ΕΔΔΑ, Reczkowicz κατά Πολωνίας της 22.07.2021 (αρ. προσφ. 43447/19), Σοβαρές παρατυπίες στο διορισμό δικαστών στο νεοσύστατο Πειθαρχικό Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου μετά από νομοθετική μεταρρύθμιση. Παραβίαση της δίκαιης δίκης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Reczkowicz κατά Πολωνίας της 22.07.2021 (αρ. προσφ. 43447/19)

Βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Σύσταση δικαστηρίου σύμφωνα με το νόμο. Πειθαρχικό Τμήμα. Δίκαιη δίκη.

Δικηγόρος παραπονέθηκε ότι το Πειθαρχικό Τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου της Πολωνίας, το οποίο είχε κρίνει επί υπόθεσής της, δεν ήταν «δικαστήριο που έχει συσταθεί από το νόμο» και έπασχε από έλλειψη αμεροληψίας και ανεξαρτησίας.

Κατά την προσφεύγουσα το Πειθαρχικό Τμήμα, ένα από τα δύο νεοσύστατα τμήματα του Ανώτατου Δικαστηρίου, συστάθηκε από δικαστές που διορίστηκαν από τον Πρόεδρο της Πολωνίας, μετά από σύσταση του Εθνικού Συμβουλίου Δικαιοσύνης («NCJ»). Το Συμβούλιο αυτό αποτελούσε συνταγματικό όργανο της Πολωνίας επιφορτισμένο με την ανεξαρτησία των δικαστηρίων και των δικαστών, πλην όμως η νέα νομοθεσία στερούσε από τη δικαστική εξουσία το δικαίωμα να διορίζει και να εκλέγει τα μέλη του, τα οποία εκλέγονται πλέον από την Sejm (Κάτω Βουλή).

Η υπόθεση είναι μία από τις 38 προσφυγές κατά της Πολωνίας, που υποβλήθηκαν το 2018-2021, σχετικά με διάφορες πτυχές της αναδιοργάνωσης του πολωνικού δικαστικού συστήματος, που ξεκίνησε το 2017. Το Δικαστήριο τόνισε ότι στόχος δεν ήταν να εκτιμηθεί η νομιμότητα της αναδιοργάνωσης του πολωνικού δικαστικού σώματος στο σύνολό του, αλλά να προσδιορίσει εάν, οι αλλαγές επηρέασαν τα δικαιώματα της προσφεύγουσας σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ και αν ναι πώς τα επηρέασαν.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διαδικασία διορισμού δικαστών επηρεάστηκε αδικαιολόγητα από την νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. Αυτό ισοδυναμούσε με μια θεμελιώδη παρατυπία που επηρέασε αρνητικά ολόκληρη τη διαδικασία και έθετε σε κίνδυνο τη νομιμότητα του Πειθαρχικού  Τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου, το οποίο εξέτασε την υπόθεση της προσφεύγουσας.

Κατά το ΕΔΔΑ το Πειθαρχικό Τμήμα δεν ήταν ένα «δικαστήριο που έχει συσταθεί από το νόμο» κατά την έννοια της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε ποσό 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6 παρ. 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα, Joanna Reczkowicz, είναι υπήκοος της Πολωνίας, η οποία γεννήθηκε το 1980 και ζει στη Γκντύνια. Η προσφεύγουσα είναι δικηγόρος. Ανεστάλη η άδειά της για τρία χρόνια μετά από πολλά περιστατικά κατά την εκπροσώπηση ενός πελάτη. Προσέβαλε την απόφαση ενώπιον των δικαστηρίων. Η υπόθεσή της τελικά απορρίφθηκε  το 2019 από το Πειθαρχικό Τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου, ένα από τα δύο νέα τμήματα που δημιουργήθηκαν μετά τις αλλαγές στη δικαιοσύνη.

Στηριζόμενη στο άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι η υπόθεσή της δεν είχε εξεταστεί από «ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που ιδρύθηκε από το νόμο». Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι οι δικαστές του Πειθαρχικού Τμήματος που είχαν εξετάσει την υπόθεσή της διορίστηκαν από τον Πρόεδρο της Πολωνίας μετά από σύσταση του NCJ, γεγονός που αποτέλεσε πρόδηλη παραβίαση του εσωτερικού δικαίου και των αρχών του κράτους δικαίου, της διάκρισης των εξουσιών και της ανεξαρτησίας του δικαστικού σώματος. Ισχυρίστηκε ότι το νέο Πειθαρχικό Τμήμα ήταν πολιτικό και ότι ο πραγματικός στόχος του ήταν να καταστείλει κάθε αντίδραση στις αλλαγές στο πολωνικό νομικό σύστημα που έχουν λάβει χώρα από την κυβέρνηση.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το ΕΔΔΑ εξέτασε την υπόθεση υπό το φως των κριτηρίων που έθεσε το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του Δικαστηρίου στην περίπτωση Guðmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας [GC] της 01.12.2020, αρ. προσφ. 26374/18.

Αρχικά, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε πρόδηλη παραβίαση του εσωτερικού δικαίου, η οποία δυσμενώς επηρέασε τους θεμελιώδεις διαδικαστικούς κανόνες για το διορισμό δικαστών στο Πειθαρχικό Τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το NCJ, όπως ιδρύθηκε βάσει του τροποποιητικού νόμου του NCJ της 08.12.2017, δεν παρείχε επαρκείς εγγυήσεις για ανεξαρτησία από τη νομοθετική  ή εκτελεστική εξουσία.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι μια διαδικασία διορισμού δικαστών που επηρεάστηκε αδικαιολόγητα από την νομοθετική και εκτελεστική εξουσία ήταν από μόνη της ασυμβίβαστη με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, ο τροποποιητικός νόμος του 2017 στερούσε το δικαστικό σώμα του δικαιώματος εκλογής δικαστικών μελών του NCJ, δικαίωμα που είχε στο παρελθόν από τη νομοθεσία, πράγμα που σημαίνει ότι  η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία μπορούσαν να παρέμβουν άμεσα ή έμμεσα στο διορισμό των δικαστών.

Οι παρατυπίες στη διαδικασία διορισμού έθεσαν σε κίνδυνο τη νομιμότητα του Πειθαρχικού Τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου στο βαθμό που, μετά από μια εγγενώς ανεπαρκή διαδικασία σχετικά με δικαστικούς διορισμούς, στερήθηκε και εξακολουθεί να στερείται τα χαρακτηριστικά ενός «δικαστηρίου» που είναι «νόμιμο» κατά την έννοια της Σύμβασης.

Καταλήγοντας σε αυτό το συμπέρασμα, το Δικαστήριο αναφέρθηκε ιδίως σε αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου της Πολωνίας του Δεκεμβρίου 2019 και Ιανουαρίου 2020 διαπιστώνοντας ότι η διαδικασία δικαστικών διορισμών στο πειθαρχικό τμήμα παραβίασε την εθνική νομοθεσία. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αποφάσεις αυτές βασίζονται σε πειστικά επιχειρήματα, συμπεριλαμβανομένης μιας εμπεριστατωμένης και προσεκτικής αξιολόγησης της σχετικής πολωνικής νομοθεσίας από τη σκοπιά των θεμελιωδών κανόνων της Σύμβασης και του δικαίου της ΕΕ. Έλαβε επίσης υπόψιν τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και πολλαπλές εκθέσεις και αξιολογήσεις από ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Πειθαρχικό Τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου, το οποίο εξέτασε την υπόθεση της προσφεύγουσας, δεν ήταν «δικαστήριο που έχει συσταθεί από το νόμο». Διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης).

Όσον αφορά το ζήτημα αν οι ίδιες παρατυπίες έθεσαν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία και αμεροληψία του Πειθαρχικού Τμήματος, το Δικαστήριο έκρινε ότι συνδέεται με το ίδιο υποκείμενο πρόβλημα της εγγενώς ανεπαρκούς διαδικασίας δικαστικών διορισμών και ότι είχε ήδη απαντήσει και συγκεκριμένα ότι το τμήμα αυτό δεν είχε χαρακτηριστικά «δικαστηρίου που έχει συσταθεί από το νόμο». Επομένως, δεν απαιτούσε περαιτέρω εξέταση.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Πολωνία έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 420 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

Ξεχωριστή γνώμη

Ο δικαστής Wojtyczek εξέφρασε σύμφωνη γνώμη. Η γνώμη αυτή επισυνάπτεται στην απόφαση.

Πηγή: www.echrcaselaw.com/

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *