ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σύλληψη και προσωρινή κράτηση του Τούρκου πολιτικού Selahattin Demirtaş, ενός από τους συμπροέδρους του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος (HDP), το οποίο είναι ένα αριστερό φιλοκουρδικό πολιτικό κόμμα.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ειδικότερα ότι οι παρεμβάσεις στην άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης του προσφεύγοντος- δηλαδή η άρση της βουλευτικής ασυλίας του ως αποτέλεσμα της συνταγματικής τροποποίησης της 20.05.2016, η αρχική και παρατεταμένη προσωρινή του κράτηση, και η ποινική δίωξη εναντίον του για αδικήματα που σχετίζονται με την τρομοκρατία βάσει αποδεικτικών στοιχείων που συμπεριελάμβαναν τις πολιτικές του ομιλίες – δεν είχαν προβλεφθεί από το νόμο κατά την έννοια του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.
Όσον αφορά το δικαίωμα προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας του προσφεύγοντος, δεν αναφέρθηκε κανένα συγκεκριμένο γεγονός ή πληροφορία, προκειμένου να δικαιολογηθεί η προσωρινή κράτησή του, ούτε και ποτέ προβλήθηκε κάτι τέτοιο από τα εγχώρια δικαστήρια κατά τη διάρκεια της κράτησής του. Δεν υπήρχε, επομένως, εύλογη υποψία ότι διέπραξε τα εν λόγω αδικήματα.
Οι ίδιες παρατηρήσεις οδήγησαν επίσης σε διαπίστωση παραβίασης του δικαιώματος του προσφεύγοντος να εκλεγεί και να αποκτήσει έδρα στο Κοινοβούλιο. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι δικαστικές αρχές δεν συμμορφώθηκαν με τις διαδικαστικές τους υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου για να εξακριβώσουν εάν ο προσφεύγων είχε δικαίωμα ή όχι στη βουλευτική ασυλία λόγω των επίμαχων δηλώσεών του. Ούτε είχαν σταθμίσει τα ανταγωνιστικά συμφέροντα ή είχαν λάβει υπόψη το γεγονός ότι ο προσφεύγων ήταν ένας από τους ηγέτες πολιτικού κόμματος αντιπολίτευσης στη χώρα του.
Τέλος, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η κράτησή του, ειδικά κατά τη διάρκεια δύο κρίσιμων προεκλογικών εκστρατειών σχετικά με το δημοψήφισμα της 16.04.2017 και τις προεδρικές εκλογές της 24.06.2018, είχε ως απώτερο σκοπό την παρεμπόδιση του πλουραλισμού. Η αρχική και παρατεταμένη προσωρινή κράτησή του όχι μόνο είχε στερήσει σε χιλιάδες ψηφοφόρους την εκπροσώπηση στην Εθνοσυνέλευση, αλλά είχε επίσης στείλει ένα επικίνδυνο μήνυμα σε ολόκληρο τον πληθυσμό, περιορίζοντας σημαντικά το πεδίο της ελεύθερης δημοκρατικής συζήτησης.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Τουρκία όφειλε να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει την άμεση απελευθέρωση του προσφεύγοντος.
Συνολικά, το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του Δικαστηρίου του Στρασβούργου διαπίστωσε
Α) κατά πλειοψηφία (16 ψήφους υπερ και 1 κατά) ότι:
– υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 (ελευθερία έκφρασης),
– υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 3 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια),
– δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 4 (δικαίωμα σε ταχεία απόφαση σχετικά με τη νομιμότητα της κράτησης),
– υπήρξε παραβίαση του άρθρου 18 (όρια στην χρήση των περιορισμών σε δικαιώματα) σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ,
Β) κατά πλειοψηφία (15 ψήφους υπερ και 2 κατά) ότι:
– υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 1 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια),
– το εναγόμενο κράτος οφείλει να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει την άμεση απελευθέρωση του προσφεύγοντος (άρθρο 46 της ΕΣΔΑ).
Γ) Ομόφωνα ότι:
– υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (δικαίωμα για ελεύθερες εκλογές).
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 3.500 ευρώ για αποζημίωση, 25.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 31.900 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 10
Άρθρο 5
Άρθρο 3 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Άρθρο 18
Άρθρο 46
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Selahattin Demirtaş, είναι Τούρκος υπήκοος που γεννήθηκε το 1973. Όταν κατατέθηκε η προσφυγή κρατούνταν στο Edirne της Τουρκίας.
Ο προσφεύγων ήταν ένας από τους συμπροέδρους του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος (HDP), ενός αριστερού φιλοκουρδικού πολιτικού κόμματος. Μεταξύ 2007 και 2018 ήταν μέλος της Τούρκικης Εθνικής Συνέλευσης («Εθνική Συνέλευση»). Υπέβαλε υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές του 2014 και του 2018 και έλαβε 9,76% και 8,32% των ψήφων αντίστοιχα.
Τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2014, μέλη της ένοπλης τρομοκρατικής οργάνωσης Daesh (Ισλαμικό Κράτος) ξεκίνησαν μια επίθεση στην πόλη της Συρίας Kobani, περίπου 15 χλμ. από την τουρκική συνοριακή πόλη της Σουρούτ. Ένοπλες συγκρούσεις πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των δυνάμεων της Daesh και των Λαϊκών μονάδων προστασίας (YPG), μιας οργάνωσης η οποία ιδρύθηκε στη Συρία και θεωρείται από την Τουρκία ως τρομοκρατική οργάνωση λόγω των δεσμών της με το PKK (Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν). Μετά το ξέσπασμα των συγκρούσεων στη Συρία, η Τούρκικη κυβέρνηση άνοιξε τα σύνορα της χώρας σε χιλιάδες πρόσφυγες να έχουν συγκεντρωθεί στα Σύνορα Τουρκίας-Συρίας, αλλά έκλεισε τα σύνορα προς την κατεύθυνση της Συρίας, προκειμένου να αποτραπούν τυχόν εθελοντές που ήθελαν να διαφύγουν και να πολεμήσουν στο Κομπάνι.
Από τις 02.10.2014 και μετά, πραγματοποιήθηκε μεγάλος αριθμός διαδηλώσεων σε ολόκληρη την Τουρκία και αρκετές ΜΚΟ δημοσίευσαν δηλώσεις που ζητούσαν διεθνή αλληλεγγύη στο Κομπάνι εναντίον της πολιορκίας από τη Daesh. Συγκεκριμένα, προέτρεψαν την κυβέρνηση να επιτρέψει στους μαχητές να περάσουν στη Συρία. Στις 6 Οκτωβρίου 2014 τρία Τweets δημοσιεύτηκαν στον επίσημο λογαριασμό Twitter του κόμματος HDP, με τα οποία αυτό καλούσε σε διαμαρτυρία ενάντια στις επιθέσεις του Daesh στο Κομπάνι και ενάντια στην τουρκική κυβέρνηση,.
Από τις 6 Οκτωβρίου 2014 και μετά, οι διαδηλώσεις έγιναν βίαιες, με αποτέλεσμα το θάνατο 50 ανθρώπων και τον τραυματισμό εκατοντάδων άλλων. Σύμφωνα με εισαγγελείς, μέσα από το λογαριασμό twitter του HDP παρακινούνταν οι διαδηλωτές σε πράξεις βίας. Προς το τέλος του 2012, μια ειρηνευτική διαδικασία γνωστή ως «διαδικασία επίλυσης» ξεκίνησε με σκοπό την εξεύρεση μόνιμης, ειρηνικής λύσης στο κουρδικό ζήτημα.
Οι κοινοβουλευτικές εκλογές πραγματοποιήθηκαν στις 07.06.2015 και για πρώτη φορά ένα φιλοκουρδικό κόμμα έλαβε έδρες στην Εθνοσυνέλευση. Το HDP έλαβε το 13,12% των ψήφων και έγινε το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης. Το AKP (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) απώλεσε την πλειοψηφία του στο Κοινοβούλιο για πρώτη φορά από το 2002.
Τους μήνες μετά τις εκλογές, η Τουρκία επλήγη από μια σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων, οι οποίοι φέρεται να πραγματοποιήθηκαν από το PKK και το Daesh. Την επομένη ημέρα της τρομοκρατικής επίθεσης στις 22.07.2015, η οποία είχε ως αποτέλεσμα εκ των πραγμάτων τον τερματισμό της «διαδικασίας επίλυσης», οι ένοπλες συγκρούσεις συνεχίστηκαν μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και του PKK. Στις 28.07.2015, ο Πρόεδρος της Τουρκίας έκανε δήλωση στον Τύπο και δεσμεύτηκε ότι οι ηγέτες του HDP θα «πληρώσουν το τίμημα» για τις τρομοκρατικές ενέργειες.
Μετά την αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού, πραγματοποιήθηκαν πρόωρες εκλογές την 01.11.2015, στην οποία το HDP κέρδισε το 10,76% των ψήφων. Το AKP κέρδισε τις εκλογές και ανέκτησε την πλειοψηφία του στην Εθνική Συνέλευση.
Στις 20 Μαΐου 2016 η Εθνοσυνέλευση ψήφισε συνταγματική τροπολογία σύμφωνα με την οποία η βουλευτική ασυλία αιρόταν σε όλες τις περιπτώσεις για τις οποίες εκκρεμούσαν αιτήσεις για άρση της ασυλίας που είχαν κατατεθεί πριν από την ημερομηνία έγκρισης της τροπολογίας. Η τροπολογία επηρέασε συνολικά 154 μέλη του κοινοβουλίου.
Μετά την έναρξη ισχύος της συνταγματικής τροπολογίας, ο εισαγγελέας Diyarbakır αποφάσισε να ενώσει 31 ξεχωριστές ποινικές έρευνες εναντίον του προσφεύγοντος σε μία ενιαία υπόθεση. Μεταξύ Ιουλίου και Οκτωβρίου του 2016 οι αρμόδιοι εισαγγελείς επέδωσαν έξι ξεχωριστές κλήσεις ώστε να καταθέσει. Ωστόσο, ο προσφεύγων δεν εμφανίστηκε ενώπιον των ανακριτικών αρχών.
