Βίαιη, εκφοβιστική και απειλητική δημοσιογραφική επίθεση κατά συντακτών έκθεσης για τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Παραβίαση της ιδιωτικής ζωής. Άρθρο 8
ΑΠΟΦΑΣΗ
Kaboğlu και Oran κατά Τουρκίας της 30.10.2018 (αριθ. προσφ. 1759/08, 50766/10 και 50782/10)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Επίσημη έκθεση πανεπιστημιακών για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μειονότητες στην Τουρκία. Δημοσιογράφοι άσκησαν επίθεση στους συντάκτες της ανωτέρω έκθεσης, χρησιμοποιώντας ρητορική μίσους και υποκινώντας σε βία με φράσεις όπως «θα χυθεί αίμα», «αν είχαμε ξυλοκοπήσει αυτά τα άτομα, οι άνθρωποι θα ανακουφίζονταν. Οι υποστηρικτές της Συνθήκης των Σεβρών άξιζαν ένα καλό χέρι ξύλου» κ.α.. Οι αγωγές αποζημίωσης των πανεπιστημιακών απορρίφθηκαν από τα τουρκικά δικαστήρια. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα άρθρα αυτά επιδίωκαν την πρόκληση φόβου των συντακτών της έκθεσης, ώστε να κάμψουν τη βούλησή τους αναφορικά με την υπεράσπιση των ιδεών τους. Τα τουρκικά δικαστήρια προστάτευσαν την ελευθερία της έκφρασης των δημοσιογράφων και δεν έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή στις απειλητικές και βίαιες εκφράσεις που περιέχονται σ’ αυτές παραβιάζοντας την ιδιωτική ζωή των συντακτών της έκθεσης. Μη δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος των προσφευγόντων στον σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής και της ελευθερίας του Τύπου. Παραβίαση του άρθρου 8.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες, İbrahim Özden Kaboǧlu και Baskın Oran, οι οποίοι γεννήθηκαν το 1950 και 1945 αντίστοιχα, είναι Τούρκοι υπήκοοι οι οποίοι διαμένουν στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα. Είναι πανεπιστημιακοί καθηγητές.
Το 2003, οι προσφεύγοντες εξελέγησαν πρόεδρος του συμβουλευτικού συμβουλίου και πρόεδρος της ομάδας εργασίας του Συμβουλίου για θέματα που αφορούν τα δικαιώματα των μειονοτήτων και τα πολιτιστικά δικαιώματα. Το συμβουλευτικό συμβούλιο είναι ένα δημόσιο όργανο το οποίο βρίσκεται υπό την εποπτεία του Πρωθυπουργού, υπεύθυνο για την παροχή στην Κυβέρνηση γνωμών, συστάσεων, προτάσεων και εκθέσεων σχετικά με οποιοδήποτε θέμα που σχετίζεται με την προώθηση και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το 2004, η Γενική Συνέλευση του συμβουλευτικού συμβουλίου ενέκρινε έκθεση σχετικά με τα δικαιώματα των μειονοτήτων και τα πολιτιστικά δικαιώματα, αναφέροντας προβλήματα με την προστασία των μειονοτήτων στην Τουρκία. Μετά την δημοσίευση της έκθεσης δημοσιεύτηκαν στον Τύπο διάφορα άρθρα που κατέκριναν την έκθεση και επιτέθηκαν στους προσφεύγοντες.
Θεωρώντας ότι τα άρθρα αυτά περιείχαν προσβολές, απειλές και ρητορική μίσους εναντίον τους, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν τέσσερις αγωγές αποζημιώσεως κατά των συγγραφέων και των κατόχων της ημερήσιας εφημερίδας.
Οι ανωτέρω αγωγές απορρίφθηκαν αμετάκλητα από τα Τουρκικά Δικαστήρια.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής)
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα εν λόγω προσβλητικά άρθρα δημοσιεύθηκαν στο πλαίσιο έντονου δημόσιου διαλόγου σχετικά με τις προτάσεις που υπέβαλε η έκθεση για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων στην Τουρκία. Αυτό αποτελούσε ευαίσθητο θέμα ικανό να δημιουργήσει ανησυχίες στους εθνικιστικούς κύκλους αναφορικά με την ενότητα του τουρκικού έθνους και της κρατικής δομής. Συνεπώς, οι δηλώσεις και τα άρθρα του Τύπου που επιτίθενται εναντίον των προσφευγόντων εντάσσονταν στο πλαίσιο μιας αντιδραστικής εκστρατείας που διεξήγαγαν οι κύκλοι αυτοί κατά της έκθεσης και των κύριων συντακτών της, των προσφευγόντων. Είχαν στην πραγματικότητα ασκήσει την ελευθερία έκφρασής τους μέσω αυτής της έκθεσης, παρουσιάζοντας την άποψή τους για το καθεστώς και τη θέση των μειονοτήτων σε μια δημοκρατική κοινωνία, χωρίς όμως να χρησιμοποιούν απαγορευτική ή προσβλητική γλώσσα εναντίον των υποστηρικτών μιας διαφορετικής οπτικής σε τέτοια θέματα.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι ορισμένα αποσπάσματα των επίμαχων άρθρων ήταν σαφώς τέτοια ώστε να ενθαρρύνουν ή να δικαιολογούν άμεσα ή έμμεσα τη βία. Συγκεκριμένα, τα ακόλουθα αποσπάσματα: «Ορκίζομαι ότι η αξία της γης μας πρέπει να καταβάλλεται με αίμα και, αν χρειαστεί, θα χυθεί αίμα», «Κατά τη γνώμη μου, αν είχαμε ξυλοκοπήσει αυτά τα άτομα, οι άνθρωποι θα ανακουφίζονταν. Οι υποστηρικτές της Συνθήκης των Σεβρών άξιζαν ένα καλό χέρι ξύλου … “.
Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτές οι προτάσεις μαζί με τις στιγματιστικές εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ευρέως στα άρθρα, όπως ο «προδότης», «οι ανατρεπτικοί άνθρωποι … [που αξίζουν] τη θανατική ποινή», «ο Δούρειος ίππος που διεισδύει μεταξύ μας» και «ο κατάσκοπος», ενθάρρυνε το μίσος εναντίον των συγκεκριμένων, δηλαδή των συντακτών της έκθεσης, συμπεριλαμβανομένων των προσφευγόντων, και τους εξέθεσε σε κίνδυνο σωματικής βίας. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ο κίνδυνος ότι τέτοια γραπτά θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν πράξεις βίας κατά των προσφευγόντων δεν πρέπει να υποτιμάται. Υπενθυμίζει σχετικά ότι ένας Τούρκος δημοσιογράφος, ο Fırat Dink, δολοφονήθηκε από έναν υπερεθνικιστή μετά από μια εκστρατεία κατά του στιγματισμού συνοδευόμενη από απειλές θανάτου εξαιτίας των ετερόδοξων απόψεών του σε ένα ζήτημα που θεωρήθηκε ευαίσθητο στην τουρκική κοινωνία .
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι λεκτικές επιθέσεις και οι απειλές σωματικής βλάβης που έγιναν εναντίον των προσφευγόντων στα άρθρα που επιδιώκουν να υπονομεύσουν την πνευματική τους προσωπικότητα, προκαλώντας τους φόβο, άγχος ώστε να τους ταπεινώσουν και να κάμψουν τη βούλησή τους αναφορικά με την υπεράσπιση των ιδεών τους.
Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια, χωρίς να κατατάσσουν ρητά τα δημοσιογραφικά άρθρα σε μια δεδομένη κατηγορία (αξιολογική κρίση, έκθεση πραγματικών περιστατικών ή ρητορική μίσους ή βίαιη ομιλία), κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν απευθύνονταν άμεσα στους προσφεύγοντες και ότι δεν περιείχαν αδικαιολόγητες επιθέσεις εναντίον τους.
Διαπίστωσαν επίσης ότι οι προσφεύγοντες έπρεπε να ανεχθούν τις σκληρές επικρίσεις που διατυπώθηκαν εναντίον τους, τόσο λόγω της θέσης τους όσο και λόγω των δικών τους επικρίσεων στην έκθεση κατά των ιδεολογικών αντιπάλων τους. Τα δικαστήρια έκριναν τελικά ότι τα άρθρα αυτά ενέπιπταν στη νομοθεσία που προστατεύει την ελευθερία της έκφρασης των δημιουργών τους και δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στις απειλητικές και βίαιες εκφράσεις που περιέχονται σ’ αυτές.
Κατά την άποψη του Στρασβούργου, τα εγχώρια δικαστήρια δεν είχαν εξισορροπήσει σωστά το δικαίωμα των προσφευγόντων στον σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωή και την ελευθερία του Τύπου. Έτσι, οι αποφάσεις τους δεν παρείχαν ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα κατά πόσον η ελευθερία του Τύπου θα μπορούσε να δικαιολογήσει, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, τη ζημία που προκλήθηκε στο δικαίωμα των προσφευγόντων αναφορικά με τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής τους από αποσπάσματα που αποτελούσαν ομιλία μίσους και υποκίνηση σε βία, γεγονός που πιθανόν να τους εξέθετε σε δημόσια περιφρόνηση. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν επιτύχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος των προσφευγόντων στον σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής και της ελευθερίας του Τύπου. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 8 της Σύμβασης.
Λοιπά άρθρα
Λαμβάνοντας υπόψη τη διαπίστωση της παραβίασης βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης, το Δικαστήριο έκρινε ότι εξέτασε το κύριο νομικό ζήτημα που τέθηκε στην προσφυγή. Κατά συνέπεια, έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητο να αποφανθεί χωριστά επί των καταγγελιών βάσει των άρθρων 10 και 14 της Σύμβασης.
Άρθρο 41 (δίκαιη ικανοποίηση)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Τουρκία πρέπει να καταβάλει στους προσφεύγοντες 1.500 ευρώ σε καθένα για ηθική βλάβη και 4.000 ευρώ από κοινού για δικαστικά έξοδα και δαπάνες
(Πηγή: http://www.echrcaselaw.com).