Απόφαση 1289/2020
ΣΕ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Οκτωβρίου 2017, με την εξής σύνθεση : Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Πρόεδρος, Ιωάννης Σαρμάς, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Άννα Λιγωμένου και Αγγελική Μαυρουδή, Αντιπρόεδροι, Γεώργιος Βοΐλης, Ευαγγελία – Ελισάβετ Κουλουμπίνη, Σταμάτιος Πουλής, Αγγελική Μυλωνά, Στυλιανός Λεντιδάκης, Βιργινία Σκεύη, Βασιλική Σοφιανού, Δέσποινα Τζούμα, Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου (εισηγήτρια), Κωνσταντίνος Παραθύρας, Αργυρώ Μαυρομμάτη και Γεωργία Παπαναγοπούλου, Σύμβουλοι. Επίσης μετείχαν οι Σύμβουλοι Βασιλική Προβίδη, Ασημίνα Σακελλαρίου, Ευαγγελία Σεραφή, Ειρήνη Κατσικέρη και Νεκταρία Δουλιανάκη, ως αναπληρωματικά μέλη. Γραμματέας η Ελένη Αυγουστόγλου.
Γενικός Επίτροπος Επικρατείας : Αντώνιος Νικητάκης, Επίτροπος Επικρατείας, ο οποίος ασκεί καθήκοντα Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
Για να δικάσει την από 7 Μαΐου 2014 (αριθμ. κατάθ. 94/14.5.2014), για αναίρεση της 5006/2013 απόφασης του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αίτηση των: […]
Κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Νομικού Συμβούλου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη.
Κατά της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας-Στερεάς Ελλάδας, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε. Και
Κατά του Δήμου […] ως καθολικού διαδόχου του […] όπως εκπροσωπείται νόμιμα,ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Βασιλείου Δημηνίκου (Α.Μ./Δ.Σ.Λάρισας 170).
Με την υπό κρίση αίτηση και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή, ζητείται η αναίρεση της ανωτέρω απόφασης του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των 1ου, 8ου, 13ου, 20ου, 21ου, 22ου, 23ου και 24ου των αναιρεσειόντων, καθώς και των συνεχιζόντων τη δίκη νόμιμων κληρονόμων του 16ου αυτών, ο οποίος ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης.
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του […] που ζήτησαν την απόρριψή της. Και
Τον Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε επίσης την απόρριψη αυτής.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, με παρόντα τα τακτικά μέλη που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τις Αντιπροέδρους Χρυσούλα Καραμαδούκη (ήδη Γενική Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο), Άννα Λιγωμένου και Αγγελική Μαυρουδή και τους Συμβούλους Γεώργιο Βοΐλη και Ευαγγελία – Ελισάβετ Κουλουμπίνη, που είχαν κώλυμα (άρθρα 11 παρ. 2 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 και 78 παρ. 2 του π.δ. 1225/1981). Για τη νόμιμη συγκρότηση της Ελάσσονος Ολομέλειας, στη διάσκεψη μετείχε επίσης η Σύμβουλος Βασιλική Προβίδη (αναπληρωματικό μέλος).
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε κατά τον νόμο
Αποφάσισε τα ακόλουθα:
1. Για την άσκηση της ένδικης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο
παράβολο (βλ. τα υπ’ αριθμ. 1211820, 2580947, 1031177, 5128963, 1015108, 2580944, 5128964, 1015113, 5128961, 1015112, 5128960, 1015111, 5128959, 1015114, 5128962, 1211819, 2580946, 1031178 και 5128945, σειράς Α΄, ειδικά έντυπα παραβόλου του Δημοσίου).
2. Με την υπό κρίση αίτηση, ζητείται η αναίρεση της 5006/2013 απόφασης του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή έφεση, μεταξύ άλλων, των αποβιωσάντων μετά την άσκηση αυτής […] δικαιοπαρόχων των 3ης, 4ου, 5ου, 6ης, 7ου και 9ης, 10ου, 11ου και 12ης των ήδη αναιρεσειόντων, αντίστοιχα, οι οποίοι συνέχισαν τη δίκη στο όνομά τους, καθώς και των λοιπών τότε εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων κατά της […] πράξης του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Θεσσαλίας. Με την πράξη αυτή καταλογίστηκε εις βάρος των ήδη αναιρεσειόντων ή, κατά περίπτωση, των δικαιοπαρόχων τους, που διετέλεσαν Πρόεδροι και μέλη των εκάστοτε διαχειριστικών επιτροπών του κληροδοτήματος […] κατά τα έτη 1975 έως 1999, αλληλεγγύως και κατά το ποσό που ευθύνεται ο καθένας, για τη ζημία που προκλήθηκε στην καταλειφθείσα υπέρ κοινωφελών σκοπών στην τότε Κοινότητα […] περιουσία του διαθέτη […], το συνολικό ποσό των 149.569,97 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί: α) σε δαπάνες, ύψους 100.315,20 ευρώ, εκτός του σκοπού που έθεσε ο διαθέτης και β) σε ζημία, συνολικού ποσού 49.254,77 ευρώ (συμπεριλαμβανομένων τόκων υπερημερίας), που υπέστη το εν λόγω Κληροδότημα από τη μη είσπραξη οφειλόμενων μισθωμάτων ακινήτου αυτού, τη μη αναπροσαρμογή των εν λόγω μισθωμάτων, καθώς και τη μη είσπραξη χαρτοσήμου και ΟΓΑ χαρτοσήμου επί των ως άνω οφειλών. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο καταλογισμός, με την προαναφερόμενη πράξη, ως προς το μεν πρώτο σκέλος του, κρίθηκε νόμιμος στο σύνολό του (100.315,20 ευρώ), ενώ, ως προς το δεύτερο σκέλος αυτού, κατά μερική παραδοχή της έφεσης των ανωτέρω, η πράξη αυτή μεταρρυθμίστηκε και το συνολικά καταλογισθέν, αλληλεγγύως και κατά το ποσό που αναλογεί στον καθένα, ποσό περιορίσθηκε σε 1.610,52 ευρώ.
3. Η δίκη που ανοίχθηκε με την άσκηση της ένδικης αίτησης, κατά το μέρος που αφορά στον […], νόμιμα συνεχίζεται, μετά τον επισυμβάντα στις 10.5.2016 θάνατό του, από τις νόμιμες κληρονόμους του […] (βλ. σχετ. […]). Περαιτέρω, η υπό κρίση αίτηση απαραδέκτως στρέφεται κατά της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας-Στερεάς Ελλάδας, η οποία δεν έχει αυτοτελή νομική προσωπικότητα, αλλά συνιστά αποκεντρωμένη δημόσια υπηρεσία, που ανήκει στο νομικό πρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου (βλ. άρθρο 6 του ν. 3852/2010, Α΄ 87). Κατά τα λοιπά, η αίτηση αυτή, με την οποία ζητείται η αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που απορρίφθηκε η ως άνω έφεση, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλόμενων με αυτή λόγων, παρά την απουσία των 2ου, 3ης, 4ου, 5ου, 6ης, 7ου, 9ης, 10ου, 11ου, 12ης, 14ου, 15ου, 17ου, 18ου και 19ου των αναιρεσειόντων, αφού αυτοί κλητεύθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα για να παραστούν στην παρούσα συζήτηση (βλ. σχετ. τις από 21.8.2017, 22.8.2017, 25.9.2017 και 26.9.2017 εκθέσεις επίδοσης των υπαλλήλων του Δήμου Τυρνάβου Σπυρίδωνα Κασκάλη και Κατερίνας Μπογδάνου και την από 29.8.2017 έκθεση επίδοσης του υπαλλήλου του Δήμου Λαρισαίων Σπυρίδωνα Βαϊόπουλου).