Στις 04.11.2016, οι δυνάμεις ασφαλείας πραγματοποίησαν επιχειρήσεις εναντίον 12 κοινοβουλευτικών μελών του HDP, συμπεριλαμβανομένου του προσφεύγοντος, οι οποίοι συνελήφθησαν και τέθηκαν υπό κράτηση. Αργότερα εκείνη τη μέρα το δικαστήριο του Diyarbakır διέταξε την προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος για συμμετοχή σε ένοπλη τρομοκρατική οργάνωση και δημόσια υποκίνηση για διάπραξη αδικήματος. Οκτώ άλλα μέλη του HDP τέθηκαν υπό προσωρινή κράτηση από τους αρμόδιους δικαστές σε διάφορα πόλεις.
Από τις 08.11.2016 και μετά ο προσφεύγων υπέβαλε αρκετές ενστάσεις κατά της προσωρινής του κράτησης στη φυλακή. Τα εθνικά δικαστήρια εξέτασαν το ζήτημα της κράτησής του περισσότερες από εξήντα φορές. Σε κάθε περίσταση μέχρι τις 02.09.2019, διέταξαν την παράταση της κράτησής του.
Στις 02.02.2017, το Κακουργιοδικείο του Diyarbakır έκανε δεκτό το κατηγορητήριο που υπέβαλε ο Εισαγγελέας, ο οποίος είχε ζητήσει ποινή κάθειρξης μεταξύ 43 και 142 ετών για τον προσφεύγοντα, κυρίως για αδικήματα που σχετίζονται με την τρομοκρατία. Στις 22.03.2017 το Ακυρωτικό Δικαστήριο μεταβίβασε την υπόθεση στο δικαστήριο της Άγκυρας.
Στις 07.12.2017, το 19ο Κακουργιοδικείο της Άγκυρας πραγματοποίησε την πρώτη ακρόαση της υπόθεσης. Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι κρατήθηκε επειδή εξέφρασε επικριτικές απόψεις σχετικά με τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν από τον Πρόεδρο της Τουρκίας, και αρνήθηκε ότι διέπραξε ποινικό αδίκημα. Συνέχιζε να υποστηρίζει ότι η αρχική και συνεχιζόμενη προσωρινή του κράτηση ήταν παράνομη. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι η στέρηση της ελευθερίας του είχε ως σκοπό να σιγήσουν οι φωνές της αντιπολίτευσης. Συνέχισε ότι οι κατηγορίες εναντίον του που οδήγησαν στην προσωρινή του κράτηση συνδέονταν με τις πολιτικές του ομιλίες, το περιεχόμενο των οποίων προστατεύεται από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 83 του Συντάγματος.
Εν τω μεταξύ, η Εισαγγελία της Κωνσταντινούπολης είχε ξεκινήσει ποινική έρευνα σχετικά με το πρόσωπο του προσφεύγοντος, ο οποίος κατηγορήθηκε για τη διάδοση προπαγάνδας υπέρ τρομοκρατικής οργάνωσης. Στο τέλος αυτών των ποινικών διαδικασιών, με απόφαση της 07.09.2018 το Κακουργιοδικείο της Κωνσταντινούπολης τον καταδίκασε σε φυλάκιση 4 ετών και 8 μηνών για διάδοση προπαγάνδας υπέρ μιας τρομοκρατικής οργάνωσης λόγω ομιλίας που είχε εκφωνήσει σε διαδήλωση στη Κωνσταντινούπολη στις 17.03.2013. Στις 07.12.2018 ο προσφεύγων άρχισε να εκτίει την ποινή φυλάκισης του διάρκειας 4 ετών και 8 μηνών.
Στις 02.09.2019, δεδομένου ότι ο προσφεύγων είχε ολοκληρώσει την υποβολή των υπερασπιστικών ισχυρισμών, το Κακουργιοδικείο της Άγκυρας αποφάσισε να τον αφήσει ελεύθερο υπό τον όρο ότι δεν θα έπρεπε να κρατηθεί λόγω καταδίκης σε άλλη δικαστική διαδικασία. Ωστόσο, παρέμεινε υπό κράτηση ως αποτέλεσμα καταδίκης του στα δικαστήρια της Κωνσταντινούπολης.
Μετά την απόφαση της 02.09.2019 να αφεθεί ελεύθερος ο προσφεύγων, στις 20.09. 2019 το 26ο Κακουργιοδικείο της Κωνσταντινούπολης έκρινε, μετά από αίτημα των συνηγόρων του, ότι οι ημέρες που εξέτισε υπό προσωρινή κράτηση θα πρέπει να αφαιρεθούν από την τελική ποινή που του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο της Κωνσταντινούπολης. Ως αποτέλεσμα αυτής της απόφασης, ο προσφεύγων θα έπρεπε να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους.
Την ίδια ημέρα, η Εισαγγελία της Άγκυρας υπέβαλε αίτημα στο Πλημμελειοδικείο της Άγκυρας ώστε ο προσφεύγων και η κα Figen Yüksekdağ (επίσης πρώην συμπρόεδρος του HDP) να τεθούν υπό προσωρινή κράτηση στο πλαίσιο χωριστής ποινικής έρευνας που ξεκίνησε το 2014 σε σχέση με τα γεγονότα από τις 6 έως τις 8.10.2014, με την κατηγορία διάπραξης αδικημάτων που περιλάμβαναν υπονόμευση της ενότητας και της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους, υποκίνηση σε διάπραξη ανθρωποκτονίας και υποκίνηση διάπραξης ληστειών με σκοπό τη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Αργότερα εκείνη την ημέρα, το διακστήριο της Άγκυρας διέταξε την προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος και της κας Yüksekdağ.
Στις 31.10.2019, μετά από αίτημα του προσφεύγοντος, το Κακουργιοδικείο της Κωνσταντινούπολης ανέστειλε την απόφαση εκτέλεσης της ποινής του για φυλάκιση 4 ετών και 8 μηνών και διέταξε να αφεθεί ελεύθερος υπό τον όρο ότι δεν χρειαζόταν να κρατηθεί εξαιτίας άλλης ποινικής διαδικασίας. Ωστόσο, ο προσφεύγων συνέχιζε να κρατείται ως αποτέλεσμα της απόφασης της 20.09.2019 για προσωρινή κράτηση. Ο προσφεύγων επί του παρόντος στερείται της ελευθερίας του μόνο βάσει αυτής της απόφασης.
Μεταξύ 17.11.2016 και 11.12.2018, ο προσφεύγων υπέβαλε πολλές ατομικές προσφυγές στο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Στις 21.12.2017 το Συνταγματικό Δικαστήριο εξέδωσε μια πρώτη απόφαση σχετικά με την απόφαση προσωρινής κράτησης του προσφεύγοντος, κρίνοντας απαράδεκτη την προσφυγή του.
Σε μια περαιτέρω απόφαση που εκδόθηκε στις 09.06.2020, το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ομόφωνα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 19 § 7 του Συντάγματος (που αντιστοιχεί στο άρθρο 5 § 3 της Σύμβασης) λόγω της διάρκειας της προσωρινής του κράτησης. Υπογράμμισε ότι είχε προηγουμένως διαπιστώσει στην απόφασή του της 21.12.2017 ότι υπήρξε ισχυρή υποψία ότι διαπράχθηκε αδίκημα. Ωστόσο, εξετάζοντας τις αποφάσεις που διατάσσουν την παράταση της κράτησης του προσφεύγοντος όσον αφορά τους λόγους και την αναλογικότητα αυτού του μέτρου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αποφάσεις παράτασης της κράτησής του δεν περιείχαν σχετική και επαρκή αιτιολογία. Ενόψει της διαπίστωσής του για παραβίαση, το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων έπρεπε να λάβει 50.000 τουρκικές λίρες (περίπου 6.500 ευρώ) για ηθική βλάβη.
Όσον αφορά την τρέχουσα προσωρινή του κράτηση, ο προσφεύγων υπέβαλε περαιτέρω αίτηση στο Συνταγματικό Δικαστήριο, η οποία εκκρεμεί ακόμη ενώπιον του.
Βασιζόμενος στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων παραπονέθηκε για παραβίαση του δικαιώματος του στην ελευθερία της έκφρασης. Σύμφωνα με το άρθρο 5 §§ 1 και 3, ανέφερε ότι δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία που να στοιχειοθετούν λογική υποψία ότι διέπραξε ποινικό αδίκημα που να απαιτεί την προσωρινή του κράτηση.
Ισχυρίστηκε επίσης ότι οι δικαστικές αποφάσεις σχετικά με την κράτησή του είχαν διατυπωθεί με αφηρημένους, επαναλαμβανόμενους και τυπικά αναφερόμενους όρους.
Βασιζόμενος στο άρθρο 5 § 4, ανέφερε ότι η διαδικασία στο Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είχε συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της Σύμβασης και ότι η απαίτηση της «ταχύτητας» δεν είχε εκπληρωθεί.
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η προσωρινή του κράτηση ισοδυναμούσε με παραβίαση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Επιπλέον, βασιζόμενος στο άρθρο 18, ισχυρίστηκε ότι τέθηκε υπό κράτηση επειδή εξέφρασε επικριτικές απόψεις για τις πολιτικές αρχές και ότι ο σκοπός της κράτησής του ήταν να αποσιωπηθεί η άποψή του.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 10
Η εξέταση αυτής της καταγγελίας από το Δικαστήριο επικεντρώθηκε στο κατά πόσον υπήρχε επαρκής νομική βάση για τα μέτρα που παρεμπόδισαν την άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασής του, δηλαδή την άρση της βουλευτικής ασυλίας του ως αποτέλεσμα της συνταγματικής τροποποίησης της 20.05.2016, την αρχική και παρατεταμένη προσωρινή του κράτηση και την ποινική δίωξη εναντίον του βάσει αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνουν τις πολιτικές του ομιλίες.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ήταν καθήκον των εθνικών αρχών, και ιδίως των εσωτερικών δικαστηρίων, να εξακριβώσουν καταρχάς αν οι ομιλίες για τις οποίες ο προσφεύγων κατηγορήθηκε και τέθηκε σε προσωρινή κράτηση καλύπτονταν από την βουλευτική ασυλία, όπως αυτή προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 83 του Συντάγματος. Ο προσφεύγων είχε προβάλει το επιχείρημα από την αρχή της προσωρινής του κράτησης ότι, υπό το πρίσμα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 83, δεν μπορούσε να στερηθεί την ελευθερία του. Ωστόσο, το ερώτημα αυτό αγνοήθηκε από τους δικαστές που εξέτασαν τη νομιμότητα της κράτησής του. Παρά την εγγύηση που κατοχυρώνεται στο άρθρο 83 Συντάγματος, οι δικαστικές αρχές είχαν θέσει τον προσφεύγοντα σε προσωρινή κράτηση και διώχθηκε κυρίως λόγω των πολιτικών ομιλιών του, χωρίς καμία αξιολόγηση του κατά πόσον οι δηλώσεις του προστατεύονταν από βουλευτική ασυλία.
Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι η συνταγματική τροποποίηση της 20.05.2016 έθεσε από μόνη της ζήτημα όσον αφορά την προβλεψιμότητα. Έκρινε ότι αυτή ήταν μια τροποποίηση, η οποία ήταν άνευ προηγουμένου στην τουρκική συνταγματική παράδοση, που συνεπάγεται «κατάχρηση της συνταγματικής διαδικασίας τροποποίησης».
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παρέμβαση στην άσκηση της ελευθερίας έκφρασης του προσφεύγοντος δεν ικανοποίησε την προϋπόθεση της προβλεψιμότητας, καθώς στην υπεράσπιση μιας πολιτικής άποψης, ο προσφεύγων θα μπορούσε νόμιμα να περιμένει να επωφεληθεί από το ισχύον συνταγματικό νομικό πλαίσιο, για την προστασία της ασυλίας για πολιτικό λόγο και τις συνταγματικές διαδικαστικές διασφαλίσεις.
Επιπλέον, η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος είχε διαταχθεί και παραταθεί, βάσει των πολιτικών του ομιλιών, για αδικήματα που σχετίζονται με την τρομοκρατία, ιδίως εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 314 §§ 1 και 2 του Ποινικού Κώδικα, δηλαδή τη δημιουργία ή ηγεσία μιας ένοπλης τρομοκρατικής οργάνωσης και τη συμμετοχή σε έναν τέτοιο οργανισμό. Οι πολιτικές δηλώσεις στις οποίες είχε εκφράσει ο προσφεύγων την αντίθεσή του σε ορισμένες κυβερνητικές πολιτικές ή το απλό γεγονός ότι είχε λάβει μέρος στο Κογκρέσο Δημοκρατικών Εταιρειών – μια νόμιμη οργάνωση – κρίθηκαν επαρκή ώστε να δημιουργηθούν υποψίες για τη συμμετοχή του προσφεύγοντος σε ένοπλη οργάνωση. Σύμφωνα με την άποψη του Δικαστηρίου μια τόσο ευρεία ερμηνεία μιας διάταξης ποινικού δικαίου δεν μπορεί να δικαιολογηθεί όταν αυτό συνεπάγεται εξίσωση της άσκησης του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης με το να ανήκεις, να σχηματίζεις ή να καθοδηγείς ένοπλη τρομοκρατική οργάνωση, ελλείψει συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων αυτού του δεσμού.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματός του στην ελευθερία της έκφρασης (άρθρο 10 της Σύμβασης).
Άρθρο 5 §§ 1 και 3
Αφού εξέτασε όλους τους λόγους που προέβαλαν τα εθνικά δικαστήρια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ούτε η απόφαση σχετικά με την αρχική προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος, ούτε η παράτασή της, περιείχαν αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να δείξουν μια σαφή σχέση μεταξύ των ενεργειών του – των πολιτικών ομιλιών του και της συμμετοχής σε ορισμένες νόμιμες συναντήσεις – και των αδικημάτων που σχετίζονταν με την τρομοκρατία για τα οποία είχε κρατηθεί.
Η κυβέρνηση δεν είχε αποδείξει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που ήταν διαθέσιμα στο Κακουργιοδικείο της Άγκυρας δικαιολογούσαν την ύπαρξη «εύλογης υποψίας», στοιχείο που επιβάλλεται από το άρθρο 5 ώστε να μπορούσε να πείσει έναν αντικειμενικό παρατηρητή ότι ο προσφεύγων μπορούσε να έχει διαπράξει τα αδικήματα τρομοκρατίας για τα οποία είχε κρατηθεί. Οι κατηγορίες εναντίον του βασίστηκαν ουσιαστικά σε γεγονότα που δεν μπορούσαν λογικά να θεωρηθούν εγκληματική συμπεριφορά σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, αλλά επίσης είχαν σχέση κυρίως με την άσκηση των δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 1 της Σύμβασης λόγω της έλλειψης εύλογης υποψίας ότι ο προσφεύγων διέπραξε αδίκημα.
Όσον αφορά το άρθρο 5 § 3 της Σύμβασης, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η εύλογη υποψία ότι ένας κρατούμενος είχε διαπράξει αδίκημα ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκυρότητα της παράτασης της κράτησης (βλ. Merabishvili κατά Γεωργίας, § 222). Ελλείψει τέτοιας υποψίας, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε επίσης παραβίαση του άρθρου 5 § 3.
Άρθρο 5 § 4
Το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 5 § 4 της Σύμβασης, συμφωνώντας με την απόφαση του Τμήματος. Το Τμήμα διαπίστωσε ότι η αίτηση του προσφεύγοντος στο Συνταγματικό Δικαστήριο ήταν περίπλοκη και εξέγειρε πολύπλοκα ζητήματα σχετικά με την προσωρινή κράτηση ενός βουλευτή του οποίου η βουλευτική ασυλία είχε αρθεί. Θεώρησε επίσης απαραίτητο να λάβει υπόψη την εξαιρετική νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου μετά τη κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης τον Ιούλιο του 2016. Αν και η διάρκεια των 13 μηνών και 4 ημερών ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «άμεση» το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι, στις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 4 της Σύμβασης.
Άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα ευρήματά του βάσει του άρθρου 10 και του άρθρου 5 § 1 της ΕΣΔΑ ήταν εξίσου σχετικά με τους σκοπούς του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η βουλευτική ασυλία ήταν προνόμιο που δεν χορηγούνταν σε μέλη του Κοινοβουλίου σε ατομική βάση, αλλά προς το θεσμικό όργανο του Κοινοβουλίου, για να εγγυηθεί την ομαλή του λειτουργία. Σε αυτό το πλαίσιο, τα εθνικά δικαστήρια έπρεπε να διασφαλίσουν ότι μέλος του κοινοβουλίου δεν δικαιούταν πράγματι το δικαίωμα βουλευτικής ασυλίας όσον αφορά τις πράξεις που του αποδίδονταν.
Στην παρούσα υπόθεση, παρόλο που ο προσφεύγων είχε ζητήσει από το Κακουργιοδικείο να εξετάσει εάν οι επίμαχες ομιλίες προστατεύονταν βάσει του πρώτου εδαφίου του άρθρου 83, του τουρκικού Συντάγματος, τα εγχώρια δικαστήρια δεν είχαν πραγματοποιήσει τέτοια εξέταση, παραλείποντας έτσι να συμμορφωθούν με τις διαδικαστικές υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Όταν ένα μέλος του κοινοβουλίου στερούνταν την ελευθερία του, οι δικαστικές αρχές οι οποίες διατάσσουν το εν λόγω μέτρο οφείλουν να αποδείξουν ότι έχουν σταθμίσει τα ανταγωνιστικά συμφέροντα. Ως μέρος αυτής της εξισορροπητικής διαδικασίας, τα δικαστήρια έπρεπε να προστατεύσουν την ελευθερία του μέλους του κοινοβουλίου να εκφράζει πολιτικές απόψεις. Ειδικότερα, έπρεπε να διασφαλίσουν ότι το φερόμενο αδίκημα δεν συνδέεται άμεσα με τις πολιτικές του δραστηριότητες. Επιπλέον, τα νομικά συστήματα των κρατών μελών όφειλαν να παρέχουν ένδικο μέσο με το οποίο τα μέλη του κοινοβουλίου που είχαν τεθεί υπό κράτηση να μπορούν αποτελεσματικά να αμφισβητήσουν αυτό το μέτρο και να εξετάσουν τα παράπονά τους επί της ουσίας. Στην παρούσα περίπτωση, η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι τα εθνικά δικαστήρια τα οποία είχαν την αρμοδιότητα να αναθεωρήσουν τη προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος είχαν πραγματοποιήσει εξισορροπητική στάση από την άποψη του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, όταν αποφάσιζαν σχετικά με τη νομιμότητα της αρχικής προσωρινής του κράτησης και της παράτασής της. Το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είχε εξετάσει εάν τα εν λόγω αδικήματα συνδέονταν άμεσα με τις πολιτικές δραστηριότητες του προσφεύγοντος.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δικαστικές αρχές δεν έλαβαν αποτελεσματικά υπόψη το γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν ήταν μόνο μέλος του κοινοβουλίου αλλά και ένας από τους ηγέτες της αντιπολίτευσης στην Τουρκία, του οποίου η άσκηση των κοινοβουλευτικών καθηκόντων του απαιτούσε υψηλό επίπεδο προστασίας.
Επιπλέον, οι λόγοι για τους οποίους η επιβολή ενός εναλλακτικού μέτρου σε σχέση με τη κράτηση του κρίθηκε ότι θα ήταν ανεπαρκής στη συγκεκριμένη υπόθεση του, δεν είχαν εξηγηθεί από τα πρωτοβάθμια δικαστήρια. Αν και ο προσφεύγων είχε διατηρήσει το καθεστώς του ως βουλευτή καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του, το γεγονός ότι ήταν ουσιαστικά αδύνατο να συμμετάσχει στις δραστηριότητες της Εθνοσυνέλευσης λόγω της προσωρινής του κράτησης αποτελούσε αδικαιολόγητη παρέμβαση στην ελεύθερη έκφραση της λαϊκής γνώμης και στο δικό του δικαίωμα εκλέγεσθαι στο Κοινοβούλιο. Συνεπώς, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος ήταν ασυμβίβαστη με την ίδια την ουσία του δικαιώματός του σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Υπήρξε συνεπώς παραβίαση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.
Άρθρο 18 σε συνδυασμό με το άρθρο 5
Το Δικαστήριο σημείωσε πρώτον ότι ακόμη και πριν από το 2014, οι εισαγγελείς είχαν υποβάλει αρκετές εκθέσεις σχετικά με τον προσφεύγοντα στην Εθνοσυνέλευση. Μέχρι την έναρξη της πολιτικής έντασης μεταξύ, αφενός, του HDP και, αφετέρου, του Προέδρου και του κυβερνώντος κόμματος, ο προσφεύγων δεν αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να στερηθεί την ελευθερία του. Ωστόσο, από το τέλος της «διαδικασίας επίλυσης», και μετά τις ομιλίες του Προέδρου – ο οποίος, για παράδειγμα, είπε τον Ιούλιο του 2015 ότι «οι ηγέτες του κόμματος [το HDP] πρέπει να πληρώσουν το τίμημα»- υπήρξε αύξηση του αριθμού και του ρυθμού των ποινικών ερευνών αναφορικά με τον προσφεύγοντα. Η συνταγματική τροποποίηση εγκρίθηκε στις 20 Μαΐου 2016 είχε άρει την κυβερνητική ασυλία 154 μελών του κοινοβουλίου, οι 14 από αυτούς ανήκαν στο κόμμα του προσφεύγοντος, συμπεριλαμβανομένων και των δύο συμπροέδρων του, και οι οποίοι τέθηκαν υπό προσωρινή κράτηση. Η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι κάποιο μέλος του κοινοβουλίου το οποίο ανήκε στο σχηματισμό των κυβερνώντων κομμάτων, δηλαδή το AKP και το MHP, είχαν επίσης καταδικαστεί και / ή στερηθεί της ελευθερίας τους.
Τα μέλη που εκπροσωπούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, δηλαδή το CHP και το HDP, ήταν τα μόνα που είχαν συλληφθεί ή / και καταδικαστεί μετά την έναρξη ποινικής διαδικασίας εναντίον τους.
Το Δικαστήριο έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στις παρατηρήσεις των παρεμβαινόντων τρίτων, και συγκεκριμένα ο Επίτροπος του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ο οποίος είχε δηλώσει ότι οι εγχώριοι νόμοι χρησιμοποιούνταν όλο και περισσότερο για τη αποσιώπηση των διαφωνούντων. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αποφάσεις σχετικά με την αρχική και συνεχιζόμενη προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος δεν ήταν μεμονωμένο παράδειγμα. Αντίθετα, φαινόταν να ακολουθούν ένα συγκεκριμένο μοτίβο.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων στερήθηκε ιδιαίτερα την ελευθερία του κατά τη διάρκεια δύο κρίσιμων προεκλογικών εκστρατειών, κατά το δημοψήφισμα της 16.04.2017 και κατά τις προεδρικές εκλογές της 24.06.2018. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η προσωρινή του κράτηση τον απέτρεψε αναμφίβολα να συνεισφέρει αποτελεσματικά στην εκστρατεία κατά της εισαγωγής ενός προεδρικού συστήματος στην Τουρκία. Επιπλέον, ήταν προφανές ότι οι πολιτικοί αντίπαλοι του προσφεύγοντος είχαν εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι είχε διεξάγει την προεκλογική του εκστρατεία από τη φυλακή.
Επισημαίνοντας τη χρονική εγγύτητα μεταξύ της απελευθέρωσης του προσφεύγοντος, μετά την απόφαση του Κακουργιοδικείου της Άγκυρας στις 02.09.2019, την απόφαση του 26ου Κακουργιοδικείου της Κωνσταντινούπολης της 20.09.2019, την άμεση επιστροφή του προσφεύγοντος σε προσωρινή κράτηση την ίδια ημέρα και την ομιλία του Προέδρου αμέσως μετά, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εθνικές αρχές δεν ενδιαφέρονταν για την φερόμενη εμπλοκή του προσφεύγοντος σε αδίκημα που φέρεται να διαπράχθηκε μεταξύ 6 και 8 Οκτωβρίου 2014, πριν από 5 περίπου χρόνια, αλλά μάλλον σκόπευαν να τον θέσουν υπό προσωρινή κράτηση εμποδίζοντας τον έτσι να ασκήσει τις πολιτικές του δραστηριότητες.
Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης τα πορίσματα της Επιτροπής της Βενετίας σχετικά με την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος στην Τουρκία, και πιο συγκεκριμένα εκείνα που αφορούν το Ανώτατο Συμβούλιο Δικαστών και τους Εισαγγελείς. Κατά τη γνώμη της (αριθ. 875/2017 σχετικά με τροποποιήσεις του Συντάγματος), η προτεινόμενη νέα σύνθεση του Ανώτατου Συμβουλίου ήταν «εξαιρετικά προβληματική» και θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, οι εκθέσεις και οι απόψεις διεθνών παρατηρητών, ιδίως τα σχόλια του Επιτρόπου για τα ανθρώπινα δικαιώματα, έδειχναν ότι το τεταμένο πολιτικό κλίμα στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια είχε δημιουργήσει ένα περιβάλλον ικανό να επηρεάσει ορισμένες αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων, ιδίως κατά τη διάρκεια της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, όταν απολύθηκαν εκατοντάδες δικαστές, και ειδικά σε σχέση με τις ποινικές διώξεις που κινήθηκαν εναντίον των αντιφρονούντων.
Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, τα συμπεράσματα που συνήχθησαν από τα ανωτέρω, επιβεβαίωσαν την άποψη ότι οι δικαστικές αρχές αντέδρασαν σκληρά στη συμπεριφορά του προσφεύγοντος ενός από τους ηγέτες της αντιπολίτευσης και απέναντι στη συμπεριφορά άλλων κοινοβουλευτικών μελών του HDP και των εκλεγμένων δημάρχων του, με σκοπό να αποσιωπηθούν οι φωνές των διαφωνούντων γενικά. Η αρχική και παρατεταμένη προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος όχι μόνο είχε στερήσει σε χιλιάδες ψηφοφόρους την εκπροσώπηση στην Εθνοσυνέλευση, αλλά είχε επίσης στείλει ένα επικίνδυνο μήνυμα σε ολόκληρο τον πληθυσμό, περιορίζοντας σημαντικά το πεδίο της ελεύθερης δημοκρατικής συζήτησης.
Το Δικαστήριο κατέληξε, επομένως, στο συμπέρασμα ότι οι λόγοι που προέβαλαν οι αρχές για την προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος ήταν απλώς μία κάλυψη για έναν απώτερο πολιτικό σκοπό, το οποίο εξέγειρε ένα ζήτημα αδιαμφισβήτητης βαρύτητας για τη δημοκρατία. Διαπίστωσε ότι είχε αποδειχθεί πέρα από εύλογη αμφιβολία ότι η κράτηση του προσφεύγοντος, ειδικά κατά τη διάρκεια δύο κρίσιμων προεκλογικών εκστρατειών σχετικά με το δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου 2017 και τις προεδρικές εκλογές της 24ης Ιουνίου 2018, είχαν επιδιώξει τον απώτερο σκοπό της παρεμπόδισης του πλουραλισμού και του περιορισμού της ελευθερίας του πολιτικού διαλόγου, που άνηκε στον πυρήνα της έννοιας της δημοκρατικής κοινωνίας.
Υπήρξε συνεπώς παραβίαση του άρθρου 18 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το Άρθρο 5.
Άρθρο 46
Ο προσφεύγων είχε τεθεί σε προσωρινή κράτηση βάσει ενός νέου νομικού χαρακτηρισμού των «πράξεων και περιστατικών» που σχετίζονται με την περίοδο 6-8 Οκτωβρίου 2014 που είχαν επίσης αποτελέσει μέρος της αιτιολόγησης της συγκεκριμένης στέρησης της ελευθερίας την οποία επικαλέστηκε στην προσφυγή του.
Η παράταση της προσωρινής κράτησης του προσφεύγοντος για λόγους που σχετίζονται με το ίδιο πραγματικό πλαίσιο, συνεπάγεται παράταση της παραβίασης των δικαιωμάτων του καθώς και παραβίαση της υποχρέωσης του εναγόμενου κράτους να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 46 § 1 της Σύμβασης. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι το εναγόμενο κράτος έπρεπε να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει την άμεση απελευθέρωση του προσφεύγοντος.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Τουρκία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 3.500 ευρώ για αποζημίωση, 25.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 31.900 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.
Μειοψηφούσες απόψεις
Οι δικαστές Wojtyczek και Yüksel εξέφρασαν ο καθένας εν μέρει σύμφωνη και εν μέρει αντίθετη γνώμη. Ο Δικαστής Chanturia εξέφρασε μια εν μέρει αντίθετη γνώμη. Ο δικαστής Yüksel με τον δικαστή Paczolay εξέφρασαν περαιτέρω εν μέρει αντίθετη γνώμη. Οι απόψεις αυτές επισυνάπτονται στην απόφαση (επιμέλεια echrcaselaw.com).