήτημα δεν είναι εν στενή εννοία φορολογικό, εφόσον δεν αφορά πρόβλεψη ή καταλογισμό φόρου εις βάρος Ελλήνων πολιτών, αλλά τυχόν επερχόμενη, ως συνέπεια των επίμαχων ρυθμίσεων, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, έμμεση οικονομική επιβάρυνση του συνόλου του ελληνικού λαού, αφετέρου δε διότι, σε σχέση με την προβαλλόμενη αυτή συνέπεια, το αιτούν σωματείο δεν δικαιολογεί συγκεκριμένο δεσμό, που να το διαφοροποιεί, κατά τρόπο ειδικό, από οποιονδήποτε Έλληνα πολίτη. Για τους ίδιους λόγους δεν θεμελιώνεται έννομο συμφέρον των αιτούντων φυσικών προσώπων που επικαλούνται την ιδιότητα των φορολογούμενων Ελλήνων πολιτών και ισχυρίζονται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις οδηγούν σε απώλειες εσόδων για το Ελληνικό Δημόσιο και σε πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις των φορολογουμένων πολιτών. Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη ενός Συμβούλου, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 47 παρ. 1 του ΠΔ. 18/1989, ερμηνευόμενων σε συμφωνία με τη θεμελιώδη συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου, σε υποθέσεις με μείζονα σημασία για το δημόσιο συμφέρον, εφόσον δεν υφίσταται άλλος εύλογος και αποτελεσματικός τρόπος να εξεταστούν από το Δικαστήριο τιθέμενα με την αντίστοιχη αίτηση ακυρώσεως ζητήματα μείζονος σπουδαιότητας, η αίτηση ακυρώσεως ασκείται παραδεκτά από άποψη εννόμου συμφέροντος, έστω και εάν ο αιτών επηρεάζεται έμμεσα από την προσβαλλόμενη πράξη (πρβλ. ΣτΕ Ολ 460/2013 σε συνδυασμό με 350/2011 7μ Δ΄ Τμήματος)
ΣτΕ 3930/2015 (ΤΜΗΜΑ Δ΄) Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Μαρτίου 2015, με την εξής σύνθεση: Ε. Σαρπ, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Κ. Κουσούλης, Β. Κίντζιου, Σύμβουλοι, Ο. Νικολαράκου, Ν. Μαρκόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ν. Αθανασίου. Για να δικάσει την από 26ης Οκτωβρίου 2012 αίτηση: των: 1. Σωματείου με την επωνυμία «Έλληνες Φορολογούμενοι», που εδρεύει στην Αθήνα (Μνησικλέους 2 και Μητροπόλεως 43), το οποίο παρέστη με τους δικηγόρους: α) Μαρία Σκιαδιώτη (Α.Μ. 16131) και β) Παναγιώτη Χασιώτη (Α.Μ. 23375), που τους διόρισε στο ακροατήριο ο νόμιμος εκπρόσωπός του Χρήστος Κλειώσης, 2. ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Eurocapital ανώνυμη εταιρεία επενδυτικής διαμεσολάβησης», που εδρεύει στην Αθήνα (Μνησικλέους 2 και Μητροπόλεως 43), η οποία παρέστη με τους ίδιους πιο πάνω δικηγόρους, που τους διόρισε στο ακροατήριο ο νόμιμος εκπρόσωπός της Ιωάννης Σιάτρας, 3. Ιωάννη Σιάτρα του Κωνσταντίνου, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (Θάσου 6-8), 4. Χρήστου Κλειώση του Αγγελή, κατοίκου Αθηνών (Στρ. Καλλάρη 45), οι οποίοι παρέστησαν με τους ίδιους πιο πάνω δικηγόρους, που τους διόρισαν στο ακροατήριο, 5. Αγγελικής Κροκίδη του Σπυρίδωνος, κατοίκου Κέρκυρας (4η πάροδος Σπύρου Βασιλείου 4), 6. Αικατερίνης Τσαμπά του Μιχαήλ, κατοίκου Θεσσαλονίκης (Π. Διονυσίου 5), οι οποίες, με προφορική δήλωση του ίδιου πιο πάνω πληρεξουσίου τους δικηγόρου Παναγιώτη Χασιώτη, παραιτούνται από το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως και 7. Νικολάου Καμπούρη του Κωνσταντίνου, κατοίκου Θεσσαλονίκης (Γ. Κορδάτου 8, Πολίχνη), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο πιο πάνω δικηγόρο Παναγιώτη Χασιώτη, που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Οικονομικών, …,
και κατά των παρεμβαινουσών ανωνύμων εταιρειών με την επωνυμία: 1. «SIEMENS AKTIENGESELLSCHAFT», που εδρεύει στο Μόναχο Γερμανίας (Wittelsbacherplatz 2) και 2. «ΣΗΜΕΝΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΗΛΕΚΤΡΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ», που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής (Αγησιλάου 6-8), οι οποίες παρέστησαν με τους δικηγόρους: α) Παναγιώτη Μπερνίτσα (Α.Μ. 6001) και β) Δημήτριο Ρούσση (Α.Μ. 17694), που τους διόρισαν με πληρεξούσιο. Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: α) η υπ’ αριθμ. ΥΠΟΙΚ 07085ΕΞ2012/27.8.2012 σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της εταιρείας «SIEMENS» (ΦΕΚ Α΄ 164/27.8.2012), β) η υπ’ αριθμ. 1188/17.9.2012 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ ΥΟΔΔ 438/17.9.2012) και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ν. Μαρκόπουλου. ….
- …
- Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση: α) της υπ’ αριθμ. ΥΠΟΙΚ 07085ΕΞ2012/27.8.2012 «Σύμβαση[ς] μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εταιρείας «SIEMENS», σύμφωνα με την εξουσιοδότηση της παραγράφου 2, του άρθρου 324, του ν. 4072/2012» (ΦΕΚ Α΄ 164/27.8.2012) και β) της υπ’ αριθμ. 1188/17.9.2012 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ τ. ΥΟΔΔ 438/17.9.2012) για τη συγκρότηση και τον ορισμό των μελών της Επιτροπής Εποπτείας που προβλέπεται στην ανωτέρω Συμφωνία, η οποία τροποποιήθηκε εν μέρει, από την υπ’ αριθμ. 546/23.5.2013 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ τ. ΥΟΔΔ 237/27.5.2013) ως προς τον «όρο» ΙΙ.2 και ΙΙΙ.3 (διόρθωση αριθμού δελτίου Α.Τ. ενός μέλους της Επιτροπής), τον «όρο» ΙΙΙ.7 (αντικατάσταση ενός μέλους της Επιτροπής) και τον «όρο» IV (σχετικά με τη Γραμματειακή υποστήριξη της Επιτροπής) και, ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί και αυτή συμπροσβαλλόμενη. Ζητείται επίσης, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αιτήσεως (βλ. σελ. 8), και η ακύρωση της, από 22.8.2012, πράξης της υπογραφής από τον Υπουργό Οικονομικών, κατ’ εξουσιοδότηση της διατάξεως της παραγράφου 2 του άρθρου 324 του Ν. 4072/2012, της ανωτέρω Συμφωνίας.
- Επειδή, από τους αιτούντες, η πέμπτη (Αγγελική Κροκίδη) και η έκτη (Αικατερίνη Τσαμπά), κατά τη σειρά με την οποία αναγράφονται στο δικόγραφο, παραιτήθηκαν από την κρινομένη αίτηση με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, ο οποίος υπογράφει το δικόγραφο, στο ακροατήριο (βλ. και τα προσκομισθέντα, στις 14.4.2015, υπ’ αριθμ. 287/19.3.2015 και 3120/8.4.2015, αντίστοιχα, συμβολαιογραφικά πληρεξούσια περί χορηγήσεως ειδικής εντολής στον εν λόγω δικηγόρο προκειμένου να δηλώσει την υποβολή παραιτήσεως από την κρινόμενη αίτηση). Συνεπώς, ως προς τις αιτούσες αυτές η δίκη πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 30 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8).
- Επειδή, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνουν με κοινό δικόγραφο στην παρούσα δίκη, ζητώντας την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως, οι εταιρείες «SIEMENS A.G.» και «SIEMENS Α.Ε.», οι οποίες αποτελούν μέρη της ανωτέρω Συμφωνίας.
Το άρθρο 324 του Ν. 4072/2012 – έγκριση του σχεδίου Συμφωνίας Συμβιβασμού
- Επειδή, με το άρθρο 324 του ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α΄ 86/11.4.2012) ορίστηκαν τα εξής: «1. Εγκρίνεται το Σχέδιο Συμφωνίας Συμβιβασμού μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των εταιριών SIEMENS AG, που εδρεύει στην πόλη του Μονάχου στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και SIEMENS Α.Ε., που εδρεύει στον Δήμο Αμαρουσίου του Νομού Αττικής, όπως το Σχέδιο αυτό με τα συνημμένα παραρτήματά του στην αγγλική γλώσσα και σε μετάφρασή τους στην ελληνική γλώσσα προσαρτάται στον παρόντα νόμο ως Παράρτημα XI. 2. Παρέχεται στον Υπουργό Οικονομικών η εξουσιοδότηση να εκπροσωπήσει την Ελληνική Δημοκρατία και να υπογράψει την, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, Συμφωνία Συμβιβασμού». Στη σχετική αιτιολογική έκθεση επί του άρθρου 324 του νόμου 4072/2012 αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι: «Με το εισαγόμενο προς έγκριση Σχέδιο Συμφωνίας Συμβιβασμού μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των εταιριών SIEMENS AG και SIEMENS Α.Ε. στο άρθρο 324, επιλύονται οι διαφορές και εκκρεμότητες που σχετίζονται με κάθε είδους υποθέσεις, αξιώσεις ή ισχυρισμούς που συνδέονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με δραστηριότητες διαφθοράς, πληρωμές ή υποσχέσεις πληρωμών προς τρίτους ή άλλες παράνομες δραστηριότητες από την πλευρά της SIEMENS, περιλαμβανομένων των υποθέσεων που διερευνήθηκαν από τις Αρχές στην Ελλάδα, τη Γερμανία και τις Η.Π.Α. ή την Debevoise & Plimpton LLP, και περιλαμβανομένων των υποθέσεων που καλύφθηκαν από τις ρυθμίσεις της Siemens το έτος 2008 με τις Γερμανικές Αρχές, καθώς και με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC) και το Υπουργείο Δικαιοσύνης (DOJ) στις ΗΠΑ. Η διαπραγμάτευση της συμφωνίας συμβιβασμού μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του ομίλου Siemens, που είχε ως αντικείμενο την αποκατάσταση της τυχόν βλάβης που υπέστη το Ελληνικό Δημόσιο και την διευθέτηση των διοικητικών προστίμων σε σχέση με τις κάθε είδους υποθέσεις που σχετίζονται με δραστηριότητες διαφθοράς, πληρωμές ή υποσχέσεις πληρωμών προς τρίτους ή άλλες παράνομες δραστηριότητες από την πλευρά της Siemens έως το έτος 2007, ολοκληρώθηκε. Με την Συμφωνία διευθετούνται ζητήματα αστικού και διοικητικού δικαίου. Η συμφωνία δεν περιλαμβάνει ζητήματα ποινικού δικαίου. Επιπλέον, παρέχεται στον Υπουργό των Οικονομικών η εξουσιοδότηση να εκπροσωπήσει την Ελληνική Δημοκρατία και να υπογράψει το εγκεκριμένο, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, Σχέδιο Συμφωνίας Συμβιβασμού». Στο δε παράρτημα XI του νόμου αυτού περιέχεται ολόκληρο το κείμενο της Συμφωνίας, στην αγγλική και την ελληνική γλώσσα. Το Σχέδιο της Συμφωνίας Συμβιβασμού, το οποίο εγκρίθηκε, αρχικώς, από τα Δ.Σ. της «SIEMENS A.G.» και της «SIEMENS Α.Ε.», στις 29.2.2012 και 2.3.2012, αντίστοιχα (βλ. τη σχετική αναφορά στο κείμενο του Σχεδίου, ΦΕΚ Α΄ 86/2012, Παράρτημα ΙΧ, σελ. 2484 και 2506, in fin), και στη συνέχεια από την Ελληνική Βουλή με την προμνησθείσα διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 324 του ν. 4072/2012, μετεβλήθη, αυτούσιο, σε οριστική Συμφωνία Συμβιβασμού στις 22.8.2012, δια της επιθέσεως επί του κειμένου αυτής, κατ’ εξουσιοδότηση της διατάξεως της παραγράφου 2 του άρθρου 324 του Ν. 4072/2012, της υπογραφής του Υπουργού Οικονομικών˙ στη συνέχεια δε η εν λόγω Συμφωνία δημοσιεύθηκε στο τεύχος Α΄ 164/27.8.2012 της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (βλ. την πράξη της υπογραφής του Υπουργού Οικονομικών στη σελ. 4154 και 4172 του ΦΕΚ), ως η υπ’ αριθμ. ΥΠΟΙΚ 07085ΕΞ2012/27.8.2012 «Σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εταιρείας «SIEMENS», σύμφωνα με την εξουσιοδότηση της παραγράφου 2, του άρθρου 324, του ν. 4072/2012», φέρει δε τον τίτλο «ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ SIEMENS» (στο Αγγλικό κείμενο: «SETTLEMENT AGREEMENT BETWEEN THΕ HELLENIC REPUBLIC AND SIEMENS»). Εξάλλου, η ανωτέρω Συμφωνία Συμβιβασμού, δυνάμει του όρου ΙΧ αυτής, τέθηκε σε ισχύ την ημερομηνία δημοσίευσης του κειμένου της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στις 27.8.2012, οπότε, όπως επί λέξει ορίζεται στη διάταξη του τελευταίου εδαφίου του ανωτέρω όρου, «[…] από το σημείο αυτό, η παρούσα συμφωνία θα επιλύει πλήρως και οριστικά όλες τις διαφορές σε σχέση με την Υπόθεση και η παρούσα Συμφωνία θα δεσμεύει τα Μέρη».
Το περιεχόμενο της Συμφωνίας Συμβιβασμού
- Επειδή, στο κείμενο της Συμφωνίας Συμβιβασμού ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. ΠΡΟΟΙΜΙΟ. Η Ελληνική Δημοκρατία είναι κυρίαρχο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Η Siemens είναι Γερμανική ηλεκτροτεχνική εταιρία που ασχολείται, μεταξύ άλλων, με την παραγωγή εξοπλισμού, συστημάτων μετάδοσης και διανομής στον τομέα της ενέργειας, με τα συστήματα και εξοπλισμό στον τομέα των μεταφορών καθώς και με εξοπλισμό στον τομέα της υγείας ως προμηθευτής, μεταξύ άλλων, εθνικών, κρατικών και περιφερειακών Αρχών σε διάφορες χώρες του κόσμου. Το Νοέμβριο του 2006, η Εισαγγελία του Μονάχου πραγματοποίησε έρευνες σε εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων σε διάφορες εγκαταστάσεις της Siemens, καθώς και στις κατοικίες συγκεκριμένων εργαζομένων στην περιοχή του Μονάχου στη Γερμανία στο πλαίσιο έρευνας σχετικά με πιθανή δωροδοκία δημόσιων αξιωματούχων καθώς και με άλλες παράνομες πράξεις. Αμέσως μετά τα παραπάνω, η Siemens αποκάλυψε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης (Departement of Justice – DOJ) και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (Securities and Exchange Commission – SEC) το ενδεχόμενο παραβάσεων του Νόμου για τις Πρακτικές Διαφθοράς στην Αλλοδαπή (Foreign Corrupt Practices Act) σε διάφορες χώρες. Παράλληλα, η Siemens ξεκίνησε μια εκτεταμένη εσωτερική έρευνα σε παγκόσμιο επίπεδο […] Η Ελληνική Δημοκρατία έχει προχωρήσει σε σχετική έρευνα ως προς την ανάμιξη της Siemens σε παράνομες δραστηριότητες στην Ελλάδα και τις σχετικές ευθύνες που προκύπτουν με βάση το Αστικό και το Διοικητικό Δίκαιο από ενδεχόμενες παράνομες επιχειρηματικές πρακτικές. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελληνική Δημοκρατία και η Siemens συμφωνούν να προχωρήσουν σε πλήρη και οριστική ρύθμιση των διαφορών τους σε σχέση με τα παραπάνω, επιδιώκοντας την καλύτερη δυνατή λύση και για τις δύο πλευρές. Για το σκοπό αυτό η Siemens συμφωνεί να προβεί σε παροχές για την πλήρη και οριστική διευθέτηση όλων των πιθανών κατηγοριών για μη σύννομη συμπεριφορά σε σχέση με την Υπόθεση, όπως αυτή ορίζεται παρακάτω στην παρούσα Συμφωνία Συμβιβασμού (η «Συμφωνία»)[…] Τα Μέρη συμφωνούν ότι η παρούσα Συμφωνία δεν επηρεάζει εκκρεμείς διαφορές που υφίστανται ή τυχόν θα προκύψουν, εμπορικής, διοικητικής, αστικής ή ποινικής φύσης, και οι οποίες δεν σχετίζονται με την Υπόθεση. Ρητώς επίσης συνομολογείται ότι οι ρυθμίσεις της παρούσας δεν έχουν, ούτε μπορεί να ερμηνευθεί ότι έχουν οποιαδήποτε επιρροή ή ότι κατά οιονδήποτε τρόπο περιλαμβάνουν ζητήματα ποινικής φύσης κατά προσώπων. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, τα Μέρη, με δεδομένη τη νομική θέση του καθενός από αυτά, αποδέχονται την παρούσα Συμφωνία Συμβιβασμού («Συμφωνία»), όπως αυτή ορίζεται παρακάτω: ΙΙ. ΟΡΙΣΜΟΙ. Ο όρος «ΕΔ» νοείται ότι περιλαμβάνει την Ελληνική Δημοκρατία, τις Δημόσιες Υπηρεσίες, τις Δημόσιες Αρχές, τα ΝΠΔΔ και όλες εκείνες τις επιχειρήσεις, στις οποίες το Ελληνικό Δημόσιο κατέχει το σύνολο των μετοχών συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο. Ο όρος «Siemens» νοείται ότι περιλαμβάνει τη Siemens AG, τη Siemens Α.Ε. (Ελλάδας) και τις άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενες θυγατρικές εταιρίες και κοινοπραξίες αυτών … Επίσης νοείται ότι περιλαμβάνει τα ανώτερα στελέχη, τα μέλη ΔΣ και υπαλλήλους αυτής, εκτός εκείνων που, λόγω των δικαστικών διερευνήσεων, έχουν ήδη εμπλακεί ή πρόκειται στο μέλλον να εμπλακούν στην Υπόθεση … Ο όρος «SAE» νοείται ότι περιλαμβάνει τη Siemens AE και τις θυγατρικές της εταιρείες στην Ελλάδα, καθώς και τη Siemens Healthcare Diagnostics ABEE. Ο όρος «Υπόθεση» νοείται ότι περιλαμβάνει όλες ανεξαιρέτως τις μέχρι σήμερα υποθέσεις, αξιώσεις ή ισχυρισμούς, γνωστούς ή και μη γνωστούς, που σχετίζονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με δραστηριότητες διαφθοράς, πληρωμές (ή υποσχέσεις πληρωμών) προς τρίτους ή άλλες παράνομες δραστηριότητες από την πλευρά της SIEMENS, περιλαμβανομένων ενδεικτικά όσων υποθέσεων διερευνήθηκαν από τις Αρχές στην Ελλάδα, τη Γερμανία και τις Η.Π.Α. ή τη Δικηγορική Εταιρία Debevoise & Plimpton LLP, περιλαμβανομένων των υποθέσεων που καλύφθηκαν από τις ρυθμίσεις της Siemens με τις Γερμανικές Αρχές το έτος 2008, καθώς και με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC) και το Υπουργείο Δικαιοσύνης (DOJ) στις ΗΠΑ […] ΙΙΙ. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΗΣ SIEMENS (1) Τα Μέρη συμφωνούν ότι προς πλήρη και οριστική διευθέτηση όλων των απαιτήσεων που προκύπτουν με βάση το Αστικό και Διοικητικό Δίκαιο και που έχουν σχέση με την Υπόθεση (συμπεριλαμβανομένης της νομοθεσίας για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και τον ανταγωνισμό), η SIEMENS αναλαμβάνει απέναντι στην ΕΔ τις ακόλουθες υποχρεώσεις: 1. Παροχή ύψους 80 εκατομμυρίων ευρώ: Η SIEMENS προβαίνει στην ακόλουθη παροχή αναφορικά με τις εισπρακτέες απαιτήσεις της σε βάρος φορέων του Ελληνικού δημοσίου τομέα που μνημονεύονται στο Παράρτημα 2 … Η ΕΔ δηλώνει με την παρούσα, σύμφωνα με το άρθρο 477 του Ελληνικού Αστικού Κώδικα, σωρευτική αναδοχή χρέους ως εις ολόκληρο συνοφειλέτης για όλες τις εισπρακτέες απαιτήσεις που αναφέρονται στο Παράρτημα 2. Αμέσως μετά η SIEMENS με την παρούσα προβαίνει σε άφεση χρέους … έναντι όλων των εις ολόκληρο συνοφειλετών αυτών, ώστε οι απαιτήσεις αυτές να αποσβεστούν στο σύνολό τους … 2 Παροχή ύψους 90 εκατομμυρίων Ευρώ: Η SIEMENS AG αναλαμβάνει την υποχρέωση, όπως περιγράφεται στο Παράρτημα 3, να διαθέσει για μία περίοδο πέντε (5) ετών από την Ημερομηνία Έναρξης ισχύος της παρούσας Συμφωνίας … ένα συνολικό ποσό 90 εκατομμυρίων Ευρώ … όπως περιγράφεται κατωτέρω για την υποστήριξη των κατωτέρω φορέων και δραστηριοτήτων της ΕΔ: (1) Φορέων που υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και έχουν ως σκοπό την καταπολέμηση της διαφθοράς, της απάτης και του ξεπλύματος χρήματος στην ΕΔ (2) Σχεδίων και προγραμμάτων, περιλαμβανομένων προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης, που στοχεύουν στην καταπολέμηση της διαφθοράς, της απάτης και του ξεπλύματος χρήματος στην ΕΔ (3) Πανεπιστημιακών και άλλων επιστημονικών ερευνητικών προγραμμάτων στην ΕΔ … (4) Προγραμμάτων υποτροφιών για μεταπτυχιακές σπουδές … (5) Παροχή ιατρικού εξοπλισμού (συμπεριλαμβανομένης της παράδοσης, εγκατάστασης και συντήρησης του εξοπλισμού αυτού) που θα ζητηθεί για Δημόσια Νοσοκομεία … μετά από εκτίμηση των σχετικών αναγκών από το Υπουργείο Υγείας, σε συνεννόηση με την Επιτροπή Εποπτείας και σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία … Κάθε καταβολή ποσών για συγκεκριμένα σχέδια ή φορείς θα αποφασίζεται από τα Μέρη σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο Παράρτημα 3. 3. Επένδυση ύψους 100 εκατομμυρίων. Η Siemens AG αναλαμβάνει να διασφαλίσει τη συνεχιζόμενη παρουσία της SAE στην Ελλάδα, η οποία απασχολεί σήμερα περισσότερους από 600 εργαζομένους, με τη χρήση, εντός του 2012, των ενδεικνυόμενων μέσων και ενεργειών οικονομικής στήριξης της SAE με ποσό που υπολογίζεται στα 100 εκατομμύρια Ευρώ. Η εκπλήρωση αυτής της διάταξης θα στοιχειοθετείται εγγράφως στην Επιτροπή Εποπτείας από τους ορκωτούς ελεγκτές της SAE. 4. Περαιτέρω επενδύσεις: (α) … (β) Τα Μέρη συμφωνούν ότι η Επιτροπή Εποπτείας θα συστήσει μια κοινή ομάδα εργασίας (η «Επιτροπή Επενδύσεων») για να διερευνήσει πραγματικούς και ουσιαστικούς τομείς επενδύσεων από την SIEMENS και την ΕΔ … (γ) Ειδικότερα, αλλά όχι μόνο η SIEMENS θα εξετάσει την πραγματοποίηση επενδύσεων διαφόρων τύπων και μορφών στην ΕΔ. Μια τέτοια επένδυση, η οποία εξετάζεται, περιλαμβάνει την κατασκευή ενός νέου εργοστασίου παραγωγής στην Ελλάδα για ένα έργο αξίας άνω των 60 εκατομμυρίων ευρώ που θα οδηγήσει στην απασχόληση άνω των 700 ατόμων … IV. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ της ΕΔ [ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ] (1) Η ΕΔ αναγνωρίζει τη συνεργασία της SIEMENS κατά την έρευνα της Υπόθεσης. (2) Η ΕΔ δηλώνει ότι η SIEMENS αποτελεί αξιόπιστη και υπεύθυνη επιχείρηση, υπό την έννοια του Άρθρου 45 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ. (3) Η ΕΔ παραιτείται με την παρούσα από κάθε αστική και διοικητική (περιλαμβανομένων εκείνων από ξέπλυμα χρήματος και παραβάσεων της νομοθεσίας περί Ανταγωνισμού) αξίωση και πρόστιμο κατά της SIEMENS σε σχέση με την Υπόθεση. Η ΕΔ δεν θα καταθέσει ένδικα βοηθήματα αστικού ή διοικητικού δικαίου και δεν θα επιβάλει πρόστιμα ή κυρώσεις κατά της SIEMENS. Αν κάποιο τέτοιο ένδικο βοήθημα ή κύρωση έχει ήδη ασκηθεί ή επιβληθεί, η ΕΔ θα παραιτείται οριστικά, η δε κύρωση θα καταργηθεί ή/και ακυρωθεί οριστικά. Επιπλέον, η ΕΔ θα διατηρήσει χωρίς ζημία τη SIEMENS σε σχέση με την Υπόθεση, συμφωνώντας ρητά ότι η παρούσα Συμφωνία έχει αμετάκλητο χαρακτήρα. Επιπλέον, εφόσον χρειαστεί, η ΕΔ θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια παροχής υπεράσπισης και εν γένει αρωγής προς τη SIEMENS σε σχέση με τις ανωτέρω αξιώσεις, πρόστιμα, αγωγές και/ή άλλες διαδικασίες. Σε περίπτωση πάντως που, παρ’ όλα αυτά, τέτοιες αξιώσεις εγερθούν και/ή έννομες συνέπειες επέλθουν, η SIEMENS θα έχει έναντι της ΕΔ δικαίωμα επίσχεσης και δικαίωμα συμψηφισμού του αντίστοιχου ποσού με την Παροχή των 90 εκατομμυρίων που περιγράφεται στον Όρο ΙΙΙ. V. ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΔΙΚΩΝ. Σε σχέση με τον όρο ΙΙΙ (1) και εφόσον η SIEMENS είναι ενάγων διάδικος, η SIEMENS θα καταργήσει εντός ευλόγου χρόνου μετά την Ημερομηνία Έναρξης ισχύος της παρούσας Συμφωνίας, κάθε αντίστοιχη δικαστική διαδικασία και θα αναλάβει κάθε εύλογη προκύπτουσα δαπάνη. Δικαστικές διαδικασίες σχετικές με την Υπόθεση θα καταργούνται από τον αιτούντα ή τον ενάγοντα ή σε κάθε περίπτωση το διάδικο που έχει την εξουσία διάθεσης. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής στο Μόναχο. VI. ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ ΜΕΡΗ (1) … (2) Επιτροπή Εποπτείας: Τα Μέρη θα διορίσουν τους εκπροσώπους τους στην Επιτροπή Εποπτείας και θα διευκολύνουν την Επιτροπή Εποπτείας στην εκπλήρωση των καθηκόντων της. (3) … VIII. ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ (1) […] (5) Η παρούσα Συμφωνία διέπεται από το δίκαιο της ΕΔ … (8) Κάθε διαφορά που θα προκύψει σε σχέση με την παρούσα Συμφωνία ή με την ισχύ της εν όλω ή εν μέρει, θα επιλύεται οριστικά σύμφωνα με τους Κανόνες περί Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ΔΕΕ/ICC) χωρίς δυνατότητα προσφυγής στα τακτικά δικαστήρια σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς. Τόπος διαιτησίας ορίζεται η Γενεύη, Ελβετία, ο αριθμός των διαιτητών ορίζεται σε τρεις και γλώσσα της διαιτητικής διαδικασίας ορίζεται η Αγγλική. IX. ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΗ ΙΣΧΥΣ. […] Η παρούσα Συμφωνία μαζί με τα παραρτήματα υπ’ αριθμ. 1-4 αυτής θα τεθεί σε ισχύ την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (η «Ημερομηνία Έναρξης Ισχύος») και από το σημείο αυτό η παρούσα συμφωνία θα επιλύει πλήρως και οριστικά όλες τις διαφορές σε σχέση με την Υπόθεση και η παρούσα Συμφωνία θα δεσμεύει τα Μέρη. Η παρούσα συμφωνία ενεκρίθη με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της SIEMENS AG στις 29 Φεβρουαρίου 2012 και με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της SIEMENS AE στις 2 Μαρτίου 2012». Εξάλλου, στο Παράρτημα 3 της Συμφωνίας αναφέρονται τα εξής: «Επιτροπή Εποπτείας 1. Σύνθεση της Επιτροπής Εποπτείας. Σε σύνολο επτά μελών της Επιτροπής Εποπτείας, τρία ορίζονται από την ΕΔ και άλλα τρία από τη SIEMENS, ενώ προεδρεύει ο Επίτροπος Εταιρικής Συμμόρφωσης [τον οποίο ορίζει σύμφωνα με το Παράρτημα 4, ο Υπουργός Οικονομικών] … 2. Αρμοδιότητες Η Επιτροπή Εποπτείας θα ασκεί τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στην παρούσα Συμφωνία και όποιες άλλες αρμοδιότητες ενδέχεται να της αναθέσουν τα Μέρη με γραπτή συμφωνία …». Περαιτέρω, με την υπ’ αριθμ. 1188/17.9.2012 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ τ. ΥΟΔΔ 438) ορίστηκαν τα μέλη της Επιτροπής Εποπτείας που προβλέπεται στην ανωτέρω Συμφωνία. Στις αρμοδιότητες της Επιτροπής αυτής ανήκει η εποπτεία και ο συντονισμός υλοποίησης επιμέρους όρων για την εφαρμογή της Συμφωνίας. Ήδη, η απόφαση αυτή τροποποιήθηκε εν μέρει, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 2, από την υπ’ αριθμ. 546/23.5.2013 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ τ. ΥΟΔΔ 237/27.5.2013).
Νομικό έρεισμα της συνάψεως συμβάσεως, εκ μέρους της Διοικήσεως, με τα τυπικά γνωρίσματα της δικαιοπραξίας συμβιβασμού
- Επειδή, κατά το ιδιωτικό δίκαιο, με τη σύμβαση του συμβιβασμού οι συμβαλλόμενοι διαλύουν, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, μια έριδά τους ή μια αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση, με την οποία εξομοιώνεται και η επισφαλής απαίτηση (άρθρο 871 Α.Κ.), αρκεί το αντικείμενο της σύμβασης αυτής να μην έχει εξαιρεθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία, γιατί στην αντίθετη περίπτωση η εν λόγω σύμβαση θεωρείται σαν να μην έγινε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 του Αστικού Κώδικα (βλ. ΑΠ 547/2007). Τέτοια, αντίστοιχη, όμως, γενική διάταξη, η οποία να μπορεί να λειτουργήσει ως νομική βάση συνάψεως συμβάσεων συμβιβασμού εν σχέσει με οποιαδήποτε διαφορά από έννομη σχέση διοικητικού δικαίου, δεν υφίσταται στο δημόσιο δίκαιο. Προϋπόθεση, συνεπώς, συνάψεως συμβάσεως, εκ μέρους της Διοικήσεως, με τα τυπικά γνωρίσματα της δικαιοπραξίας συμβιβασμού είναι να υφίσταται σχετικό νομοθετικό έρεισμα˙ ήτοι, κανόνες δικαίου, οι οποίοι να προβλέπουν τις έννομες σχέσεις, οι εκ των οποίων προκύπτουσες διαφορές να επιτρέπεται να επιλύονται με τον τρόπο αυτό εκ μέρους του Δημοσίου, εν όψει της απορρεούσης από το Σύνταγμα (βλ. άρθρα 26 παρ. 1 και 2 και 50) και διεπούσης το σύνολο της διοικητικής δράσεως αρχής της νομιμότητος της Διοικήσεως, εν αντιθέσει με την διέπουσα τις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις και απορρέουσα από το άρθρο 361 του Αστικού Κώδικα αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (πρβλ. ΣτΕ1208/2011). Εν προκειμένω, νομοθετικό έρεισμα της συνάψεως της προσβαλλόμενης Συμφωνίας Συμβιβασμού, στην οποία περιέχονται, υπό τη μορφή της ανάληψης συμβατικών υποχρεώσεων, διατάξεις δημοσίου δικαίου, κανονιστικού χαρακτήρα, αποτέλεσε η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 324 του ν. 4072/2012, με την οποία εγκρίθηκαν από την Ελληνική Βουλή οι όροι του Σχεδίου της εν λόγω Συμφωνίας, οι οποίοι, με τον τρόπο αυτό, κατέστησαν, κατ’ ουσίαν, διατάξεις τυπικού νόμου, ήδη πριν περιληφθούν στην, εν συνεχεία υπογραφείσα από τον Υπουργό Οικονομικών, οριστική Συμφωνία Συμβιβασμού. Οι εξαιρετικές δε διατάξεις δημοσίου δικαίου, που περιέχονται στη Συμφωνία Συμβιβασμού, σχετίζονται με τις υποχρεώσεις που ανέλαβε η Ελληνική Δημοκρατία και αφορούν α) στην παραίτηση της Ελληνικής Δημοκρατίας από την άσκηση των αρμοδιοτήτων για την επιβολή κυρώσεων ή προστίμων που απορρέουν από διατάξεις διοικητικού δικαίου [βλ. όρο IV (3)], συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για την επιβολή κυρώσεων ή προστίμων που προβλέπονται στην ειδική νομοθεσία για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος) ή στη νομοθεσία περί ανταγωνισμού, σε σχέση με την «Υπόθεση», β) στη δέσμευση, όσον αφορά την ανάληψη της ανωτέρω υποχρεώσεως, μέσω του ορισμού (βλ. τον όρο ΙΙ της Συμφωνίας) του όρου Ελληνική Δημοκρατία (ΕΔ), όλων των οργάνων της Διοικήσεως, συμπεριλαμβανομένων και των ανεξαρτήτων ή άλλων ειδικών αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή των σχετικών με την «Υπόθεση» διατάξεων διοικητικού δικαίου, και γ) στην εξαίρεση, σε σχέση με την «Υπόθεση», των εταιρειών Siemens A.G., Siemens Α.Ε. και των άμεσα ή έμμεσα ελεγχομένων θυγατρικών εταιρειών και κοινοπραξιών αυτών κλπ (βλ. σχετικό ορισμό της «SIEMENS» στον όρο ΙΙ) από το κανονιστικό πεδίο εφαρμογής διοικητικών νόμων, σε αόριστο αριθμό περιπτώσεων, δηλαδή για «όλες ανεξαιρέτως τις [μέχρι τη δημοσίευση της Συμφωνίας Συμβιβασμού] υποθέσεις, αξιώσεις και ισχυρισμούς, γνωστούς ή και μη γνωστούς, που σχετίζονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με δραστηριότητες διαφθοράς, πληρωμές (ή υποσχέσεις πληρωμών) προς τρίτους ή άλλες παράνομες δραστηριότητες από την πλευρά της SIEMENS» (ορισμός του όρου «Υπόθεση», υπό τον όρο ΙΙ της Συμφωνίας).
Αντικείμενο της προσβολής: η πράξη υπογραφής της Συμφωνίας
- Επειδή, εν προκειμένω, με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 324 του ν. 4072/2012 ο νομοθέτης δέσμευσε τον Υπουργό Οικονομικών, ως εκπρόσωπο της Διοικήσεως, όπως θέσει σε ισχύ τους όρους του Σχεδίου της Συμφωνίας Συμβιβασμού, προς εκπλήρωση του σκοπού της πλήρους και οριστικής διευθέτησης των διαφορών και εκκρεμοτήτων που σχετίζονται με κάθε είδους υποθέσεις, αξιώσεις και ισχυρισμούς που συνδέονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με δραστηριότητες διαφθοράς, πληρωμές ή υποσχέσεις πληρωμών προς τρίτους ή άλλες παράνομες δραστηριότητες από την πλευρά της «SIEMENS», τον οποίο ο νομοθέτης, δια της εγκρίσεως του Σχεδίου της Συμφωνίας, με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 324 του ιδίου νόμου, ανήγαγε σε δημόσιο σκοπό. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση (βλ. σελ. 8 του δικογράφου αυτής) πράξη της υπογραφής της Συμφωνίας Συμβιβασμού, ως συστατικός τύπος καταρτίσεως της σχετικής συμβάσεως, συνιστούσε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια του ανωτέρω Υπουργού, ο οποίος δεν διέθετε ευχέρεια ούτε να απέχει από την υπογραφή της Συμφωνίας, οπότε θα στοιχειοθετείτο παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας λόγω του ότι δεν θα ήταν δυνατή η ενεργοποίηση διατάξεων νόμου, εν προκειμένω της παρ. 1 του άρθρου 324 του ν. 4072/2012 (πρβλ. ΣτΕ 41/1929, εν Ολομελεία), ούτε να τροποποιήσει τους όρους της νομοθετικώς εγκριθείσης Συμφωνίας, μονομερώς ή συμβατικώς. Συνεπώς, η ανωτέρω προσβαλλόμενη, από 22.8.2012, πράξη της υπογραφής της Συμφωνίας Συμβιβασμού από τον Υπουργό Οικονομικών, συνεπεία της οποίας συνάπτεται η Συμφωνία και τίθενται, συνακόλουθα, σε ισχύ οι περιεχόμενες σε αυτή, ως εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, διατάξεις δημοσίου δικαίου, για την προαγωγή, κατά τις αντιλήψεις του νομοθέτη, του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, αποτελεί μονομερή εκτελεστή διοικητική πράξη αυτοτελώς προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως, η σχετική δε ανακύπτουσα ακυρωτική διαφορά, ελλείψει ειδικής διαφορετικής δικονομικής ρύθμισης, υπάγεται στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας. [Εν προκειμένω, ως εκ της φύσεως της επίμαχης Συμφωνίας, λόγω απουσίας προσυμβατικού σταδίου, δεν τίθεται καν ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 47 παρ. 4 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213, πρβλ. ΣτΕ 5/2013, 7μ., σκ. 4)]. Όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζει α) το Ελληνικό Δημόσιο με την από 14.4.2015 έκθεση απόψεών του, ότι δηλαδή η υπογραφή της Συμφωνίας Συμβιβασμού από τον Υπουργό Οικονομικών συνιστά απλώς πράξη βεβαιωτική, «ως πράξη εκτελέσεως του άρθρου 324 του ν. 4072/2012», και β) οι παρεμβαίνουσες εταιρείες με το από 14.4.2015 υπόμνημά τους, ότι δηλαδή η πράξη της υπογραφής είναι απλώς «υλική ενέργεια», η οποία δεν δημιουργεί καμία «εξ αντικειμένου ρύθμιση», όπως, κατά τους ισχυρισμούς των παρεμβαινουσών, αορίστως προβάλλουν οι αιτούντες, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην παρούσα και στην προηγούμενη σκέψη. Κατά τη γνώμη, όμως, της Παρέδρου Ουρανίας Νικολαράκου – Μαυρομιχάλη, με την παρ. 2 του άρθρου 324 του ν. 4072/2012 παρεσχέθη στον Υπουργό Οικονομικών η εξουσία να υπογράψει την επίμαχη Συμφωνία Συμβιβασμού ως εκπρόσωπος της Ελληνικής Δημοκρατίας και όχι εξουσία εκδόσεως μονομερούς εκτελεστής διοικητικής πράξεως, αποσπαστής από την εν λόγω Συμφωνία. Συνεπώς, η υπογραφή αυτή, διά της οποίας εκδηλώνεται η δήλωση βουλήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας για τη σύναψη της Συμφωνίας, όπως αποφασίσθηκε από την Ελληνική Βουλή με την ψήφιση του άρθρου 324 του ν. 4072/2012, δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη παραδεκτώς προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως. Εξ άλλου, η υιοθέτηση της ανωτέρω απόψεως δεν συνεπάγεται αδυναμία ασκήσεως δικαστικού ελέγχου επί των περιεχομένων στην επίμαχη Συμφωνία ρυθμίσεων, καθώς και επί του νομοθετικού ερείσματος συνάψεως της Συμφωνίας (άρθρ. 324 του ν. 4072/2012), εφ’ όσον ο έλεγχος αυτός είναι δυνατός, κατά την ίδια γνώμη, επ’ ευκαιρία της προσβολής της αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών περί συγκροτήσεως της Επιτροπής Εποπτείας, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην επόμενη σκέψη. Ειδικότερα, ο ορισμός από τον Υπουργό Οικονομικών, με την έκδοση της πράξεως συγκροτήσεως της Επιτροπής Εποπτείας, των μελών της Επιτροπής που υποδεικνύονται από την Ελληνική Δημοκρατία (και τα οποία διαθέτουν την πλειοψηφία στην Επιτροπή), λαμβάνει χώρα σε εκτέλεση των σχετικών προβλέψεων της Συμφωνίας Συμβιβασμού, οι οποίες αποσκοπούν στην διασφάλιση της υλοποίησης των όρων της Συμφωνίας αυτής προεχόντως προς ικανοποίηση των δημοσίου συμφέροντος σκοπών που, κατά την αντίληψη του νομοθέτη, υπαγόρευσαν την έγκριση του σχεδίου της Συμφωνίας από την Ελληνική Βουλή και την υπογραφή της από την πλευρά του Ελληνικού Δημοσίου. Συνεπώς, η πράξη ορισμού των μελών αυτών συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη εκδιδόμενη για την εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, όπως αυτός προσδιορίσθηκε ανωτέρω, στο πλαίσιο της εκτελέσεως της Συμφωνίας Συμβιβασμού. Εξ άλλου, η συγκρότηση και λειτουργία της Επιτροπής Εποπτείας συνιστά ουσιώδη όρο εφαρμογής της Συμφωνίας Συμβιβασμού. Επ’ ευκαιρία δε της προσβολής της αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών περί συγκροτήσεως της Επιτροπής Εποπτείας, είναι δυνατόν να ελεγχθεί το κύρος της νομοθετικής ρυθμίσεως περί εγκρίσεως του σχεδίου της Συμφωνίας Συμβιβασμού, με όλες τις συνέπειες που επάγεται για το κύρος της εν λόγω Συμφωνίας τυχόν διαπίστωση του ανισχύρου της ως άνω νομοθετικής ρυθμίσεως.
Απαράδεκτη η ευθεία προσβολή της Συμφωνίας Συμβιβασμού – αρμοδιότητα του ΔΕφ για τις πράξεις εκτέλεσης της Συμφωνίας
- Επειδή, περαιτέρω, απαραδέκτως προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ευθέως η ίδια η Συμφωνία Συμβιβασμού, προεχόντως, διότι σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι αρμόδιο για την ακύρωση μονομερών εκτελεστών διοικητικών πράξεων και όχι για την ακύρωση δικαιοπραξιών δημοσίου δικαίου (βλ. Ολ. ΣτΕ1923/2002, ΣτΕ895/2006, 1627/2007 κ.ά.) – όπως είναι, εν προκειμένω, η εν λόγω Συμφωνία, κατά το μέρος που με όρους αυτής διευθετούνται διαφορές προερχόμενες από έννομες σχέσεις διοικητικού δικαίου. Εξ άλλου, η προσβαλλόμενη πράξη συγκρότησης και ορισμού μελών της Επιτροπής Εποπτείας, καθώς και η συμπροσβαλλόμενη τροποποιητική αυτής, εκδόθηκαν σε εκτέλεση όρων της Συμφωνίας Συμβιβασμού για την εποπτεία της εφαρμογής της και, ως εκ τούτου, η προσβολή της σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 περ. ι΄ και παρ. 6 (όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 51 παρ. 3 του ν. 3659/2008, Α΄ 77) του ν. 1406/1983 (Α΄ 182), δημιουργεί διοικητική διαφορά ουσίας αρμοδιότητος του διοικητικού εφετείου (άρθρο 6 παρ. 2 περ. α΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ν. 2717/1999, Α΄ 97), ανεξαρτήτως της ιδιότητας των αιτούντων ως τρίτων, οι οποίοι δεν συμμετείχαν στην κατάρτιση της ως άνω συμβάσεως (βλ. Ολ. ΣτΕ 2063/2013). Ενόψει, όμως, του ότι με τους λόγους ακυρώσεως αμφισβητείται η συνταγματικότητα των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 324 του ν. 4072/2012, ζήτημα το οποίο δύναται να ερευνηθεί, λυσιτελώς, με την προσβολή, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, της από 22.8.2012 πράξεως υπογραφής του Υπουργού Οικονομικών, και του ότι κατά των εν λόγω πράξεων δεν προβάλλεται καμία, απολύτως, αυτοτελής αιτίαση, το Δικαστήριο κρατεί την υπόθεση και κατά το μέρος που αφορά τις ατομικές αυτές πράξεις, για λόγους οικονομίας της δίκης (βλ. ΣτΕ Ολ 668/2012, σκ. 20, πρβλ. 355/2008, σκ. 3 κ.ά.).
Διατήρηση της ισχύος της Συμφωνίας
- Επειδή, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 4/4.3.2015 έγγραφο της Προέδρου της Επιτροπής Εποπτείας, η οποία είναι η Γενική Διευθύντρια Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, προς το Δικαστήριο (υπ’ αρ. πρωτ. του Δικαστηρίου 920/5.3.2015) η πρόοδος της εφαρμογής της Συμφωνίας Συμβιβασμού, όσον αφορά την πραγματοποίηση των συμβατικών υποχρεώσεων της «SIEMENS» έχει ως εξής: α) ο όρος ΙΙΙ.3. της Συμφωνίας, σχετικά με τη συμβατική υποχρέωση της Siemens για την πραγματοποίηση επενδύσεως ύψους 100 εκ. ευρώ, εκπληρώθηκε μέσω της ανακεφαλαιοποίησης ύψους 157 εκ. ευρώ συνολικά για τις εταιρείες Siemens A.E., Siemens Diagnostics ΑΒΕΕ και Kintec Α.Ε. για το 2012, β) ο όρος ΙΙΙ.1 της Συμφωνίας (σε σχέση με την παροχή ύψους 80 εκατομμυρίων ευρώ από τη «Siemens», μέσω της διαγραφής εισπρακτέων απαιτήσεών της σε βάρος φορέων του Ελληνικού Δημοσίου) έχει εκπληρωθεί εν μέρει (το συνολικό ποσό ανεξόφλητων εισπρακτέων απαιτήσεων που έχει διαγράψει η «Siemens» έναντι φορέων του Ελληνικού Δημοσίου, ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 74.678.020,87 ευρώ), και γ) οι όροι ΙΙΙ.2. (σχετικά με την παροχή ύψους 90 εκατομμυρίων ευρώ από τη «Siemens», για την υποστήριξη φορέων και δραστηριοτήτων της Ελληνικής Δημοκρατίας) και ΙΙΙ.4 (σχετικά με περαιτέρω επενδύσεις στις οποίες πρόκειται να προβεί η «Siemens»), δεν έχουν ακόμη εκπληρωθεί. Υπό τα δεδομένα αυτά, εφόσον δηλαδή δεν έχει εκτελεσθεί πλήρως η Συμφωνία Συμβιβασμού, η προσβαλλόμενη πράξη της υπογραφής της Συμφωνίας Συμβιβασμού παραμένει σε ισχύ και δεν τίθεται ζήτημα καταργήσεως δίκης.
Η πρόβλεψη κυρώσεως της Συμφωνίας από τη Βουλή συντελέσθηκε, μέσω της νομοθετικής εγκρίσεως του Σχεδίου της Συμφωνίας στις 11.4.2012
- Επειδή, στον όρο ΙΧ που περιέχεται στο εγκριθέν, με την παρ. 1 του άρθρου 324 του ν. 4072/2012, Σχέδιο Συμφωνίας Συμβιβασμού ορίζεται ότι : «Τα Μέρη συμφωνούν ότι η παρούσα Συμφωνία θα παρουσιαστεί στο Ελληνικό Κοινοβούλιο προς εξέταση και κύρωση. Σε περίπτωση που η παρούσα Συμφωνία απορριφθεί, δεν κυρωθεί εντός σαράντα πέντε (45) ημερών από την ημερομηνία υπογραφής της από την SIEMENS, ανακληθεί ή ακυρωθεί από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, η παρούσα Συμφωνία είναι άκυρη και ανίσχυρη και θα θεωρείται για όλες τις περαιτέρω συζητήσεις και/ή τις σχετικές διαδικασίες ως “χωρίς αναγνώριση”». Ο ως άνω όρος, ο οποίος παρέμεινε αυτούσιος και στην συναφθείσα Συμφωνία Συμβιβασμού, δεν επιφέρει καμία έννομη συνέπεια, και ως εκ τούτου, σε κάθε περίπτωση, δεν τίθεται, και εκ της απόψεως αυτής, ζήτημα επιρροής του στην ισχύ της προσβαλλομένης πράξεως της υπογραφής της Συμφωνίας Συμβιβασμού, ούτε, συνακόλουθα, ζήτημα καταργήσεως δίκης. Και τούτο διότι η πρόβλεψη κυρώσεως της Συμφωνίας από τη Βουλή πράγματι συντελέσθηκε, μέσω της νομοθετικής εγκρίσεως του Σχεδίου της Συμφωνίας στις 11.4.2012, οπότε και δημοσιεύθηκε ο ν. 4072/2012 (και μάλιστα εντός 45 ημερών από την ημερομηνία εγκρίσεώς της από την SIEMENS AG και SIEMENS A.E., που έλαβε χώρα, αντιστοίχως, στις 29.2.2012 και 2.3.2012), έτσι ώστε να μην απαιτείται και πάλι, για δεύτερη φορά, η κύρωση από τη Βουλή της δημοσιευθείσης στις 27.8.2012, ταυτοσήμου περιεχομένου, Συμφωνίας Συμβιβασμού.
Έλλειψη εννόμου συμφέροντος της «Eurocapital
- Επειδή, η δεύτερη των αιτούντων εταιρεία με την επωνυμία «Eurocapital ανώνυμη εταιρεία επενδυτικής διαμεσολάβησης» ασκεί την κρινόμενη αίτηση απαραδέκτως, χωρίς να δικαιολογεί έννομο συμφέρον, δεδομένου ότι στο δικόγραφο δεν περιέχεται κανένας ισχυρισμός ως προς το είδος της βλάβης, που η εν λόγω εταιρεία, ενόψει μάλιστα του φερομένου (δοθέντος ότι δεν έχει προσκομισθεί το καταστατικό της) ως αντικειμένου της (επενδυτική διαμεσολάβηση), υφίσταται από τους όρους της Συμφωνίας Συμβιβασμού. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς την ανωτέρω αιτούσα εταιρεία.
Έννομο συμφέρον ιδιωτών και Σωματείου
- Επειδή, εκ των λοιπών τεσσάρων αιτούντων, τα μεν τρία φυσικά πρόσωπα επικαλούνται, προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, την ιδιότητα του φορολογούμενου και του Έλληνα πολίτη, το δε αιτούν Σωματείο επικαλείται τον καταστατικό του σκοπό, ο οποίος συνίσταται στην προστασία και γενικότερη προώθηση των συμφερόντων του Έλληνα φορολογούμενου και της ελληνικής οικονομίας, την υποβολή προτάσεων και πραγματοποίηση παρεμβάσεων σε θέματα φορολογίας και την προστασία των εννόμων συμφερόντων των φορολογουμένων.
Προστασία των συμφερόντων του Έλληνα φορολογουμένου – ιδιότητα Έλληνα πολίτη
- Επειδή, δυνάμει του όρου IV.3 της Συμφωνίας Συμβιβασμού (και ενόψει και του περιεχομένου στον όρο ΙΙ της Συμφωνίας ορισμού του όρου «Υπόθεση»), η Ελληνική Δημοκρατία παραιτείται από την άσκηση των αρμοδιοτήτων για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε σχέση, μεταξύ άλλων, και με «άλλες παράνομες δραστηριότητες από την πλευρά της Siemens», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το ξέπλυμα χρήματος, δηλαδή πράξεις αποβλέπουσες στη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Εξάλλου, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ως πράξεις αποβλέπουσες στη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες θεωρούνται και πράξεις φοροδιαφυγής [βλ. άρθρο 2 παρ. 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 περ. ιη΄ του ν. 3691/2008 (Α΄ 166), όπως η περίπτωση ιη΄ προστέθηκε με το άρθρο 77 παρ. 1 του ν. 3842/2010 (Α΄ 58), από τις οποίες η πρώτη ορίζει ότι «Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος), που προβλέπονται στο άρθρο 3, αποτελούν οι ακόλουθες πράξεις: …» και η δεύτερη, στην οποία παραπέμπει η πρώτη, ορίζει ότι «Ως εγκληματικές δραστηριότητες νοούνται η διάπραξη ενός ή περισσοτέρων από τα ακόλουθα αδικήματα που καλούνται εφεξής «βασικά αδικήματα»: … ιη) Τα αδικήματα της φοροδιαφυγής που προβλέπονται στα άρθρα 17, 18 και 19 του ν. 2523/1997 …», δηλαδή αδικήματα αφορώντα α) την παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δηλώσεως στη φορολογία εισοδήματος, β) την μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση Φ.Π.Α. και παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών και γ) πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία και μη εφαρμογή διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων]. Ενόψει τούτων θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το αιτούν Σωματείο, ως εκ του ανωτέρω καταστατικού σκοπού του, έχει κατ’ αρχήν έννομο συμφέρον να ασκήσει την κρινόμενη αίτηση. Θα μπορούσε, ωστόσο, να υποστηριχθεί ότι, εφόσον από τις προσβαλλόμενες πράξεις και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, δεν προκύπτει αναμφιβόλως ότι η Ελληνική Δημοκρατία παραιτείται από την άσκηση αρμοδιοτήτων σχετικών ειδικώς με την εφαρμογή διατάξεων της φορολογικής νομοθεσίας, το αιτούν Σωματείο, ενόψει του ως άνω, κατά το καταστατικό, σκοπού του, αφορώντος κυρίως ζητήματα σχετικά με την φορολογική νομοθεσία, δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως. Υπό την εκδοχή αυτή, δεν θα ασκούσαν επιρροή οι τυχόν επιπτώσεις που θα μπορούσε η παραίτηση της Ελληνικής Δημοκρατίας από χρηματικές αξιώσεις της κατά των παρεμβαινουσών εταιρειών να έχει στην οικονομική ή δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και, συνακόλουθα, εμμέσως, στην φορολογική πολιτική του Ελληνικού Κράτους, διότι το έννομο συμφέρον του αιτούντος Σωματείου στην περίπτωση αυτή θα ήταν έμμεσο και όχι άμεσο. Ως προς το έννομο δε συμφέρον του αιτούντος Σωματείου δεν ασκούν επιρροή οι αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου 2528/2013 και 3344/2013, τις οποίες αυτό επικαλείται, διότι οι υποθέσεις, στις οποίες εκδόθηκαν οι αποφάσεις αυτές, αφορούσαν αναμφιβόλως ζητήματα της φορολογικής νομοθεσίας. Ανεξαρτήτως, όμως, των ανωτέρω, όσον αφορά ειδικώς τους λοιπούς τρεις αιτούντες (Ιωάννη Σιάτρα, Χρήστο Κλειώση και Νικόλαο Καμπούρη), θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός τους για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως ερείδεται επαρκώς στην ιδιότητα του Έλληνα πολίτη και στο δικαιολογημένο ενδιαφέρον τους, υπό την ιδιότητα αυτή, να αμφισβητήσουν την, κατά τους ισχυρισμούς τους, χαριστική και κατά παραβίαση θεμελιωδών αρχών του κράτους δικαίου, νομοθετική ρύθμιση από την Ελληνική Βουλή ζητημάτων που ανακύπτουν από παράνομες πράξεις μείζονος σημασίας, οι οποίες έχουν σοβαρές επιπτώσεις, μεταξύ άλλων, και στην δημοσιονομική κατάσταση της χώρας [πρβλ. ΣτΕ 350/2011, 7μ., Ολομ. 2399/2914, Ολομ. 3920/2010, με τις οποίες γίνεται δεκτή η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως από ευρύ κύκλο προσώπων, ενόψει της φύσεως των συγκεκριμένων υποθέσεων και των εκτεταμένων επιπτώσεων που έχουν οι προσβαλλόμενες σ’ αυτές πράξεις]. Και τούτο, διότι, άλλως, σε περίπτωση, δηλαδή, που η ιδιότητα του Έλληνα πολίτη δεν θεωρηθεί επαρκής για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως ακυρώσεως, η Συμφωνία Συμβιβασμού, παρόλο που περιέχει εξαιρετικούς κανόνες δημοσίου δικαίου, όπως εκτέθηκε στην έβδομη σκέψη, θα βρισκόταν πλήρως εκτός πεδίου δικαστικού ελέγχου, δεδομένου ότι, λόγω της φύσεως των όρων της, δεν υφίστανται άλλοι τρίτοι, άμεσα και ατομικά θιγόμενοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να θεμελιώσουν έννομο συμφέρον, όχι απλώς για να προβάλλουν την αντισυνταγματικότητα επιμέρους όρων, αλλά για να προβάλλουν την αντίθεση στο Σύνταγμα και σε βασικές αρχές του κράτους δικαίου του ιδίου του νομοθετικού σκοπού εγκρίσεώς της, δηλαδή, του σκοπού της πλήρους και οριστικής διευθέτησης διαφορών και εκκρεμοτήτων, που συνδέονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με παράνομες δραστηριότητες των παρεμβαινουσών εταιρειών. Αντιθέτως, η ιδιότητα των ανωτέρω τριών αιτούντων, φυσικών προσώπων, ως φορολογουμένων δεν αρκεί για να τους προσδώσει άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, εφόσον από τις προσβαλλόμενες πράξεις και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι με αυτές ρυθμίζονται ειδικώς ζητήματα φορολογικού δικαίου κατά τρόπο, μάλιστα, που να θίγει αμέσως τους εν λόγω αιτούντες, δοθέντος ότι, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω και προκειμένου περί του αιτούντος Σωματείου, δεν ασκούν επιρροή από την εξεταζόμενη άποψη, του εννόμου δηλαδή συμφέροντος των αιτούντων ως φορολογουμένων, οι τυχόν επιπτώσεις που θα μπορούσε η παραίτηση της Ελληνικής Δημοκρατίας από χρηματικές αξιώσεις της κατά των παρεμβαινουσών εταιρειών να έχει στην οικονομική ή δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και, συνακόλουθα, εμμέσως, στην φορολογική πολιτική του Ελληνικού Κράτους.
- Επειδή, εν όψει της μείζονος σπουδαιότητας των ζητημάτων που ανακύπτουν στο πλαίσιο της παρούσης υποθέσεως, τόσο όσον αφορά το παραδεκτό της κρινομένης αιτήσεως όσο και τη συνταγματικότητα των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 324 του ν. 4072/2012, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση, στο σύνολό της, πρέπει να παραπεμφθεί, ως προς τους πρώτο, τρίτο, τέταρτο και έβδομο από τους αιτούντες (Σωματείο «Έλληνες Φορολογούμενοι», Ιωάννη Σιάτρα, Χρήστο Κλειώση και Νικόλαο Καμπούρη) στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, με εισηγητή τον Σύμβουλο Κωνσταντίνο Κουσούλη (άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ/τος 18/1989).
ΣτΕ 2913 (Ολομέλεια)
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Δεκεμβρίου 2016, με την εξής σύνθεση: Ν. Σακελλαρίου, Πρόεδρος, Αθ. Ράντος, Χρ. Ράμμος, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ι. Μαντζουράνης, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Αντωνόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Α. Χλαμπέα, Τ. Κόμβου, Ηλ. Μάζος, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Β. Κίντζιου, Ε. Παπαδημητρίου, Β. Πλαπούτα, Ο. Παπαδοπούλου, Ι. Σύμπλης, Σύμβουλοι, Ε. Σταυρουλάκη, Ο. Νικολαράκου, Τ. Βαρουφάκη, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ηλ. Μάζος και Β. Πλαπούτα, καθώς και η Πάρεδρος Τ. Βαρουφάκη, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 26ης Οκτωβρίου 2012 αίτηση: των: ….
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 3930/2015 αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: α) η υπ’ αριθμ. ΥΠΟΙΚ 07085ΕΞ2012/27.8.2012 σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της εταιρείας «SIEMENS» (ΦΕΚ Α΄ 164/27.8.2012), β) η υπ’ αριθμ. 1188/17.9.2012 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ ΥΟΔΔ 438/17.9.2012) και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον εισηγητή, Σύμβουλο Κ. Κουσούλη. …
- Επειδή, με την αίτηση, όπως συμπληρώθηκε με το από 17.3.2015 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση: α) της υπ’ αριθμ. ΥΠΟΙΚ 07085ΕΞ2012/27.8.2012 «Σύμβασης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εταιρείας «SIEMENS», σύμφωνα με την εξουσιοδότηση της παραγράφου 2 του άρθρου 324 του ν. 4072/2012» (ΦΕΚ Α΄ 164/27.8.2012), β) της υπ’ αριθμ. 1188/17.9.2012 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ τ. ΥΟΔΔ 438/17.9.2012) για τη συγκρότηση και τον ορισμό των μελών της Επιτροπής Εποπτείας που προβλέπεται στην ανωτέρω Συμφωνία. Επίσης, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αιτήσεως (σελ. 8), ζητείται η ακύρωση της από 22.8.2012 πράξης υπογραφής της ανωτέρω Συμφωνίας από τον Υπουργό Οικονομικών, κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 324 του Ν. 4072/2012 της ανωτέρω Συμφωνίας.
- Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στην Ολομέλεια κατόπιν της 3930/2015 αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος, με την οποία, αφού απορρίφθηκε η αίτηση όσον αφορά την αιτούσα εταιρία με την επωνυμία «E. ανώνυμη εταιρία επενδυτικής διαμεσολάβησης», λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, και καταργήθηκε η δίκη ως προς την πέμπτη και την έκτη των αιτούντων, λόγω παραιτήσεως, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια ως προς τους λοιπούς τέσσερις αιτούντες (Σωματείο «Έλληνες Φορολογούμενοι», Ι. Σ., Χ. Κ. και Ν. Κ.) στο σύνολό της λόγω της μείζονος σπουδαιότητας των ζητημάτων που ανακύπτουν στο πλαίσιο της υπόθεσης αυτής, τόσο όσον αφορά το παραδεκτό της κρινόμενης αίτησης, όσο και την συνταγματικότητα των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 324 του νόμου 4072/2012.
- Επειδή, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνουν με κοινό δικόγραφο στην δίκη ζητώντας την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως οι εταιρίες «SIEMENS AG» και «SIEMENS A.E», ως συμβαλλόμενες στο πλαίσιο της ανωτέρω Συμφωνίας.
Άρθρο 47 παρ. 1 πδ 18/1989 – απαίτηση ιδιαίτερου δεσμού του αιτούντος με την πράξη – έννομο συμφέρον νομικού προσώπου
- Επειδή, στο άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8) ορίζεται ότι: «αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο, τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων έννομα συμφέροντα, έστω και μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως δεν αρκεί το κοινό ενδιαφέρον κάθε πολίτη για τα γενικότερα θέματα της Χώρας και για τη σύννομη άσκηση της δημόσιας εξουσίας, αλλά απαιτείται η ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του αιτούντος προσώπου ή φορέα συλλογικής δραστηριότητας με την προσβαλλόμενη πράξη. Η ύπαρξη του ιδιαίτερου αυτού δεσμού κρίνεται, όταν η διοικητική πράξη δεν απευθύνεται ευθέως προς τον αιτούντα δημιουργώντας γι’ αυτόν συγκεκριμένες έννομες συνέπειες, από τον σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των εννόμων αποτελεσμάτων των επερχομένων από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και του περιεχομένου μιας συγκεκριμένης νομικής καταστάσεως ή ιδιότητας στην οποία βρίσκεται ή την οποία έχει και επικαλείται ο αιτών. Και τούτο, διότι σε περίπτωση που το έννομο συμφέρον θεμελιώνεται επί του κοινού ενδιαφέροντος των Ελλήνων πολιτών για τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων και για τη νομιμότητα της άσκησης της δημόσιας εξουσίας, το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως λαμβάνει το χαρακτήρα λαϊκής αγωγής, το οποίο δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα και το νόμο (πρβλ. ΣτΕ Ολ 2179/2014 σκέψη 9, Ολομ. 2189/2014 σκέψη 9, Ολομ. 1906/2014 σκ. 13, 2607/2015 σκέψη 4, 2856/1985 Ολομ. σκέψη 3 κ.ά.). Εξ άλλου όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, το έννομο συμφέρον τους για την προσβολή διοικητικής πράξεως κρίνεται, κατά περίπτωση, ενόψει κυρίως των επιδιωκόμενων από αυτά, κατά τη συστατική τους πράξη ή το καταστατικό τους, συγκεκριμένων σκοπών και του περιεχομένου της πράξεως (βλ. ΣτΕ 2023/2012 7μ., Ολομ. 1212/2010 σκέψη 8, Ολομ. 2286/2001 σκέψη 5 κ.ά.). Περαιτέρω, κατά την έννοια των αυτών διατάξεων, και στην περίπτωση ακόμη όπου το καταστατικό νομικού προσώπου έχει μεν εγκριθεί κατά τη νόμιμη διαδικασία, οι περιεχόμενοι, όμως, σ’ αυτό σκοποί είναι διατυπωμένοι κατά ιδιαίτερα ευρύ τρόπο, ώστε να καταλαμβάνουν είτε όλους εν γένει τους δημόσιους σκοπούς (λ.χ. «προστασία του Συντάγματος»), είτε όλους τους δημόσιους σκοπούς σε ένα συγκεκριμένο τομέα δημόσιας δραστηριότητας, οι σκοποί αυτοί, ανεξαρτήτως εάν θα μπορούσαν να αποτελέσουν, κατά το Σύνταγμα και το νόμο, σκοπούς νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, δεν αρκούν, πάντως, για να του προσδώσουν τον αναγκαίο ιδιαίτερο νομικό δεσμό με κάθε διοικητική πράξη εκδιδόμενη στους αντίστοιχους τομείς δημόσιας δραστηριότητας, ώστε να θεωρηθεί ότι συντρέχει έννομο συμφέρον προσβολής της. Το έννομο συμφέρον, και στην περίπτωση αυτή, θα κριθεί κατά τους γενικούς κανόνες, που απαιτούν την συνδρομή προσωπικού και άμεσου δεσμού με την πράξη, υπό την έννοια της δυνάμενης να εξατομικευθεί ιδιαίτερης προσωπικής κατάστασης, που δεν μπορεί, πάντως, να είναι εκείνη του γενικού συμφέροντος κάθε πολίτη για την τήρηση της νομιμότητας. Σε διαφορετική περίπτωση, θα υπήρχε και αδικαιολόγητη ανισότητα στη μεταχείριση των φυσικών προσώπων, που δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσουν έννομο συμφέρον, επικαλούμενα την ιδιότητα αυτή και μόνον, έναντι των νομικών προσώπων που θα είχαν τη δυνατότητα αυτή με μόνη την επίκληση υπεράγαν γενικών καταστατικών σκοπών.
- (όμοια με τη σκέψη 5 της παραπεμπτικής)
- (όμοια με τη σκέψη 6 της παραπεμπτικής)
Έλλειψη εννόμου συμφέροντος – άλλες δυνατότητες ευθέος ή παρεμπίπτοντος ελέγχου νομιμότητας των προσβαλλομένων πράξεων
- Επειδή, εν προκειμένω, για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος το μεν αιτούν Σωματείο επικαλείται τον καταστατικό του σκοπό, ο οποίος συνίσταται στην προστασία και γενικότερη προώθηση των συμφερόντων του Έλληνα φορολογούμενου και της ελληνικής οικονομίας, την υποβολή προτάσεων και πραγματοποίηση παρεμβάσεων σε θέματα φορολογίας και την προστασία των εννόμων συμφερόντων των φορολογουμένων, οι δε αιτούντες φυσικά πρόσωπα επικαλούνται την ιδιότητα του φορολογούμενου Έλληνα πολίτη και ισχυρίζονται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις οδηγούν σε απώλεια για το Ελληνικό Δημόσιο εσόδων τουλάχιστον 2 δις ευρώ, λόγω της οποίας, αφενός μεν θα δημιουργηθούν για τους ίδιους πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις, και αφετέρου θα μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες του Κράτους από τις οποίες θα επωφελούνταν όλοι οι Έλληνες πολίτες. Με τα δεδομένα αυτά, το αιτούν σωματείο δεν αποδεικνύει το κατά νόμο έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, αφενός μεν διότι το τιθέμενο στην υπόθεση ζήτημα δεν είναι εν στενή εννοία φορολογικό, εφόσον δεν αφορά πρόβλεψη ή καταλογισμό φόρου εις βάρος Ελλήνων πολιτών, αλλά τυχόν επερχόμενη, ως συνέπεια των επίμαχων ρυθμίσεων, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, έμμεση οικονομική επιβάρυνση του συνόλου του ελληνικού λαού, αφετέρου δε διότι, σε σχέση με την προβαλλόμενη αυτή συνέπεια, το αιτούν σωματείο δεν δικαιολογεί συγκεκριμένο δεσμό, που να το διαφοροποιεί, κατά τρόπο ειδικό, από οποιονδήποτε έλληνα πολίτη, εάν, μάλιστα, ληφθεί υπόψη ότι ωφελούμενοι από τις δημόσιες δαπάνες δεν είναι μόνον οι φορολογούμενοι έλληνες πολίτες, αλλά και οι τυχόν μη φορολογούμενοι, καθώς και οι οπωσδήποτε νομίμως διαμένοντες στη χώρα αλλοδαποί. Επομένως, το προβαλλόμενο έννομο συμφέρον ταυτίζεται, κατ’ αποτέλεσμα, με το γενικό συμφέρον κάθε πολίτη για την τήρηση της νομιμότητας, που, όμως, κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 5, δεν συνιστά το κατά το Σύνταγμα και το νόμο έννομο συμφέρον προς άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως. Για τον αυτό λόγο, δεν δικαιολογούν το κατά νόμο έννομο συμφέρον ούτε οι αιτούντες, φυσικά πρόσωπα, επικαλούμενοι απλώς την ιδιότητα του φορολογουμένου. Δεν ασκεί δε επιρροή, ακόμη κι αν ήταν ακριβής, ο ισχυρισμός ότι, με την ερμηνεία αυτή, δεν θα ήταν δυνατή η προσβολή με αίτηση ακυρώσεως των συγκεκριμένων πράξεων από κανένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δεδομένου ότι, και στην περίπτωση ακόμη αυτή, η δικονομική έννομη τάξη προβλέπει άλλες δυνατότητες ευθέος ή παρεμπίπτοντος ελέγχου νομιμότητας των προσβαλλομένων πράξεων, οι δυνατότητες δε αυτές καλύπτουν τη συνταγματική αξίωση παροχής έννομης προστασίας, εφόσον, βεβαίως, οι αιτούντες μπορούσαν να αποδείξουν τη συνδρομή στο πρόσωπό τους των εκάστοτε αναγκαίων, θεμιτών συνταγματικώς, δικονομικών προϋποθέσεων. Ούτε, εξ άλλου, είναι βάσιμος ο ειδικότερος ισχυρισμός των αιτούντων ότι, με την παραίτηση της Ελληνικής Δημοκρατίας από την άσκηση αρμοδιοτήτων της σχετικών με την επιβολή «διοικητικών κυρώσεων», ο σύνδεσμος με τις προσβαλλόμενες πράξεις έγκειται στην ταυτόχρονη παραίτηση, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, και από την ποινική της αξίωση για το αδίκημα της φοροδιαφυγής, αφενός μεν διότι στις επίμαχες ρυθμίσεις δεν περιλαμβάνεται, πάντως, άμεση ή έμμεση παραίτηση από την ποινική αξίωση της Πολιτείας, αφετέρου δε διότι ο σύνδεσμος αυτός, και αληθής υποτιθέμενος, θα ήταν μόνον έμμεση και αντανακλαστική συνέπεια της επίμαχης ρύθμισης και όχι ευθεία ρύθμιση φορολογικού ζητήματος, που θα δικαιολογούσε, υπό την εκδοχή αυτή, το έννομο συμφέρον του αιτούντος σωματείου. Επομένως, η αίτηση ακυρώσεως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι ασκείται χωρίς έννομο συμφέρον.
Μειοψηφία Κουσούλη
- Επειδή, μειοψήφησε ο Σύμβουλος Κ. Κουσούλης, ο οποίος υποστήριξε τα εξής: Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 47 παρ. 1 του ΠΔ. 18/1989, ερμηνευόμενων σε συμφωνία με τη θεμελιώδη συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου, σε υποθέσεις με μείζονα σημασία για το δημόσιο συμφέρον, εφόσον δεν υφίσταται άλλος εύλογος και αποτελεσματικός τρόπος να εξεταστούν από το Δικαστήριο τιθέμενα με την αντίστοιχη αίτηση ακυρώσεως ζητήματα μείζονος σπουδαιότητας, η αίτηση ακυρώσεως ασκείται παραδεκτά από άποψη εννόμου συμφέροντος, έστω και εάν ο αιτών επηρεάζεται έμμεσα από την προσβαλλόμενη πράξη (πρβλ. ΣτΕ 460/2013 Ολομ. σε συνδυασμό με 350/2011 επταμ. Δ΄ Τμήματος). Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, το Νοέμβριο του 2006 ξεκίνησε έρευνα από την Εισαγγελία του Μονάχου για τον καταλογισμό τυχόν ποινικών ευθυνών κατά των στελεχών και υπαλλήλων της εταιρίας «SIEMENS AG» και θυγατρικών της σε υποθέσεις διαφθοράς, δωροδοκίας, απιστίας κ.λπ. Τον Απρίλιο του 2007 παρόμοια έρευνα για την ίδια εταιρεία ξεκίνησε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ στο πλαίσιο ελέγχου για την καταπολέμηση διεθνών πρακτικών διαφθοράς. Υπό την πίεση αυτών των ενεργειών η «SIEMENS AG» ανέθεσε στο νομικό γραφείο «D. & P.» να προχωρήσει σε εσωτερικό έλεγχο με σκοπό να διερευνηθούν παράνομες πρακτικές προωθητικές νομιμοποίησης εσόδων από διευθυντικά στελέχη της. Ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη οι ως άνω δικαστικές διαδικασίες στην αλλοδαπή, με την από 28.1.2010 ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων συνεστήθη Εξεταστική Επιτροπή με αντικείμενο τη διερεύνηση της υπόθεσης “SIEMENS” στο σύνολό της. Η Εξεταστική Επιτροπή στο από 24.1.2011 Πόρισμά της, το οποίο διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο με το υπ’ αριθμ. ΓΔΟΥ 416/23.3.2015 έγγραφο της Γενικής Διευθύντριας Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, περιγράφει λεπτομερώς τον τρόπο, με τον οποίο η μητρική SIEMENS AG και η θυγατρική SIEMENS Α.Ε. είχαν δημιουργήσει και εφάρμοζαν επί δεκαετίες συστήματα, με τα οποία διενεργούσαν και επιχειρούσαν να συγκαλύψουν εκτεταμένες παράνομες πληρωμές κρατικών αξιωματούχων, προκειμένου να αυξήσουν την επιρροή της εταιρίας στην ελληνική αγορά (σελίδες 282 επόμ.). Η περιγραφή των συστημάτων και μηχανισμών παράνομων πληρωμών στο Πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής συνοδεύεται από εκτενή αναφορά, με ειδική παράθεση των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, σε καθεμία από τις υποθέσεις που απασχόλησαν την ελληνική δικαιοσύνη, αλλά και τη δικαιοσύνη σε άλλες χώρες της Ευρώπης και των Η.Π.Α. Πρόκειται για υποθέσεις διαφθοράς συγκεκριμένων κρατικών αξιωματούχων και πολιτικών προσώπων και κομμάτων στην Ελλάδα που έλαβαν χώρα από το 1987 μέχρι το 2010 [υπόθεση ΟΤΕ σελ. 138 επ., στην οποία οι ύποπτες συμβάσεις εκτείνονται από το έτος 1987 μέχρι το έτος 2005, υπόθεση ΟΣΕ σελ. 164 επ., στην οποία οι ύποπτες συμβάσεις εκτείνονται από το έτος 1997 μέχρι το έτος εκπόνησης του Πορίσματος (2010), υπόθεση Συστήματος Ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων C4I σελ. 201 επ., στην οποία οι ύποπτες συμβάσεις εκτείνονται από το έτος 2002 έως τον χρόνο εκπόνησης του Πορίσματος (2010), υπόθεση ηλεκτρονικών ξεναγών του Υπουργείου Πολιτισμού σελ. 247 επ., στην οποία η ύποπτη σύμβαση εκτείνεται από το έτος 2006 έως το έτος 2008, προμήθειες και συντήρηση ιατρικού υλικού στα νοσοκομεία σελ. 250 επ., όπου οι ύποπτες συμβάσεις εκτείνονται στην τελευταία δεκαπενταετία πριν από τον χρόνο εκπόνησης του Πορίσματος (2010), προμήθειες του Υπουργείου Άμυνας «Patriot, Σύστημα Ερμής» σελ. 258 επ., όπου οι ύποπτες συμβάσεις εκτείνονται από το 1999 έως το έτος εκπόνησης του Πορίσματος (2010)]. Με τα δεδομένα αυτά, το Πόρισμα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στο εσωτερικό της SIEMENS είχε δημιουργηθεί ιδιαίτερη οργανωτική δομή (εγκληματική οργάνωση) που διέπραττε συστηματικά επί δεκαετίες δωροδοκίες στο σύνολο των δομών του ελληνικού κράτους. Τούτο είχε, σύμφωνα με το Πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής, ως αποτέλεσμα: α) την εξασφάλιση προνομιακής και δεσπόζουσας θέσης της επιχείρησης μέσω της στρέβλωσης του ανταγωνισμού, β) τη στρέβλωση στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος μέσω της συσσώρευσης μαύρου πολιτικού χρήματος και της, κατ’ αυτό τον τρόπο, νόθευσης των κανόνων διαμόρφωσης επιρροής στην κοινή γνώμη και το εκλογικό σώμα, γ) την παρεμπόδιση ανάπτυξης της υγιούς επιχειρηματικότητας με τις εντεύθεν αρνητικές συνέπειες για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, δ) τη συμβολή στη διαμόρφωση και διόγκωση του δημοσιονομικού προβλήματος της Χώρας. Στο Κεφάλαιο του Πορίσματος σχετικά με τη ζημία του Ελληνικού Δημοσίου (σελ. 409 επ.) αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι από την πιο πάνω εγκληματική δραστηριότητα των στελεχών της Siemens το Ελληνικό Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα και οι Οργανισμοί του υπέστησαν ζημία, ο υπολογισμός της οποίας πρέπει να γίνει από τα αρμόδια όργανα της πολιτείας, και η οποία, πάντως, κατά την εκτίμηση της Εξεταστικής Επιτροπής, ανέρχεται κατά προσέγγιση στο ποσό των 2 δισεκατομμυρίων ευρώ. Στο συμπέρασμα του Πορίσματος προτείνεται, από την πλειοψηφία των μελών της, μεταξύ άλλων, να ασκηθεί αγωγή κατά της εταιρίας SIEMENS τόσο από το Ελληνικό Δημόσιο, όσο και από τα νομικά πρόσωπα για την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας που φαίνεται να υπέστησαν και να επιβληθούν σε βάρος της SIEMENS από τα αρμόδια όργανα του Κράτους οι προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις, μεταξύ των οποίων και η επιβολή προστίμων, ώστε να θωρακιστεί η διαφάνεια σε όλους τους τομείς λειτουργίας του Κράτους. Παράλληλα, η Ελληνική Ποινική Δικαιοσύνη κίνησε αυτεπάγγελτα ποινικές διαδικασίες εις βάρος στελεχών της SIEMENS, αλλά και δημοσίων λειτουργών και πολιτικών προσώπων για υποθέσεις διαφθοράς, απάτης, απιστίας, δωροδοκίας, δωροληψίας, νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κ.λπ. Εν τω μεταξύ με την υπ’ αριθμ. 72/2011 απόφαση του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ανατέθηκε στην εταιρία H. L. International LLP η εκπροσώπηση του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον κάθε αρμόδιας αλλοδαπής Αρχής και δικαστηρίου, με σκοπό την προβολή και ικανοποίηση με κάθε νόμιμο τρόπο, δικαστικό ή εξώδικο, των απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου από την ως άνω υπόθεση κατά της SIEMENS, επισημάνθηκε δε στην ίδια απόφαση ότι η ικανοποίηση των κατά τα άνω απαιτήσεων θα συνίσταται στην αποκατάσταση της κάθε είδους ζημίας (θετικής, αποθετικής, μέλλουσας ή γεννημένης, ηθικής βλάβης κ.λπ.) του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς και στην επιβολή των προβλεπομένων κυρώσεων, χρηματικής ή άλλης φύσεως, κατά των υπευθύνων και δόθηκε στην ως άνω εταιρία η εντολή να τηρεί ενήμερο το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους επί της πορείας της υποθέσεως και της εκβάσεως των κύριων διαδικαστικών σταδίων της. Εξάλλου με το υπ’ αριθμ. 46808/539836 /28.3.2011 έγγραφο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με το οποίο διαβιβάστηκε στην Πρεσβεία της Ελλάδος στο Βερολίνο η ως άνω απόφαση του Προέδρου του, επισημάνθηκε ρητώς ότι η τυχόν συμφωνία των μερών για συμβιβαστική επίλυση της εν λόγω διαφοράς πρέπει να τεθεί υπόψη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και να εγκριθεί από αυτό νομίμως, προκειμένου να είναι έγκυρη και να δεσμεύει το Ελληνικό Δημόσιο. Ακολούθησε με το άρθρο 324 του νόμου 4072/2012 η έγκριση του Σχεδίου Συμφωνίας Συμβιβασμού, το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται στις σκέψεις 6 και 7. Σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 4/4.3.2015 έγγραφο της Προέδρου της Επιτροπής Εποπτείας κατά την ως άνω ημερομηνία (4.3.2015) από την παροχή των 80 εκατομμυρίων ευρώ ποσό 74.678.020,87 ευρώ ανεξόφλητων απαιτήσεων της SIEMENS έναντι φορέων του Ελληνικού Δημοσίου είχε ήδη διαγραφεί, από την παροχή των 90 εκατομμυρίων, κανένα ποσό δεν είχε ακόμη εκταμιευθεί, αλλά είχαν προχωρήσει οι σχετικές διαδικασίες, η παροχή 100 εκατομμυρίων ευρώ έχει πληρωθεί με την ανακεφαλαιοποίηση της SIEMENS ΕΛΛΑΣ, ενώ οι περαιτέρω επενδύσεις ύψους περίπου 60 εκατομμυρίων ευρώ δεν είχαν προχωρήσει. Σύμφωνα με το νεότερο υπ’ αριθμ. 25/25.11.2016 έγγραφο της Προέδρου της Επιτροπής Εποπτείας, το οποίο απεστάλη σε απάντηση σχετικού έγγραφου ερωτήματος του Δικαστηρίου, η παροχή ύψους 80 εκ. ευρώ ολοκληρώθηκε, από την παροχή των 90 εκατομμυρίων έχει εκταμιευθεί συνολικό ποσό 19.106.906,50 ευρώ, ενώ οι περαιτέρω επενδύσεις ύψους περίπου 60 εκατομμυρίων ευρώ δεν έχουν προχωρήσει. Με το ίδιο 4/4.3.2015 έγγραφο της Προέδρου της Επιτροπής Εποπτείας βεβαιώνεται ότι η Siemens εκπλήρωσε τη συμβατική της υποχρέωση περί καταβολής της νομικής δαπάνης της Ελληνικής Δημοκρατίας στη Δικηγορική Εταιρία H. L.International LLP (όρος VII) και υπέβαλε παραίτηση από αρνητική αναγνωριστική αγωγή που είχε καταθέσει στο Πρωτοδικείο Μονάχου. Επισημαίνεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ύστερα από καταγγελία, ζήτησε διευκρινίσεις, (EU PILOT 7196/MARK), α) διατυπώνοντας την άποψη ότι με τον όρο ΙΙΙ.(1).2.(5) της Συμφωνίας Συμβιβασμού, με τον οποίο προβλέπεται η παροχή ιατρικού εξοπλισμού στα Δημόσια Νοσοκομεία της Ελληνικής Δημοκρατίας με έμφαση στα παιδιατρικά νοσοκομεία, τίθεται ζήτημα παραβίασης των ευρωπαϊκών κανόνων δημοσίων συμβάσεων [άρθρο 31 της Οδηγίας 2004/18, το οποίο προβλέπει τη χρήση της διαδικασίας απευθείας ανάθεσης αποκλειστικά και περιοριστικά στις περιπτώσεις που πληρούνται οι όροι και προϋποθέσεις που προβλέπονται σε αυτό (βλ. σχετικά ΑΠ ΕΝΥ/εε 53544/11.12.2014 έγγραφο Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας Υπουργείου Εξωτερικών)], β) ζητώντας να εξηγήσουν οι ελληνικές αρχές ποιες είναι οι νομικές συνέπειες του όρου ΙV (2) της Συμφωνίας Συμβιβασμού, ο οποίος προβλέπει ότι η «Ελληνική Δημοκρατία δηλώνει ότι η Siemens αποτελεί αξιόπιστη και υπεύθυνη επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 45 της Οδηγίας 2004/18». Σύμφωνα με το 25/25.11.2016 έγγραφο της Επιτροπής Εποπτείας προς το Δικαστήριο η σχετική καταγγελία έχει τεθεί στο αρχείο (βλ. το σχετικό από 18.7.2016 ενημερωτικό έγγραφο της Διεύθυνσης Ευρωπαϊκής Ένωσης και Διεθνών Σχέσεων του Υπουργείου Οικονομικών, με το οποίο κοινοποιείται σημείωμα των υπηρεσιών της Επιτροπής). Σύμφωνα με το ανωτέρω σημείωμα, «Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις για την εφαρμογή έως σήμερα του Όρου III (2)(5) και του Όρου IV της Συμφωνίας Συμβιβασμού ανάμεσα στο Ελληνικό Δημόσιο και την εταιρία Siemens και λαμβάνοντας υπόψη τη σαφή δέσμευση των ελληνικών αρχών να εφαρμόσουν τις επίμαχες διατάξεις με τρόπο που να εξασφαλίζει πλήρη συμβατότητα με την ισχύουσα ευρωπαϊκή νομοθεσία δημοσίων συμβάσεων, οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προτίθενται να θέσουν στο αρχείο την παρούσα καταγγελία… Ωστόσο, οι υπηρεσίες μας επιθυμούν να ενημερώσουν τις ελληνικές αρχές ότι θα συνεχίσουν να παρακολουθούν την εφαρμογή της Συμφωνίας Συμβιβασμού και παρακαλούν τις ελληνικές αρχές να ενημερώσουν τις υπηρεσίες μας σε περίπτωση που αποφασίσουν να εφαρμόσουν τις επίμαχες διατάξεις… Οι υπηρεσίες μας θα μπορέσουν να θέσουν στο αρχείο την παρούσα υπόθεση μετά το πέρας τεσσάρων εβδομάδων από την επιστολή της 13/7/2016». Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, σύμφωνα με τη μειοψηφούσα αυτή γνώμη, η συγκεκριμένη υπόθεση εμφανίζεται να έχει μείζονα σημασία για το δημόσιο συμφέρον (βλ. ειδικότερα τις προεκτεθείσες διαπιστώσεις του από 24.1.2011 Πορίσματος της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής σχετικά με τις επιπτώσεις των υποθέσεων, που αποτέλεσαν αντικείμενο της Συμφωνίας Συμβιβασμού, στο δημοκρατικό πολίτευμα, καθώς και στην οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση της Χώρας), περαιτέρω δε με την κρινόμενη αίτηση τίθενται σοβαρά ζητήματα, τα οποία αφορούν τις συνταγματικές προϋποθέσεις συμβιβασμού του Ελληνικού Δημοσίου σε διαφορές δημοσίου δικαίου, δεδομένου ότι με τη Συμφωνία Συμβιβασμού το Δημόσιο παραιτείται από την άσκηση αρμοδιοτήτων για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων (βλ. όρο IV.3). Εξ άλλου, παρίσταται λίαν αμφίβολο, εν όψει του ανωτέρω πραγματικού, αν είναι δυνατό να ασκηθεί από φυσικό ή νομικό πρόσωπο παραδεκτή από άποψη αμέσου εννόμου συμφέροντος αίτηση ακυρώσεως κατά των προσβαλλομένων πράξεων. Εν προκειμένω δε, υφίσταται, έστω και έμμεσος, σύνδεσμος μεταξύ των συνεπειών των προσβαλλομένων πράξεων και των αιτούντων, των μεν φυσικών προσώπων ως φορολογουμένων, του δε αιτούντος σωματείου εν όψει των καταστατικών σκοπών του που συνδέονται με θέματα φορολογίας. Συνεπώς, κατά την γνώμη αυτή, παραδεκτά ασκείται από άποψη εννόμου συμφέροντος η κρινόμενη αίτηση, τόσο από το αιτούν σωματείο, όσο και από τα αιτούντα φυσικά πρόσωπα.
Μειοψηφία Α.Μ. Παπαδημητρίου και Ό. Παπαδοπούλου
- Επειδή, μειοψήφησαν ακόμη οι Σύμβουλοι Α.Μ. Παπαδημητρίου και Ό. Παπαδοπούλου, οι οποίες διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Δυνάμει του όρου IV.3 της Συμφωνίας Συμβιβασμού (και ενόψει και του περιεχομένου στον όρο ΙΙ της Συμφωνίας ορισμού του όρου «Υπόθεση»), η Ελληνική Δημοκρατία παραιτείται από την άσκηση των αρμοδιοτήτων για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε σχέση, μεταξύ άλλων, και με «άλλες παράνομες δραστηριότητες από την πλευρά της Siemens», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται πράξεις αποβλέπουσες στη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Εξάλλου, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ως πράξεις αποβλέπουσες στη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες θεωρούνται και πράξεις φοροδιαφυγής [βλ. άρθρο 2 παρ. 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 περ. ιη΄ του ν. 3691/2008 (Α΄ 166), όπως η περίπτωση ιη΄ προστέθηκε με το άρθρο 77 παρ. 1 του ν. 3842/2010 (Α΄ 58)]. Υπό τα δεδομένα αυτά, το αιτούν Σωματείο, ως εκ του καταστατικού του σκοπού, έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, διότι η Συμφωνία περιλαμβάνει, όπως προκύπτει αμέσως ανωτέρω, και προβλέψεις φορολογικού χαρακτήρα, αφού η παραίτηση του Ελληνικού Δημοσίου από οποιεσδήποτε κυρώσεις και αξιώσεις κατά της SIEMENS αφορά κάθε παράνομη δραστηριότητα, περιλαμβανομένου και του αδικήματος της φοροδιαφυγής.
Διά ταύτα Απορρίπτει την αίτηση. Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου. Δέχεται την παρέμβαση. Επιβάλλει στους αιτούντες την δικαστική δαπάνη α) του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ (460+460) και β) των παρεμβαινουσών εταιριών, η οποία ανέρχεται στο ποσό των χιλίων εκατό 1100 ευρώ (180+460+460) και για τις δύο παρεμβαίνουσες. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 15 Ιουνίου και 13 Νοεμβρίου 2017 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 13ης Νοεμβρίου 2017.