4. Με την ένδικη αίτηση, κατά την προσήκουσα εκτίμηση του δικογράφου αυτής, οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκειμένου να γίνει δεκτή στο σύνολό της η έφεση και να αρθεί ο καταλογισμός που επιβλήθηκε εις βάρος αυτών ή, κατά περίπτωση, των δικαιοπαρόχων τους, προβάλλοντας ως λόγους αναίρεσης: Α) εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή: α) των διατάξεων των άρθρων 32 παρ.1 εδ. β΄ και 82 του ν. 2039/1939, κατά το μέρος που έγινε δεκτό ότι αυτοί ή, κατά περίπτωση, οι δικαιοπάροχοί τους βαρύνονται με υπαιτιότητα για τη ζημία που προκλήθηκε στο Κληροδότημα λόγω διενέργειας δαπανών εκτός του σκοπού που έθεσε ο διαθέτης, β) των διατάξεων των άρθρων 26 παρ. 1 και 2 του ν. 3274/2004 και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006, σε συνδυασμό με την αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), κατά το μέρος που δεν έγινε δεκτό ότι οι δαπάνες αυτές νομιμοποιήθηκαν και Β) παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, υπό την ειδικότερη αιτίαση της παράλειψης εξέτασης αυτεπαγγέλτως από το δικάσαν Τμήμα: α) της τήρησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης και β) της ύπαρξης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταλογιστικής πράξης.
5. A. Στο άρθρο 109 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Δεν επιτρέπεται η μεταβολή του περιεχομένου ή των όρων διαθήκης, κωδικέλλου ή δωρεάς, ως προς τις διατάξεις τους υπέρ του Δημοσίου ή υπέρ κοινωφελούς σκοπού. 2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επωφελέστερη αξιοποίηση ή διάθεση, για τον ίδιο ή άλλο κοινωφελή σκοπό, εκείνου που καταλείφθηκε ή δωρήθηκε, στην περιοχή που καθόρισε ο δωρητής ή ο διαθέτης ή στην ευρύτερή της περιφέρεια, όταν βεβαιωθεί με δικαστική απόφαση ότι η θέληση του διαθέτη ή του δωρητή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, για οποιονδήποτε λόγο, καθόλου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου της, καθώς και αν μπορεί να ικανοποιηθεί πληρέστερα με τη μεταβολή της εκμετάλλευσης, όπως νόμος ορίζει. 3. (…)». Σε εκτέλεση δε της παραγράφου 2 της εν λόγω συνταγματικής διάταξης εκδόθηκε ο ισχύων κατά τον κρίσιμο χρόνο ν. 455/1976 «Περί επωφελεστέρας αξιοποιήσεως ή διαθέσεως των υπέρ κοινωφελούς σκοπού καταλειφθέντων ή δωρηθέντων περιουσιακών στοιχείων, κατά το άρθρον 109 παρ. 2 του Συντάγματος» (Α΄ 277).
B. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι, κατά ρητή συνταγματική επιταγή, δεν επιτρέπεται η μεταβολή του περιεχομένου ή των όρων διαθήκης ως προς τις διατάξεις της υπέρ κοινωφελούς σκοπού. Επομένως, σύμφωνα με τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, που αποβλέπουν στην προστασία και κατοχύρωση της βούλησης των διαθετών, δεν επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, η μεταβολή σκοπού περιουσίας που έχει ταχθεί προς εξυπηρέτηση κοινής ωφέλειας. Κατ’ εξαίρεση, όμως, επιτρέπεται η επωφελέστερη αξιοποίηση ή διάθεση της περιουσίας για άλλον κοινωφελή σκοπό από εκείνο για τον οποίο καταλείφθηκε, εφόσον βεβαιωθεί με δικαστική απόφαση ότι η βούληση του διαθέτη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στο σύνολό της ή κατά το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου της, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στις διατάξεις του ως άνω εκτελεστικού του Συντάγματος νόμου (βλ. ήδη άρθρο 10 του ν. 4182/2013 «Κώδικας κοινωφελών περιουσιών, σχολαζουσών κληρονομιών και λοιπές διατάξεις», Α΄ 185) .
6. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 32 παρ. 1, 95 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 2, 97 παρ.1, 101, 102 και 104 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο α.ν. 2039/1939 «Περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των Νόμων περί εκκαθαρίσεως και διοικήσεως των εις το Κράτος και υπέρ κοινωφελών σκοπών καταλειπομένων κληρονομιών, κληροδοσιών και δωρεών» (Α΄ 455), που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, με το άρθρο 101 του Εισ.Ν.Α.Κ., συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
A. Οι διαχειριστές «κεφαλαίου αυτοτελούς διαχείρισης», ήτοι περιουσίας που διατίθεται είτε με πράξη εν ζωή, είτε με διάταξη τελευταίας βούλησης υπέρ, μεταξύ άλλων, οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) για την εκπλήρωση κοινωφελούς σκοπού, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό του τρόπου διοίκησής της (άρθρο 96 παρ. 1), κατά την ενάσκηση του δημόσιου λειτουργήματός τους, υποχρεούνται εκ του νόμου αφενός να καταρτίζουν προϋπολογισμό και απολογισμό εσόδων και εξόδων και να τους υποβάλλουν στο Υπουργείο Οικονομικών, ενόψει του ότι πρόκειται για ομάδα περιουσίας που διακρίνεται από τη λοιπή περιουσία του νομικού προσώπου, αφετέρου να διαχειρίζονται την υπέρ του συγκεκριμένου κοινωφελούς σκοπού καταλειφθείσα περιουσία, σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου και τη βούληση του διαθέτη, χωρίς να παρέχεται σ’ αυτούς δυνατότητα μεταβολής του σκοπού για τον οποίο διατέθηκε η περιουσία, παρά μόνο υπό τις εκτιθέμενες στην προηγούμενη σκέψη προϋποθέσεις.
B. Περαιτέρω, με τις ανωτέρω διατάξεις προβλέπεται καταλογισμός των εν λόγω διαχειριστών, με ειδικώς αιτιολογημένη πράξη του αρμοδίου οργάνου, σε περίπτωση ζημίας προερχόμενης είτε από υπαίτια, σε βαθμό δόλου ή βαριάς αμέλειας, παραβίαση της γενικής ευθύνης αυτών για διοίκηση και διαχείριση της καταλειφθείσας περιουσίας, είτε «εκ διαχειρίσεως ή διαθέσεως της περιουσίας παρά τας διατάξεις του παρόντος νόμου», κατ’ άρθρο 32 παρ. 1 ή «της συστατικής πράξεως», κατ’ άρθρο 82 του ως άνω νόμου. Στην μεν πρώτη περίπτωση, η έλλειψη υπαιτιότητας σε βαθμό δόλου ή βαριάς αμέλειας αποτελεί λόγο άρσης της ευθύνης του διαχειριστή προς αποκατάσταση της ζημίας της καταλειφθείσας περιουσίας. Στη δε δεύτερη περίπτωση, της παραβίασης, δηλαδή, διατάξεων που προβλέπουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις του διαχειριστή, η ευθύνη του δεν περιορίζεται στην ανωτέρω μόνο διαβάθμιση (δόλου ή βαριάς αμέλειας), αλλά εκτείνεται και στην ελαφρά ακόμη αμέλεια (ΕλΣ Ολ. 1462/2006, 1028/2011). Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον οι διαχειριστές «κεφαλαίου αυτοτελούς διαχείρισης» προβούν στη διάθεση, κατά παράβαση της βούλησης του διαθέτη, των χρημάτων της καταλειφθείσας περιουσίας για σκοπό άλλον από αυτόν που ορίζει η διαθήκη, ευθύνονται και για ελαφρά αμέλεια για τη ζημία που προκάλεσαν στην οικεία διαχείριση (ΕλΣ Ολ. 8/2009), απαλλάσσονται δε μόνο εάν αποδείξουν ότι δεν βαρύνονται με οποιασδήποτε μορφής υπαιτιότητα.
7. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 32 παρ. 1 εδ. β΄ και 104 παρ. 2 του ως άνω α.ν. 2039/1939 και 17 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α΄ 45), συνάγεται ότι η ατομική διοικητική πράξη καταλογισμού εις βάρος διαχειριστή κληροδοτήματος, ως εκ του νόμου αιτιολογητέα (πρβλ. ΕλΣ Ολ. 1028/2011), πρέπει να περιλαμβάνει στο σώμα της την αναγκαία ιστορική και νομική αιτία που δικαιολογεί την υφιστάμενη δημοσιονομική ενοχή. Ειδικότερα, για τη νόμιμη αιτιολογία της καταλογιστικής πράξης πρέπει και αρκεί να εκτίθενται στο σώμα αυτής, έστω και συνοπτικά, ταουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία διαπιστώθηκαν από το αρμόδιο όργανο και θεμελιώνουν, κατά νόμο, την αξίωση του δικαιούχου έναντι του υπόχρεου, ιδίως το πρόσωπο του καταλογιζόμενου, η ιδιότητά του ως διαχειριστή κληροδοτήματος, ο χρόνος και το αντικείμενο της διαχείρισής του, η ζημία και ο τρόπος που προέκυψε και διαπιστώθηκε αυτή, ο χρόνος πρόκλησής της, καθώς και τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της διαχείρισης του διαχειριστή κληροδοτήματος και της ζημίας και τεκμηριώνουν το ύψος του καταλογιζόμενου ποσού, ενώ, κατά τα λοιπά, η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου (πρβλ. ΕλΣ Ολ. 1396/2000, 4689/2013, 1238, 1808/2014).
8. Στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο, που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του». Από τη συνταγματική αυτή διάταξη θεσπίζεται υποχρέωση της διοίκησης να παραχωρήσει σε κάθε προς καταλογισμό πρόσωπο την ευχέρεια της προηγούμενης ακρόασης, πριν από την έκδοση της δυσμενούς διοικητικής πράξης του καταλογισμού. Έτσι, σε περίπτωση διαπίστωσης από το αρμόδιο όργανο της ύπαρξης ζημίας σε κληροδότημα, η κλήση αυτή έχει την ειδικότερη έννοια ότι για την αποτροπή της έκδοσης της καταλογιστικής πράξης μπορεί ο διαχειριστής αυτού να αποκρούσει την ύπαρξη της ζημίας και να προβάλει τους λόγους, για τους οποίους δεν γεννάται υποχρέωσή του προς αποκατάστασή της. Η εν λόγω κλήση αποτελεί, ενόψει του δικαιολογητικού αυτής λόγου και της βαρύτητας των συνεπειών που επιφέρει ο καταλογισμός στα έννομα συμφέροντα του ενδιαφερομένου, ουσιώδη τύπο της οικείας διαδικασίας, η μη τήρηση ή πλημμελής τήρηση του οποίου επάγεται την ακυρότητα της καταλογιστικής πράξης. Ωστόσο, το γεγονός ότι η υποχρέωση της προηγούμενης ακρόασης επιβάλλεται στη διοίκηση από συνταγματική διάταξη και αποτελεί, αντίστοιχα, ατομικό δικαίωμα των ενδιαφερομένων, δεν συνεπάγεται και την υποχρέωση των δικαστηρίων να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως την τήρηση του συνταγματικού αυτού τύπου. Η κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος υποχρέωση των δικαστηρίων «να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα» αφορά αποκλειστικά την ουσιαστική συνταγματικότητα της εφαρμοστέας διάταξης νόμου και περιορίζεται η υποχρέωση αυτή στην εξέταση της συμφωνίας του εφαρμοστέου, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, κανόνα δικαίου προς το Σύνταγμα, στον έλεγχο δηλαδή του κύρους του, χωρίς να εκτείνεται στο διαφορετικό ζήτημα του ελέγχου της τήρησης των εφαρμοστέων συνταγματικών κανόνων κατά την έκδοση των διοικητικών πράξεων (ΕλΣ Ολ. 717/2010, 2333/2011, 1808/2014, ΣτΕ 2545/2013, 532/2018).
9. Στην υπό κρίση υπόθεση, το δικάσαν Τμήμα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής:
Α. Ο […] που απεβίωσε στις 14.4.1972, άφησε τις από 31.8.1971 και 10.3.1972 διαθήκες, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στις 27.4.1972 και έγιναν αποδεκτές από την Κοινότητα […] με τη 2637/13.10.1975 σχετική δήλωση αποδοχής κληρονομιάς. Η επαχθείσα στην εν λόγω Κοινότητα κληροδοσία του ανωτέρω συνίστατο σε ένα οικόπεδο έκτασης 251,87 τ.μ. ευρισκόμενο στο κέντρο της πόλης των Αθηνών (επί των οδών […]) με διώροφο οικοδόμημα, το οποίο αποτελείτο από τέσσερα καταστήματα, έναν υπόγειο χώρο 39 τ.μ., ισόγειο χώρο 53 τ.μ. και πρώτο όροφο έκτασης 197 τ.μ., οι οποίοι χώροι συνδέονταν μεταξύ τους και λειτουργούσαν κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα ως ξενοδοχείο με την ονομασία […]. Το εν λόγω ακίνητο ο διαθέτης κληροδότησε στην τότε Κοινότητα […], με σκοπό από τα εισοδήματά του α. να ανοικοδομηθεί σχολείο Ανωτέρας Εκπαίδευσης στην ίδια Κοινότητα, η δε διοίκηση, διαχείριση και ο εν γένει τρόπος λειτουργίας του να ρυθμιστούν από οργανισμό εκπονηθησόμενο από το Υπουργείο Παιδείας και στο ανεγερθησόμενο οικοδόμημα να αναγραφεί «Κληροδότημα […]» και β. να προικοδοτείται κατ’ έτος μια άπορη νεανίδα του χωριού […], με το ποσό των 50.000 δραχμών, αναπροσαρμοζόμενο ανάλογα με τις εκάστοτε οικονομικές συνθήκες και με προτίμηση προικοδότησης μεταξύ των απόρων, αυτής που φέρει το όνομα […]. Όπως προέκυψε από την 62/22.10.2002 έκθεση διαχειριστικού ελέγχου της Οικονομικής Επιθεωρήτριας της Οικονομικής Επιθεώρησης Θεσσαλίας, ο σκοπός που έταξε ο διαθέτης εκτελείτο μερικώς. Κατά τον έλεγχο, από το έτος 1980 έως το έτος 1998 διετίθεντο ποσά για προικοδότηση κοριτσιών από τα […], ύστερα από αποφάσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου της Κοινότητας. Δεν ανοικοδομήθηκε, όμως, σχολείο Ανωτέρας Εκπαίδευσης στα […]. Εξάλλου, δεν καταρτίσθηκε οργανισμός διοίκησης και διαχείρισης του Κληροδοτήματος και, για τον λόγο αυτόν, η ως άνω καταλειφθείσα περιουσία δεν απέκτησε νομική προσωπικότητα, ούτε προσδιορίστηκε ιδιαίτερος τρόπος διοίκησης, η δε διαχείριση γινόταν από 15.4.1975 έως 31.12.1998 από τον Πρόεδρο και τα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου της Κοινότητας […] και από 1.1.1999 έως 31.12.1999 από τη Δήμαρχο και τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου […]. Τα συμβούλια αυτά ενεργούσαν ως διαχειριστική επιτροπή του Κληροδοτήματος (κεφαλαίου αυτοτελούς διαχείρισης), έπαιρναν αποφάσεις για αυξήσεις των μισθωμάτων, διορισμό δικηγόρων, εγκρίσεις δαπανών, εκτέλεση έργων, αναλήψεις χρημάτων από τους λογαριασμούς του Κληροδοτήματος κ.λπ.. Σύμφωνα με την ως άνω έκθεση, κατά την ελεγχόμενη περίοδο, τα έσοδα ανήλθαν σε 138.058.404 δραχμές, τα έξοδα σε 40.961.142 δραχμές, το υπόλοιπο δε στις 31.12.1999 ήταν 96.770.490 δραχμές, προσδιορίσθηκαν δε οι καταθέσεις σε λογαριασμούς της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ).
Β. Από τον ως άνω έλεγχο διαπιστώθηκε ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 15.4.1975 έως 31.12.1999, το Κληροδότημα υπέστη ζημία από τη μη καταβολή των συμφωνηθέντων μισθωμάτων από τους μισθωτές των καταστημάτων και του ξενοδοχείου, μεταξύ των οποίων και αυτώντου ισόγειου καταστήματος, επιφάνειας 24 τ.μ., […], ανερχόμενη στο ποσό των 4.876.706 δραχμών, μη συνυπολογιζομένου του αναλογούντος χαρτοσήμου και Ο.Γ.Α. χαρτοσήμου (σελ. 16 της ως άνω έκθεσης), καθώς και από τη μη αναπροσαρμογή των μισθωμάτων αυτών από 1.11.1994. Κατόπιν αυτών, ο έλεγχος επεσήμανε ότι τα οφειλόμενα μισθώματα και οι τόκοι υπερημερίας, που έπρεπε να επιβληθούν λόγω της καθυστέρησης καταβολής τους, αν δεν καταβάλλονταν, παρά τον διακανονισμό που είχε γίνει, σύμφωνα με την από 2.7.2002 έκθεση πεπραγμένων διαχείρισης του Κληροδοτήματος, καθώς και την έκθεση οικονομικού απολογισμού είσπραξης-διακανονισμού απαιτήσεών του από μισθώματα και μη αναπροσαρμογές αυτών, οι οποίες είχαν επισυναφθεί στο 4785/2.9.2002 έγγραφο του τότε Δήμου […], ήταν καταλογιστέα εις βάρος των εκάστοτε διαχειριστικών επιτροπών, διότι δεν επέδειξαν την δέουσα επιμέλεια, αφού δεν τα εισέπραξαν, ούτε έκαναν αναπροσαρμογές αυτών, ούτε άσκησαν αγωγές έξωσης των δύστροπων μισθωτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 59 του β.δ/τος 30/11-4/12/1939.
Γ. Όσον αφορά στο σκέλος των εξόδων του Κληροδοτήματος, διαπιστώθηκε ότι, μέχρι το έτος 1985, αυτά ήταν ελάχιστα και διατέθηκαν για προικοδότηση κορασίδων, αμοιβές σε δικηγόρους και δικαστικά έξοδα. Το έτος 1986 η διαχειριστική επιτροπή έκανε ανάληψη ύψους 296.000 δραχμών για την πληρωμή προτομής του […]. Τα έτη 1989 και 1990 η Κοινότητα Δελερίων προέβη σε αναλήψεις ύψους 4.500.000 δραχμών για την κατασκευή πλατείας στα […]. Τα έτη 1995-1998 η ίδια Κοινότητα προέβη σε αναλήψεις ύψους 26.917.590 δραχμών για την κατασκευή της πλατείας, αγορά εξοπλισμού παιδικής χαράς κ.λπ.. Το έτος 1999 ο Δήμος Αμπελώνα έκανε ανάληψη ύψους 2.208.818 δραχμών για την πληρωμή εργασιών ηλεκτροφωτισμού στην πλατεία […]. Εξάλλου, κατά το έτος 1993 η ως άνω Κοινότητα προέβη στην ανάληψη ποσού 60.000 δραχμών ως αμοιβή στον δικηγόρο […] για εργασίες για την αλλαγή του σκοπού που έταξε ο διαθέτης, ενώ το 1997 για τον ίδιο λόγο η Κοινότητα έκανε ανάληψη ποσού ύψους 200.000 δραχμών ως αμοιβή των δικηγόρων […], χωρίς, όμως, να προκύψει κάποιο αποτέλεσμα. Επισημάνθηκε δε από τον έλεγχο ότι για όλες τις ανωτέρω δαπάνες υπήρχαν τα νόμιμα παραστατικά στοιχεία. Κατόπιν αυτών, προτάθηκε ο καταλογισμός των διαχειριστικών επιτροπών του Κληροδοτήματος με τα ποσά των ανωτέρω δαπανών, διότι, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν τα νόμιμα παραστατικά στοιχεία, οι προαναφερθείσες δαπάνες ήταν εκτός του σκοπού που έταξε ο διαθέτης, ενεργήθηκαν δε κατά παράβαση των διατάξεων της συστατικής πράξης (διαθήκης) του Κληροδοτήματος και χωρίς εγκεκριμένο προϋπολογισμό (άρθρα 102 του α.ν. 2039/1939 και 3 του β.δ/τος 20/12.12.1939).
Δ.i. Ακολούθησε η […] πράξη του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας, με την οποία καταλογίστηκαν, μεταξύ άλλων, οι ήδη αναιρεσείοντες ή οιδικαιοπάροχοι των 3ης, 4ου, 5ου, 6ης, 7ου, 9ης, 10ου, 11ου και 12ης εξ αυτών, ως Πρόεδροι και μέλη των διαχειριστικών επιτροπών του Κληροδοτήματος, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, μέχρι το επιμέρους ποσό κατά το οποίο ευθυνόταν ο καθένας, για τη χρονική περίοδο από 15.4.1975 έως 31.12.1999, με το συνολικό ποσό των 149.569,97 ευρώ, που αντιστοιχεί: Α) σε δαπάνες εκτός σκοπού, συνολικού ύψους 100.315,20 ευρώ, που αφορούν: α) ποσό ύψους 868,67 ευρώ (296.000 δρχ.) ως αμοιβή γλύπτη που φιλοτέχνησε την προτομή του […], β) ποσό ύψους 13.206,16 ευρώ (4.500.000 δρχ.) για την κατασκευή πλατείας στα […], γ) ποσό ύψους 176,08 ευρώ (60.000 δρχ.) ως αμοιβή του δικηγόρου […], δ) ποσό ύψους 586,94 ευρώ (200.000 δρχ.) ως αμοιβή των δικηγόρων […], ε) ποσό ύψους 78.995,12 ευρώ (26.917.590 δρχ.) για την κατασκευή της πλατείας, την αγορά χορτοκοπτικού μηχανήματος, εξοπλισμού παιδικής χαράς κλπ. και στ) ποσό ύψους 6.482,23 ευρώ (2.208.818 δρχ.) για εργασίες ηλεκτροφωτισμού της πλατείας καιΒ) σε ζημία, συνολικού ύψους 49.254,77 ευρώ, που υπέστη το Κληροδότημα από: α) τη μη είσπραξη οφειλόμενων μισθωμάτων από τους μισθωτές […], ύψους 42.077,73 ευρώ, β) τη μη αναπροσαρμογή των εν λόγω μισθωμάτων, ύψους 5.394,57 ευρώ και γ) το χαρτόσημο και ΟΓΑ χαρτοσήμου για τα μη εισπραχθέντα αυτά μισθώματα και των αναπροσαρμογών τους, ύψους 1.782,47 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων τόκων υπερημερίας μέχρι 8.9.2005 (ύψους 27.766,05 ευρώ για το υπό στοιχ. α΄, 2.848,86 ευρώ για το υπό στοιχ. β΄ και 1.121,37 ευρώ για το υπό στοιχ. γ΄ ποσό, αντίστοιχα).
ii. Ειδικότερα, το συνολικό ποσό του καταλογισμού επιμερίσθηκε: 1) ανά Κοινοτικό Συμβούλιο της Κοινότητας […] για τις χρονικές περιόδους: α) από 15.4.1975 έως 31.12.1978, στους […], β) από 1.1.1979 έως 31.12.1982, στους […] γ) από 1.1.1983 έως 31.12.1986, στους […] δ) από 1.1.1987 έως 31.12.1990, στους […] ε) από 1.1.1991 έως 31.12.1994, στους […] και στ) από 1.1.1995 έως 31.12.1998, στους […] και 2) στη Δήμαρχο […] και τους Δημοτικούς Συμβούλους […] για δαπάνες εκτός του σκοπού που έταξε ο διαθέτης και 4.675,22 ευρώ για τη μη είσπραξη οφειλόμενων μισθωμάτων, αναπροσαρμογών τους και χαρτοσήμου – Ο.Γ.Α. χαρτοσήμου, συμπεριλαμβανομένων επί όλων αυτών τόκων υπερημερίας.
iii. Κατά την ως άνω καταλογιστική πράξη, τα προαναφερόμενα ποσά, όπως επιμερίσθηκαν ανωτέρω, βάρυναν καθένα από τα μέλη των Κοινοτικών Συμβουλίων, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον. Όμως, επειδή κάποια από τα μέλη εμφανίζονταν σε περισσότερα του ενός Κοινοτικά Συμβούλια ή θήτευσαν και ως Δημοτικοί Σύμβουλοι, το συνολικό ποσό των 149.569,97 ευρώ επιμερίσθηκε, με την ίδια πράξη, ατομικά και κατ’ αλφαβητική σειρά, εις βάρος, μεταξύ άλλων, των αναιρεσειόντων ή των δικαιοπαρόχων των 3ης, 4ου, 5ου, 6ης, 7ου, 9ης, 10ου, 11ου και 12ης εξ αυτών, ως ακολούθως: […]
10. Με δεδομένα αυτά, το δικάσαν Τμήμα έκρινε τα ακόλουθα:
Α. Οι Πρόεδροι και τα μέλη των διαχειριστικών επιτροπών (Κοινοτικών Συμβουλίων) του Κληροδοτήματος […] από 15.4.1975 έως και 31.12.1998, ευθύνονται ως διαχειριστές της ως άνω καταλειφθείσας περιουσίας υπέρ της τότε Κοινότητας […] και νυν Δήμου […] για τη ζημία που προκάλεσαν, όταν, παρά το νόμο, διενήργησαν δαπάνες εκτός του σκοπού που όρισε ο διαθέτης, η επίτευξη του οποίου προστατεύεται συνταγματικά και ο οποίος (σκοπός) μεταβάλλεται μόνο μέσω της δικαστικής οδού, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 455/1976. Ζημία που υφίσταται σε κάθε περίπτωση που τα χρήματα διατίθενται για σκοπόν άλλο από αυτόν που ορίζει η διαθήκη. Περαιτέρω, με την αναιρεσιβαλλομένη έγινε δεκτό ότι, εν προκειμένω, παρόλο που από τα πρώτα χρόνια είχε διαπιστωθεί το ανέφικτο του σκοπού του Κληροδοτήματος κατά το μέρος που αφορούσε στην ανέγερση σχολείου ανωτέρας εκπαιδεύσεως, η αλλαγή του εν λόγω σκοπού αποφασίστηκε αργότερα -βλ. σχετ. τα πρακτικά των 5ης/12.2002, 6ης/11.12.2003, 2ης/3.5.2004 συνεδριάσεων της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου […], ως διαχειριστικής επιτροπής του εν λόγω Κληροδοτήματος, καθώς και των συνεδριάσεων της 22ης.3.2004 (πράξη 2/2004) και 20ης.9.2005 (πράξη 4/2005) του Τοπικού Συμβουλίου […] σε συνδυασμό με το Η/84950/3.10.2002 έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας προς τη Διεύθυνση Εθνικών Κληροδοτημάτων του τότε Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών καθώς και τα 1081844/4237/Β0011/20.11.2002 και 1102101/3978/Β0011/27.12.2004 σχετικά έγγραφα της Διεύθυνσης αυτής- και ζητήθηκε τούτο μόλις με την από 11.6.2009 αίτηση του Κληροδοτήματος, ως κεφαλαίου αυτοτελούς διαχείρισης, επί της οποίας εκδόθηκε η 6287/2010 απορριπτική του αιτήματος απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας) λόγω μη ενεργητικής νομιμοποιήσεώς του. Συνεπώς, σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλομένη, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν είχε επέλθει αλλαγή του σκοπού, που συνίστατο, μεταξύ άλλων, στην ανέγερση, από τα εισοδήματα που θα απέφερε η εκμετάλλευση του ανωτέρω ακινήτου, ενός σχολείου ανωτέρας εκπαιδεύσεως. Κατά την κρίση δε του δικάσαντος Τμήματος, η έννοια της διαθήκης του […] ήταν σαφής και αναμφίβολη και δεν ανέκυπτε ζήτημα ερμηνείας αυτής και αναζήτησης της βούλησης του διαθέτη. Συνακόλουθα, απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι οι προβληθέντες ισχυρισμοί των τότε εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων ή, κατά περίπτωση, των δικαιοπαρόχων αυτών ότι: 1) κατά τη διενέργεια των δαπανών, για τις οποίες καταλογίσθηκαν, ενήργησαν καλόπιστα, με την πεποίθηση ότι εξυπηρετούσαν το κοινό συμφέρον, ενώ διατελούσαν σε συγγνωστή πλάνη ότι ενεργούσαν νομίμως και 2) διασφαλίστηκε η βούληση του διαθέτη, διότι ήταν παρεμφερής ο κοινωφελής σκοπός για τον οποίον διενεργήθηκαν οι δαπάνες αυτές.
Β. Περαιτέρω, το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι οι ανωτέρω ευθύνονται -κατά το ποσοστό που τους αναλογεί και προσδιορίζεται κατωτέρω- και για τη μη είσπραξη των οφειλόμενων μισθωμάτων, διότι τούτο προβλέπεται ρητά στον α.ν. 2039/1939, καθώς και για τη μη αναπροσαρμογή αυτών, πλην όμως, μόνο για το ποσό των 1.610,52 ευρώ. Σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλομένη, το ποσό αυτό αποτελεί την εναπομείνασα οφειλή μισθωμάτων, όπως αυτή προσδιορίστηκε με την από 5.3.1997 αγωγή του Κληροδοτήματος κατά των κληρονόμων του ήδη αποβιώσαντος μισθωτή ισόγειου καταστήματος, επιφάνειας 24 τ.μ., […]. Ειδικότερα, με την αγωγή αυτή -η συζήτηση της οποίας κατά τη δικάσιμο της 18.3.2013 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου ματαιώθηκε- ζητήθηκε η καταβολή ποσού ύψους 13.262,52 ευρώ από τη […]. Ήδη, το ποσό αυτό μειώθηκε, κατόπιν καταβολής από τις […] ποσού ύψους 11.652,00 ευρώ, όπως προκύπτει από τις σχετικές αποδείξεις είσπραξης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ήτοι καταβλήθηκαν: α) 3.917,00 ευρώ στις 3.12.2009, β) 3.868,00 ευρώ στις 12.1.2010 και γ) 3.867,00 ευρώ στις 5.2.2010. Κατόπιν αυτών, το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι το ποσό του καταλογισμού, κατά το σκέλος αυτό, πρέπει να περιορισθεί στο προαναφερθέν ποσό των (13.262,52-11.652,00) 1.610,52 ευρώ.
Γ. Με την αναιρεσιβαλλομένη έγινε, επίσης, δεκτό ότι η ευθύνη των ανωτέρω τόσο για τη διενέργεια δαπανών εκτός σκοπού, όσο και για τη μη είσπραξη μισθωμάτων, δεδομένου ότι απορρέει από παράβαση της συστατικής πράξης (διαθήκης) και εκ του νόμου, αντίστοιχα, εξικνείται μέχρι ελαφράς αμελείας, νομίμως δε αυτοί καταλογίσθηκαν αλληλεγγύως, κατά τις διατάξεις του άρθρου 102 του α.ν. 2039/1939, ενώ, αντίθετα, για τη μη αναπροσαρμογή των μισθωμάτων, αυτοί ευθύνονται μόνο για δόλο ή βαρεία αμέλεια. Επίσης, αφού έγινε δεκτό ότι από τα στοιχεία του φακέλου προέκυπτε προσπάθεια των εκάστοτε διαχειριστικών επιτροπών του εν λόγω Κληροδοτήματος για την ανεύρεση λύσης μέσω της ανάθεσης εντολών σε δικηγόρους, το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι οι ανωτέρω έπρεπε να απαλλαγούν από τους επιβληθέντες τόκους υπερημερίας, που αφορούν τόσο τη μη έγκαιρη είσπραξη των οφειλόμενων μισθωμάτων, όσο και τη μη αναπροσαρμογή αυτών.
Δ. Περαιτέρω, το Τμήμα έκρινε ότι ο καταλογισμός της Δημάρχου και των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου […] με τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν εκτός του σκοπού του διαθέτη, δεν είναι νόμιμος, καθόσον αυτοί ουδέποτε αποφάσισαν την εκτέλεση έργων και τη διενέργεια των σχετικών με αυτά δαπανών, αλλά εκτέλεσαν παλαιότερες αποφάσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου […] ως εκ τούτου, το ποσό των 6.482,23 ευρώ, που αφορά πληρωμή σιντριβανιού και ηλεκτροφωτισμού της κεντρικής πλατείας του δημοτικού διαμερίσματος […] πρέπει να αφαιρεθεί από το εις βάρος τους καταλογισθέν ποσό.
Ε. Εξάλλου, με την αναιρεσιβαλλομένη έγινε, επίσης, δεκτό ότι οι εκκαλούντες και ήδη αναιρεσείοντες -εκτός των κληρονόμων του […] ο οποίος εν ζωή διετέλεσε μέλος του από 1.1.1983 έως 31.12.1986 Κοινοτικού Συμβουλίου, τα μέλη του οποίου καταλογίστηκαν μόνο με το ποσό των 868,67 ευρώ για δαπάνες εκτός σκοπού- ευθύνονται για το ποσό των 34,26 (1.610,52:47) ευρώ, το οποίο προκύπτει από τον επιμερισμό του ως άνω εναπομείναντος οφειλόμενου από τα μισθώματα ποσού των 1.610,52 ευρώ σε 47 μέρη, όπως αυτά προσδιορίζονται λόγω της συμμετοχής ενός εκάστου στα Κοινοτικά Συμβούλια των ετών 1975-1998 και στο Δημοτικό Συμβούλιο του έτους 1999.
ΣΤ. Τέλος, το δικάσαν Τμήμα απέρριψε ως απαραδέκτως προβληθέντες το πρώτον, με το από 19.3.2013 υπόμνημα, ισχυρισμούς των εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων ή, κατά περίπτωση, των δικαιοπαρόχων αυτών ότι η καταλογιστική πράξη στερείται νόμιμης βάσης, καθώς και ότι δεν τηρήθηκε το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης. Και τούτο, με την αιτιολογία ότι από τον συνδυασμό των άρθρων 53 παρ. 1 και 55 του π.δ/τος 1225/1981 συνάγεται ότι οι λόγοι έφεσης πρέπει να εκτίθενται στο εφετήριο ή στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων αυτής και όχι στο υπόμνημα, στο οποίο αναπτύσσονται οι υποβληθέντες και μόνον ισχυρισμοί.
Ζ. Ενόψει των ανωτέρω, το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι, μεταξύ άλλων, οι ήδη αναιρεσείοντες ευθύνονται για τα κατωτέρω ποσά που τους αναλογούν, σε σχέση με τη συμμετοχή αυτών ή, κατά περίπτωση, των δικαιοπαρόχων τους σε περισσότερα Κοινοτικά Συμβούλια των προαναφερόμενων ετών. Συγκεκριμένα:[…]
11. Με βάση τις προεκτεθείσες παραδοχές, το δικάσαν Τμήμα έκανε εν μέρει δεκτή την έφεση, μεταξύ άλλων, ως προς τους ήδη αναιρεσείοντες ή, κατά περίπτωση, τους δικαιοπαρόχους αυτών, μεταρρύθμισε την προσβληθείσα καταλογιστική πράξη και περιόρισε το ποσό του καταλογισμού για έκαστο αυτών, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη.
12. Α. Ήδη, με την υπό κρίση αίτηση, κατά την προσήκουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, το δικάσαν Τμήμα παρέλειψε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την τήρηση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης και, συνακόλουθα, να διαπιστώσει, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999), ότι παραβιάσθηκε ο ουσιώδης αυτός τύπος.
Β. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 8, το γεγονός ότι η υποχρέωση της προηγούμενης ακρόασης επιβάλλεται στη διοίκηση από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και αποτελεί, αντίστοιχα, ατομικό δικαίωμα των ενδιαφερομένων, δεν συνεπάγεται και την υποχρέωση των δικαστηρίων να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως την τήρηση του συνταγματικού αυτού τύπου. Η κρίση, επομένως, της αναιρεσιβαλλομένης, που απέρριψε τον σχετικό λόγο ως απαραδέκτως προβληθέντα το πρώτον με το υπόμνημα, παρίσταται ορθή, καθόσον πράγματι με το υπόμνημα επιτρέπεται μόνο η ανάπτυξη προβληθέντων με το δικόγραφο της έφεσης ή των πρόσθετων λόγων αυτής ισχυρισμών (βλ. άρθρα 29 παρ. 2, 53 παρ. 1 και 55 του π.δ/τος 1225/1981), ως εκ τούτου δε, το δικάσαν Τμήμα δεν είχε υποχρέωση να εξετάσει τον ανωτέρω λόγο. Ενόψει αυτών, ο ως άνω λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος που αποδίδεται με αυτόν στο δικάσαν Τμήμα ότι παραβίασε ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, παραλείποντας να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την τήρηση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Γ. Συναφώς, ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος, με το οποίο προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή από το δικάσαν Τμήμα του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, δοθέντος ότι στηρίζεται σε ισχυρισμό που, κατά τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, δεν είχε προβληθεί παραδεκτώς ενώπιον του Τμήματος, ενώ, άλλωστε, το πραγματικό, στο οποίο στηρίζεται η ως άνω επικαλούμενη παραβίαση, δεν προκύπτει από αυτή την ίδια την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ώστε να είναι, κατ’ εξαίρεση, επιτρεπτή η προβολή του στην αναιρετική δίκη, τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος (ΕλΣ Ολ. 717/2010, 2333/2011, 1161/2015).
13. Α. Περαιτέρω, με την υπό κρίση αίτηση, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, προβάλλεται ότι, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, το δικάσαν Τμήμα δεν εξέτασε αυτεπαγγέλτως, αλλά απέρριψε ως απαράδεκτο τον προβληθέντα το πρώτον με το από 19.3.2013 υπόμνημα ισχυρισμό των τότε εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων ή, κατά περίπτωση, των δικαιοπαρόχων αυτών περί έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας της επίμαχης καταλογιστικής πράξης, υπό την ειδικότερη αιτίαση ότι από το σώμα αυτής δεν προκύπτει σαφώς η νομική και ιστορική αιτία του καταλογισμού.
Β. Ωστόσο, από την επίμαχη καταλογιστική πράξη, όπως το περιεχόμενο αυτής αναλυτικά παρατίθεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (βλ. ανωτέρω σκ. 9 Δ), προκύπτει με σαφήνεια, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με την ένδικη αίτηση, τόσο η νομική, όσο και η ιστορική αιτία του επίδικου καταλογισμού. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, στην πράξη αυτή περιλαμβάνονται όλα τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν, κατά νόμο, τη συγκεκριμένη δημοσιονομική ενοχή και δη: α) η ιδιότητα των καταλογισθέντων ως μελών των διαχειριστικών επιτροπών του εν λόγω Κληροδοτήματος, β) το μη νόμιμο των πράξεων ή παραλείψεων αυτών, ήτοι αφενός η διενέργεια των ρητώς αναφερόμενων σε αυτή δαπανών εκτός του σκοπού του διαθέτη, αφετέρου η μη είσπραξη οφειλόμενων μισθωμάτων από τους συγκεκριμένους μισθωτές, η μη αναπροσαρμογή των μισθωμάτων αυτών, καθώς και η μη είσπραξη του χαρτοσήμου και Ο.Γ.Α. χαρτοσήμου επ’ αυτών και γ) το ύψος της ζημίας που προκλήθηκε από τις ενέργειες αυτές των καταλογισθέντων στην ως άνω καταληφθείσα στην Κοινότητα περιουσία, επιμερισμένο ατομικά, αναλόγως της συμμετοχής καθενός στα εκάστοτε Κοινοτικά Συμβούλια ή στο Δημοτικό Συμβούλιο, κατά περίπτωση. Συνακόλουθα, η εν λόγω καταλογιστική πράξη, ως διαλαμβάνουσα στο «αιτιολογικό» αυτής το ελάχιστο κατά νόμο περιεχόμενο, το οποίο, περαιτέρω, νομίμως εξειδικεύεται στην προαναφερόμενη έκθεση διαχειριστικού ελέγχου, στην οποία η πράξη αυτή ερείδεται (βλ. σκ. 7), κατέστησε τους εκκαλούντες και ήδη αναιρεσείοντες ή, κατά περίπτωση, τους δικαιοπαρόχους αυτών γνώστες των λόγων, για τους οποίους καταλογίσθηκαν, παρέχοντας έτσι σε αυτούς τη δυνατότητα να υπερασπιστούν με αποτελεσματικό τρόπο τα δικαιώματά τους, όπως προκύπτει, άλλωστε, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, ήτοι της έφεσης και των οικείων υπομνημάτων, με τα οποία προέβαλαν τους σχετικούς ισχυρισμούς τους. Και ναι μεν η αιτιολογία της καταλογιστικής πράξης εις βάρος διαχειριστή κληροδοτήματος, ως εκ του νόμου επιβαλλόμενη, ελέγχεται, παρά τα περί του αντιθέτου γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλομένη, και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, ως αναγόμενη στο νόμω βάσιμο της πράξης αυτής (άρθρο 49 του π.δ/τος 1225/1981). Πλην όμως, δοθέντος ότι η καταλογιστική πράξη, στην προκειμένη περίπτωση, περιέχει, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω, την απαιτούμενη από τον νόμο ειδική αιτιολογία, ο περί του αντιθέτου αβάσιμος και, συνακόλουθα, μη ουσιώδης ισχυρισμός των τότε εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων ή, κατά περίπτωση, των δικαιοπαρόχων αυτών ορθώς κατ’ αποτέλεσμα απορρίφθηκε από το δικάσαν Τμήμα. Άλλωστε, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του από 19.3.2013 υπομνήματος, ειδικότερα, δεν προβλήθηκαν, σε σχέση με την επικαλούμενη αυτή νομική πλημμέλεια της καταλογιστικής πράξης, ιδιαίτερες αιτιάσεις, που να χρήζουν ειδικής απάντησης (πρβλ. ΕλΣ Ολ. 1028/2011). Επομένως, ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης περί παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας από το δικάσαν Τμήμα πρέπει, και κατά το μέρος αυτό, να απορριφθεί ως αβάσιμος.
14. Α. Με την υπό κρίση αίτηση, κατά την προσήκουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, προβάλλεται ακόμη ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 32 παρ. 1 και 82 του α.ν. 2039/1939, το δικάσαν Τμήμα απέρριψε τον ισχυρισμό των τότε εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων ή, κατά περίπτωση, των δικαιοπαρόχων αυτών ότι συντρέχει συγγνωστή πλάνη, έλλειψη, δηλαδή, οποιουδήποτε βαθμού υπαιτιότητας στο πρόσωπό τους (ΕλΣ Ολ. 2835/2006, 4328/2014, 2927/2015), σε σχέση με τη διενέργεια των εκτός του σκοπού του διαθέτη δαπανών του ως άνω κεφαλαίου αυτοτελούς διαχείρισης, καθόσον αυτοί ενήργησαν καλόπιστα, χωρίς πρόθεση καταστρατήγησης των οικείων διατάξεων.
Β. Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι, κατά τη διαχείριση των προσόδων του Κληροδοτήματος, τα εκάστοτε Κοινοτικά Συμβούλια της Κοινότητας […], παρά τις περιορισμένες γνώσεις των μελών τους, διαφύλαξαν την ουσιαστική βούληση του διαθέτη, καθώς φρόντισαν αφενός να κατασκευαστούν έργα κοινής ωφέλειας, που απολάμβαναν όλοι οι κάτοικοι της Κοινότητας (ηλεκτροφωτισμένη πλατεία με παιδική χαρά και συντριβάνι), αφετέρου να μνημονευθούν τόσο ο ίδιος ο διαθέτης, όσο και η σύζυγός του […]. Τούτο δε, είχε ως αποτέλεσμα να τους δημιουργηθεί η εύλογη πεποίθηση ότι ενεργούν νομίμως προς εξυπηρέτηση κοινωφελούς σκοπού, που ανταποκρίνεται στον σκοπό του διαθέτη. Πεποίθηση, μάλιστα, η οποία ενισχύθηκε από το γεγονός ότι επί σειρά ετών, στο πλαίσιο της ασκούμενης από το Κράτος διοικητικής εποπτείας επί των πράξεων των Ο.Τ.Α., όλες οι αποφάσεις των Κοινοτικών Συμβουλίων περί εκταμίευσης χρημάτων του Κληροδοτήματος για την εκτέλεση των σχετικών έργων εγκρίνονταν από τα αρμόδια όργανα της Νομαρχίας αρχικά και της Περιφέρειας στη συνέχεια. Άλλωστε, όπως διαπιστώθηκε και από τον έλεγχο, η διενέργεια των επίμαχων δαπανών καλύπτεται από νόμιμα παραστατικά στοιχεία.
15. Με δεδομένα αυτά, κατά τη γνώμη που κράτησε στο Δικαστήριο, το δικάσαν Τμήμα, που δέχθηκε ότι συντρέχει υπαιτιότητα στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων ή των δικαιοπαρόχων των 3ης, 4ου, 5ου, 6ης, 7ου, 9ης, 10ου, 11ου και 12ης εξ αυτών, έστω σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, ως προς τη διενέργεια των επίμαχων, εκτός του σκοπού του διαθέτη, δαπανών του ως άνω κεφαλαίου αυτοτελούς διαχείρισης, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του ν. 2039/2009, όπως βασίμως προβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση. Ειδικότερα, όπως έγινε δεκτό από το δικάσαν Τμήμα, τα μέλη των εκάστοτε διαχειριστικών επιτροπών του εν λόγω Κληροδοτήματος προέβησαν στη λήψη των αποφάσεων για την κατασκευή των συγκεκριμένων έργων (πλατεία με παιδική χαρά), δεδομένου ότι, ήδη από τα πρώτα χρόνια, είχε διαπιστωθεί το ανέφικτο του σκοπού του Κληροδοτήματος κατά το μέρος που αφορούσε ειδικότερα στην ανέγερση σχολείου ανώτερης εκπαίδευσης. Εξάλλου, κατά τα γενόμενα, επίσης, δεκτά από την αναιρεσιβαλλομένη, οι ανωτέρω προέβησαν στη μνημόνευση του διαθέτη (φιλοτέχνηση της προτομής του), ανταποκρινόμενοι πλήρως στη σχετική βούλησή του κατά το σκέλος αυτό. Επομένως, με βάση τις παραδοχές αυτές, και λαμβάνοντας υπόψη τον παρεμφερή, με αυτόν του διαθέτη, κοινωφελή σκοπό που εξυπηρετούσαν οι δαπάνες για την εκτέλεση των ανωτέρω έργων, υπό την έννοια της σύνδεσης και αυτών, ως εκ της φύσης τους, με την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων της συγκεκριμένης Κοινότητας, σε συνδυασμό με την παντελή απουσία επί σειρά ετών οιασδήποτε αντίρρησης από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, σε σχέση με την ανωτέρω δράση των εκάστοτε Κοινοτικών Συμβουλίων -γεγονός που, αν και, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της έφεσης και των οικείων υπομνημάτων, είχε προβληθεί παραδεκτώς, με επίκληση συγκεκριμένων στοιχείων, δεν αμφισβητήθηκε από τους εφεσίβλητους, αλλά ούτε και από την αναιρεσιβαλλομένη- το δικάσαν Τμήμα έπρεπε, κατ’ ορθή κρίση, να δεχθεί ότι οι ήδη αναιρεσείοντες ή, κατά περίπτωση, οι δικαιοπάροχοι αυτών έπραξαν κατ’ αυτόν τον τρόπο με τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι ενεργούν νομίμως, προς εξυπηρέτηση της ουσιαστικής βούλησης του διαθέτη για την ευρύτερη ανάπτυξη της εν λόγω μικρής τοπικής κοινωνίας. Ενόψει αυτών, έπρεπε, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, να γίνει δεκτό ότι οι ανωτέρω δεν βαρύνονται ούτε σε βαθμό ελαφράς αμέλειας για την πρόκληση της συγκεκριμένης ζημίας στο εν λόγω Κληροδότημα και ότι, ως εκ τούτου, ο γενόμενος εις βάρος τους καταλογισμός, κατά το σκέλος αυτό, δεν είναι νόμιμος. Έσφαλε, επομένως, το δικάσαν Τμήμα, που δέχθηκε τα αντίθετα, και κατέστησε αναιρετέα κατά το μέρος αυτό την απόφασή του. Κατόπιν τούτου, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του δεύτερου λόγου αναίρεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής από το δικάσαν Τμήμα των νομιμοποιητικών διατάξεων των άρθρων 26 παρ. 1 και 2 του ν. 3274/2004 και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006, σε συνδυασμό με την αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), στον βαθμό που αναφέρεται στο αναιρούμενο μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης.
16. Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Αγγελικής Μυλωνά, Βιργινίας Σκεύη, Βασιλικής Σοφιανού και Δέσποινας Τζούμα, η προσβαλλόμενη απόφαση, δεχόμενη ότι οι ήδη αναιρεσείοντες ή οι δικαιοπάροχοι των 3ης, 4ου, 5ου, 6ης, 7ου, 9ης, 10ου, 11ου και 12ης εξ αυτών βαρύνονται με υπαιτιότητα ως προς τη διενέργεια των ως άνω εκτός του σκοπού του διαθέτη δαπανών του Κληροδοτήματος, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων του α.ν. 2039/1939. Και τούτο διότι, λαμβανομένης υπόψη της συνταγματικής προστασίας του σκοπού του διαθέτη (άρθρο 109 του Συντάγματος) και ενόψει της σαφούς έννοιας τόσο της διαθήκης, η οποία δεν έχρηζε ερμηνείας, όσο και των διατάξεων σχετικά με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία αλλαγής του σκοπού του διαθέτη, οι ανωτέρω όφειλαν και μπορούσαν, επιδεικνύοντας στοιχειώδη επιμέλεια, να γνωρίζουν τις υποχρεώσεις τους ως διαχειριστές του εν λόγω κεφαλαίου αυτοτελούς διαχείρισης και, συνακόλουθα, τον παράνομο χαρακτήρα των πράξεών τους, δηλαδή τη διάθεση των χρημάτων του Κληροδοτήματος όχι για τον συγκεκριμένο σκοπό που όρισε ο διαθέτης, αλλά για την εκτέλεση κοινοτικών κατ’ ουσίαν έργων, χωρίς την έκδοση δικαστικής απόφασης, η οποία να επιτρέπει την εν λόγω μεταβολή. Επομένως, κατά τη μειοψηφούσα αυτή γνώμη, ο ως άνω λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
17. Κατ’ ακολουθίαν αυτών που προηγουμένως έγιναν, κατά πλειοψηφία, δεκτά, πρέπει, κατά παραδοχή του ως άνω λόγου αναίρεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, η ένδικη αίτηση να γίνει δεκτή ως προς τους 9η, 10ο, 11ο και 12η των αναιρεσειόντων, νόμιμους κληρονόμους του […] και εν μέρει δεκτή ως προς τους λοιπούς αναιρεσείοντες, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της που έκρινε νόμιμο τον καταλογισμό, ως προς το σκέλος αυτού, που αφορά στη διενέργεια δαπανών του Κληροδοτήματος εκτός του σκοπού του διαθέτη και να διαταχθεί η απόδοση στους συνεχίζοντες τη δίκη κληρονόμους του […], καθώς και στους λοιπούς αναιρεσείοντες, του παραβόλου αναίρεσης, που κατατέθηκε για την άσκηση της αίτησης αυτής (άρθρα 61 παρ. 3 και 117 του π.δ/τος 1225/1981). Το Δικαστήριο δε, όσον αφορά στους ως άνω 9η, 10ο, 11ο και 12η των αναιρεσειόντων, εκτιμώντας τις περιστάσεις της υπόθεσης, κρίνει ότι πρέπει να απαλλαγούν το Ελληνικό Δημόσιο και ο Δήμος […] από τα δικαστικά έξοδα, ενώ, όσον αφορά στους λοιπούς αναιρεσείοντες, κρίνει ότι τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω μερικής ήττας και νίκης αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97, σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006).
18. Μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το ανωτέρω κεφάλαιο, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, η υπόθεση, η οποία δεν χρήζει διερεύνησης κατά το πραγματικό της μέρος, πρέπει να διακρατηθεί και να δικασθεί περαιτέρω στην ουσία από την Ολομέλεια κατά το αναιρεθέν κεφάλαιο αυτής (άρθρο 116 του π.δ/τος 1225/1981).
19. Στην υπό κρίση υπόθεση, σύμφωνα με όσα έγιναν αναιρετικώς δεκτά (βλ. ανωτέρω σκέψη 15), οι εκκαλούντες και ήδη αναιρεσείοντες ή οι δικαιοπάροχοι των 3ης, 4ου, 5ου, 6ης, 7ου, 9ης, 10ου, 11ου και 12ης εξ αυτών δεν βαρύνονται με οποιουδήποτε βαθμού υπαιτιότητα για την πρόκληση ζημίας στο Κληροδότημα, λόγω της διενέργειας δαπανών εκτός του σκοπού του διαθέτη και, ως εκ τούτου, η εκκληθείσα καταλογιστική πράξη, κατά το σκέλος αυτό, δεν είναι νόμιμη. Ενόψει αυτών, η από 30.11.2005 έφεση πρέπει να γίνει: α) δεκτή, στο σύνολό της, ως προς τον μεταποβιώσαντα […], δικαιοπάροχο των ήδη 9ης, 10ου, 11ου και 12ης των αναιρεσειόντων και να ακυρωθεί, ως προς αυτόν, η εκκληθείσα πράξη και β) εν μέρει δεκτή, ως προς τους μεταποβιώσαντες […], δικαιοπάροχο των ήδη 3ης, 4ου, 5ου, 6ης και 7ου των αναιρεσειόντων, και […], στη δικονομική θέση του οποίου υπεισήλθαν, ως νόμιμοι κληρονόμοι αυτού, η χήρα σύζυγός του […], καθώς και ως προς τους λοιπούς εκκαλούντες και ήδη αναιρεσείοντες. Περαιτέρω δε, πρέπει να μεταρρυθμιστεί η προαναφερόμενη πράξη και να περιορισθεί το συνολικό ποσό του καταλογισμού μόνο στο σκέλος αυτού που αφορά στη πρόκληση ζημίας στο Κληροδότημα από τη μη είσπραξη και αναπροσαρμογή των προαναφερόμενων μισθωμάτων, η οποία (ζημία), κατά τη σχετική κρίση του Τμήματος, που δεν αμφισβητήθηκε και, επομένως, κατέστη κατά τούτο αμετάκλητη, ανέρχεται στο ποσό των 1.610,52 ευρώ, επιμεριζόμενο, κατά το ποσό ευθύνης εκάστου (βλ. σκ. 10. Β και Ζ), ως εξής: 1. Ως προς τον […]
Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται την αίτηση ως προς τους: […]
Αναιρεί ως προς αυτούς την 5006/2013 απόφαση του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Απαλλάσσει το Ελληνικό Δημόσιο και τον Δήμο Τυρνάβου από τη δικαστική δαπάνη των ως άνω αναιρεσειόντων.
Δέχεται εν μέρει την αίτηση ως προς τους: […]
Αναιρεί, ως προς αυτούς, την ανωτέρω απόφαση, κατά το κεφάλαιο αυτής που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου αναίρεσης στις συνεχίζουσες τη δίκη […]
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των ως άνω αναιρεσειόντων και των αναιρεσιβλήτων.
Διακρατεί και δικάζει περαιτέρω την υπόθεση στην ουσία, κατά το αναιρεθέν μέρος.
Δέχεται την από 30.11.2005 έφεση ως προς τον […]
Ακυρώνει, ως προς αυτόν, την […]
Δέχεται εν μέρει την έφεση αυτή ως προς τους: […]
Μεταρρυθμίζει, ως προς αυτούς, την ανωτέρω καταλογιστική πράξη, κατά το μέρος της που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Περιορίζει το καταλογισθέν εις βάρος τους ποσό, ως προς τους: […]
Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 6 Φεβρουαρίου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ |
Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ |
ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ |
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ |
|
|
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ |
|
ΕΛΕΝΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΓΛΟΥ |
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 10 Ιουλίου 2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ |
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ |
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΑΡΜΑΣ |
ΕΛΕΝΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΓΛΟΥ |