ΣτΕ 2297/2015 Μέτρα άρθρου 14 ν.2523/1997. Έκταση δικαστικού ελέγχου
Κατά την έννοια του άρθρου 14 του ν. 2523/1997, με το οποίο κατ’ ουσίαν επαναλαμβάνονται οι διατάξεις του άρθρου 92 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994 (Α’ 151) Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, επί διαπιστώσεως από τη φορολογική αρχή, βάσει ειδικής εκθέσεως ελέγχου, συγκεκριμένων φορολογικών παραβάσεων, επιβάλλονται στους παραβάτες τα προβλεπόμενα στην εν λόγω διάταξη μέτρα, τα οποία αίρονται κατά τους όρους της παρ. 4 του ίδιου άρθρου. Όπως δε προκύπτει από τον τίτλο του ανωτέρω άρθρου 14, από το περιεχόμενο των μέτρων αυτών και την άρση τους στις οριζόμενες στο νόμο περιπτώσεις, αλλά και από τα αναφερόμενα στην οικεία εισηγητική έκθεση, τα εν λόγω μέτρα έχουν επείγοντα χαρακτήρα, σκοπούν στην διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου και λαμβάνονται, προκειμένου να εξασφαλισθεί η διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του παραβάτη, ώστε να καταστεί δυνατή η ικανοποίηση των φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου κατ’ αυτού, προτού ο ίδιος προλάβει να μεταβιβάσει τα περιουσιακά του στοιχεία και να αποσύρει τις καταθέσεις του, πριν από το στάδιο οριστικοποιήσεως των φορολογικών εγγραφών (ΣτΕ 399/2015, 1372/2014, 2199/2013 επταμ., 1159/2012). Στα πλαίσια δε της διαφοράς, η οποία γεννάται από την έκδοση πράξεως της φορολογικής αρχής περί επιβολής των κατ’ άρθρο 14 του ν. 2523/1997 μέτρων ο δικαστής δεν έχει αρμοδιότητα διερευνήσεως ζητημάτων σχετικών με την τέλεση ή μη των παραβάσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και τυχόν αθώωση του φερομένου ως παραβάτη με απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αλλά εξετάζει μόνον εάν, ενόψει των κατ’ αρχήν και καθ’ υπόνοια διαπιστώσεων του ελέγχου περί της τελέσεως, καθ’ υποκείμενο και κατά αντικείμενο, των παραβάσεων, όπως αυτές παρατίθενται στην «ειδική έκθεση ελέγχου», συντρέχουν οι νόμιμες ουσιαστικές προϋποθέσεις, λόγω διακινδυνεύσεως των συμφερόντων του Δημοσίου, για την επιβολή των σχετικών περιορισμών (πρβλ.ΣτΕ 2797/2009 επταμ., 1198/2012 επταμ.). Κατά την άποψη της μειοψηφίας, τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14 του ν. 2523/1997 μέτρα σε βάρος του φορολογουμένου λαμβάνονται σε περίπτωση που υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες περί μεγάλης εκτάσεως φοροδιαφυγής (ΣτΕ 397, 1587/2015). Αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να επιβληθούν νομίμως, διότι δεν πληρούν τις απαιτήσεις της αρχής της αναλογικότητας και ενέχουν αθέμιτη επέμβαση στα οικεία περιουσιακά δικαιώματα του καθ’ ού, τα οποία προστατεύονται από το άρθρο 17 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Συνακολούθως, από τη διάταξη του άρθρου 20 (παρ. 1) του Συντάγματος, τη συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου και τα άρθρα 6 (παρ. 1) και 13 της ΕΣΔΑ, συνάγεται ότι ο καθ’ ού τα επίμαχα μέτρα πρέπει να έχει το δικαίωμα να αμφισβητήσει λυσιτελώς, ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, με την προσφυγή που ασκεί κατά της πράξεως επιβολής τους, τη συνδρομή της ως άνω προϋποθέσεως νόμιμης λήψεώς τους, ήτοι να αμφισβητήσει την ύπαρξη αντικειμενικά δικαιολογημένης υπόνοιας διαπράξεως της φορολογικής παραβάσεως που διαπιστώθηκε με τη σχετική έκθεση ελέγχου. Επομένως, με την ένδικη προσφυγή του κατά της πράξεως επιβολής των μέτρων, ο θιγόμενος μπορεί να προβάλει παραδεκτώς λόγους αναφερομένους στη (μη) τέλεση της αποδιδομένης παραβάσεως και το δικαστήριο έχει εξουσία να τους εξετάσει, από την ανωτέρω άποψη της συνδρομής δικαιολογημένης υπόνοιας διαπράξεως της παραβάσεως, στο πλαίσιο δε αυτό, το δικαστήριο υποχρεούται να συνεκτιμήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 147 και 148 του κυρωθέντος με το ν. 2717/1999 (Α’ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αλλά και ενόψει του άρθρου 6 (παρ. 1 και 2) της ΕΣΔΑ, την αφορώσα στην ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ακόμα και πρωτοβάθμια, την οποία επικαλείται και προσκομίζει παραδεκτώς ο προσφεύγων.
ΣτΕ 2182/2015.Κοινωνική ασφάλιση – Οργανισμός Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.) – Προδικαστικό ερώτημα – Σύνταξη αναπηρίας – Αρμόδια όργανα για τον καθορισμό ποσοστού αναπηρίας -.
Η τελεσίδικη κρίση της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής επί του ποσοστού ασφαλιστικής αναπηρίας (ή η αντίστοιχη κρίση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε έφεση ενώπιον της δευτεροβάθμιας), εφόσον είναι πλήρως αιτιολογημένη, είναι δεσμευτική τόσο για τα ασφαλιστικά όργανα του ΟΑΕΕ (τα οποία δεν δύνανται να αποκλίνουν από το καθοριζόμενο ποσοστό αναπηρίας), όσο και για τα επιλαμβανόμενα στη συνέχεια, σε περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά των αποφάσεων των οργάνων αυτών, διοικητικά δικαστήρια. Οι ασφαλισμένοι του ΟΑΕΕ έχουν, ειδικώς για ζητήματα ασφαλιστικών κρίσεων, δικαίωμα (ένδικοφανούς) προσφυγής ενώπιον των δευτεροβάθμιων υγειονομικών επιτροπών, αφού δε αποφανθούν τα αρμόδια για τη χορήγηση ή μη σύνταξης αναπηρίας, ασφαλιστικά όργανα του ΟΑΕΕ, επί τη βάσει των ασφαλιστικών κρίσεων των ως άνω υγειονομικών επιτροπών, οι ασφαλισμένοι έχουν δικαίωμα ένστασης ενώπιον των Τοπικών Διοικητικών Επιτροπών και στη συνέχεια, δικαίωμα προσφυγής ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων