ΑΠΟΦΑΣΗ
Ryser κατά Ελβετίας της 12.1.2021 (αρ. προσφ. 23040/13)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Απαγόρευση διακρίσεων και στρατιωτική θητεία. Υποχρέωση του προσφεύγοντος να καταβάλλει φόρο απαλλαγής από τη στρατιωτική θητεία, παρόλο που κηρύχθηκε ακατάλληλος για θητεία για λόγους υγείας. Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι υπέστη διάκριση λόγω της κατάστασης της υγείας του.
Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων υπέστη πράγματι διακριτική μεταχείριση. Συγκεκριμένα, επισήμανε ότι η διάκριση μεταξύ ατόμων που ήταν ακατάλληλα για στρατιωτική θητεία και απαλλάσσονταν από τον επίμαχο φόρο, αφενός, και ατόμων που ήταν ακατάλληλα για θητεία και ήταν υποχρεωμένα να πληρώσουν τον φόρο, αφετέρου, ήταν παράλογη. Επισήμανε, επίσης, ότι ο προσφεύγων έφερε σημαντικό μειονέκτημα σε σύγκριση με τους αντιρρησίες συνείδησης που ήταν κατάλληλοι για θητεία αλλά μπορούσαν να ακολουθήσουν εναλλακτική πολιτική θητεία και, επομένως, να αποφύγουν την καταβολή του εν λόγω φόρου. Το Δικαστήριο, επίσης, επισήμανε ότι το σχετικά χαμηλό ποσό του φόρου δεν ήταν καθ’ εαυτό καθοριστικό, δεδομένου και ότι ο προσφεύγων ήταν φοιτητής την επίδικη χρονική περίοδο.
Το ΕΔΔΑ αναφέρθηκε στις νομοθετικές τροποποιήσεις που έγιναν μετά την απόφαση Glor κατά Ελβετίας, ωστόσο, ήταν μεταγενέστερες από την παρούσα υπόθεση και δεν είχαν εφαρμοστεί στην περίπτωση του προσφεύγοντος.
Παραβίαση του άρθρου 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 14
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Jonas Ryser, είναι Ελβετός υπήκοος που γεννήθηκε το 1983.
Τον Οκτώβριο του 2004, οι αρμόδιες αρχές κήρυξαν τον προσφεύγοντα ακατάλληλο για στρατιωτική θητεία βάσει λόγων υγείας.
Κατά συνέπεια, με εξαίρεση τις δύο ημέρες της στρατολόγησης, δεν υπηρέτησε στον στρατό. Ωστόσο, κρίθηκε κατάλληλος για θητεία στην Υπηρεσία πολιτικής προστασίας.
Τον Φεβρουάριο του 2010 η Υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας, Αθλητισμού και Στρατιωτικών Υποθέσεων στο καντόνι της Βέρνης διέταξε τον προσφεύγοντα να πληρώσει φόρο απαλλαγής από την στρατιωτική θητεία, το ύψος του οποίου ανερχόταν το 2008 σε 254,45 ελβετικά φράγκα (CHF).
Τον Μάρτιο του 2010, ο προσφεύγων υπέβαλε ένσταση κατά της απόφασης αυτής και ζήτησε να απαλλαγεί από το φόρο. Υποστήριξε ότι δεδομένου ότι η εξαίρεσή του από τη στρατιωτική θητεία βασίστηκε σε ιατρικούς λόγους, δεν μπορούσε να εκτελέσει ούτε τη στρατιωτική θητεία, αλλά ούτε την πολιτική εναλλακτική θητεία. Η υπηρεσία απέρριψε την ένσταση του προσφεύγοντος. Τον Δεκέμβριο του 2011, ο προσφεύγων πληροφορήθηκε ότι τοποθετήθηκε στους αναπληρωματικούς της πολιτικής προστασίας και εξαιρέθηκε από το μάθημα εισαγωγής. Βασιζόμενος επί της ουσίας στα ίδια επιχειρήματα με την ένστασή του, υπέβαλε προσφυγή στο Συμβούλιο Φορολογικών Προσφυγών, που απορρίφθηκε.
Ο προσφεύγων στη συνέχεια προσέφυγε στο Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο, με έφεση. Ζήτησε από το Ανώτατο Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση που έλαβε η Υπηρεσία και το Συμβούλιο, επικαλούμενος ότι η είσπραξη του φόρου απαλλαγής θα οδηγούσε στην περίπτωσή του σε διακρίσεις και δεν θα έπρεπε να είχε επιβληθεί. Τον Νοέμβριο του 2012, το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεσή του.
Μετά από αλλαγή κατοικίας, ο προσφεύγων τοποθετήθηκε στους αναπληρωματικούς του Τμήματος Πολιτικής Προστασίας του Δήμου της Βέρνης. Ενημερώθηκε με επιστολή της 06.02. 2013 ότι, κατ’ αρχήν, δεν χρειαζόταν να εμφανισθεί προς υπηρεσία. Στις 31.12.2013 απαλλάχτηκε οριστικά από τη στρατιωτική θητεία.
Στηριζόμενος στο άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι είχε υποστεί διακρίσεις λόγω της κατάστασης της υγείας του.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής)
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε για παραβίαση της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω της κατάστασης της υγείας του και συγκεκριμένα λόγω του γεγονότος ότι, ως άτομο που ήταν ανίκανο για στρατιωτική θητεία, καθώς έπασχε από «μερική» αναπηρία, είχε αντιμετωπιστεί διαφορετικά, αφενός, από άτομα που ήταν ακατάλληλα για στρατιωτική θητεία και έπασχαν από «πλήρη» αναπηρία και αφετέρου, από άτομα που ήταν κατάλληλα για στρατιωτική θητεία.
Δεδομένου ότι αυτές οι δύο κατηγορίες προσώπων δεν έπρεπε να καταβάλουν φόρο απαλλαγής από τη στρατιωτική θητεία. Πρόσθεσε, ότι τα άτομα που ήταν κατάλληλα για στρατιωτική θητεία θα μπορούσαν να επιλέξουν εναλλακτική πολιτική θητεία ως αντιρρησίες συνείδησης προκειμένου να αποφευχθεί η καταβολή του φόρου, σε αντίθεση με τον ίδιο, που κηρύχθηκε ακατάλληλος.
Αναφερόμενος στην υπόθεση Glor κατά Ελβετίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι η παρούσα υπόθεση αφορούσε πράγματι διαφορετική μεταχείριση προσώπων σε παρόμοιες καταστάσεις. Τόνισε επίσης ότι το άρθρο 14 απαγόρευε επίσης τις διακρίσεις για λόγους υγείας, που ήταν το κριτήριο για την κήρυξη ακαταλληλότητας για στρατιωτική θητεία.
Το Δικαστήριο στην υπόθεση Glor σημείωσε την πρόθεση του ελβετού νομοθέτη να αποκαταστήσει ορισμένο βαθμό ισότητας μεταξύ ατόμων που ασκούν στρατιωτική ή μη στρατιωτική θητεία και εκείνων που εξαιρούνται από τέτοια θητεία. Ο φόρος είχε σκοπό να αντισταθμίσει τις προσπάθειες και υποχρεώσεις που απορρέουν από τη στρατιωτική θητεία. Το Δικαστήριο δέχτηκε επίσης αυτήν την αιτιολόγηση στην παρούσα υπόθεση.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι, λόγω της ομοιότητας μεταξύ των υποθέσεων Ryser και Glor, θα έπρεπε να περιοριστεί στην αξιολόγησή του κατά πόσον οι πραγματικές διαφορές μεταξύ τους, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, δικαιολογούσαν το να οδηγηθεί σε ένα διαφορετικό συμπέρασμα από αυτό στην υπόθεση Glor, στην οποία είχε διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι ο προσφεύγων δεν είχε εκφράσει καμία επιθυμία να ασκήσει στρατιωτική θητεία, το Δικαστήριο έκρινε ότι, αφού ο προσφεύγων είχε κηρυχθεί ακατάλληλος για ιατρικούς λόγους, η παρουσία ή η απουσία μιας τέτοιας επιθυμίας δεν ήταν καθοριστική, καθώς οι ειδικοί ιατροί του στρατού είχαν βεβαιώσει ότι ήταν ακατάλληλος για στρατιωτική υπηρεσία.
Η κυβέρνηση θεώρησε επίσης ότι ο προσφεύγων δεν είχε αποδείξει ότι είχε «αναπηρία» ή ότι η υπόθεσή του διέφερε ουσιαστικά από εκείνη του Glor, ο οποίος έπασχε από διαβήτη. Δεδομένου ότι τα μέρη δεν είχαν παράσχει πληροφορίες σχετικά με το είδος του προβλήματος υγείας ή τη σωματική βλάβη του προσφεύγοντος, το ΕΔΔΑ δεν μπορούσε να κάνει εικασίες για το θέμα αυτό. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να αποδεχτεί τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι η κατάσταση του προσφεύγοντος ήταν διαφορετική από εκείνη του Glor σε αυτό το σημείο.
Όσον αφορά την ύπαρξη άλλων τρόπων θητείας ως εναλλακτική λύση στον φόρο απαλλαγής, και συγκεκριμένα τη δυνατότητα μείωσης του ποσού του στρατιωτικού φόρου με την θητεία στην υπηρεσία πολιτικής προστασίας, το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι ο προσφεύγων ενημερώθηκε με επιστολές της 06.12.2011 και 06.02.2013 ότι είχε τοποθετηθεί στους αναπληρωματικούς της Υπηρεσίας πολιτικής προστασίας και ως εκ τούτου, κατ’ αρχήν, δε χρειαζόταν να εμφανισθεί για στρατιωτική θητεία. Επιπλέον, τα μέρη συμφώνησαν ότι δεν είχε δικαίωμα να προβεί σε εναλλακτική πολιτική θητεία. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η δυνατότητα μείωσης του ποσού του εν λόγω φόρου ήταν καθαρά θεωρητική.
Όσον αφορά το ποσό του φόρου, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν καθοριστικό. Πράγματι, παρόλο που το εν λόγω ποσό ήταν μικρό (254,45 CHF το 2008), επισήμανε ότι ο προσφεύγων ήταν φοιτητής τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Παρατήρησε επίσης ότι ο φόρος ήταν πληρωτέος κατά τη διάρκεια του πλαισίου της υποχρεωτικής θητείας, δηλαδή από τα εικοστά γενέθλια του ατόμου έως τα τριακοστά γενέθλιά του.
Τέλος, έχοντας υπόψη τις εξηγήσεις που παρέσχε η κυβέρνηση και την έλλειψη πληροφοριών σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ο προσφεύγων κηρύχθηκε ακατάλληλος για στρατιωτική θητεία, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η εκτίμηση των αρχών σχετικά με την έκταση της αναπηρίας του θα έπρεπε να ήταν διαφορετική ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις.
Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κατάσταση του προσφεύγοντος δεν ήταν αρκετά διαφορετική από αυτήν του προσφεύγοντος στην υπόθεση Glor, ώστε να δικαιολογήσει ένα διαφορετικό συμπέρασμα. Έτσι, η αντικειμενική αιτιολόγηση για τη διάκριση από τις αρχές μεταξύ ατόμων που κηρύχθηκαν ακατάλληλα για θητεία και εξαιρούνται από τον εν λόγω φόρο, αφενός, και ατόμων που κηρύχθηκαν ακατάλληλα για θητεία, αλλά εξακολουθούσαν να πρέπει να πληρώσουν τον φόρο, αφετέρου, ήταν παράλογη. Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι ο προσφεύγων έφερε σαφώς μειονέκτημα σε σύγκριση με τους αντιρρησίες συνείδησης, οι οποίοι ήταν κατάλληλοι για θητεία, αλλά μπορούσαν να έχουν εναλλακτική πολιτική θητεία και, επομένως, μπορούσαν να αποφύγουν την καταβολή του φόρου.
Το ΕΔΔΑ επισήμανε τις νομοθετικές τροποποιήσεις που έγιναν μετά την απόφαση Glor. Οι τροποποιήσεις αυτές, ωστόσο, ήταν μεταγενέστερες από την παρούσα υπόθεση και δεν είχαν εφαρμοστεί στην περίπτωση του προσφεύγοντος.
Ο προσφεύγων υπέστη επομένως διακριτική μεταχείριση και υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το δικαίωμά του στην ιδιωτική ζωή (άρθρο 8).
Δίκαιη ικανοποίηση (Άρθρο 41)
Ο προσφεύγων δεν είχε υποβάλει έγκυρο αίτημα δίκαιης ικανοποίησης εντός της καθορισμένης χρονικής προθεσμίας και έτσι δεν του επιδικάστηκε.
Ξεχωριστή γνώμη
Ο δικαστής Keller εξέφρασε αντίθετη γνώμη, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση (επιμέλεια echrcaselaw.com).