ΑΠΟΦΑΣΗ
Gyrlyan κατά Ρωσίας 9.10.2018 (αρ. προσφ. 35943/15)
βλ. κείμενο απόφασης εδώ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατάσχεση 90.000 δολαρίων σε αεροδρόμιο, επειδή δεν δηλώθηκαν. Η παρέμβαση των εθνικών αρχών στο δικαίωμα ιδιοκτησίας του προσφεύγοντος δεν ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι η νόμιμη προέλευση των κατασχεθέντων μετρητών δεν είχε αμφισβητηθεί, το ποσό που κατασχέθηκε ήταν αναμφίβολα σημαντικό για αυτόν και το κράτος δεν υπέστη καμία απώλεια λόγω της αδυναμίας δήλωσης των συγκεκριμένων χρημάτων. Μη δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και της προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Sergey Gyrlyan είναι Ρώσος υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1972 και τώρα ζει στην Οδησσό (Ουκρανία).
Η υπόθεση αφορά τη κατάσχεση 90.000 δολαρίων από τον ίδιο, λόγω του γεγονότος ότι δεν δήλωσε στο τελωνείο ότι μετέφερε μεγάλη ποσότητα ξένου νομίσματος.
Ο κ. Gyrlyan πούλησε ένα ακίνητο το 2014 και αντάλλαξε τα ρωσικά ρούβλια για 100.000 δολάρια. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους ταξίδεψε με το ξένο νόμισμα από το αεροδρόμιο Domodedovo της Μόσχας στην Οδησσό. Αφού οι χειραποσκευές του πέρασαν από τον έλεγχο του αεροδρομίου, ενημέρωσε την ασφάλεια ότι μετέφερε χρήματα. Είπε ότι σκέφτηκε ότι τελωνειακοί έλεγχοι, όπου θα έπρεπε να δηλώσει ποσά πάνω από 10.000 δολάρια ΗΠΑ, ήταν μετά τους ελέγχους ασφαλείας.
Τα εγχώρια δικαστήρια διέταξαν τελικά τη κατάσχεση των 90.000 δολαρίων, απορρίπτοντας τις εφέσεις του στις οποίες ισχυριζόταν ότι τα χρήματα είχαν ληφθεί νόμιμα και ότι η ποινή ήταν υπερβολική σε σχέση με το αδίκημα.
Βασιζόμενος στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας), ο κ. Gyrlyan καταγγέλλει ότι η κατάσχεση ήταν υπερβολική και δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου: Ο προσφεύγων ήταν ο νόμιμος κάτοχος των 90.000 δολαρίων που κατασχέθηκαν από τις αρχές. Η απόφαση περί κατάσχεσης του εν λόγω ποσού αποτελούσε παρέμβαση στο δικαίωμά του για ειρηνική απόλαυση των περιουσιακών του στοιχείων και η εν λόγω παρέμβαση είχε προβλεφθεί από το νόμο.
Ένα μέτρο κατάσχεσης, αν και αφορά στέρηση περιουσιακών στοιχείων, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, το οποίο επέτρεπε στα συμβαλλόμενα κράτη να ελέγχουν τη χρήση περιουσιακών στοιχείων για την εξασφάλιση της καταβολής των κυρώσεων.
Τα κράτη είχαν έννομο συμφέρον και, δυνάμει διαφόρων διεθνών συνθηκών, καθήκον να εφαρμόσουν μέτρα για τον εντοπισμό και την παρακολούθηση της κίνησης των μετρητών πέραν των συνόρων τους, καθώς μεγάλα ποσά μετρητών θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για ξέπλυμα χρήματος, διακίνηση ναρκωτικών, χρηματοδότηση τρομοκρατικών ενεργειών ή οργανωμένου εγκλήματος, φοροδιαφυγή ή για τη διάπραξη άλλων σοβαρών οικονομικών παραβάσεων. Η απαίτηση γενικής δήλωσης των ποσών που μεταφέρει κάποιος που εφαρμόζεται σε κάθε άτομο που διασχίζει τα σύνορα της χώρας εμποδίζει την αλόγιστη είσοδο ή την έξοδο από τη χώρα μετρητών και το μέτρο της κατάσχεσης αποτελεί μέρος του γενικού ρυθμιστικού πλαισίου που έχει σχεδιαστεί για την καταπολέμηση αυτών των αδικημάτων. Το μέτρο κατάσχεσης συμμορφώνονταν με το γενικό συμφέρον της κοινότητας.
Το διοικητικό αδίκημα για το οποίο είχε καταδικαστεί ο προσφεύγων ήταν η παράλειψή να δηλώσει το σύνολο του ποσού των μετρητών που μετέφερε στις τελωνειακές αρχές. Η περίπτωσή του θα μπορούσε να διακριθεί από άλλες, στις οποίες το μέτρο κατάσχεσης εφαρμόζονταν είτε στα εμπορεύματα των οποίων η εισαγωγή απαγορευόταν, είτε στα οχήματα που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά απαγορευμένων ουσιών ή την εμπορία ανθρώπων.
Η νόμιμη προέλευση των κατασχεθέντων μετρητών δεν είχε αμφισβητήσει. Ο προσφεύγων υπέβαλε αποδεικτικά στοιχεία που αποδείκνυαν ότι τα χρήματα προήλθαν από την πώληση ακινήτου. Δεν υπήρξε καμία ένδειξη ότι ο προσφεύγων σκόπευε σκόπιμα να παρακάμψει τους τελωνειακούς κανονισμούς. Όταν ρωτήθηκε στο πλαίσιο ελέγχου ασφαλείας εάν μετέφερε οποιαδήποτε μετρητά, είχε απαντήσει καταφατικά. Δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να υποδηλώνει ότι ο προσφεύγων ήταν ύποπτος ή ότι κατηγορούνταν για ποινικά αδικήματα στο πλαίσιο του επίδικου συμβάντος ή ότι, επιβάλλοντας το μέτρο κατάσχεσης, οι αρχές προσπάθησαν να αποτρέψουν άλλες παράνομες δραστηριότητες, όπως η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες , τη διακίνηση ναρκωτικών, τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή τη φοροδιαφυγή. Τα χρήματα που μετέφερε είχαν νομίμως αποκτηθεί και είχε τη δυνατότητα να τα μεταφέρει εκτός Ρωσίας, εφόσον είχε δηλώσει το ποσό στις τελωνειακές αρχές. Επομένως, η μόνη διώξιμη συμπεριφορά που μπορούσε να του αποδοθεί ήταν η παράλειψη γραπτής δηλώσεως προς τούτο στις τελωνειακές αρχές.
Για να είναι αναλογική η παρέμβαση έπρεπε να αντιστοιχεί στη σοβαρότητα της παράβασης και στην κύρωση της βαρύτητας του αδικήματος που είχε σχεδιαστεί για την τιμωρία – στην περίπτωση του προσφεύγοντος, της μη τήρησης της υποχρέωσης δήλωσης του ποσού.
Το ποσό που κατασχέθηκε ήταν αναμφίβολα σημαντικό για τον προσφεύγοντα, διότι αντιπροσώπευε σχεδόν το σύνολο των εσόδων από την πώληση της περιουσίας του στη Ρωσία. Από την άλλη πλευρά, η βλάβη που προκάλεσε ο προσφεύγων στις αρχές ήταν ασήμαντη. Αν το ποσό δεν είχε εντοπιστεί, οι ρωσικές αρχές θα είχαν στερηθεί μόνο την πληροφορία ότι τα χρήματα είχαν βγει από τη Ρωσία. Έτσι, το μέτρο κατάσχεσης δεν είχε σκοπό την χρηματική αποζημίωση για τη ζημία – δεδομένου ότι το κράτος δεν υπέστη καμία απώλεια λόγω της αδυναμίας δήλωσης των χρημάτων από τον προσφεύγοντα – αλλά είχε αποτρεπτικό και κυρωτικό σκοπό.
Το Δικαστήριο δεν πείστηκε από το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι είχε ενσωματωθεί στην εσωτερική απόφαση εκτίμηση και αξιολόγηση της αναλογικότητας του μέτρου. Το πεδίο εφαρμογής του ελέγχου που διενήργησαν τα εθνικά δικαστήρια ήταν πολύ στενό για να ικανοποιήσει την απαίτηση να επιδιωχθεί η «δίκαιη ισορροπία», αρχή η οποία είναι σύμφυτη με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Σε αντίθεση με τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι το δικαστήριο είχε επιλέξει την επιεικέστερη ποινή, η σχετική διάταξη δεν φαίνεται να δίνει στο Δικαστήριο το δικαίωμα της διακριτικής ευχέρειας. Ένα τέτοιο άκαμπτο σύστημα δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει την απαιτούμενη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας ενός ατόμου.
Το μέτρο κατάσχεσης είχε επιβάλει στον προσφεύγοντα ατομικό και υπερβολικό βάρος και ήταν δυσανάλογο σε σχέση με το αδίκημα που διαπράχθηκε.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει παραβίαση και επιδικάζει το ποσό των 73.000 ευρώ ως αποζημίωση και 1.500 ευρώ για ηθική βλάβη
Πηγή: http://www.echrcaselaw.com