Απόφαση 23/2018
ΤΜΗΜΑ VII
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Φεβρουαρίου 2017 με την ακόλουθη σύνθεση: Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Προεδρεύουσα Σύμβουλο, που αναπληρώνει νόμιμα την κωλυόμενη Πρόεδρο του Τμήματος Άννα Λιγωμένου, Δημήτριος Τσακανίκας και Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου, Σύμβουλοι, Ιωάννα Ευθυμιάδου (εισηγήτρια) και Λήδα Χαραλαμπίδου, Πάρεδροι, που μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο.
Γενικός Επίτροπος Επικρατείας: Παραστάθηκε ο Επίτροπος Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Αντώνιος Νικητάκης, ως νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος είχε κώλυμα.
Γραμματέας: Ιωάννης Αθανασόπουλος, Γραμματέας του VII Τμήματος.
Για να δικάσει την από 28.5.2015 (Α.Β.Δ. …/2015) ανακοπή του Γ… Δ… του Ε…, κατοίκου Α… Ν. Έ… (οδός Μ… αρ. 16), ο οποίος παραστά-θηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Κ… Ψ… (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …).
Κατά :α) του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε διά του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κ… Π… και β) του Δήμου Σουφλίου, που εδρεύει στο Σ… Ν. Έ… και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος παραστάθηκε δια δηλώσεως του άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δικ. του πληρεξούσιου δικηγόρου Ι… – Α… Δ… (ΑΜ ΔΣ Α… …). Και
Κατά : α) της …/29.4.2015 πράξης ταμειακής βεβαίωσης του Δήμου Σ… και του αντίστοιχου χρηματικού καταλόγου με αριθμ. …/2015, β) της από 29.4.2015 ατομικής ειδοποίησης χρεών του Δήμου Σ… και γ) κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης της διοίκησης.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της ανακοπής.
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της ανακοπής.
Τον Επίτροπο Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε, ομοίως, την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία,
Σκέφτηκε σύμφωνα με τον νόμο και
Αποφάσισε τα ακόλουθα:
Ι. Για την άσκηση της υπό κρίση ανακοπής έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. το ../28.5.2015 Διπλότυπο Είσπραξης τύπου Α΄ της Δ.Ο.Υ. Α…).
ΙΙ. Με την κρινόμενη ανακοπή, όπως συμπληρώνεται με το από 20.2.2017 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 156/29.4.2015 πράξης ταμειακής βεβαίωσης του Δήμου Σ… και του αντίστοιχου χρηματικού καταλόγου με αριθμ. …/2015, με την οποία βεβαιώθηκε σε βάρος του ανακόπτοντος, ως τέως Δημάρχου Δήμου Τ…, το ποσό των 742.085,98 ευρώ δυνάμει της …/2014 καταλογιστικής πράξης του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος του, ως υπολόγου, το προανα-φερόμενο ποσό, λόγω ισόποσου ελλείμματος που προκλήθηκε στον τέως Δήμο Τ… και ήδη Δήμο Σ…. Αντίθετα απαραδέκτως η ως άνω ανακοπή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 7 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ Α΄ 31), το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 285 παρ. 2 περ. ζ΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ. – ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α΄ 97) διατηρείται σε ισχύ και μετά την έναρξη ισχύος (17.7.1999) αυτού, σε δίκη επί ανακοπής κατά πράξης διοικητικής εκτέλεσης, για την ικανοποίηση απαίτησης νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, νομιμοποιείται παθητικώς ως διάδικος μόνο το νομικό αυτό πρόσωπο (βλ. αποφ. VII Tμ. …, …/2008, …/2009, …/ 2011, …/2012, κ.ά.). Eπομένως, στην προκειμένη υπόθεση, παθητικώς νομιμο-ποιείται μόνο ο Δήμος Σ… υπέρ του οποίου, ως καθολικού διαδόχου του κατα-ργηθέντος Δήμου Τ… (άρθρο 1 παρ. 2 περ. 51 στ. Α και άρθρο 283 παρ. 1 ν. 3852/2010, ΦΕΚ Α΄ 87) επιδιώκεται η αναγκαστική είσπραξη του ποσού που καταλογίστηκε σε βάρος του ανακόπτοντος και βεβαιώθηκε με την προσβαλλό-μενη ταμειακή βεβαίωση. Ομοίως ως απαράδεκτη πρέπει να απορριφθεί η ανακοπή και κατά το μέρος, που στρέφεται κατά της από 29.4.2015 ατομικής ειδοποίησης της Προϊσταμένης Λογιστηρίου του Δήμου Σ…, διότι αυτή έχει πληροφοριακό και όχι εκτελεστό χαρακτήρα (αποφ. VII Τμ. …/2010, …/2011, …/2012, κ.ά.) καθώς και κατά το μέρος που στρέφεται κατά κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης, που δεν προσδιορίζεται ειδικώς, ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης.
ΙΙΙ. Α. ο Κώδικας Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 (Α΄ 52), ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «Το Ελεγκτικό Συνέδριο (…) ιθ. Δικάζει τις εφέσεις: αα) κατά των πράξεων των Κλιμακίων …» και στο 80 παρ. 1 ότι: «Κατά καταλογιστικών πράξεων (…) επιτρέπεται να ασκηθεί έφεση από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών, η οποία αρχίζει από την επίδοση ή την καθ’ οποιονδήποτε τρόπο περιέλευση ή την αποδεδειγμένα πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης πράξης (…)». Περαιτέρω, το π.δ. 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (Α΄ 304) ορίζει, στο άρθρο 49, ότι: «Διά της εφέσεως η υπόθεσις μεταβιβάζεται εις το αρμόδιον Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως προς μεν το νόμω βάσιμον της πράξεως ή αποφάσεως κατά το σύνολον, ως προς δε το ουσία βάσιμον της πράξεως ή αποφάσεως κατά τα διά της εφέσεως και των προσθέτων λόγων καθοριζόμενα όρια. 2. Το δικαστήριον την νομικώς πλημμελή πράξιν ακυροί, εν όλω ή εν μέρει, ή μεταρ-ρυθμίζει αναλόγως, επιφυλασσομένης της διατάξεως της επομένης παραγράφου. Την ουσιαστικώς εσφαλμένην πράξιν ακυροί ή μεταρυθμίζει εντός των εν τη εφέσει ορίων, κρίνον περαιτέρω επί της ουσίας της υποθέσεως (…)» και στο άρθρο 51 παρ. 1 ότι: «Η ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου έφεσις δεν αναστέλλει την εκτέλεσιν της πράξεως ή αποφάσεως εκτός εάν άλλως ειδικώς ορίζεται υπό του νόμου. Επί τη αιτήσει του εκκαλούντος ή του Γενικού Επιτρόπου δύναται να διαταχθή η αναστολή δι’ αποφάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου πριν ή τούτο αποφανθή, επί της εφέσεως (…)». Εξάλλου, το ν.δ. 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» (Κ.Ε.Δ.Ε., Α΄ 90), όπως αυτό ίσχυε μετά από την αντικατάστασή του με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 4224/2013 (Α΄ 288), οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ από 1.1.2014, σύμφωνα με την παράγραφο 11 του ανωτέρω άρθρου, ορίζει, στο άρθρο 2, ότι: «2, Για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων απαιτείται νόμιμος τίτλος. (…) νόμιμο τίτλο αποτελούν: α) τα έγγραφα, στα οποία οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τον οφειλέτη, το είδος, το ποσό και την αιτία της οφειλής. (…)» και στο άρθρο 4 ότι: «1. Με την εξαίρεση …. μετά την καταχώριση του χρέους ως δημοσίου εσόδου κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 3, η Φορολογική Διοίκηση εκδίδει ατομική ειδοποίηση, την οποία, είτε αποστέλλει ταχυδρομικά στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα είτε την κοινοποιεί σε αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4174/2013. Στην ατομική ειδοποίηση αναφέρονται τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου, εφόσον υπάρχει, του οφειλέτη, το είδος και το ποσό του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των τόκων που έχουν ήδη υπολογισθεί κατά την κείμενη νομοθεσία, ο αριθμός και η χρονολογία καταχώρισης του χρέους ως δημοσίου εσόδου ή ο τίτλος στον οποίο βασίζεται το χρέος, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής αυτού, η μνεία ότι από την επομένη ημέρα της λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής του χρέους και μέχρι την τελική εξόφληση αυτού υπολογίζονται οι τόκοι και το πρόστιμο του άρθρου 6 του παρόντος (…) 3. H παράλειψη αποστολής της κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου ειδοποιήσεως ουδεμίαν ασκεί επίδρασιν επί του κύρους των κατά του οφειλέτου λαμβανομένων αναγκαστικών μέτρων». Τέλος, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), και εφαρμόζεται αναλόγως στις ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκες επί ανακοπών δυνάμει του άρθρου 123 του π.δ. 1225/1981, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν.3472/ 2006 (ΦΕΚ 135 Α΄), ορίζει στο άρθρο 217 παρ. 1 ότι: «Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) (…)» και στο άρθρο 224 παρ. 4 ότι: «Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά το νόμο και τα πράγματα, του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφόσον δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία (…)».
Β. Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι κατά των καταλογιστικών πράξεων Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση τους στον καταλο-γιζόμενο. Η πρόβλεψη, δε, του ως άνω ενδίκου βοηθήματος, με το οποίο επιτρέπεται ο έλεγχος των καταλογιστικών αυτών πράξεων κατά το νόμο και την ουσία, έχει ως συνέπεια ότι με την προβλεπόμενη στο άρθρο 217 επ. του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ανακοπή, που ασκείται κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης της σχετικής οφειλής, δεν επιτρέπεται να προβληθούν λόγοι που ανάγονται σε νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειες των προαναφε-ρόμενων καταλογιστικών πράξεων, οι οποίες συνιστούν το νόμιμο τίτλο της προσβαλλόμενης ταμειακής βεβαίωσης. Ενόψει των ως άνω δικονομικών ρυθμίσεων, ερμηνευομένων σε συνδυασμό με το άρθρο 20 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν αρχίζει η προθεσμία άσκησης της έφεσης κατά της καταλογιστικής απόφασης ούτε επιτρέπεται η ταμειακή βεβαίωση χρέους, εάν προηγουμένως δεν έχει εγκύρως κοινοποιηθεί η πράξη καταλογισμού στον καταλογισθέντα ή αυτός δεν έχει λάβει, με άλλο τρόπο, πλήρη γνώση της πράξης αυτής και του περιεχομένου της. Μετά, ωστόσο, την κοινοποίηση της καταλογιστικής απόφασης ή εφόσον αποδεικνύεται ότι ο ενδιαφερόμενος έλαβε πλήρη γνώση αυτής, νομίμως χωρεί η ταμειακή βεβαίωση της απαίτησης, έστω και αν δεν έχει ακόμη παρέλθει η προθεσμία άσκησης έφεσης ή εκκρεμεί ήδη ασκηθείσα έφεση και αίτηση αναστολής κατ’ αυτής, ενώ δεν εκδίδεται νομίμως η πράξη ταμειακής βεβαίωσης και αυτή είναι ακυρωτέα όταν έχει προηγηθεί απόφαση του αρμοδίου Δικαστηρίου ή προσωρινή διαταγή του Προέδρου, με την οποία χορηγήθηκε αναστολή εκτέλεσης του νόμιμου τίτλου. (βλ. αποφ. Ελ. Συν. VII Τμ. …/2013, Ι Τμ. …/2016 και την σε αυτές παρατειθέμενη νομολογία). Αντιθέτως, πράξη ταμειακής βεβαίωσης που εκδίδεται πριν από τη δημοσίευση απόφασης Δικαστηρίου ή διαταγής του Προέδρου περί αναστολής εκτέλεσης του νόμιμου τίτλου είναι νόμιμη, πλην, όμως, μετά την τυχόν αναστολή του νόμιμου τίτλου, η ταμειακή βεβαίωση αδρανοποιείται ως προς τα έννομα αποτελέσματά της, με συνέπεια να κωλύεται η δυνάμει αυτής οποιαδήποτε περαιτέρω πράξη εκτέλεσης για όσο χρόνο ισχύει η δικαστική απόφαση περί αναστολής (βλ. αποφ. Ελ.Συν. Ι Τμ. …/2016 και …/2015). Τέλος από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 4 του Κ.Ε.Δ.Ε. σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με τις οποίες δεν προβλέπεται άσκηση ανακοπής κατά της ατομικής ειδοποίησης, προκύπτει ότι αν και αυτή είναι πληροφοριακού χαρακτήρα, θα πρέπει να διαλαμβάνει ένα ελάχιστο περιεχό-μενο, ώστε να καθίσταται σαφές στον οφειλέτη το χρέος στο οποίο αναφέρεται, το οικονομικό έτος στο οποίο αυτό ανήκει και η οικεία ταμειακή βεβαίωση και να παρέχεται σε αυτόν η δυνατότητα ασκήσεως του δικαιώματος ακρόασης και παροχής έννομης προστασίας (πρβλ. Εφ. Αθηνών …/1984). Ενόψει όμως, του ότι η ατομική ειδοποίηση δεν είναι η εκτελεστή διοικητική πράξη με την οποία μεταβάλλεται η πραγματική και νομική κατάσταση του διοικουμένου καθώς και η παράλειψη αποστολής της δεν επιδρά επί του κύρους των αναγκαστικών μέτρων που λαμβάνονται, λόγος ανακοπής, ο οποίος αναφέρεται σε ελλείψεις του περιεχομένου της, μπορεί να προβληθεί παραδεκτώς, πλήττοντας τη νομιμότητα της ατομικής πράξεως της ταμειακής βεβαίωσης, εφόσον οι πλημμέλειές της δημιούργησαν σύγχυση στον οφειλέτη αναφορικά με το χρέος το οποίο καλείται να εξοφλήσει και τον απέτρεψαν από την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του ή την έγκαιρη άσκηση των διοικητικών προσφυγών ή των ενδίκων βοηθημάτων που προβλέπονται κατά της ταμειακής βεβαίωσης. Σε αυτή την περίπτωση με το δικόγραφο της ανακοπής, ο οφειλέτης πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που αναφέρονται στην πλημμελή ενημέρωσή του σχετικά με την υπάρχουσα οφειλή καθώς και την αντίστοιχη βλάβη που υπέστη (απόφ. VII Τμ. …/2013 και IV Τμ. …/2009).
ΙV. Στην κρινόμενη υπόθεση, από όλα τα στοιχεία του φακέλου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Μετά την άσκηση ειδικού κατά προτεραιότητα κατασταλτικού ελέγχου κατά το άρθρο 3 παρ. 4 ν. 2307/1995 και τη διαπίστωση ότι η διενέργεια μη νόμιμων δαπανών, κατά τα οικονομικά έτη 2004 και 2005, προκάλεσε έλλειμμα στη διαχείριση του τ. Δήμου Τ…, για το οποίο ευθυνόταν ως υπόλογος ο ανακόπτων με την ιδιότητα του Δημάρχου, που έδωσε εντολή να εξοφληθούν τα οικεία χρηματικά εντάλματα παρά τις αντιρρήσεις του αρμόδιου Ταμία, με την …/2014 Πράξη του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καταλογίστηκε σε βάρος του και υπέρ του Δήμου Σ… (ως καθολικού διαδόχου του Δήμου Τ…) το ποσό των 742.085,98 ευρώ. Όπως συνομολογεί ο ανακόπτων με το δικόγραφο της κρινόμενης ανακοπής, η πράξη αυτή του κοινοποιήθηκε την 1.4.2015. Το ποσό αυτό βεβαιώθηκε ταμειακώς με την …/29.4.2015 πράξη ταμειακής βεβαίωσης του Δήμου Σ…, η οποία κοινοποιήθηκε στον ανακόπτοντα στις 2.5.2015, με την από 29.4.2015 ατομική ειδοποίηση. Συνακόλουθα ο ανακόπτων άσκησε την 28.5.2015 έφεση, κατά της …/2015 καταλογιστικής πράξης του Β΄ Κλιμακίου και αίτηση αναστολής επί της οποίας εξεδόθη η …/ 2015 απόφαση του παρόντος Τμήματος, με την οποία ανεστάλη η εκτέλεση της ως άνω καταλογιστικής πράξης έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ως άνω έφεσης.
V. Ήδη με την κρινόμενη ανακοπή ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης ταμειακής βεβαίωσης, προβάλλοντας με τον πρώτο λόγο ανακοπής ότι η ατομική ειδοποίηση, με την οποία πληροφορήθηκε τη σε βάρος του γενομένη βεβαίωση χρέους, κατά παράβαση του άρθρου 4 του ν.δ. 356/1974, είναι αόριστη και έχει ελλείψεις, διότι δεν διαλαμβάνει συγκεκριμένη αιτιολογία που να καθορίζει το είδος του χρέους, δηλαδή από ποια αιτία προκύπτει αυτό, καθώς επίσης και ακριβή προσδιορισμό του αρχικού ποσού του χρέους και των επιμέρους κονδυλίων, από το οποίο αυτό προκύπτει. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι τα απαιτούμενα από τις παρατιθέμενες στη σκέψη ΙΙΙ διατάξεις στοιχεία ατομικής ειδοποίησης, αναγράφονται με σαφήνεια στο έντυπο της κρίσιμης ατομικής ειδοποίησης, το οποίο περιλαμβάνεται στο φάκελο της υπόθεσης και εμφανίζεται πλήρως συμπληρωμένο στις οικείες στήλες και θέσεις και από την οποία προκύπτει και η αιτία του καταλογισμού (…/2014 πράξη του Κλιμακίου) και το ποσό αυτού, το οποίο ταυτίζεται με αυτό της καταλογιστικής, πλέον δε τούτων διότι ο ανακόπτων δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει ότι η επικαλούμενη αοριστία της πράξης ταμειακής βεβαίωσης προκάλεσε σε αυτόν συγκεκριμένη δικονομική βλάβη, με την έννοια ότι του δημιουργήθηκε σύγχυση αναφορικά με το χρέος το οποίο καλείται να εξοφλήσει αποτρέποντάς τον από την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του ή την έγκαιρη άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων που προβλέπονται κατά της ταμειακής βεβαίωσης. Αντιθέτως, από την ίδια την εμπρόθεσμη και νομότυπη άσκηση της υπό κρίση ανακοπής κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης προκύπτει ότι εκείνος δεν απώλεσε στάδιο δικονομικής προστασίας κατά τη λήψη του συγκεκριμένου μέτρου εκτέλεσης και ως εκ τούτου δεν προκλήθηκε σε αυτόν τέτοιου είδους βλάβη, η οποία θα μπορούσε να επανορθωθεί μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της ταμειακής βεβαίωσης (βλ. Αποφ. I Τμ. …/2016 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Περαιτέρω, ο ανακόπτων προβάλλει με το δεύτερο λόγο ανακοπής ότι η προσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση εκδόθηκε πριν από την οριστικοποίηση του νομίμου τίτλου που αποτέλεσε έρεισμά της, δεδομένου ότι διενεργήθηκε πριν από την παρέλευση της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης κατά της …/2014 καταλογιστικής πράξης. Και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι κατά τα εκτιθέμενα στη δεύτερη σκέψη, μετά την κοινοποίηση του νομίμου τίτλου μπορεί να χωρίσει αμέσως ταμειακή βεβαίωση, ανεξάρτητα από την παρέλευση ή όχι της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης, δεδομένου ότι το δικαίωμα του βαρυνόμενου με το χρέος, στην προκειμένη περίπτωση του ανακόπτοντος, για παροχή έννομης προστασίας, διαφυλάσσεται μέσω της δυνατότητάς του να καταφύγει ακόμα και σε προσωρινά μέσα δικαστικής προστασίας είτε κατά του νομίμου τίτλου, εδώ της καταλογιστικής πράξης …/2014, είτε κατά της ταμειακής βεβαίωσης και της περαιτέρω διαδικασίας διοικητικής εκτέλεσης εναντίον του. Περαιτέρω η …/2015 απόφαση του παρόντος Τμήματος, με την οποία ανεστάλη η εκτέλεση της ως άνω καταλογιστικής πράξης εκδόθηκε μετά την ταμειακή βεβαίωση, δεν καθιστά αυτή άκυρη αλλά, για τον οριζόμενο στην ανωτέρω απόφαση του Τμήματος χρόνο, ανενεργή, με συνέπεια να κωλύεται μόνο η διενέργεια οποιασδήποτε περαιτέρω πράξης διοικητικής εκτέλεσης, αφού σε αντίθετη περίπτωση η Διοίκηση θα παραβίαζε την υποχρέωση συμμόρφωσης που υπέχει προς την ως άνω δικαστική απόφαση. Εντούτοις και ενόψει της εν μέρει ακύρωσης της ως άνω καταλο-γιστικής πράξης, η οποία αποτέλεσε το νόμιμο τίτλο, στον οποίο στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη πράξη ταμειακής βεβαίωσης, με την …/2018 Απόφαση του παρόντος Τμήματος και τον περιορισμό του καταλογισθέντος με αυτήν ποσού στις 638.982,93 ευρώ, πρέπει, για το λόγο αυτόν, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, να ακυρωθεί εν μέρει και η προσβαλλόμενη πράξη ταμειακής βεβαίωσης κατά το μέρος αυτής κατά το οποίο αφορά σε ποσό άνω των 638.982,93 ευρώ.
VI. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη προβαλλομένου άλλου λόγου, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή να γίνει εν μέρει δεκτή, ν’ ακυρωθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση κατά το μέρος αυτής που αφορά στην βεβαίωση ποσού άνω των 638.982,93 ευρώ, να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 277 παρ. 9 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας) και να απαλλαγεί ο Δήμος Σ… από τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος (άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).
Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται εν μέρει την ανακοπή και ακυρώνει την …/2015 πράξη ταμειακής βεβαίωσης κατά το μέρος αυτής κατά το οποίο βεβαιώνεται ποσό άνω των 638.982,93 ευρώ.
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και
Απαλλάσσει τον Δήμο Σ… από τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 28 Νοεμβρίου 2017
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΠΑΡΕΔΡΟΣ
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑ ΙΩΑΝΝΑ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2018.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΝΝΑ ΛΙΓΩΜΕΝΟΥ ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