Πηγή: http://www.echrcaselaw.com
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Διεμφυλική/τρανσέξουαλ. Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής. Η προσφεύγουσα γεννήθηκε και καταχωρήθηκε στο ληξιαρχείο ως άνδρας. Όμως από πολύ νωρίς αυτοπροσδιορίστηκε ως γυναίκα, εμφανιζόταν κοινωνικά ως γυναίκα και χρησιμοποιούσε γυναικείο όνομα. Σε ηλικία 39 ετών άρχισε διαδικασίες για αλλαγή του φύλου της από άνδρα σε γυναίκα. Το εθνικό δικαστήριο της επέτρεψε να προβεί σε εγχείρηση αλλαγής φύλου. Πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία ζήτησε από το Νομάρχη να αλλάξει το όνομά της στην ταυτότητα γιατί η εμφάνισή της σε σχέση με το ανδρικό όνομα της δημιουργούσε μόνιμα προβλήματα εξευτελισμού της. Ο Νομάρχης αρνήθηκε μέχρι να επιβεβαιωθεί δικαστικά η πραγματοποίηση της εγχείρησης αλλαγής φύλου.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η αλλαγή φύλου εμπίπτει στην προστατευτική εμβέλεια του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής. Η άρνηση του Νομάρχη για την αλλαγή του ονόματος βασίστηκε σε καθαρά τυπικά επιχειρήματα τα οποία δεν έλαβαν υπόψη την ειδική κατάσταση της προσφεύγουσας. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η αδυναμία της προσφεύγουσας να επιτύχει αλλαγή του ονόματος με το σκεπτικό ότι η διαδικασία αλλαγής φύλου δεν ολοκληρώθηκε εξαιτίας της μη ολοκληρωθείσας χειρουργικής επέμβασης αλλαγής φύλου, ανερχόταν σε αποτυχία από την πλευρά του κράτους να συμμορφωθεί με τη θετική υποχρέωσή του να εξασφαλίσει στην προσφεύγουσα το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής της. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
ΣΧΟΛΙΟ-ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ
Πρώτη φορά το ΕΔΔΑ ασχολείται με τέτοιο θέμα. Εντάσσει την αλλαγή και τον αυτοπροσδιορισμό του φύλου στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής στην προστατευτική εμβέλεια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Η προσφεύγουσα ήθελε να καταφύγει σε χειρουργική επέμβαση για να εναρμονίσει τη φυσική της εμφάνισή με τη σεξουαλική της ταυτότητα και είχε λάβει δικαστική άδεια χειρουργικής επέμβασης. Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με την υπόθεση AP, Garçon και Nicot κ.α της 06.04.2017, που υπήρξε προσπάθεια παρεμβολής στη φυσική ακεραιότητα της προσφεύγουσας κατά παράβαση του άρθρου 8, δεν διακυβεύετο κάτι τέτοιο εν προκειμένω. Το ΕΔΔΑ κλήθηκε να καθορίσει αν η άρνηση των αρχών να επιτρέψουν στην προσφεύγουσα να αλλάξει το όνομά της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μετάβασης φύλου και πριν από την ολοκλήρωση της χειρουργικής επέμβασης αποτελούσε δυσανάλογη προσβολή του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής της ζωής. Έκρινε, ορθά, ότι η άρνηση των ιταλικών αρχών να τροποποιήσουν το όνομά της ώστε να μην εξευτελίζεται και να εναρμονίζεται με την εξωτερική της εμφάνιση για μια περίοδο 2,5 ετών παραβίασε τη θετική υποχρέωση του κράτους να εγγυηθεί το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτική της ζωής, το οποίο και παραβιάστηκε.
Είναι μια σημαντική και θετική απόφαση του Στρασβούργου που διασφαλίζει ακόμα περισσότερο τα δικαιώματα των διεμφυλικών ώστε να απολαμβάνουν ισότιμη θέση στην κοινωνία.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8
Άρθρο 14
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα S.V. είναι Ιταλίδα υπήκοος, γεννηθείσα το 1965, και ζει στην Ostia Lido (Ιταλία).
Η υπόθεση αφορά την άρνηση των ιταλικών αρχών να αλλάξουν το όνομα ενός διεμφυλικού ατόμου διότι δεν εκδόθηκε αμετάκλητη δικαστική απόφαση που να επιβεβαιώνει την αλλαγή φύλου του εν λόγω προσώπου.
Κατά τη γέννησή της, η προσφεύγουσα καταχωρήθηκε στο μητρώο ως άρρεν και της δόθηκε το όνομα L. Παρόλα αυτά, έχοντας αυτοπροσδιοριστεί πάντα ως γυναίκα, η προσφεύγουσα ζούσε και παρουσιάζονταν στην κοινωνία ως γυναίκα με το όνομα S. Ειδικότερα, οι συνάδελφοί της την φώναζαν με το όνομα S. δεδομένου ότι 1999, και στη φωτογραφία της ταυτότητάς της που εκδόθηκε το 2000 η εμφάνισή της ήταν γυναίκας.
Το 1999 η προσφεύγουσα άρχισε θεραπεία με οιστρογόνα στο πλαίσιο της διαδικασίας αλλαγής φύλου. Το Επαρχιακό Δικαστήριο της Ρώμης της επέτρεψε στη συνέχεια να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου. Το 2001, ενώ περίμενε να υποβληθεί σε εγχείρηση η S.V. ζήτησε από τον Νομάρχη της Ρώμης να αλλάξει το όνομα, δηλώνοντας ότι, λόγω της φυσικής της εμφάνισης, το γεγονός ότι το δελτίο ταυτότητάς της περιείχε αντρικό όνομα ήταν μόνιμη πηγή εξευτελισμού και αμηχανίας. Ο Νομάρχης απέρριψε το αίτημα με την αιτιολογία ότι, ελλείψει οριστικής δικαστικής απόφασης που να επιβεβαιώνει την αλλαγή φύλου (νόμος 164 του 1982), το όνομα της προσφεύγουσας δεν μπορούσε να αλλάξει.
Ως αποτέλεσμα, η S.V. έπρεπε να περιμένει μέχρι το δικαστήριο να επιβεβαιώσει ότι η χειρουργική επέμβαση που πραγματοποιήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 2003 είχε υλοποιηθεί και το δικαστήριο έλαβε αμετάκλητη απόφαση για την ταυτότητα του φύλου. Μετά την απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου της 10ης Οκτωβρίου 2003, οι δημοτικές αρχές της Savona άλλαξαν το φύλο και το όνομά της.
Βασιζόμενη στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής οικογενειακής ζωής) και στο άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων), η S.V. διαμαρτύρεται για την άρνηση του Νομάρχη να κάνει δεκτό το αίτημα αλλαγής του ονόματος της με το σκεπτικό ότι δεν είχε ακόμη υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου και ότι δεν είχε εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση σχετικά με αυτό.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….
Άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής)
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η υπόθεση αφορούσε την αδυναμία ενός διεμφυλικού ατόμου να επιτύχει αλλαγή του ονόματος πριν από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αλλαγής φύλου μέσω της χειρουργικής επέμβασης. Το ζήτημα αυτό εμπίπτει εξ ολοκλήρου στο πεδίο του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και είχε εφαρμογή η πτυχή της «ιδιωτικής ζωής» του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, στις 10 Μαΐου 2001, το περιφερειακό δικαστήριο της Ρώμης είχε δώσει την άδεια στην S.V. να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση. Ωστόσο, η S.V. δεν ήταν σε θέση να αλλάξει το όνομά της μέχρι το δικαστήριο και να επιβεβαιώσει ότι είχε πραγματοποιηθεί η χειρουργική επέμβαση. Το δικαστήριο εξέδωσε αμετάκλητη απόφαση για την ταυτότητα φύλου της στις 10 Οκτωβρίου 2003.
Το ΕΔΔΑ δεν αμφισβήτησε την επιλογή του Ιταλού νομοθέτη να αναθέσει αποφάσεις αλλαγής φύλου στο ληξιαρχικό μητρώο σχετικά με τα διεμφυλικά άτομα στα δικαστήρια και όχι στις διοικητικές αρχές. Επιπλέον, αποδέχθηκε πλήρως την αρχή του αναφαίρετου της οικογενειακής ζωής, τη συνοχή και την αξιοπιστία των φακέλων οικογενειακής κατάστασης και, γενικότερα, την ανάγκη νομικής βεβαίωσης, δεδομένου ότι ήταν θέμα δημοσίου συμφέροντος και δικαιολογούσε τη θέσπιση αυστηρών διαδικασιών με στόχο, ιδίως, την επαλήθευση των υποκείμενων κινήτρων ενός αιτήματος για τη νόμιμη αλλαγή ταυτότητας.
Ωστόσο, σημείωσε ότι η άρνηση του αιτήματος της S.V. βασίστηκε σε καθαρά τυπικά επιχειρήματα τα οποία δεν έλαβαν υπόψη την ειδική κατάσταση της προσφεύγουσας. Ως εκ τούτου, οι αρχές δεν είχαν λάβει υπόψη το γεγονός ότι η S.V. είχαν υποβληθεί σε διαδικασία αλλαγής φύλου για αρκετά χρόνια και ότι η σωματική της εμφάνιση και η κοινωνική της ταυτότητα ήταν εδώ και χρόνια γυναικεία. Υπό τις εν λόγω περιστάσεις, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αντιληφθεί ποιοι ήταν οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που μπορούσαν να δικαιολογήσουν καθυστέρηση για περισσότερα από δυόμισι χρόνια να αλλάξει το όνομα στα επίσημα έγγραφα της S.V., αλλαγή η οποία ήταν συμβατή με την κοινωνική της κατάσταση, κάτι που είχε αναγνωριστεί από την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου της Ρώμης της 10ης Μαΐου 2001.
Έτσι, ο άκαμπτος χαρακτήρας της δικαστικής διαδικασίας για την αναγνώριση του φύλου των διεμφυλικών όπως ίσχυε τότε, είχε οδηγήσει την S.V. για αρκετό χρόνο σε μια περίεργη κατάσταση ικανή να δημιουργήσει συναισθήματα ευπάθειας, ταπείνωσης και άγχους. Υπόψη των ανωτέρω το Δικαστήριο παραπέμπει στη γνωμοδότηση CM / Rec (2010) 5 σχετικά με τα μέτρα καταπολέμησης διακριτικής μεταχείρισης λόγω γενετήσιου προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου, βάση της οποία η Επιτροπή των Υπουργών προέτρεψε τα κράτη να κάνουν δυνατή την αλλαγή ονόματος και φύλου στα επίσημα κρατικά έγγραφα με γρήγορο, διαφανή και προσβάσιμο τρόπο.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η αδυναμία της S.V. να επιτύχει αλλαγή του ονόματος σε μια περίοδο δυόμισι ετών, με το σκεπτικό ότι η διαδικασία αλλαγής φύλου δεν ολοκληρώθηκε εξαιτίας της χειρουργικής επέμβασης αλλαγής φύλου, ανερχόταν σε αποτυχία από την πλευρά του εναγομένου κράτους να συμμορφωθεί με τη θετική υποχρέωσή του να εξασφαλίσει στην προσφεύγουσα το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής της. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Τέλος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 150 του 2011 είχε τροποποιήσει το άρθρο 3 του Ν. 164 του 1982. Ως εκ τούτου, δεν απαιτείται πλέον δεύτερη δικαστική απόφαση στο πλαίσιο της διαδικασίας επιβεβαίωσης αλλαγής φύλου των ατόμων που είχαν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και η τροποποίηση της οικογενειακής τους κατάστασης μπορούσε να διαταχθεί από τον δικαστή στην απόφαση που επιτρέπει την επέμβαση.
Άρθρο 41 (δίκαιη ικανοποίηση)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης αποτελούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη η S.V. Έκρινε όμως ότι η Ιταλία έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 2.500 ευρώ για δικαστικά έξοδα και δαπάνες
Βλ. το πλήρες κείμενο εδώ