ΑΠΟΦΑΣΗ
Loquifer κατά Βελγίου της 20.07.2021 (αριθ. προσφ. 79089/13, 13085/14 και 54534/14).
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα συνταξιούχος δικαστίνα ασκούσε καθήκοντα μη δικαστικά στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο («CSJ»). Της επιβλήθηκε από το ίδιο όργανο το CSJ, η πειθαρχική κύρωση της αναστολής από τα καθήκοντα της λόγω ποινικής δίωξης εναντίον της για πλαστογραφία με χρήση. Στην εγχώρια νομοθεσία δεν προβλέπονταν άσκηση ένδικου μέσου για την απόφαση αναστολής που εκδόθηκε από Συμβούλιο και όχι από δικαστήριο. Αθωώθηκε από κάθε κατηγορία για την πλαστογραφία. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η πειθαρχική κύρωση της αναστολής, επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα από διοικητικό όργανο. Επανέλαβε την νομολογία του ότι εάν η απόφασή τέτοιων οργάνων υπόκειται σε «μεταγενέστερο έλεγχο» από δικαστικό όργανο που είχε πλήρη δικαιοδοσία και παρείχε τις εγγυήσεις του άρθρου 6 § 1 δεν θα υπήρχε θέμα παραβίασης.
Ωστόσο στην παρούσα απόφαση το καθ’ού κράτος δεν απέδειξε την ύπαρξη ένδικου μέσου που να επέτρεπε στην προσφεύγουσα να προσβάλλει την απόφαση αναστολής της από τα καθήκοντα της με σκοπό να ακυρωθεί ή να ανασταλεί η εκτέλεση της.
Το ΕΔΔΑ έκρινε η προσφεύγουσα στερήθηκε το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου επιδίκασε στην προσφεύγουσα ποσό 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6§1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚA
Η προσφεύγουσα Michèle Loquifer είναι υπήκοος Βελγίου,γεν νήθηκε το 1952 και ζει στο Feluy (Βέλγιο).
Τον Απρίλιο του 2012, η προσφεύγουσα πήρε πρόωρη συνταξιοδότηση αφού διετέλεσε δικαστής για είκοσι χρόνια. Τον Ιούνιο του 2012 η Γερουσία την διόρισε στο CSJ ως «μη δικαστικό» μέλος. Τον Φεβρουάριο του 2013, η προσφεύγουσα κατηγορήθηκε για αδικήματα, όπως πλαστογραφία και χρήση πλαστών εγγράφων, για πράξεις που φέρεται να διαπράχθηκαν υπό την ιδιότητά της ως Προέδρου του Πρωτοδικείου Nivelles σε σχέση με τη διαδικασία διορισμού της.
Τον Μάιο του 2013, η Γενική Συνέλευση του CSJ ενέκρινε το διοικητικό μέτρο της αναστολής της προσφεύγουσας από όλα τα καθήκοντά της που ασκούσε στο CSJ για μια περίοδο έξι μηνών με δυνατότητα ανανέωσης. Προσδιορίστηκε ότι το μέτρο, το οποίο άρχισε να ισχύει, θα ανακαλούνταν αυτόματα εάν ο εισαγγελέας στο Εφετείο των Βρυξελλών αποφάσιζε να μην ασκήσει ποινική δίωξη κατά της προσφεύγουσας. Στη συνέχεια, το μέτρο αναστολής παρατάθηκε αρκετές φορές εν αναμονή της τελικής απόφασης σχετικά με την ποινική διαδικασία εναντίον της.
Το 2014 η προσφεύγουσα κλήθηκε να εμφανιστεί ενώπιον του Εφετείου των Βρυξελλών για τις κατηγορίες της πλαστογραφίας εγγράφων από δημόσιο υπάλληλο και χρήση πλαστών εγγράφων. Αθωώθηκε τον Ιανουάριο 2015. Στη συνέχεια ζήτησε από το CSJ να επανεξετάσει την απόφαση αναστολής της από όλα τα καθήκοντά της.
Στις 25 Μαρτίου 2015, η Γενική Συνέλευση του CSJ επισήμανε την αμετάκλητη απόφαση για την απαλλαγή της στην ποινική διαδικασία και παρατήρησε ότι τα κριτήρια για την επαναφορά της ήταν πλήρως ικανοποιητικά. Στις 30 Μαρτίου 2015, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε από τη θέση της στο CSJ.
Στηριζόμενη στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο) της Σύμβασης, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι η πειθαρχική κύρωση στην οποία είχε υποβληθεί είχε επιβληθεί από μη δικαστικό όργανο και ότι δεν υπήρχε κανένα ένδικο μέσο αμφισβήτησης του εν λόγω μέτρου.
Σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 διαμαρτυρήθηκε επίσης για την έλλειψη δημόσιας ακρόασης και για την άρνηση να της δοθεί πρόσβαση στα πρακτικά της γενικής συνέλευσης του CSJ.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε «διαφορά» στην παρούσα υπόθεση σχετικά με «αστικό δικαίωμα» και ότι η προσφεύγουσα είχε δικαίωμα, στη διαδικασία που αφορούσε την αναστολή της από τα καθήκοντά της εντός του CSJ, στην προστασία που παρέχεται από το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, σύμφωνα με τις σχετικές συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις, το CSJ ήταν διοικητικό όργανο. Δεδομένου ότι δεν ήταν καθήκον του να επιλύσει διαφορές, δεν αποτελούσε δικαστήριο.
Ως εκ τούτου, δεν αποτελούσε «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Συναφώς, το Δικαστήριο επανέλαβε τη νομολογία του ότι, όταν μια αρχή οποία εξέταζε διαφορές σχετικά με «αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις» δεν πληρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 6§ 1, δεν θα μπορούσε να βρεθεί παραβίαση της Σύμβασης εάν η απόφασή της υπόκειται σε «μεταγενέστερο έλεγχο» από δικαστικό όργανο που [είχε] πλήρη δικαιοδοσία και [παρείχε] τις εγγυήσεις του άρθρου 6§1. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 των ενοποιημένων πράξεων για το Συμβούλιο του Κράτους, η προσφεύγουσα δεν είχε το δικαίωμα, ως μέλος του CSJ, να υποβάλει αίτηση στα διοικητικά δικαστήρια για να ακυρωθεί η εν λόγω απόφαση. Όσον αφορά την εξουσία των τακτικών δικαστηρίων να εκδίδουν αποφάσεις, το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι οι ισχυρισμοί της Κυβέρνησης σχετικά με την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα ενός τέτοιου μέτρου βασίζεται στις γενικές αρχές που διέπουν τις διαφορές για υποκειμενικά δικαιώματα. Η κυβέρνηση δεν κατέστησε σαφές σε ποιο βαθμό οι αρχές αυτές εφαρμόζονταν σε ένα σώμα όπως το CSJ του οποίου η ανεξαρτησία από τους άλλους θεσμούς και όργανα της κυβέρνησης, και ιδίως από το δικαστικό σώμα, ήταν εγγυημένη από το Σύνταγμα. Επιπλέον, η κυβέρνηση δεν παρουσίασε εντολές που εκδόθηκαν κατά του CSJ ή άλλου συγκρίσιμου φορέα. Τέλος, όσον αφορά τη δυνατότητα άσκησης αγωγής αποζημίωσης, αυτό δεν θα επέτρεπε στο δικαστήριο να αναιρέσει τα μέτρα αναστολής της προσφεύγουσας από τα καθήκοντά της. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, το μόνο κατάλληλο ένδικο μέσο στη παρούσα υπόθεση ήταν εκείνο που θα οδηγούσε στην ακύρωση των εν λόγω αποφάσεων και θα αποκαθιστούσε το δικαίωμα της προσφεύγουσας να ασκήσει τα καθήκοντά της εντός του CSJ εάν ήταν η αναστολή από τα καθήκοντα της κρίνονταν παράνομη. Ως εκ τούτου, η αγωγή αποζημίωσης δεν αποτελούσε επαρκή λύση στη παρούσα υπόθεση.
Επομένως, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η Κυβέρνηση δεν απέδειξε την ύπαρξη ένδικου μέσου που να επέτρεπε στην προσφεύγουσα να προσβάλει την απόφαση αναστολής της από τα καθήκοντα της και να ακυρωθεί η απόφαση ή να ανασταλεί η εκτέλεσή της. Οι εν λόγω αποφάσεις συνεπώς δεν εκδόθηκαν από «δικαστήριο» ή άλλο όργανο που ασκούσε δικαστικές εξουσίες και δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση από έναν τέτοιο οργανισμό. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα στερήθηκε το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο για να ασκήσει ένδικο μέσο κατά του μέτρου αναστολής της από τα καθήκοντά της στο CSJ. Κατά το ΕΔΔΑ ο ίδιος ο πυρήνας του δικαιώματος πρόσβασης της προσφεύγουσας σε δικαστήριο είχε παραβιαστεί.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ).
Λοιπά άρθρα
Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, οι καταγγελίες σχετικά με την έλλειψη δημόσιας ακρόασης και την άρνηση πρόσβασης στα πρακτικά της Γενικής Συνέλευσης του CSJ ήταν συμπληρωματικές στην καταγγελία σχετικά με το γεγονός ότι το CSJ δεν ήταν «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ και της έλλειψης ενός δικαστικού οργάνου με δικαιοδοσία που αποφαίνεται για την αναστολή της προσφεύγουσας. Κατά συνέπεια, ενόψει του συμπεράσματος σχετικά με την κύρια καταγγελία, το Δικαστήριο έκρινε περιττό να εξετάσει τις πρόσθετες καταγγελίες ξεχωριστά.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.
Ξεχωριστές απόψεις. Ο δικαστής Pavli εξέφρασε ίδια άποψη. Ο δικαστής Zünd εξέφρασε αντίθετη άποψη. Οι απόψεις αυτές επισυνάπτονται στην απόφαση (επιμέλεια echrcaselaw.com).